Των Πολ Κρούγκμαν και Ρίτσαρντ Λάιαρντ*
Έχουν περάσει περισσότερα από τέσσερα χρόνια από τότε που ξεκίνησε η
χρηματοπιστωτική κρίση κι οι μεγαλύτερες αναπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη
παραμένουν βαθιά σε ύφεση, σε μία σκηνή που μοιάζει πολύ με τη δεκαετία του
1930. Ο λόγος είναι απλός: στηριζόμαστε στις ίδιες ιδέες που επικράτησαν στην
πολιτική κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Ιδέες που έκτοτε έχουν
διαψευσθεί και βασίζονται σε σημαντικές πλάνες ως προς τις αιτίες της κρίσης, τη
φύση της και την κατάλληλη απάντηση.
Οι ιδέες αυτές έχουν πλέον ριζώσει στη λαϊκή συνείδηση, παρέχοντας στήριξη
στην υπερβολική δημοσιονομική λιτότητα σε πολλές χώρες. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, για
ένα μανιφέστο όπου οι οικονομολόγοι θα δώσουν στο κοινό μία ανάλυση που
βασίζεται σε περισσότερα δεδομένα για τα προβλήματά μας.
Οι αιτίες
Πολλοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι η κρίση προκλήθηκε από ανεύθυνο δημόσιο
δανεισμό. Με ελάχιστες εξαιρέσεις -όπως η Ελλάδα- αυτό δεν ισχύει. Αντιθέτως, οι
συνθήκες για την κρίση δημιουργήθηκαν από τον υπερβολικό δανεισμό του ιδιωτικού
τομέα και τη χρηματοδότηση ακόμη και από τράπεζες με υπερβολική μόχλευση. Όταν
έσκασε αυτή η φούσκα, οδήγησε σε μεγάλη πτώση της παραγωγής και κατά συνέπεια
των εσόδων από φορολογία. Τα σημερινά ελλείμματα των κυβερνήσεων είναι συνέπεια
της κρίσης, όχι αιτία.
Η φύση της κρίσης
Όταν σκάνε οι φούσκες της αγοράς ακινήτων και στις δύο πλευρές του
Ατλαντικού, πολλά μέρη του ιδιωτικού τομέα συρρικνώνουν τις δαπάνες τους σε μία
προσπάθεια να αποπληρώσουν παλαιότερα χρέη. Αυτή είναι μία λογική αντίδραση σε
επίπεδο μεμονωμένων φυσικών προσώπων. Αποδεικνύεται, όμως, ότι σε συλλογικό
επίπεδο είναι μία αυτοκαταστροφική στρατηγική, γιατί οι δαπάνες του ενός ατόμου
είναι το εισόδημα ενός άλλου. Η κατάρρευση των δαπανών είχε ως αποτέλεσμα την
οικονομική ύφεση, που με τη σειρά της επιδείνωσε το δημόσιο χρέος.
Η κατάλληλη αντίδραση
Δεδομένου ότι ο ιδιωτικός τομέας βρίσκεται σε μία συλλογική προσπάθεια
μείωσης των δαπανών, η δημόσια πολιτική θα έπρεπε να λειτουργεί ως
σταθεροποιητική δύναμη, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει τις δαπάνες. Αν μη τι
άλλο, θα μπορούσε να μην επιδεινώνει περισσότερο την κατάσταση με μεγάλες
μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες ή με μεγάλες αυξήσεις στη φορολογία για τους
απλούς ανθρώπους.
Το μεγάλο λάθος
Ενώ η αντίδραση της πολιτικής ήταν καλή κατά την πρώτη, οξεία φάση της
κρίσης, στη συνέχεια πήρε λάθος δρόμο. Επικεντρώθηκε περισσότερο στα δημόσια
ελλείμματα και υποστήριξε ότι θα πρέπει τα χρέη του δημόσιου τομέα να μειωθούν
παράλληλα με τα χρέη του ιδιωτικού. Αντί να αναλάβει σταθεροποιητικό ρόλο, η
δημοσιονομική πολιτική κατέληξε να μεγεθύνει τις επιπτώσεις από τον περιορισμό
των δαπανών στον ιδιωτικό τομέα.
Το κενό θα μπορούσε να το καλύψει η νομισματική πολιτική. Με τα επιτόκια,
όμως, κοντά σε μηδενικά επίπεδα, η νομισματική πολιτική -αν και θα έπρεπε να
κάνει ό,τι μπορεί- δεν μπορεί να κάνει πολλά. Θα πρέπει, βεβαίως, να υπάρξει ένα
μεσοπρόθεσμο πλάνο για τη μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων. Εάν, όμως, το σχέδιο
αυτό είναι πολύ εμπροσθοβαρές, τότε κι αυτό μπορεί να αποδειχθεί
αυτοκαταστροφικό, αναστέλλοντας την ανάκαμψη. Μία βασική προτεραιότητα είναι να
μειωθεί η ανεργία, προτού αποκτήσει ενδημικές διαστάσεις, γεγονός που θα
καταστήσει την ανάκαμψη και τη μελλοντική μείωση του ελλείμματος ακόμη πιο
δύσκολες.
Πώς απαντούν οι υποστηρικτές της ισχύουσας πολιτικής στα επιχειρήματά μας;
Συνήθως χρησιμοποιούν δύο επιχειρήματα:
Το επιχείρημα της εμπιστοσύνης
Το πρώτο επιχείρημα είναι πως τα κυβερνητικά ελλείμματα θα οδηγήσουν σε
αύξηση των επιτοκίων υπονομεύοντας κατά συνέπεια την ανάκαμψη. Αντιθέτως, η
λιτότητα θα αυξήσει την εμπιστοσύνη, στηρίζοντας κατά συνέπεια την
ανάκαμψη.
Δεν υπάρχουν, όμως, στοιχεία που να στηρίζουν αυτό το επιχείρημα. Παρά τα
πολύ υψηλά ελλείμματα, τα επιτόκια βρίσκονται σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα στις
σημαντικότερες χώρες όπου υπάρχει μία κεντρική τράπεζα που λειτουργεί
φυσιολογικά. Τα επιτόκια είναι υψηλά μόνο σε ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης,
επειδή δεν επιτρέπεται στην ΕΚΤ να δράσει ως ύστατος δανειστής στην κυβέρνηση.
Σε άλλες, η κεντρική τράπεζα έχει τη δυνατότητα, εφόσον κριθεί απαραίτητο, να
χρηματοδοτήσει το έλλειμμα, αφήνοντας ανεπηρέαστη την αγορά ομολόγων.
Επίσης, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι περικοπές των
προϋπολογισμών δημιουργούν αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας. Το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο μελέτησε 173 περιπτώσεις περικοπών στους προϋπολογισμούς σε
μεμονωμένες χώρες και κατέληξε στο ότι το αποτέλεσμα είναι η οικονομική
συρρίκνωση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα: οι χώρες με τις μεγαλύτερες περικοπές
βιώνουν και τη μεγαλύτερη συρρίκνωση της παραγωγής.
Για την ακρίβεια, αυτό που βλέπουμε τώρα είναι πως οι περικοπές στους
προϋπολογισμούς δεν εμπνέουν επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Οι εταιρείες θα
επενδύσουν μόνο εάν εκτιμήσουν ότι υπάρχουν αρκετοί καταναλωτές με επαρκές
εισόδημα να δαπανήσουν. Η λιτότητα αποθαρρύνει τις επενδύσεις.
Το διαρθρωτικό επιχείρημα
Το δεύτερο επιχείρημα ενάντια στην επέκταση της ζήτησης είναι πως η
παραγωγή, στην πράξη, περιορίζεται από την πλευρά της προσφοράς από διαρθρωτικές
ανισορροπίες. Εάν αυτή η θεωρία ήταν σωστή, όμως, τουλάχιστον ορισμένα τμήματα
των οικονομιών μας θα έπρεπε να βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη. Το ίδιο θα έπρεπε
να ισχύει και για ορισμένα επαγγέλματα. Στις περισσότερες χώρες, όμως, δεν
ισχύει κάτι τέτοιο. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα πρέπει να είναι η γενική έλλειψη
δαπανών και ζήτησης.
Το ίδιο διαρθρωτικό επιχείρημα είχε διατυπωθεί ενάντια στην προληπτική
πολιτική αύξησης δαπανών κατά τη δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ. Όσο, όμως, οι
δαπάνες αυξάνονταν την περίοδο 1940 - 1942, η παραγωγή αυξήθηκε κατά 20%. Κατά
συνέπεια, το πρόβλημα τη δεκαετία του 1930, όπως και τώρα, είναι η έλλειψη
ζήτησης, όχι προσφοράς.
Ως αποτέλεσμα των εσφαλμένων τους απόψεων, πολλοί Δυτικοί αξιωματούχοι
προκαλούν τεράστια δυστυχία στους λαούς τους. Όμως, οι ιδέες που ασπάζονται ως
προς τον χειρισμό των υφέσεων απορρίπτονται σχεδόν από όλους τους οικονομολόγους
μετά τις τραγωδίες της δεκαετίας του 1930. Είναι τραγικό στη σύγχρονη εποχή να
ριζώνουν και πάλι ιδέες του παρελθόντος.
Για κάθε χώρα η καλύτερη πολιτική είναι διαφορετική και θα προκύψει έπειτα
από συζήτηση. Θα πρέπει, όμως, να βασίζεται σε μία σωστή ανάλυση του
προβλήματος.
Κατά συνέπεια, καλούμε όλους τους οικονομολόγους, και άλλους που συμφωνούν
σε γενικές γραμμές με αυτό το μανιφέστο για την οικονομική κοινή λογική, να
καταγράψουν τη σύμφωνη γνώμη τους και να υποστηρίξουν δημοσίως τη θέση για πιο
υγιή προσέγγιση. Όταν οι άνθρωποι είναι σιωπηλοί για κάτι που ξέρουν ότι είναι
λάθος, τότε υποφέρει όλος ο κόσμος.
* Ο Πολ Κρούγκμαν είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον και
ο Ρίτσαρντ Λάιαρντ στο London Business School.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου