7 Ιουλ 2012

Σπύρος Λούης: Από νερουλάς... ήρωας


Όσο οι Ολυμπιακοί Αγώνες πλησιάζουν τόσο το ολυμπιακό ιδεώδες και οι μεγάλες στιγμές του αθλητισμού πάνε και έρχονται στο μυαλό μας. Αν και η οικονομική κρίση δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο ούτε και τον αθλητισμό αβίαστα έρχεται στο μυαλό ο άθλος του Σπύρου Λούη που κατάφερε να κερδίσει έναν αγώνα ενάντια σε όλα τα προγνωστικά.

Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε το 1873 στο Μαρούσι που αποτελούσε ακόμα χωριό, αρκετά μακριά  από την Αθήνα εκείνης της εποχής και καταγόταν από οικογένεια αγροτών. Ήταν το πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας ενώ ο πατέρας του ήταν νερουλάς, ένα επάγγελμα που υπήρχε τότε ελλείψει υδρευτικού συστήματος και ο νεαρός Σπύρος δεν θα μπορούσε παρά να βοηθάει στην οικογενειακή επιχείρηση.


Με την απόφαση για την αναβίωση των ολυμπιακών αγώνων που πάρθηκε το 1894, ανάμεσα στα αθλήματα που θα επανέρχονταν ήταν και ο μαραθώνιος. Το άθλημα είχε προταθεί από τον Γάλλο Μισέλ Μπρεάλ, ο οποίος θέλησε να τιμήσει την εξαιρετική προσπάθεια που κατέβαλλε ο αρχαίος αγγελιοφόρος Φειδιππίδης τρέχοντας από τον Μαραθώνα μέχρι την Αθήνα για να αναγγείλει τα νέα της νίκης των Αθηναίων.



Ο Σπύρος Λούης είχε ήδη τελειώσει το στρατιωτικό του αλλά ο διοικητής του Παπαδιαμαντόπουλος που τύχαινε να διοργανώνει τους προκριματικούς αγώνες για την επιλογή της ελληνικής αποστολής και είχε δει το ταλέντο του στο τρέξιμο, του πρότεινε να συμμετάσχει. Ο Λούης δεν έλαβε μέρος στην πρώτη σειρά προκριματικών, όπου νικητής αναδείχθηκε ο Χαρίλαος Βασιλάκης με 3 ώρες και 18 λεπτά χρόνο αλλά πείστηκε να λάβει μέρος στους δεύτερους που έλαβαν χώρα δύο εβδομάδες αργότερα. Αν και νικητής τερμάτισε ο Δημήτριος Δεληγιάννης ο Λούης πήρε το εισιτήριο για τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς.

Ο συνταγματάρχης του στρατού Παπαδιαμαντόπουλος ήταν εκείνος που έδωσε το έναυσμα του αγώνα με συμμετέχοντες δεκατρείς Έλληνες δρομείς και τέσσερις αθλητές άλλων χωρών. Σίγουρα οι Έλληνες είχαν περισσότερες πιθανότητες να καταφέρουν να ανέβουν σε κάποιο από τα σκαλιά του βάθρου όμως η προετοιμασία τους δεν είχε καμιά σύγκριση με εκείνη των ξένων αθλητών.

Αρχικά προηγήθηκε στην κούρσα ο Γάλλος δρομέας Albin Lermusiaux αλλά μη υπολογίζοντας καλά τις αντοχές του κατέρρευσε μετά το 32ο χιλιόμετρο για να δώσει την πρώτη θέση στον Αυστραλό Τέντι Φλακ. Ο Λούης είχε μειώσει αισθητά την διαφορά που τον χώριζε από τον πρώτο και όταν πλέον ούτε ο Αυστραλός αθλητής μπορούσε πλέον να ανταπεξέλθει λόγω της εξάντλησης και της κούρασης που είχε υποστεί, ο Λούης βρέθηκε να ηγείται του αγώνα.



Το στάδιο αν και είχε αρχικά θορυβηθεί καθώς οι θεατές είχαν ενημερωθεί νωρίτερα, ότι κάποιος ξένος προηγείτο της κούρσας, μαθαίνοντας τα νέα για την πρωτοπορία του Λούη άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να επαινούν την προσπάθεια φωνάζοντας ‘’Ελλην, Έλλην’.

Λίγη ώρα αργότερα ο Λούης θα έμπαινε στο ολυμπιακό στάδιο και θα αποθεωνόταν από τους θεατές. Λέγεται ότι με τον τερματισμό του πολλοί ήταν εκείνοι που του πρόσφεραν από τρόφιμα και αντικείμενα μέχρι διάφορες υπηρεσίες ενώ υπήρχε και χρηματικό έπαθλο 10.000 φράγκων, το οποίο ο Λούης δεν δέχτηκε. Εκείνο που ζήτησε ωστόσο από τον βασιλιά Γεώργιο που ήταν παρών στους αγώνες ήταν ένα γαϊδουράκι ώστε να μπορεί να μεταφέρει το νερό με μεγαλύτερη ευκολία. Η τελική επίδοση του Λούη που καταγράφηκε ήταν 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ενώ ο ίδιος μετά από αυτή τη συμμετοχή δεν έλαβε μέρος πότε άλλοτε σε αγώνα αλλά γύρισε στη δουλειά του νερουλά και μετά από πολλά χρόνια εργάστηκε και ως τοπικός αστυνομικός.

Δυστυχώς, όπως σε κάθε ιστορία έτσι και στην περίπτωση του Λούη υπήρξαν και κάποιοι που δεν μπορούσαν να αποδεχτούν το γεγονός της νίκης του. Οι φήμες γύρω από το πώς νίκησε μέχρι για το πώς κατάφερε να πάρει μέρος στους αγώνες έδιναν και έπαιρναν, ωστόσο η ιστορία έχει ήδη αποφανθεί για εκείνον όπως εξάλλου και για το τι πραγματικά συμβόλιζε η νίκη του σε εκείνους τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες που παρά τις παρατυπίες ή τις όποιες ελλείψεις είχε ως γνώμονα την προώθηση του ολυμπιακού ιδεώδους και όχι την απόκτηση χρηματικών επάθλων.



Όταν το 1926, ο Ολυμπιονίκης πλέον Σπύρος Λούης κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και φυλακίστηκε, τα μέσα ενημέρωσης της εποχής είχαν δώσει μεγάλη έκταση στο θέμα. Και όμως η αθώωση του ήρθε λίγο αργότερα μαζί με την αποφυλάκιση καταρρίπτοντας όλα τα σενάρια για συμμετοχή του σε μη νόμιμες πράξεις.

Αν και δεν συμμετείχε όπως αναφέρθηκε πιο πάνω ποτέ ξανά σε άλλους αγώνες το 1936 τιμήθηκε από το Βερολίνο όντας τιμητικός φιλοξενούμενός στους θερινούς εκείνους Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ κατά την τελετή έναρξης ο Λούης μπήκε τρίτος από την ελληνική αποστολή στο στάδιο πίσω από τον σημαιοφόρο κρατώντας ένα κλαδί ελιάς και ντυμένος πάντα με την τυπική ελληνική ενδυμασία της φουστανέλας.

Ο μεγάλος αυτός Έλληνας που έγινε ακόμα και αστικός μύθος με την έκφραση που μέχρι τις μέρες μας χρησιμοποιείται ‘έγινε Λούης’ έφυγε από τη ζωή το 1940 λίγο διάστημα πριν την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα ενώ προς τιμή του έχει δοθεί το όνομά του τόσο σε αρκετές οδούς και λεωφόρους στην Ελλάδα όπως και στο Ολυμπιακό Στάδιο όπου διεξήχθησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004.

Λίγο πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων ο Λούης δίνει ακόμα και σήμερα ένα μεγάλο μάθημα ότι το να παλεύει κανείς και να κερδίζει είναι πιο σημαντικό και ουσιαστικό από όλα τα χρηματικά έπαθλα και τις τιμητικές διακρίσεις που μπορούν να αποκομίζουν οι σημερινοί αθλητές.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More