Θοδωρής Λαπαναϊτης
Η παρουσίαση του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ από τον Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ προκάλεσε μια καθόλου πρωτότυπη αντιπαράθεση και συζήτηση που γίνεται καθ” όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και συμπυκνώνεται στο ερώτημα που απευθύνει προεκλογικά η εκάστοτε κυβέρνηση στην εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση.
Το εναρκτήριο λάκτισμα δίνεται με το «πού θα βρείτε τα λεφτά» και η συνήθης απάντηση -ανέκδοτο πλέον- είναι ότι «θα πατάξουμε τη φοροδιαφυγή». Περί κοστολόγησης των προεκλογικών εξαγγελιών και αντοχών των δημοσιονομικών της χώρας, ο λόγος. Επί της ουσίας πρόκειται για μια συζήτηση-ριμέικ.
Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί στη συγκεκριμένη συγκυρία να εκφράσει την ανάγκη ανάσας που έχουν τα μεσαία στρώματα και οι εργαζόμενοι. Σε πολιτικό επίπεδο επιχειρεί να απευθυνθεί σε όσους ψήφισαν το 2012 τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ ζητώντας επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου και σήμερα είναι απογοητευμένοι. Και, τέλος, επιδιώκει να δώσει την ώθηση στη συντριπτική πλειονότητα των ταλαντευομένων, ακόμα και των ψηφοφόρων του που διακρίνονται από έλλειψη εμπιστοσύνης προς την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, να πουν «ας δώσουμε και στον ΣΥΡΙΖΑ μια ευκαιρία, να δούμε μήπως και μπει φρένο σ” αυτό τον κατήφορο». Από την άποψη των εντυπώσεων και της ουσίας αυτών των στόχων, πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας βγήκε κερδισμένος.
Ωστόσο, την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει πιο αποφασιστικά και παίζει με την κυβέρνηση στο ίδιο γήπεδο. Αυτό της «κοστολόγησης» και του «ρεαλισμού» των μέτρων, πράγμα που σημαίνει ότι αποδέχεται τους κανόνες του παιχνιδιού και κατ” αυτόν τον τρόπο «νομιμοποιεί» και το να επιδίδεται η κυβέρνηση στις γνωστές και γελοίες εξαλλοσύνες κατά του «λεφτά υπάρχουν».
Στην πραγματικότητα, διεξάγεται μια δημόσια αντιπαράθεση με ευθύνη και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όπου μέτρο του ρεαλισμού των μέτρων είναι οι ανάγκες των δανειστών και οι μνημονιακοί στόχοι που τίθενται συνολικά πλέον στην Ε.Ε.
Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ στο πρόβλημα είναι μόνο οικονομική και έχει μια κάποια συνοχή και λογική. Ωστόσο ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απαντούν πολιτικά μέσα σε ποιο πλαίσιο εντάσσονται οι συγκεκριμένες εξαγγελίες. Οι απαντήσεις του τύπου «δεν διαπραγματεύομαι με τη Μέρκελ, αλλά θα πάω στη Σύνοδο Κορυφής, όπου όλοι οι ηγέτες είναι ισότιμοι» είναι υπεκφυγή από το πρόβλημα. Οι χώρες της Ε.Ε. δεν είναι ισότιμες και η πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας δεν είναι της Μέρκελ ή έστω της γερμανικής ηγεμονίας στην Ε.Ε. Είναι πολιτική και του Γιουνκέρ, και του Ντράγκι, και της Λαγκάρντ. Και μόνο το γεγονός της θεσμοθέτησης της επιτήρησης όλων των εθνικών προϋπολογισμών από τις Βρυξέλλες είναι αρκετό για να δείξει το πόσο στοιχειώδη μέτρα οικονομικής ανακούφισης είναι πολιτικά έωλα.
Στο διά ταύτα: η όποια ελπίδα για σταδιακή επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση «κανονικότητας» όχι μόνο είναι χίμαιρα αλλά μετατρέπεται και σε πολιτική απάτη, γιατί παραβλέπει τον πιο βασικό παράγοντα της όξυνσης της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, που είναι η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. και το ευρώ, χάρη στα οποία η χώρα υποχρεώθηκε στη συρρίκνωση της παραγωγικής της βάσης και βρέθηκε γυμνή όταν έκλεισαν οι στρόφιγγες του διεθνούς δανεισμού.
Δεν χρειάζεται ο Μαρξ, αρκεί η «εξομολόγηση» Γιουνκέρ για να μπει το δίλημμα: Μέσα ή έξω από την Ε.Ε. και το ευρώ;
: εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου