Ένας από τους πιο διάσημους Γάλλους φιλοσόφους και συγγραφείς, ο Βολταίρος άφησε το δικό τους στίγμα στην διεθνή λογοτεχνία, ενώ έλαβε την αποδοχή της χώρας του λίγο πριν τον θάνατό του.
Ο Βολταίρος γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1694 σε μία μεσοαστική οικογένεια και το πραγματικό του όνομα ήταν Francois-Marie Arouet. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος διοικητικός υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών, ενώ η μητέρα του είχε πεθάνει όταν ο Βολταίρος ήταν μόλις επτά ετών.
Φοίτησε στο ιησουιτικό σχολείο του Μεγάλου Λουδοβίκου αν και θεωρούσε τη μόρφωση που πήρε από το κολέγιο ελάχιστη και μάλλον ανούσια τελειώνοντας το 1711 τις μαθητικές του σπουδές για να μελετήσει από το 1711 έως το 1713 τις νομικές επιστήμες. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του αγάπησε το θέατρο και ξεκίνησε να γράφει σατιρικά έργα.
Η ενασχόλησή του με τη σάτιρα δεν άργησε να τον βάλει μέσα στους αριστοκρατικούς κύκλους, οι οποίοι λάτρευαν τις μικρές συνθέσεις του. Το πρώτο έργο που τους παρουσίασε ήταν το έργο του Οιδίπους. Ωστόσο, οι σατιρές του δεν άργησαν να τον βάλουν σε μπελάδες καθώς το 1717 φυλακίστηκε στη Βαστίλη όταν συνελήφθη για προσβολή του αντιβασιλέα Φιλίππου Β της Ορλεάνης. Ο Βολταίρος παρέμεινε στη φυλακή για 11 μήνες κάνοντας αλλαγές στον Οιδίποδα αλλά και ξεκινώντας το έργο του Ερρικειάς, ενώ τότε άρχισε να υιοθετεί και το ψευδώνυμο Βολταίρος με το οποίο έγινε ευρύτατα γνωστός.
Μετά την αποφυλάκισή του ο Βολταίρος απολάμβανε μεγάλης φήμης στους καλλιτεχνικούς χώρους. Το έργο του Οιδίποδας είχε παιχτεί με μεγάλη επιτυχία χαρίζοντάς του χρήματα και φήμη ενώ ολοκλήρωσε και τα επόμενα θεατρικά του έργα Artemire, Marianne και την κωμωδία του Ο αδιάκριτος.
Το 1725, ο Βολταίρος βρέθηκε πάλι σε δύσκολη θέση όταν ήρθε σε ρήξη με τον ευγενή Chevalier de Rohan. Αν και προκάλεσε τον ευγενή σε μονομαχία εκείνος κάνοντας χρήση του Lettre de cachet, το οποίο είχε την θέση ενός άτυπου εντάλματος στους κύκλους των ευγενών κατάφερε όχι μόνο να αποφύγει την μονομαχία αλλά και να τον φυλακίσει καθώς δεν γινόταν δίκη αλλά άμεση φυλάκιση ή εξορία του ανεπιθύμητου προσώπου.
Ο Βολταίρος ανάμεσα στην φυλάκιση και την εξορία προτίμησε τη δεύτερη, βρίσκοντας καταφύγιο στην Αγγλία. Όσο παρέμεινε εκεί ήρθε σε επαφή με τις φιλοσοφικές ιδέες του Τζον Λοκ αλλά και του Ισαάκ Νεύτωνα ενώ γνώρισε την αγγλική λογοτεχνία και μελέτησε το αγγλικό σύστημα μοναρχίας. Κατά την παραμονή του έγραψε τα δοκίμια ‘Δοκίμιο για την επική ποίηση’ και ‘Δοκίμιο για τους γαλλικούς εμφυλίους πολέμους’ σε αγγλική γλώσσα. Μάλιστα συνέταξε και την επίσημη βιογραφία του Καρόλου 12ου της Σουηδίας, ενώ με το βιβλίο του ‘Αγγλικά Γράμματα’ έδωσε το στίγμα της αγγλικής φιλοσοφικής σκέψης την περίοδο του Διαφωτισμού παρά το γεγονός ότι το βιβλίο είχε απαγορευθεί στη Γαλλία.
Μετά τα τρία χρόνια εξορίας, ο Βολταίρος επιστρέφοντας στη Γαλλία δημοσίευσε το ολοκληρωμένο πια έργο του ‘Ερρικειάς’ το οποίο έτυχε μεγάλης ανταπόκρισης από το αναγνωστικό κοινό αλλά και τις τραγωδίες Βρούτος, Εριφύλη και Ζαΐρα.
Το 1733 γνωρίζει την Madame Du Chatelet με την οποία δημιουργεί σχέση και μένουν μαζί, παρά το γεγονός ότι η ίδια ήταν παντρεμένη, στο Cirey στη Λωρραίνη. Η σχέση τους κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της και όλο το διάστημα που παρέμειναν μαζί ο Βολταίρος δούλεψε πειράματα φυσικής και χημείας ενώ έγραψε τα βιβλία ‘Στοιχεία της νευτώνιας φιλοσοφίας’, την κωμωδία ‘La Pucelle’, και τα δράματα ‘Μωάμεθ’, ‘Μερόπη’ και ‘Σεμίραμις’.
Την ίδια περίοδο, ο Βολταίρος ξεκίνησε την αλληλογραφία του με τον διάδοχο της Πρωσίας Φρειδερίκο Β χτίζοντας μια σχέση δασκάλου-μαθητή. Μάλιστα το 1740, ο Βολταίρος συναντήθηκε προσωπικά με τον Φρειδερίκο στο Cleves και μετέπειτα βρέθηκαν πάλι στο Βερολίνο.
Τελικά, μετά το θάνατο της Madame du Chatelet, ο Φρειδερίκος έκανε πρόταση στον Βολταίρο να εγκατασταθεί στην αυλή αλλά οι σχέσεις τους δεν άργησαν να χαλάσουν από τις έντονες προσωπικότητες και των δύο. Το 1753, ο Βολταίρος εγκατέλειψε την πρωσική αυλή και εγκαταστάθηκε στην Γενεύη, όντας ανεπιθύμητος στην Γαλλία.
Τελικά, μετά το θάνατο της Madame du Chatelet, ο Φρειδερίκος έκανε πρόταση στον Βολταίρο να εγκατασταθεί στην αυλή αλλά οι σχέσεις τους δεν άργησαν να χαλάσουν από τις έντονες προσωπικότητες και των δύο. Το 1753, ο Βολταίρος εγκατέλειψε την πρωσική αυλή και εγκαταστάθηκε στην Γενεύη, όντας ανεπιθύμητος στην Γαλλία.
Το 1759 αγόρασε το κτήμα Ferney το οποίο έμελλε να γίνει το πνευματικό κέντρο της Ευρώπης και στο οποίο παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Κατά την παραμονή του εκεί, συνέχιζε να παράγει πλήθος βιβλίων, θεατρικών, δοκιμίων και δημοσιευμάτων ενώ πάντα προσπαθούσε να εξερευνήσει τους θρησκευτικούς περιορισμούς και τις θρησκευτικές αδιαλλαξίες των θρησκευτικών δογμάτων.
Η εκκλησία δεν ξέφυγε ποτέ από την καυστική κριτική του καθώς πίστευε στην Ανώτερη Δύναμη και τη σοφία του έργου της αλλά δεν πίστευε στην οργανωμένη εκκλησία και τους περιορισμούς ή τις διώξεις που εκείνη επεδίωκε.
Το 1778, ο Βολταίρος έχοντας κερδίσει τη θέση που του άνηκε στη Γαλλία, επέστρεψε στο Παρίσι για να παρακολουθήσει την πρώτη παράσταση του έργου του ‘Ειρήνη’. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν ήταν πραγματικά συγκινητική, τόση ώστε να μην την αντέξει, ο πλέον 84 ετών φιλόσοφος και συγγραφέας. Λίγες μέρες αργότερα, ο Βολταίρος άφησε την τελευταία του πνοή στις 30 Μαΐου του 1778.
Ο ίδιος για να μπορέσει να έχει μια κανονική κηδεία είχε υπογράψει μερική ανάκληση των γραπτών του, η οποία όμως δεν ήταν αρκετή για τους εκκλησιαστικούς κύκλους. Αρνούμενος να συμβιβαστεί με κάτι περισσότερο, έδωσε μια δήλωση σε έναν στενό του φίλο «Πεθαίνω λατρεύοντας το Θεό, που αγαπά τους φίλους μου, που δε μισεί τους εχθρούς μου και που απεχθάνεται την καταπίεση». Το σώμα του μεταφέρθηκε κρυφά σε αβαείο στην πόλη Champagne, όπου τελικά θάφτηκε, ενώ τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1791 στο Παρίσι και τοποθετήθηκαν στο Πάνθεον.
Το έργο του Βολταίρου είναι ογκωδέστατο. Έγραψε θέατρο, ποίηση, πεζά κείμενα αλλά και ιστοριογραφίες και φιλοσοφικά κείμενα. Τα έργα του έτυχαν άλλα εξαιρετικής κριτικής και άλλα θα μπορούσε κανείς να τα προσπεράσει χωρίς να αναφερθεί ιδιαίτερα σε αυτά. Η φιλοσοφία του στηριζόταν στις αρχές του σκεπτικισμού και του ορθολογισμού ενώ ήταν υποστηρικτής της ιδέας του Θεού χωρίς να ασπάζεται τον Χριστιανισμό τον οποίο θεωρούσε ιδανικό μόνο για καμαριέρες και ράφτες. Γνωστό είναι και το απόφθεγμά του «εάν ο Θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί» κάτι που χαρακτηρίζει και την κλίση του στον ντεϊσμό, του οποίου υπήρξε και υποστηρικτής.
Πηγή:www.capital.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου