Δεν είναι καθόλου εύκολο να βρίσκεσαι στο πλευρό του τρομερού παιδιού
της γαλλικής διανόησης Ζαν-Πολ Σαρτρ και να μην κρυφτείς στη σκιά του.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ τα κατάφερε ωστόσο μια χαρά: μια από τις διαπρεπέστερες μορφές του υπαρξισμού, θα πετύχαινε με την πένα της να αφήσει ένα πλούσιο corpus γραπτών πάνω στην ηθική, τον φεμινισμό και την πολιτική, την ίδια στιγμή που το μνημειώδες δοκίμιό της «Το Δεύτερο Φύλο» (1949) θα γινόταν η Βίβλος του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος, μια τομή στις συνθήκες καταπίεσης και απελευθέρωσης του ρόλου της γυναίκας.
Η έμφαση που έδωσε μάλιστα στην ελευθερία και την προσωπική ευθύνη, συνθήκη που διαπνέει το σύνολο του θεωρητικού της έργου, θα τη μετέτρεπαν σε επιφανή μορφή των πολιτικών διεκδικήσεων.
Το φαινόμενο Μποβουάρ δεν εξαντλείται ωστόσο στον φιλοσοφικό λόγο: η πένα της θα σημάδευε και τη λογοτεχνία, με το μυθιστόρημα «Μανδαρίνοι» να κερδίζει το σπουδαίο Βραβείο Γκονκούρ (1954), ενώ ταυτόχρονα η παθιασμένη ζωή της και η διαρκής αναζήτηση της σεξουαλικότητας θα την έκαναν αγαπημένη του σκανδαλοθηρικού Τύπου!
Η πολυγραφότατη συγγραφέας και σύμβολο του φεμινιστικού κινήματος ήξερε καλά το παιχνίδι της πρόκλησης, μέσα από τους θυελλώδεις δεσμούς της και τις περιβόητες λεσβιακές της σχέσεις, με την ίδια να κάνει ακόμα και γυμνή φωτογράφιση, πράγμα αδιανόητο για άνθρωπο του πνεύματος!
«Ανικανοποίητη, ψυχρή, λάγνα, νυμφομανής, λεσβία, με εκατό εκτρώσεις, όλα αυτά ήμουν εγώ, ακόμη και άγαμη μητέρα», γράφει στα απομνημονεύματά της και σηκώνει θύελλα αντιδράσεων. Αυτή ήταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ, που έπαιζε τη διανόηση στα δάχτυλα ζώντας ταυτοχρόνως κάθε στιγμή της ζωής της...
Πρώτα χρόνια
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ (Simone-Ernestine-Lucie-Marie Bertrand de Beauvoir) γεννιέται στις 9 Ιανουαρίου 1908 στο Παρίσι, με τον αριστοκρατικής καταγωγής πατέρα της να είναι ένας συντηρητικός δεξιός -αν και άθεος- δικηγόρος που δούλευε για το κράτος και τη μητέρα της γόνο ευκατάστατης αστικής οικογένειας και βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα. Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του ζευγαριού θα χαθεί ωστόσο στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι συντηρητικές απόψεις του πατέρα της, η αστική καταγωγή του και η θρησκευτική ανατροφή που επιδίωξε η μητέρα να δώσει στη νεαρή Σιμόν θα γίνουν αντικείμενο σφοδρών ενδο-οικογενειακών αντιπαραθέσεων ήδη από νωρίς, με την αντισυμβατική κόρη να εντρυφεί από μικρή στην τεράστια οικιακή βιβλιοθήκη.
Η Σιμόν, αντίθετα από τη μικρότερη αδελφή της, ήθελε να γίνει δασκάλα και συγγραφέας από μικρή, θεωρώντας πως ο ρόλος της συζύγου και της μητέρας δεν ήταν γι' αυτή: ασφυκτιεί λοιπόν στο συντηρητικό καθολικό πλαίσιο του ιδιωτικού σχολείου θηλέων που φοιτεί, στο οποίο θα παραμείνει μέχρι τα 17 της. Εκεί συνάπτει τον πρώτο της ερωτικό δεσμό με την Elizabeth Mabille (Zaza), ο αιφνίδιος θάνατος της οποίας το 1929 θα αφήσει ανοιχτό τραύμα στην ψυχή της για πάντα.
Παρά την καθολική ανατροφή, η Σιμόν συνειδητοποιεί ήδη από τα 14 την έμφυτη αθεΐα της και αποφασίζει να σπουδάσει φιλοσοφία για να ερευνήσει περαιτέρω το θέμα του θεού...
Σπουδές και γνωριμία με τον Σαρτρ
Η Μποβουάρ γίνεται δεκτή στο Τμήμα Φιλοσοφίας της Σορβόνης το 1927, αφού ολοκλήρωσε κύκλους σπουδών στα μαθηματικά, τη λογοτεχνία, τη λογική, αλλά και στα λατινικά και τα ελληνικά. Συμμαθητές της είναι ο Μερλο-Ποντί και ο Λεβι-Στρος, με τους οποίους θα παραμείνει σε φιλοσοφικό διάλογο για όλη της τη ζωή.
Το 1929 καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση σε διαπρεπή σπουδαστικό διαγωνισμό φιλοσοφίας, κερδίζοντας μια σειρά από μεγάλα -κατοπινά- πνεύματα της Γαλλίας και χάνοντας μόνο από έναν ιδιαίτερο νεαρό, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ! Σε ηλικία μάλιστα 21 ετών, η Μποβουάρ θα γινόταν η νεότερη καθηγήτρια φιλοσοφίας της Γαλλίας, με το πνεύμα της να λογίζεται ασύγκριτο.
Λαχταρώντας να γίνει μέλος του ελιτίστικου κύκλου σπουδαστών φιλοσοφίας που είχε ιδρύσει ο Σαρτρ, η Σιμόν γνωρίζεται με το τρομερό παιδί των γαλλικών γραμμάτων, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά κάποιον αντάξιό της στο πνεύμα. Για το υπόλοιπο της ζωής τους οι δυο τους θα παραμείνουν «ουσιώδεις εραστές», όπως το έθεταν κομψά, με την ελεύθερη σεξουαλική τους σχέση να επιτρέπει «απρόοπτα» ερωτικά ειδύλλια, όποτε αυτά προέκυπταν.
Παρά το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκαν ποτέ (παρά την πρόταση γάμου που της έκανε ο Σαρτρ το 1931), δεν έκαναν παιδιά και δεν έμεναν καν κάτω από την ίδια στέγη, οι δυο τους θα παραμείνουν ερωτικοί και πνευματικοί σύντροφοι μέχρι τον θάνατο του Σαρτρ το 1980, με την ελεύθερη ερωτική τους διευθέτηση ωστόσο να σοκάρει τα χρηστά ήθη της εποχής και να φέρνει στην Μποβουάρ τη φήμη της έκλυτης γυναίκας.
Προσθέτοντας μάλιστα κι άλλο αλατοπίπερο στην ήδη πιπεράτη σχέση της με τον Σαρτρ, η Σιμόν θα διατηρήσει πολυάριθμους ερωτικούς δεσμούς με άντρες και γυναίκες καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, αποκτώντας διαβόητη φήμη και απασχολώντας συχνά τα σκανδαλοθηρικά έντυπα της εποχής!
Περιπέτειες με τη ζωή της
Το 1931, η Μποβουάρ διορίζεται σε λύκειο της Μασσαλίας, με τον Σαρτρ να περνά τον καιρό του στη Χάβρη. Το 1932 θα βρει τη Σιμόν σε λύκειο της Ρουέν, στο οποίο και θα δεχθεί επίσημη επίπληξη για τη δριμεία κριτική που ασκούσε στον περιορισμένο ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, αλλά και για τα πασιφιστικά της κηρύγματα. Το 1940, με τη ναζιστική κατοχή της Γαλλίας, οι απόψεις της θα τεθούν στο στόχαστρο του γερμανού κατακτητή και η ίδια θα απαλλαχθεί από τα διδακτικά της καθήκοντα τον επόμενο χρόνο από τη φιλοναζιστική κυβέρνηση.
Θα καταφέρει πάντως λίγο αργότερα να διοριστεί εκ νέου σε σχολείο, αυτή τη φορά όμως θα είναι γονική καταγγελία για σεξουαλική διαφθορά μαθήτριά της που θα της στερήσει μια για πάντα τη θέση της εκπαιδευτικού (1943): δεν θα επέστρεφε ποτέ στη διδασκαλία, παρά το γεγονός ότι λάτρευε το σχολικό περιβάλλον...
Συγγραφική καριέρα
Ήταν λοιπόν ώρα να ακολουθήσει τη συγγραφική καριέρα που πάντα ονειρευόταν: γράφει μια σειρά διηγημάτων με θέμα τον ρόλο της γυναίκας, τα οποία ωστόσο δεν θα εκδοθούν παρά πολύ αργότερα, το 1979. Το ερωτικό τρίγωνο βέβαια ανάμεσα στην ίδια, τον Σαρτρ και την πρώην μαθήτριά της Olga Kosakievicz θα αποτυπωθεί στο χαρτί και θα εκδοθεί το 1943, εγκαθιδρύοντάς τη στη λογοτεχνική κοινότητα της Γαλλίας.
Η γερμανική κατοχή της Γαλλίας θα εγκαινίαζε αυτό που η ίδια αποκαλούσε την «ηθική περίοδο» της λογοτεχνικής της καριέρας: γράφει (από το 1941 ως το 1943) το μυθιστόρημα «Το Αίμα των Άλλων» (1945), το οποίο θα χαιρετιστεί ως το σημαντικότερο υπαρξιστικό λογοτεχνικό έργο στα χρόνια της γαλλικής αντίστασης. Την ίδια εποχή γράφει και το πρώτο της φιλοσοφικό δοκίμιο, το «Πύρρος και Κινέας», ενώ συνεχίζει τη συγγραφή με καταιγιστικό ρυθμό, με ένα ακόμη μυθιστόρημα και το μόνο θεατρικό που έγραψε ποτέ.
Ταυτόχρονα, ο αντιστασιακός πυρετός της γαλλικής διανόησης θα ωθήσει την ίδια, τον Σαρτρ, τον Μερλο-Ποντί και μια σειρά ακόμα από διανοητές να ιδρύσουν την προοδευτική αριστερή εφημερίδα «Les Temps Modernes» (1945), στην οποία συνεισφέρει με πολυάριθμα άρθρα περί ηθικής φιλοσοφίας, φεμινιστικών επιδιώξεων και πολιτικών διεκδικήσεων. Η ίδρυση του εντύπου και η αριστερή τοποθέτησή της θα σκιαγραφούσαν την ταραγμένη σχέση της με τον κομμουνισμό, η οποία θα αποτυπωθεί αργότερα στο περίφημο μυθιστόρημά της «Οι Μανδαρίνοι» (1954).
Η πολυγραφότατη Μποβουάρ θα γράψει το 1947 την ηθική πραγματεία «Για μια ηθική της αμφισβήτησης», η οποία παραμένει χαρακτηριστικότατο έργο της υπαρξιστικής ηθικής, όπως προσεγγίζεται από την προοπτική των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που εκπορεύονται από τις κοινωνικές επιταγές.
Το 1949 ήταν ωστόσο η καθοριστική στιγμή της: εκδίδεται το μνημειώδες και επαναστατικό δίτομο έργο «Το Δεύτερο Φύλο», μελέτη που θα την καθιερώσει στη συνείδηση του κοινού ως φεμινίστρια και θα τη μετατρέψει σε ζωντανό σύμβολο του γυναικείου κινήματος σε παγκόσμια κλίμακα! Παρά την ευρύτατη αποδοχή από το φεμινιστικό κίνημα και τη διανόηση, το έργο θα προκαλέσει λυσσαλέες αντιδράσεις τόσο από τη Δεξιά όσο και την Αριστερά...
Κατοπινά χρόνια
Η δεκαετία του '70, η μεγάλη στιγμή του φεμινιστικού κινήματος, θα βρει την Μποβουάρ να είναι πλέον ενεργό μέλος του γυναικείου αγώνα: συμμετέχει σε διαδηλώσεις και συγκρούσεις, εκφωνεί πύρινους λόγους για τη θέση της γυναίκας και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες δράσης για την ανατροπή των καταπιεστικών συνθηκών του γυναικείου ρόλου, όπως ο εγκαινιασμός φεμινιστικής στήλης στην εφημερίδα της «Les Temps Modernes» και πολλά ακόμα.
Η Σιμόν είναι πλέον διεθνής διασημότητα, απολαμβάνοντας τη λογοτεχνική, φιλοσοφική και μαχητική της φήμη. Είναι όμως και η σχέση της με τον -ακόμα γνωστότερο- Ζαν-Πολ Σαρτρ που θα εκτόξευε το δαιμόνιο δίδυμο σε μια περίβλεπτη θέση που σπάνια επιφυλάσσεται σε στοχαστές: η κοινή τους θυελλώδης ζωή τίθεται στο στόχαστρο του σκανδαλοθηρικού Τύπου, με τους ίδιους να μετατρέπονται στα πρώτα ίσως celebrities του πνεύματος! Για το υπόλοιπο της ζωής της, θα ζει συνεχώς κάτω από το άγρυπνο μάτι των media, με τους δύο συντρόφους να αποσύρονται διακριτικά από τη δημόσια ζωή.
Εδώ και τρεις δεκαετίες, από το '40 ως το '70, αυτή και ο Σαρτρ ήταν λαμπρά μέλη της κοινωνικής, πνευματικής αλλά και κοσμικής ζωής του Παρισιού, με τη φήμη που απέκτησαν ωστόσο να τους αναγκάζει πλέον να αποσυρθούν στην ασφάλεια ενός στενού κύκλου οικείων και φίλων, που θα ονομάσουν στοργικά «Οικογένεια». Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι θα έπαιρνε τέλος και το περίφημο πάθος του ζευγαριού με τα ταξίδια, με τους δυο τους να οργώνουν κυριολεκτικά τον κόσμο, δίνοντας διαλέξεις ή απολαμβάνοντας απλώς τις χαρές ξένων τόπων.
Τα τελευταία της έργα περιλαμβάνουν λογοτεχνικές προσπάθειες, φιλοσοφικά δοκίμια και αναρίθμητες συνεντεύξεις, με το ασίγαστο του πνεύματός της να μην κοπάζει ποτέ: εκδίδει την αυτοβιογραφία της σε 4 τόμους, ενώ παράλληλα δεν σταματά να αποτελεί μάχιμη πολιτική φιγούρα: καταφέρεται ακόμα και κατά του πολέμου που κήρυξε η Γαλλία στην Αλγερία και τον βασανισμό των Αλγερινών από τα γαλλικά στρατεύματα...
Θάνατος και κληρονομιά
Η Μποβουάρ έζησε το 1980 τον θάνατο του ισόβιου συντρόφου της Ζαν-Πολ Σαρτρ: συντετριμμένη και απαρηγόρητη, τον αποχαιρετά επισήμως στο βιβλίο-φόρο τιμής που γράφει το 1981.
Μετά την απώλεια του Σαρτρ, η ίδια υιοθετεί την εδώ και χρόνια σύντροφό της Sylvie le Bon και περνά το υπόλοιπο της ζωής της αποτραβηγμένη από τη δημόσια ζωή. Πεθαίνει από πνευμονικό οίδημα στις 14 Απριλίου 1986.
Η συγγραφέας, φιλόσοφος και φεμινίστρια με την αντισυμβατική ζωή, που τόσο σημάδεψε τη σύγχρονη εποχή, δεν ήταν πια στη ζωή. Η κληρονομιά της ωστόσο δεν θα χανόταν: το φεμινιστικό κίνημα πέτυχε και η ίδια τιμήθηκε με πολυάριθμα βραβεία και διακρίσεις, ζώντας παράλληλα μια γεμάτη ζωή σφαλιστή στις επικρίσεις και την κοινωνική κατακραυγή.
Η πολύπτυχη προσωπικότητα της γυναίκας-θρύλου θα μείνει φάρος στο πώς το ιδιωτικό μετατρέπεται σε δημόσιο και τανάπαλιν: πρόκειται στην ουσία για μια γυναίκα δυναμική, κυριευμένη από πόθο για γνώση και ελευθερία, η οποία πάλεψε ενάντια σε κάθε σύμβαση και έζησε με μεγάλη ένταση, καθώς ήξερε ότι «ο θάνατος καταδικάζει την επίγεια ύπαρξη, τη μία και μοναδική, να είναι πλούσια και μεστή»...
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ τα κατάφερε ωστόσο μια χαρά: μια από τις διαπρεπέστερες μορφές του υπαρξισμού, θα πετύχαινε με την πένα της να αφήσει ένα πλούσιο corpus γραπτών πάνω στην ηθική, τον φεμινισμό και την πολιτική, την ίδια στιγμή που το μνημειώδες δοκίμιό της «Το Δεύτερο Φύλο» (1949) θα γινόταν η Βίβλος του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος, μια τομή στις συνθήκες καταπίεσης και απελευθέρωσης του ρόλου της γυναίκας.
Η έμφαση που έδωσε μάλιστα στην ελευθερία και την προσωπική ευθύνη, συνθήκη που διαπνέει το σύνολο του θεωρητικού της έργου, θα τη μετέτρεπαν σε επιφανή μορφή των πολιτικών διεκδικήσεων.
Το φαινόμενο Μποβουάρ δεν εξαντλείται ωστόσο στον φιλοσοφικό λόγο: η πένα της θα σημάδευε και τη λογοτεχνία, με το μυθιστόρημα «Μανδαρίνοι» να κερδίζει το σπουδαίο Βραβείο Γκονκούρ (1954), ενώ ταυτόχρονα η παθιασμένη ζωή της και η διαρκής αναζήτηση της σεξουαλικότητας θα την έκαναν αγαπημένη του σκανδαλοθηρικού Τύπου!
Η πολυγραφότατη συγγραφέας και σύμβολο του φεμινιστικού κινήματος ήξερε καλά το παιχνίδι της πρόκλησης, μέσα από τους θυελλώδεις δεσμούς της και τις περιβόητες λεσβιακές της σχέσεις, με την ίδια να κάνει ακόμα και γυμνή φωτογράφιση, πράγμα αδιανόητο για άνθρωπο του πνεύματος!
«Ανικανοποίητη, ψυχρή, λάγνα, νυμφομανής, λεσβία, με εκατό εκτρώσεις, όλα αυτά ήμουν εγώ, ακόμη και άγαμη μητέρα», γράφει στα απομνημονεύματά της και σηκώνει θύελλα αντιδράσεων. Αυτή ήταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ, που έπαιζε τη διανόηση στα δάχτυλα ζώντας ταυτοχρόνως κάθε στιγμή της ζωής της...
Πρώτα χρόνια
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ (Simone-Ernestine-Lucie-Marie Bertrand de Beauvoir) γεννιέται στις 9 Ιανουαρίου 1908 στο Παρίσι, με τον αριστοκρατικής καταγωγής πατέρα της να είναι ένας συντηρητικός δεξιός -αν και άθεος- δικηγόρος που δούλευε για το κράτος και τη μητέρα της γόνο ευκατάστατης αστικής οικογένειας και βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα. Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του ζευγαριού θα χαθεί ωστόσο στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι συντηρητικές απόψεις του πατέρα της, η αστική καταγωγή του και η θρησκευτική ανατροφή που επιδίωξε η μητέρα να δώσει στη νεαρή Σιμόν θα γίνουν αντικείμενο σφοδρών ενδο-οικογενειακών αντιπαραθέσεων ήδη από νωρίς, με την αντισυμβατική κόρη να εντρυφεί από μικρή στην τεράστια οικιακή βιβλιοθήκη.
Η Σιμόν, αντίθετα από τη μικρότερη αδελφή της, ήθελε να γίνει δασκάλα και συγγραφέας από μικρή, θεωρώντας πως ο ρόλος της συζύγου και της μητέρας δεν ήταν γι' αυτή: ασφυκτιεί λοιπόν στο συντηρητικό καθολικό πλαίσιο του ιδιωτικού σχολείου θηλέων που φοιτεί, στο οποίο θα παραμείνει μέχρι τα 17 της. Εκεί συνάπτει τον πρώτο της ερωτικό δεσμό με την Elizabeth Mabille (Zaza), ο αιφνίδιος θάνατος της οποίας το 1929 θα αφήσει ανοιχτό τραύμα στην ψυχή της για πάντα.
Παρά την καθολική ανατροφή, η Σιμόν συνειδητοποιεί ήδη από τα 14 την έμφυτη αθεΐα της και αποφασίζει να σπουδάσει φιλοσοφία για να ερευνήσει περαιτέρω το θέμα του θεού...
Σπουδές και γνωριμία με τον Σαρτρ
Η Μποβουάρ γίνεται δεκτή στο Τμήμα Φιλοσοφίας της Σορβόνης το 1927, αφού ολοκλήρωσε κύκλους σπουδών στα μαθηματικά, τη λογοτεχνία, τη λογική, αλλά και στα λατινικά και τα ελληνικά. Συμμαθητές της είναι ο Μερλο-Ποντί και ο Λεβι-Στρος, με τους οποίους θα παραμείνει σε φιλοσοφικό διάλογο για όλη της τη ζωή.
Το 1929 καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση σε διαπρεπή σπουδαστικό διαγωνισμό φιλοσοφίας, κερδίζοντας μια σειρά από μεγάλα -κατοπινά- πνεύματα της Γαλλίας και χάνοντας μόνο από έναν ιδιαίτερο νεαρό, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ! Σε ηλικία μάλιστα 21 ετών, η Μποβουάρ θα γινόταν η νεότερη καθηγήτρια φιλοσοφίας της Γαλλίας, με το πνεύμα της να λογίζεται ασύγκριτο.
Λαχταρώντας να γίνει μέλος του ελιτίστικου κύκλου σπουδαστών φιλοσοφίας που είχε ιδρύσει ο Σαρτρ, η Σιμόν γνωρίζεται με το τρομερό παιδί των γαλλικών γραμμάτων, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά κάποιον αντάξιό της στο πνεύμα. Για το υπόλοιπο της ζωής τους οι δυο τους θα παραμείνουν «ουσιώδεις εραστές», όπως το έθεταν κομψά, με την ελεύθερη σεξουαλική τους σχέση να επιτρέπει «απρόοπτα» ερωτικά ειδύλλια, όποτε αυτά προέκυπταν.
Παρά το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκαν ποτέ (παρά την πρόταση γάμου που της έκανε ο Σαρτρ το 1931), δεν έκαναν παιδιά και δεν έμεναν καν κάτω από την ίδια στέγη, οι δυο τους θα παραμείνουν ερωτικοί και πνευματικοί σύντροφοι μέχρι τον θάνατο του Σαρτρ το 1980, με την ελεύθερη ερωτική τους διευθέτηση ωστόσο να σοκάρει τα χρηστά ήθη της εποχής και να φέρνει στην Μποβουάρ τη φήμη της έκλυτης γυναίκας.
Προσθέτοντας μάλιστα κι άλλο αλατοπίπερο στην ήδη πιπεράτη σχέση της με τον Σαρτρ, η Σιμόν θα διατηρήσει πολυάριθμους ερωτικούς δεσμούς με άντρες και γυναίκες καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, αποκτώντας διαβόητη φήμη και απασχολώντας συχνά τα σκανδαλοθηρικά έντυπα της εποχής!
Περιπέτειες με τη ζωή της
Το 1931, η Μποβουάρ διορίζεται σε λύκειο της Μασσαλίας, με τον Σαρτρ να περνά τον καιρό του στη Χάβρη. Το 1932 θα βρει τη Σιμόν σε λύκειο της Ρουέν, στο οποίο και θα δεχθεί επίσημη επίπληξη για τη δριμεία κριτική που ασκούσε στον περιορισμένο ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, αλλά και για τα πασιφιστικά της κηρύγματα. Το 1940, με τη ναζιστική κατοχή της Γαλλίας, οι απόψεις της θα τεθούν στο στόχαστρο του γερμανού κατακτητή και η ίδια θα απαλλαχθεί από τα διδακτικά της καθήκοντα τον επόμενο χρόνο από τη φιλοναζιστική κυβέρνηση.
Θα καταφέρει πάντως λίγο αργότερα να διοριστεί εκ νέου σε σχολείο, αυτή τη φορά όμως θα είναι γονική καταγγελία για σεξουαλική διαφθορά μαθήτριά της που θα της στερήσει μια για πάντα τη θέση της εκπαιδευτικού (1943): δεν θα επέστρεφε ποτέ στη διδασκαλία, παρά το γεγονός ότι λάτρευε το σχολικό περιβάλλον...
Συγγραφική καριέρα
Ήταν λοιπόν ώρα να ακολουθήσει τη συγγραφική καριέρα που πάντα ονειρευόταν: γράφει μια σειρά διηγημάτων με θέμα τον ρόλο της γυναίκας, τα οποία ωστόσο δεν θα εκδοθούν παρά πολύ αργότερα, το 1979. Το ερωτικό τρίγωνο βέβαια ανάμεσα στην ίδια, τον Σαρτρ και την πρώην μαθήτριά της Olga Kosakievicz θα αποτυπωθεί στο χαρτί και θα εκδοθεί το 1943, εγκαθιδρύοντάς τη στη λογοτεχνική κοινότητα της Γαλλίας.
Η γερμανική κατοχή της Γαλλίας θα εγκαινίαζε αυτό που η ίδια αποκαλούσε την «ηθική περίοδο» της λογοτεχνικής της καριέρας: γράφει (από το 1941 ως το 1943) το μυθιστόρημα «Το Αίμα των Άλλων» (1945), το οποίο θα χαιρετιστεί ως το σημαντικότερο υπαρξιστικό λογοτεχνικό έργο στα χρόνια της γαλλικής αντίστασης. Την ίδια εποχή γράφει και το πρώτο της φιλοσοφικό δοκίμιο, το «Πύρρος και Κινέας», ενώ συνεχίζει τη συγγραφή με καταιγιστικό ρυθμό, με ένα ακόμη μυθιστόρημα και το μόνο θεατρικό που έγραψε ποτέ.
Ταυτόχρονα, ο αντιστασιακός πυρετός της γαλλικής διανόησης θα ωθήσει την ίδια, τον Σαρτρ, τον Μερλο-Ποντί και μια σειρά ακόμα από διανοητές να ιδρύσουν την προοδευτική αριστερή εφημερίδα «Les Temps Modernes» (1945), στην οποία συνεισφέρει με πολυάριθμα άρθρα περί ηθικής φιλοσοφίας, φεμινιστικών επιδιώξεων και πολιτικών διεκδικήσεων. Η ίδρυση του εντύπου και η αριστερή τοποθέτησή της θα σκιαγραφούσαν την ταραγμένη σχέση της με τον κομμουνισμό, η οποία θα αποτυπωθεί αργότερα στο περίφημο μυθιστόρημά της «Οι Μανδαρίνοι» (1954).
Η πολυγραφότατη Μποβουάρ θα γράψει το 1947 την ηθική πραγματεία «Για μια ηθική της αμφισβήτησης», η οποία παραμένει χαρακτηριστικότατο έργο της υπαρξιστικής ηθικής, όπως προσεγγίζεται από την προοπτική των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που εκπορεύονται από τις κοινωνικές επιταγές.
Το 1949 ήταν ωστόσο η καθοριστική στιγμή της: εκδίδεται το μνημειώδες και επαναστατικό δίτομο έργο «Το Δεύτερο Φύλο», μελέτη που θα την καθιερώσει στη συνείδηση του κοινού ως φεμινίστρια και θα τη μετατρέψει σε ζωντανό σύμβολο του γυναικείου κινήματος σε παγκόσμια κλίμακα! Παρά την ευρύτατη αποδοχή από το φεμινιστικό κίνημα και τη διανόηση, το έργο θα προκαλέσει λυσσαλέες αντιδράσεις τόσο από τη Δεξιά όσο και την Αριστερά...
Κατοπινά χρόνια
Η δεκαετία του '70, η μεγάλη στιγμή του φεμινιστικού κινήματος, θα βρει την Μποβουάρ να είναι πλέον ενεργό μέλος του γυναικείου αγώνα: συμμετέχει σε διαδηλώσεις και συγκρούσεις, εκφωνεί πύρινους λόγους για τη θέση της γυναίκας και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες δράσης για την ανατροπή των καταπιεστικών συνθηκών του γυναικείου ρόλου, όπως ο εγκαινιασμός φεμινιστικής στήλης στην εφημερίδα της «Les Temps Modernes» και πολλά ακόμα.
Η Σιμόν είναι πλέον διεθνής διασημότητα, απολαμβάνοντας τη λογοτεχνική, φιλοσοφική και μαχητική της φήμη. Είναι όμως και η σχέση της με τον -ακόμα γνωστότερο- Ζαν-Πολ Σαρτρ που θα εκτόξευε το δαιμόνιο δίδυμο σε μια περίβλεπτη θέση που σπάνια επιφυλάσσεται σε στοχαστές: η κοινή τους θυελλώδης ζωή τίθεται στο στόχαστρο του σκανδαλοθηρικού Τύπου, με τους ίδιους να μετατρέπονται στα πρώτα ίσως celebrities του πνεύματος! Για το υπόλοιπο της ζωής της, θα ζει συνεχώς κάτω από το άγρυπνο μάτι των media, με τους δύο συντρόφους να αποσύρονται διακριτικά από τη δημόσια ζωή.
Εδώ και τρεις δεκαετίες, από το '40 ως το '70, αυτή και ο Σαρτρ ήταν λαμπρά μέλη της κοινωνικής, πνευματικής αλλά και κοσμικής ζωής του Παρισιού, με τη φήμη που απέκτησαν ωστόσο να τους αναγκάζει πλέον να αποσυρθούν στην ασφάλεια ενός στενού κύκλου οικείων και φίλων, που θα ονομάσουν στοργικά «Οικογένεια». Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι θα έπαιρνε τέλος και το περίφημο πάθος του ζευγαριού με τα ταξίδια, με τους δυο τους να οργώνουν κυριολεκτικά τον κόσμο, δίνοντας διαλέξεις ή απολαμβάνοντας απλώς τις χαρές ξένων τόπων.
Τα τελευταία της έργα περιλαμβάνουν λογοτεχνικές προσπάθειες, φιλοσοφικά δοκίμια και αναρίθμητες συνεντεύξεις, με το ασίγαστο του πνεύματός της να μην κοπάζει ποτέ: εκδίδει την αυτοβιογραφία της σε 4 τόμους, ενώ παράλληλα δεν σταματά να αποτελεί μάχιμη πολιτική φιγούρα: καταφέρεται ακόμα και κατά του πολέμου που κήρυξε η Γαλλία στην Αλγερία και τον βασανισμό των Αλγερινών από τα γαλλικά στρατεύματα...
Θάνατος και κληρονομιά
Η Μποβουάρ έζησε το 1980 τον θάνατο του ισόβιου συντρόφου της Ζαν-Πολ Σαρτρ: συντετριμμένη και απαρηγόρητη, τον αποχαιρετά επισήμως στο βιβλίο-φόρο τιμής που γράφει το 1981.
Μετά την απώλεια του Σαρτρ, η ίδια υιοθετεί την εδώ και χρόνια σύντροφό της Sylvie le Bon και περνά το υπόλοιπο της ζωής της αποτραβηγμένη από τη δημόσια ζωή. Πεθαίνει από πνευμονικό οίδημα στις 14 Απριλίου 1986.
Η συγγραφέας, φιλόσοφος και φεμινίστρια με την αντισυμβατική ζωή, που τόσο σημάδεψε τη σύγχρονη εποχή, δεν ήταν πια στη ζωή. Η κληρονομιά της ωστόσο δεν θα χανόταν: το φεμινιστικό κίνημα πέτυχε και η ίδια τιμήθηκε με πολυάριθμα βραβεία και διακρίσεις, ζώντας παράλληλα μια γεμάτη ζωή σφαλιστή στις επικρίσεις και την κοινωνική κατακραυγή.
Η πολύπτυχη προσωπικότητα της γυναίκας-θρύλου θα μείνει φάρος στο πώς το ιδιωτικό μετατρέπεται σε δημόσιο και τανάπαλιν: πρόκειται στην ουσία για μια γυναίκα δυναμική, κυριευμένη από πόθο για γνώση και ελευθερία, η οποία πάλεψε ενάντια σε κάθε σύμβαση και έζησε με μεγάλη ένταση, καθώς ήξερε ότι «ο θάνατος καταδικάζει την επίγεια ύπαρξη, τη μία και μοναδική, να είναι πλούσια και μεστή»...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου