Μια μέρα ξύπνησα στη φωλιά μου μαζί με τα αδέρφια μου. Η μαμά ήταν ως συνήθως ξαπλωμένη στη γωνία, και σκέφτηκα να φάω πρωινό. Ήταν ζεστή και μας έγλειφε συνεχώς. Μας αγαπούσε τόσο πολύ...
Αυτές ήταν οι καλύτερες μέρες.
Τότε πήγα να μείνω σε ένα σπίτι με δύο παιδιά και τους γονείς τους. Στην αρχή με άφηναν να παίζω ή και
να κοιμάμαι μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά έτρεχαν και εγώ τα κυνηγούσα. Όταν ήμουν ακόμα μικρός με άφηναν να πηδάω πάνω τους, ακόμη και να τα δαγκώνω απαλά. Αυτό άρεσε στους γονείς και με ενθάρρυναν. Μου έδιναν παιχνίδια, κάλτσες, παπούτσια, κούκλες... Το διασκέδαζα πολύ...
Όσο μεγάλωνα, όλο και πιο συχνά έριχνα τα παιδιά στο πάτωμα όταν πηδούσα πάνω τους. Δάγκωνα τα παντελόνια τους όπως προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Έβρισκα από μόνος μου παιχνίδια, από αυτά που μου έδιναν νωρίτερα, και τα μασούσα. Σιγά - σιγά γίνονταν όλο και πιο θυμωμένοι μαζί μου. Όποτε πηδούσα πάνω τους, με κατέβαζαν με τη βία. Τη μία στιγμή με επιβράβευαν που δάγκωνα και έπαιζα και την άλλη με χτυπούσαν για τον ίδιο λόγο...
Με είχαν μπερδέψει παντελώς.
Τώρα περνάω τις ώρες μου δεμένος στην αυλή. Κανένας δεν ασχολείται μαζί μου. Χαίρομαι όποτε βγαίνουν έξω και τους χαιρετώ με γάβγισμα. Σκοτώνω την ώρα μου κάνοντας τρύπες στο χώμα, πράγμα που αναστατώνει τους ιδιοκτήτες μου. Είμαι γεμάτος τσιμπούρια...
Το οποίο με τρελαίνει.
Όσο κάθομαι εδώ έξω τόσο περισσότερο τρελαίνομαι. Δεν καταλαβαίνω γιατί με έφεραν εδώ απλώς για να κάθομαι στην αυλή τους. Αφού δεν είναι ικανοποιημένοι με την συμπεριφορά μου...
Γιατί δεν με εκπαιδεύουν?
Γιατί πριν με ενθάρρυναν να πηδάω και να δαγκώνω? Η ζωή μου ακόμα δεν βελτιώθηκε. Τώρα είμαι κλεισμένος στην φυλακή. Άνθρωποι πλησιάζουν στο κλουβί μου και με κοιτάζουν. Τους γαβγίζω, μα κανένας δεν με θέλει. Ωχ όχι! Έρχεται καταπάνω μου μια κυρία που κρατάει ένα λουρί. Που θέλει να με πάει? Με οδηγεί μέσα σε ένα δωμάτιο. Μου φαίνεται ότι της αρέσω. Νιώθω πολύ ωραία που με αγκαλιάζουν και πάλι. Τι γίνεται τώρα? Με τσιμπάει με κάτι? Με παίρνει ο ύπνος. Τι μου συμβαίνει? Χάνω τις αισθήσεις μου...
ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΠΕΙΡΑΞΕΙ.
Αυτές ήταν οι καλύτερες μέρες.
Τότε πήγα να μείνω σε ένα σπίτι με δύο παιδιά και τους γονείς τους. Στην αρχή με άφηναν να παίζω ή και
να κοιμάμαι μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά έτρεχαν και εγώ τα κυνηγούσα. Όταν ήμουν ακόμα μικρός με άφηναν να πηδάω πάνω τους, ακόμη και να τα δαγκώνω απαλά. Αυτό άρεσε στους γονείς και με ενθάρρυναν. Μου έδιναν παιχνίδια, κάλτσες, παπούτσια, κούκλες... Το διασκέδαζα πολύ...
Όσο μεγάλωνα, όλο και πιο συχνά έριχνα τα παιδιά στο πάτωμα όταν πηδούσα πάνω τους. Δάγκωνα τα παντελόνια τους όπως προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Έβρισκα από μόνος μου παιχνίδια, από αυτά που μου έδιναν νωρίτερα, και τα μασούσα. Σιγά - σιγά γίνονταν όλο και πιο θυμωμένοι μαζί μου. Όποτε πηδούσα πάνω τους, με κατέβαζαν με τη βία. Τη μία στιγμή με επιβράβευαν που δάγκωνα και έπαιζα και την άλλη με χτυπούσαν για τον ίδιο λόγο...
Με είχαν μπερδέψει παντελώς.
Τώρα περνάω τις ώρες μου δεμένος στην αυλή. Κανένας δεν ασχολείται μαζί μου. Χαίρομαι όποτε βγαίνουν έξω και τους χαιρετώ με γάβγισμα. Σκοτώνω την ώρα μου κάνοντας τρύπες στο χώμα, πράγμα που αναστατώνει τους ιδιοκτήτες μου. Είμαι γεμάτος τσιμπούρια...
Το οποίο με τρελαίνει.
Όσο κάθομαι εδώ έξω τόσο περισσότερο τρελαίνομαι. Δεν καταλαβαίνω γιατί με έφεραν εδώ απλώς για να κάθομαι στην αυλή τους. Αφού δεν είναι ικανοποιημένοι με την συμπεριφορά μου...
Γιατί δεν με εκπαιδεύουν?
Γιατί πριν με ενθάρρυναν να πηδάω και να δαγκώνω? Η ζωή μου ακόμα δεν βελτιώθηκε. Τώρα είμαι κλεισμένος στην φυλακή. Άνθρωποι πλησιάζουν στο κλουβί μου και με κοιτάζουν. Τους γαβγίζω, μα κανένας δεν με θέλει. Ωχ όχι! Έρχεται καταπάνω μου μια κυρία που κρατάει ένα λουρί. Που θέλει να με πάει? Με οδηγεί μέσα σε ένα δωμάτιο. Μου φαίνεται ότι της αρέσω. Νιώθω πολύ ωραία που με αγκαλιάζουν και πάλι. Τι γίνεται τώρα? Με τσιμπάει με κάτι? Με παίρνει ο ύπνος. Τι μου συμβαίνει? Χάνω τις αισθήσεις μου...
ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΠΕΙΡΑΞΕΙ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου