Και ο θάνατος, στα πολιτικά συμβάντα
ανήκει. Οχι μόνο των επιφανών (είτε πέφτουν θύματα φονικής συνωμοσίας
είτε τελειώνουν ομαλά τη ζωή τους), οπότε ανακύπτουν ζητήματα διανομής
του πολιτικού κλήρου τους, αλλά και των αφανών, που συχνά βρίσκουν
πεθαίνοντας δόξες που δεν τις ονειρεύτηκαν εν βίω. Πολιτικός ο θάνατος,
ως φυσικό γεγονός, αλλά και με την κουλτούρα που διαχειρίζεται το «τώρα»
και το «μετά» του. Τι πολιτικότερο άλλωστε από τον επιτάφιο λόγο του
Περικλή. Οι ανθρώπινες ομάδες απέκτησαν τα πρώτα τους στοιχεία
ταυτότητας, που τις μετέτρεψαν σε συμπαγή κοινότητα από απλό άθροισμα
μονάδων, μέσα και από τη θεώρηση του φαινομένου του θανάτου, της ταφής
των νεκρών και της μετά την ταφή αντιμετώπισής τους: ως ιερών σκιών που
με την αφανή πλην πανίσχυρη παρουσία τους σφραγίζουν τη συλλογική μνήμη ή
ως άσημων απορριμμάτων της διαδικασίας της ζωής, που παράγει κυρίως
θάνατο· συνεχώς.
Πού θα ταφούν οι νεκροί: μέσα στο πλέγμα των κατοικιών, μακριά, σαν ιεροί και μιαροί ταυτόχρονα, ή κάτω από το χωματένιο πάτωμα του σπιτιού, όπως συνέβαινε σε ορισμένους λαούς; Πόσα και ποιας ποιότητας κτερίσματα θα τους συνοδεύσουν; Και ποιος ο χαρακτήρας του επιτάφιου σήματος: περίβλεπτο μνημείο ή ταπεινή επιτύμβια πλάκα; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά έκρινε την εκάστοτε πολιτισμική και πολιτική ηλικία κάθε πληθυσμού που γινόταν φατρία, φυλή, ύστερα έθνος. Δεν πρέπει λοιπόν να μας παραξενεύει η ένταξη του τάφου της Αμφίπολης στους τρέχοντες πολιτικούς σχεδιασμούς. Οποιος κι αν είναι ο νεκρός, ο τάφος του υπήρξε γεγονός μεγάλης πολιτικής σημασίας στον καιρό της ανέγερσής του. Το δηλώνουν η εντυπωσιακή περίμετρος, το μέγεθός του, οι Σφίγγες και οι Καρυάτιδες, η μέριμνα να αποτραπεί η σύλησή του. Πρόκειται για ομιλητικότατο σύμβολο ισχύος.
Εδώ ακριβώς παρεμβαίνει η σημερινή πολιτική, με τις θλιβερές ανάγκες και τις κουτοπόνηρες βλέψεις της, ικανές να απαξιώσουν εκ προοιμίου οποιοδήποτε ανασκαφικό εύρημα, φορτώνοντάς το με σημασίες που δεν τις έχει και τουριστικοποιώντας το: Η μετάφραση της ομιλίας του μνημείου και η ιδεολογική ερμηνεία της (που έχουν ήδη αρχίσει, αβασάνιστα και δημοκοπικά), αυτές που θα διεγείρουν το κοινό αίσθημα και θα σφραγίσουν την κοινή γνώμη, δεν μπορεί να είναι ουδέτερες, καθαρά επιστημονικές. Αντίθετα, πρέπει να εντάσσονται (ή να υποτάσσονται) σε ό,τι μάθαμε να αποκαλούμε εθνικό μας αφήγημα, σαν νέα παράγραφός του· να το επικυρώνουν και να το επανανομιμοποιούν. Το αφήγημα αυτό, όντας η «επίσημη ιστορία», η αναπόφευκτα πλήρης κλέους και γοήτρου, στοιχειοθετείται ερήμην της αυστηρής επιστημονικής ιστορίας· αυτή μπορεί να συνεχίζει να αναρωτιέται, να αναστοχάζεται, πιθανόν και να αναθεωρεί, αλλά στο περιθώριό της.
Η εργαλειοποίηση και ιδεολογική κατάχρηση των κληροδοτημάτων της αρχαιότητας, και κατεξοχήν των ταφικών μνημείων, ξαναγράφει το παρελθόν –ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, το σβήνει βίαια– για να διαμορφώσει το παρόν και να χαράξει το μέλλον. Πριν από αυτές πάντως υπάρχει η καθαρή βία: Η πλέον σκαιή διαγραφή του ιστορικού παρελθόντος με τη βεβήλωση ενός νεκροταφείου, μιας «μνημοθήκης», έλαβε δυστυχώς χώρα επί αθηναϊκής δημοκρατίας. Την περιγράφει ο Θουκυδίδης, χωρίς όμως να ελέγχει την τυμβωρυχική της βία. Με τον Περικλή νεκρό, οι τσακισμένοι από τον λοιμό Αθηναίοι καταντούν να μη φοβούνται κανέναν θεό και να μη σέβονται κανέναν νόμο. Εχουν ήδη τιμωρήσει σκληρότατα τη Μυτιλήνη για την επανάστασή της και οι πολεμοκάπηλοι δημαγωγοί που κυβερνούν αποφασίζουν να πλήξουν μισοεκδικητικά-μισοπροληπτικά και τη Δήλο. Τον χειμώνα του 424 π.Χ., επικαλούμενοι κάποιον χρησμό, προχώρησαν σε «καθαρμό» όλου του μικρού νησιού: «Θήκαι όσαι ήσαν των τεθνεώτων εν Δήλω, πάσας ανείλον, και το λοιπόν προείπον μήτε εναποθνήσκειν εν τη νήσω μήτε εντίκτειν, αλλ’ εις την Ρήνειαν διακομίζεσθαι». Μεταφράζει ο Ν. Μ. Σκουτερόπουλος στην άρτια έκδοση της θουκυδίδειας συγγραφής («Πόλις», 2011): «Οσοι τάφοι ανθρώπων που είχαν πεθάνει στη Δήλο υπήρχαν εκεί, τους σήκωσαν όλους, και όρισαν ότι στο εξής μήτε θα πεθαίνει κανένας στο νησί μήτε θα γεννάει, αλλά θα μεταφέρονται στη Ρήνεια».
Η σημερινή αποτίμηση του «καθαρμού» δεν μπορεί παρά να είναι αμείλικτη. Γράφει ο αρχαιολόγος Π. Ι. Χατζηδάκης στον τόμο «Δήλος» του Ομίλου Λάτση (2003): «Μέσα σε κλίμα απόγνωσης και ανασφάλειας οι Αθηναίοι διαπράττουν ένα από τα χειρότερα εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία, την “κάθαρση” της Δήλου δήθεν για λόγους ευσεβείας. Ανοιξαν όλους τους τάφους που υπήρχαν στο νησί, ακόμα και τους πιο φρέσκους, και μετέφεραν τα οστά και τα κτερίσματα στη Ρήνεια, όπου τα έθαψαν σ’ έναν κοινό λάκκο. Παράλληλα αποφάσισαν να μη γεννιέται και να μην πεθαίνει κανείς πια στη Δήλο, αλλά να μεταφέρονται οι επίτοκοι και οι βαριά άρρωστοι στη Ρήνεια. Από τότε κανείς δεν γεννήθηκε, κανείς δεν πέθανε και κανείς δεν τάφηκε στο ιερό νησί, οι δε Δήλιοι, όπως επεδίωκαν οι Αθηναίοι, έγιναν απάτριδες. Ετσι, όταν αργότερα ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών, εκείνοι, διστακτικοί πάντα να απομακρυνθούν από τη Σπάρτη, απάντησαν πως η Δήλος δεν μπορεί να είναι πατρίδα τους, αφού ούτε οι ίδιοι γεννήθηκαν στο νησί ούτε υπάρχουν εκεί τάφοι των προγόνων τους. Μπορούμε να φανταστούμε την απελπισία και την απόγνωση των Δηλίων οι οποίοι, ανήμποροι να κάνουν οτιδήποτε, παρακολουθούσαν εκείνες τις χειμωνιάτικες μέρες τους σκλάβους των Αθηναίων να ανοίγουν τους τάφους των αγαπημένων τους και να πετούν τα οστά και τα κτερίσματα σε βάρκες για να μεταφέρουν απέναντι και να τα ρίξουν στον κοινό λάκκο» – τον «βόθρο της καθάρσεως». Μία επιπλέον μουντζούρα στον «χρυσό αιώνα».
Η αθηναϊκή δημοκρατία πάντως, στην πρώτη νιότη της, ήταν εκείνη που επέβαλε διά νόμων τη φειδωλή απλότητα των ταφικών μνημείων. Και αυτό για να αποτυπώνεται κάπως πάνω τους η μεταθανάτια εξισωτική δημοκρατία και για να αποφεύγεται η επίδειξη του ιδιωτικού πλούτου. Ο νόμοι ατόνησαν όμως και τους επανέφερε στα χρόνια 317-307 ο Δημήτριος ο Φαληρέας, περιπατητικός φιλόσοφος, «επιστάτης» (τοποτηρητής) στην Αθήνα του Μακεδόνα Κάσσανδρου. Ο οποίος Κάσσανδρος είναι ένας από τους υποψήφιους υποχθόνιους ενοίκους της Αμφίπολης. Οι άλλοι είναι θύματά του, μια και εκτός από φίλος των γραμμάτων υπήρξε και φονική μηχανή: η Ολυμπιάδα, η Ρωξάνη, ο Αλέξανδρος Δ΄. Αν ο μνημειώδης τάφος είναι δικός του, προφανώς ως βασιλεύς δεν πήρε σοβαρά τις συμβουλές του φιλοσόφου φίλου του. Συμβαίνει συχνά.
Πού θα ταφούν οι νεκροί: μέσα στο πλέγμα των κατοικιών, μακριά, σαν ιεροί και μιαροί ταυτόχρονα, ή κάτω από το χωματένιο πάτωμα του σπιτιού, όπως συνέβαινε σε ορισμένους λαούς; Πόσα και ποιας ποιότητας κτερίσματα θα τους συνοδεύσουν; Και ποιος ο χαρακτήρας του επιτάφιου σήματος: περίβλεπτο μνημείο ή ταπεινή επιτύμβια πλάκα; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά έκρινε την εκάστοτε πολιτισμική και πολιτική ηλικία κάθε πληθυσμού που γινόταν φατρία, φυλή, ύστερα έθνος. Δεν πρέπει λοιπόν να μας παραξενεύει η ένταξη του τάφου της Αμφίπολης στους τρέχοντες πολιτικούς σχεδιασμούς. Οποιος κι αν είναι ο νεκρός, ο τάφος του υπήρξε γεγονός μεγάλης πολιτικής σημασίας στον καιρό της ανέγερσής του. Το δηλώνουν η εντυπωσιακή περίμετρος, το μέγεθός του, οι Σφίγγες και οι Καρυάτιδες, η μέριμνα να αποτραπεί η σύλησή του. Πρόκειται για ομιλητικότατο σύμβολο ισχύος.
Εδώ ακριβώς παρεμβαίνει η σημερινή πολιτική, με τις θλιβερές ανάγκες και τις κουτοπόνηρες βλέψεις της, ικανές να απαξιώσουν εκ προοιμίου οποιοδήποτε ανασκαφικό εύρημα, φορτώνοντάς το με σημασίες που δεν τις έχει και τουριστικοποιώντας το: Η μετάφραση της ομιλίας του μνημείου και η ιδεολογική ερμηνεία της (που έχουν ήδη αρχίσει, αβασάνιστα και δημοκοπικά), αυτές που θα διεγείρουν το κοινό αίσθημα και θα σφραγίσουν την κοινή γνώμη, δεν μπορεί να είναι ουδέτερες, καθαρά επιστημονικές. Αντίθετα, πρέπει να εντάσσονται (ή να υποτάσσονται) σε ό,τι μάθαμε να αποκαλούμε εθνικό μας αφήγημα, σαν νέα παράγραφός του· να το επικυρώνουν και να το επανανομιμοποιούν. Το αφήγημα αυτό, όντας η «επίσημη ιστορία», η αναπόφευκτα πλήρης κλέους και γοήτρου, στοιχειοθετείται ερήμην της αυστηρής επιστημονικής ιστορίας· αυτή μπορεί να συνεχίζει να αναρωτιέται, να αναστοχάζεται, πιθανόν και να αναθεωρεί, αλλά στο περιθώριό της.
Η εργαλειοποίηση και ιδεολογική κατάχρηση των κληροδοτημάτων της αρχαιότητας, και κατεξοχήν των ταφικών μνημείων, ξαναγράφει το παρελθόν –ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, το σβήνει βίαια– για να διαμορφώσει το παρόν και να χαράξει το μέλλον. Πριν από αυτές πάντως υπάρχει η καθαρή βία: Η πλέον σκαιή διαγραφή του ιστορικού παρελθόντος με τη βεβήλωση ενός νεκροταφείου, μιας «μνημοθήκης», έλαβε δυστυχώς χώρα επί αθηναϊκής δημοκρατίας. Την περιγράφει ο Θουκυδίδης, χωρίς όμως να ελέγχει την τυμβωρυχική της βία. Με τον Περικλή νεκρό, οι τσακισμένοι από τον λοιμό Αθηναίοι καταντούν να μη φοβούνται κανέναν θεό και να μη σέβονται κανέναν νόμο. Εχουν ήδη τιμωρήσει σκληρότατα τη Μυτιλήνη για την επανάστασή της και οι πολεμοκάπηλοι δημαγωγοί που κυβερνούν αποφασίζουν να πλήξουν μισοεκδικητικά-μισοπροληπτικά και τη Δήλο. Τον χειμώνα του 424 π.Χ., επικαλούμενοι κάποιον χρησμό, προχώρησαν σε «καθαρμό» όλου του μικρού νησιού: «Θήκαι όσαι ήσαν των τεθνεώτων εν Δήλω, πάσας ανείλον, και το λοιπόν προείπον μήτε εναποθνήσκειν εν τη νήσω μήτε εντίκτειν, αλλ’ εις την Ρήνειαν διακομίζεσθαι». Μεταφράζει ο Ν. Μ. Σκουτερόπουλος στην άρτια έκδοση της θουκυδίδειας συγγραφής («Πόλις», 2011): «Οσοι τάφοι ανθρώπων που είχαν πεθάνει στη Δήλο υπήρχαν εκεί, τους σήκωσαν όλους, και όρισαν ότι στο εξής μήτε θα πεθαίνει κανένας στο νησί μήτε θα γεννάει, αλλά θα μεταφέρονται στη Ρήνεια».
Η σημερινή αποτίμηση του «καθαρμού» δεν μπορεί παρά να είναι αμείλικτη. Γράφει ο αρχαιολόγος Π. Ι. Χατζηδάκης στον τόμο «Δήλος» του Ομίλου Λάτση (2003): «Μέσα σε κλίμα απόγνωσης και ανασφάλειας οι Αθηναίοι διαπράττουν ένα από τα χειρότερα εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία, την “κάθαρση” της Δήλου δήθεν για λόγους ευσεβείας. Ανοιξαν όλους τους τάφους που υπήρχαν στο νησί, ακόμα και τους πιο φρέσκους, και μετέφεραν τα οστά και τα κτερίσματα στη Ρήνεια, όπου τα έθαψαν σ’ έναν κοινό λάκκο. Παράλληλα αποφάσισαν να μη γεννιέται και να μην πεθαίνει κανείς πια στη Δήλο, αλλά να μεταφέρονται οι επίτοκοι και οι βαριά άρρωστοι στη Ρήνεια. Από τότε κανείς δεν γεννήθηκε, κανείς δεν πέθανε και κανείς δεν τάφηκε στο ιερό νησί, οι δε Δήλιοι, όπως επεδίωκαν οι Αθηναίοι, έγιναν απάτριδες. Ετσι, όταν αργότερα ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών, εκείνοι, διστακτικοί πάντα να απομακρυνθούν από τη Σπάρτη, απάντησαν πως η Δήλος δεν μπορεί να είναι πατρίδα τους, αφού ούτε οι ίδιοι γεννήθηκαν στο νησί ούτε υπάρχουν εκεί τάφοι των προγόνων τους. Μπορούμε να φανταστούμε την απελπισία και την απόγνωση των Δηλίων οι οποίοι, ανήμποροι να κάνουν οτιδήποτε, παρακολουθούσαν εκείνες τις χειμωνιάτικες μέρες τους σκλάβους των Αθηναίων να ανοίγουν τους τάφους των αγαπημένων τους και να πετούν τα οστά και τα κτερίσματα σε βάρκες για να μεταφέρουν απέναντι και να τα ρίξουν στον κοινό λάκκο» – τον «βόθρο της καθάρσεως». Μία επιπλέον μουντζούρα στον «χρυσό αιώνα».
Η αθηναϊκή δημοκρατία πάντως, στην πρώτη νιότη της, ήταν εκείνη που επέβαλε διά νόμων τη φειδωλή απλότητα των ταφικών μνημείων. Και αυτό για να αποτυπώνεται κάπως πάνω τους η μεταθανάτια εξισωτική δημοκρατία και για να αποφεύγεται η επίδειξη του ιδιωτικού πλούτου. Ο νόμοι ατόνησαν όμως και τους επανέφερε στα χρόνια 317-307 ο Δημήτριος ο Φαληρέας, περιπατητικός φιλόσοφος, «επιστάτης» (τοποτηρητής) στην Αθήνα του Μακεδόνα Κάσσανδρου. Ο οποίος Κάσσανδρος είναι ένας από τους υποψήφιους υποχθόνιους ενοίκους της Αμφίπολης. Οι άλλοι είναι θύματά του, μια και εκτός από φίλος των γραμμάτων υπήρξε και φονική μηχανή: η Ολυμπιάδα, η Ρωξάνη, ο Αλέξανδρος Δ΄. Αν ο μνημειώδης τάφος είναι δικός του, προφανώς ως βασιλεύς δεν πήρε σοβαρά τις συμβουλές του φιλοσόφου φίλου του. Συμβαίνει συχνά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου