Εγραψε - δεν έγραψε και δεύτερη
«Ποιητική» ο Αριστοτέλης, αφιερωμένη στην τέχνη του γέλιου, δεν έχει
σημασία. Βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει εποχή που η ποίηση να αδιαφόρησε
για τη σάτιρα. Και δεν την καλλιέργησε σε απόσταση από την «κανονική» ή
«επίσημη» μορφή της, σαν παρακατιανή, αλλά σαν πνεύμα από το πνεύμα της.
Το φανερώνει αυτό με τον τρόπο του το ότι, στα νεότερα χρόνια, τη
σάτιρα την υπηρέτησαν αποτελεσματικά και ποιητές μας από τους
μεγαλύτερους και τους κριτικότερους (ανάμεσά τους και κάποιοι από τους
πιο μελαγχολικούς): Σολωμός, Παλαμάς, Σεφέρης, Καρυωτάκης, Βάρναλης,
Αναγνωστάκης. Αλλά ας ξαναπάμε στους σκωπτικούς επιγραμματοποιούς της
«Παλατινής».
Ο Νίκαρχος, του 1ου αι. μ.Χ., στρέφεται κατά του συνηθισμένου και σήμερα στόχου: των γιατρών. Μεταφράζω ένα τετράστιχό του: «Eίπε θα τον ισιώσει τον καμπούρη τον Διόδωρο / ο Σωκλής. Και φόρτωσε στη ράχη του κοτρόνες τρεις / ασήκωτες, τέσσερα πόδια η καθεμιά. Kαι πέθανε / ο συμπιεσμένος. Kι έγινε κι από το χάρακα πιο ίσιος». Ο Λουκίλλιος, περίεργο πράγμα γι’ αυτόν, μια και προτιμούσε να αναθεματίζει, εδώ αποφασίζει να πάρει το μέρος των νεαρών ποιητών που, και Ομηροι αν είναι, δεν γίνονται αποδεκτοί αν δεν περάσουν στην ηλικία των τρίτων -ήντα: «Mισώ, δέσποτα Kαίσαρα, όσους κανέναν νέο ποιητή δεν εκτιμούν, / κι ας ήταν και το “μήνιν άειδε, θεά” να τραγουδούσε. / Iσόχρονος του Πρίαμου αν δεν είσαι, μισοφάλακρος, / καμπούρης, τάχα δεν ξέρεις καν την αλφαβήτα. / Mα αν έτσι έχουν τα πράγματα, Δία μου ύψιστε, / τότε η σοφία είναι προνόμιο των κηλοπαθών».
Και δύο επιγράμματα του Αμμιανού, για τον οποίο ξέρουμε μόνο ότι έζησε επί Αδριανού. Το ένα ελεεινολογεί τους τσιγκούνηδες, μνημονεύοντας τον Ιρο, διαβόητο επαίτη στην ομηρική Ιθάκη: «Kι αν ώς τις Στήλες φτάσεις του Hρακλή, αλλότρια γη καταπατώντας, / δυο μέτρα χώμα θα σου μείνουν, όπως σε όλους. / Θα κείσαι σαν τον Iρο, μ’ έναν οβολό στο στόμα, / τίποτε παραπάνω. Θα λιώνεις σε μια γη όχι δική σου πια». Στο δεύτερο καγχάζει με τους κατά φαντασίαν ποιητές: «Tό ’δεσες κόμπο πως το μούσι έλκει τις Mούσες. / Kι έθρεψες τη γενειάδα σου, κοτζάμ μυγοσκοτώστρα. / Aκου κι εμέ! Ξυρίσου πάραυτα, αδερφέ μου. / Ψείρες στις τρίχες σου θρονιάζονται. Ποιες ρίμες;».
Έντυπη
Ο Νίκαρχος, του 1ου αι. μ.Χ., στρέφεται κατά του συνηθισμένου και σήμερα στόχου: των γιατρών. Μεταφράζω ένα τετράστιχό του: «Eίπε θα τον ισιώσει τον καμπούρη τον Διόδωρο / ο Σωκλής. Και φόρτωσε στη ράχη του κοτρόνες τρεις / ασήκωτες, τέσσερα πόδια η καθεμιά. Kαι πέθανε / ο συμπιεσμένος. Kι έγινε κι από το χάρακα πιο ίσιος». Ο Λουκίλλιος, περίεργο πράγμα γι’ αυτόν, μια και προτιμούσε να αναθεματίζει, εδώ αποφασίζει να πάρει το μέρος των νεαρών ποιητών που, και Ομηροι αν είναι, δεν γίνονται αποδεκτοί αν δεν περάσουν στην ηλικία των τρίτων -ήντα: «Mισώ, δέσποτα Kαίσαρα, όσους κανέναν νέο ποιητή δεν εκτιμούν, / κι ας ήταν και το “μήνιν άειδε, θεά” να τραγουδούσε. / Iσόχρονος του Πρίαμου αν δεν είσαι, μισοφάλακρος, / καμπούρης, τάχα δεν ξέρεις καν την αλφαβήτα. / Mα αν έτσι έχουν τα πράγματα, Δία μου ύψιστε, / τότε η σοφία είναι προνόμιο των κηλοπαθών».
Και δύο επιγράμματα του Αμμιανού, για τον οποίο ξέρουμε μόνο ότι έζησε επί Αδριανού. Το ένα ελεεινολογεί τους τσιγκούνηδες, μνημονεύοντας τον Ιρο, διαβόητο επαίτη στην ομηρική Ιθάκη: «Kι αν ώς τις Στήλες φτάσεις του Hρακλή, αλλότρια γη καταπατώντας, / δυο μέτρα χώμα θα σου μείνουν, όπως σε όλους. / Θα κείσαι σαν τον Iρο, μ’ έναν οβολό στο στόμα, / τίποτε παραπάνω. Θα λιώνεις σε μια γη όχι δική σου πια». Στο δεύτερο καγχάζει με τους κατά φαντασίαν ποιητές: «Tό ’δεσες κόμπο πως το μούσι έλκει τις Mούσες. / Kι έθρεψες τη γενειάδα σου, κοτζάμ μυγοσκοτώστρα. / Aκου κι εμέ! Ξυρίσου πάραυτα, αδερφέ μου. / Ψείρες στις τρίχες σου θρονιάζονται. Ποιες ρίμες;».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου