Μέρος πρώτο
Ορισμένα πράγματα είναι τόσο αυτονόητα, που όταν δεν συμβαίνουν είναι πολύ δύσκολο να
|
Ένα από αυτά είναι η κοινή δράση των δυνάμεων της Αριστεράς για επί μέρους ζητήματα στην αντιμετώπιση των οποίων είναι σύμφωνες, και ακόμα σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, η δημιουργία ενός Πολιτικού Αντικαπιταλιστικού Αντιιμπεριαλιστικού Αριστερού Μετώπου .
Και συνειδητά δεν κάνω λόγο για ενότητα των δυνάμεων της Αριστεράς και αρκούμαι στις επί μέρους συνεργασίες και στο Μέτωπο, έχοντας επίγνωση των πραγματικών διαφορών τους, των ιστορικών διαφορών, των αγκυλώσεων που χαρακτηρίζουν πολλές από αυτές.
Εκείνο που υποστηρίζω είναι ότι η κρισιμότητα των στιγμών απαιτεί μια Αριστερά στο ύψος των περιστάσεων , μια Αριστερά που δεν μπορεί να συνεχίσει να ομφαλοσκοπεί ενώ ο κόσμος χάνεται.
Την απαιτεί διότι οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και το τσουνάμι της κρίσης και της συνεπαγόμενης επίθεσης του κεφαλαίου δεν θα περιμένει να τα βρουν οι διάφοροι μικρόκοσμοι της αριστεράς.
Την απαιτεί , διότι όπως σοφά λέει ένας αγαπημένος σύντροφος «πιστέψαμε ότι είχαμε χρόνο», ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαμε, και πόσω μάλλον δεν έχουμε ούτε λεπτό για χάσιμο κάτω από τις παρούσες συνθήκες.
Και για να είμαι ευθύς εξαρχής ξεκάθαρος, όταν κάνω λόγο για Αριστερά, επειδή στο οδόφραγμα των επικείμενων μαχών, όπως άλλωστε σε όλα τα οδοφράγματα, δεν μπορεί να υπάρχουν παρά μόνον δυο πλευρές, καλό είναι να διευκρινιστεί ποιοι δεν ανήκουν στην αριστερή.
Και αυτοί είναι πρώτα απ’ όλους εκείνοι οι σοσιαλδημοκράτες που απροκάλυπτα μετατράπηκαν σε νεοφιλελεύθερους, και μας καλούν να δεχτούμε ως «σωτήριες πιέσεις» όλα τα κελεύσματα του λησταρχείου της Τρόικα, δηλαδή εκείνων που ο Μπρεχτ, στο «Ρομάντζο της Πεντάρας», θεωρούσε ότι οι απλοί φονιάδες και κακοποιοί δε φτάνουν ούτε στο νύχι τους.
Είναι επίσης εκείνοι που έχουν το θράσος να καλούν σε αντιμνημονιακό μέτωπο, ενώ είτε ψήφισαν το μνημόνιο-κάτι σαν να καλούσαν σε αντιπολεμικό μέτωπο οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ενώ είχαν ψηφίσει τα πολεμικά κονδύλια- όσο και εκείνοι που από ανώτερες πολιτικές θέσεις συνέβαλαν να φθάσουμε σε αυτό.
Είναι τέλος εκείνοι οι οποίοι πιο έντεχνα, και συνεπώς πιο επικίνδυνα, εμφανίζονται ως κεντροαριστεροί .
Πρόκειται για εκείνους οι οποίοι στην απέλπιδα προσπάθεια τους να διασώσουν το καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλουν και πάλι ως διέξοδο από την κρίση την επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό.
Όμως ο γνωστός κεντρισμός του Κέυνς , ανάμεσα στο πιο δεξιό Χάγιεκ και τον πιο αριστερό Λάσκι, ο οποίος εκφράστηκε πρόσφατα και από τον Ομπάμα, στην «αριστερή» κριτική του προς τους Ευρωπαίους, σήμερα δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει υπέρ της διατήρησης ενός τελειωμένου συστήματος. Και θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι όσοι υποστηρίζουν αυτές τις απόψεις, ανήκουν και εκείνοι στο μπλοκ της αστικής εξουσίας, που έχει ανάγκη τόσο τους ανοιχτούς υποστηριχτές τύπου Καρατζαφερο-Λοβέρδου όσο και τους μεταμφιεσμένους.
Η Αριστερά, αν θέλει να διατηρήσει τα θεμελιακά της αντικαπιταλιστικά-αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά , αλλά και να διασφαλίσει την παραδοσιακή ηθική στάση που ιστορικά την χαρακτηρίζει, θα πρέπει αντί να φλερτάρει μαζί τους, και να επιδιώκει τη δημιουργία «κεντροαριστερών» σχηματισμών, να ξεκαθαρίσει ότι αυτοί ανήκουν στο αντίπαλο στρατόπεδο .
Σ’ ένα πρώτο λοιπόν από τα κάτω επίπεδο, η Αριστερά καλείται να ανοίξει ένα διάλογο για όλα τα ζητήματα που απασχολούν το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας μας , ένα διάλογο που θα αντικαταστήσει τους παράλληλους μονόλογους των συνιστωσών της, τους συχνά διανθισμένους από ύβρεις αντί επιχειρημάτων.
Επίσης θα πρέπει να σμιλεύει για επί μέρους ζητήματα κοινές δράσεις των συνιστωσών της και ευρύτερες λαϊκές από τα κάτω αντιδράσεις, απαραιτήτως αναγκαίες για την επίτευξη του οποιουδήποτε στόχου της. Τέτοια επί μέρους ζητήματα μπορεί να είναι για παράδειγμα, η μη μετατροπή της ΔΕΗ σε φοροεισπρακτικό μηχανισμό και ο συντονισμός της μη πληρωμής του τελευταίου χαρατσιού στην ακίνητη περιουσία1, κάτι για με το οποίο από τις ξεχωριστές τους ανακοινώσεις φαίνεται να συμφωνούν όλες οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Επίσης θα μπορούσε να είναι η κοινή στάση για τη μη εφαρμογή του πανεπιστημιοκτόνου νόμου, ή ακόμη κοινές αντιδράσεις απέναντι σε επί μέρους μνημονιακά μέτρα, και μια σειρά άλλα ζητήματα.
Σε τέτοιες δράσεις είναι βέβαιο ότι όχι μόνον δεν αποκλείεται, αλλά θα πρέπει να επιδιώκεται η συνεργασία με δυνάμεις πέρα από την Αριστερά, με ανένταχτες δυνάμεις, με δυνάμεις που απεγκλωβίζονται από τα αστικά κόμματα, με μέχρι σήμερα απολίτικες δυνάμεις, που αυθόρμητα για πρώτη φορά συμμετέχουν στους λαϊκούς αγώνες, με επί μέρους θεματικά κινήματα . Όμως ο διάλογος και οι κοινές επί μέρους δράσεις δεν αρκούν. Χρειάζεται πέρα από αυτά η άμεση συγκρότηση κι’ ενός πολιτικού αριστερού αντικαπιταλιστικού, αντιιμπεριαλιστικού ριζοσπαστικού Μέτωπου . Σε αυτό το Μέτωπο θα είναι αφιερωμένο το σχόλιο της επομένης Κυριακής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου