Από το 1968 που ήμουν τεσσάρων ετών, μπορώ να πω πως έχω αναμνήσεις από πρόσωπα, ήχους, γεγονότα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Καμίνια του Πειραιά. Τα Καμίνια ήταν μια αμιγώς λαϊκή εργατική συνοικία, ένα τέταρτο της ώρας με τα πόδια από το κέντρο του Πειραιά. Μια μικρή κοινότητα που τα όριά της ήταν από το εργοστάσιο του Κεράνη μέχρι το μηχανοστάσιο των τραίνων στους Αγίους Απόστολους και από τη Λεωφόρο Πειραιώς μέχρι τη Λεωφόρο Θηβών. Η περιοχή ήταν αραιοχτισμένη, με πολλά περιβόλια και αλάνες ανάμεσα στα σπίτια, που τα περισσότερα ήταν μονοκατοικίες με αυλή. Όλοι οι Καμινιώτες γνωριζόμαστε μεταξύ μας, οι περισσότεροι με τα παρατσούκλια μας. Οι καθημερινές μετακινήσεις των κατοίκων της περιοχής εκείνη την εποχή, ήταν ελάχιστες σε σχέση με το σήμερα. Οι περισσότεροι μετακινούνταν για να πάνε στις δουλειές τους με τα πόδια ή με ποδήλατο ή με μηχανάκι. Σ’ αυτές τις καθημερινές μετακινήσεις οι περισσότεροι λέγανε τα νέα τους και κανονίζανε πού θα βρεθούνε μετά τη δουλειά.
Τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας, γυρνώντας με το ποδήλατό του από το εργοστάσιο που δούλευε, ο πατέρας μου έκανε μια στάση στην ταβέρνα του Σπέντζου. Εκεί σταματούσαν οι περισσότεροι εργάτες για ένα ούζο, μια μπύρα και κανά μεζέ στο πόδι. Εγώ έβρισκα την ευκαιρία να πάω εκεί, με δικαιολογία τη βόλτα με το ποδήλατο από εκεί μέχρι το σπίτι. Στην ταβέρνα υπήρχε μπουζούκι και κιθάρα και ο πατέρας μου, είτε μόνος του με το μπουζούκι, είτε με τον κυρ' Αντώνη να τον συνοδεύει με την κιθάρα, έπαιζαν μερικά τραγούδια για τους φίλους τους και μετά από λίγο επιστρέφαμε με το ποδήλατο για φαγητό και ξεκούραση στο σπίτι.
Στη διαδρομή προς το σπίτι άρχιζε η γνωστή ανάκριση:
- Ποιο ήταν αυτό το τραγούδι που παίξατε σήμερα; Θα με μάθεις και 'μένα να παίζω μπουζούκι;
Η ίδια απάντηση και ο ίδιος διάλογος:
- Είσαι μικρός ακόμα.
- Καλά, εσύ πώς έμαθες, ποιος σου έδειξε;
- Αφού σου έχω πει, ο παππούς ο Σπύρος έπαιζε κιθάρα όταν ήταν νέος, ο αδερφός του ο Γιώργος που πουλάει παπούτσια έπαιζε κιθάρα, ο αδερφός του ο Χρίστος έπαιζε μισοφωνία και ο αδερφός του ο Φίλιππος έπαιζε σαντούρι και είχε δικιά του κομπανία και έπαιζε σε κέντρα. Αυτούς άκουγα και έβλεπα από τότε που γεννήθηκα.
- Αυτοί σου δείξανε μπουζούκι;
- Όχι, μπουζούκι μου έδειξε ο θείος σου ο Κώστας, ο κουρέας, που έχει παντρευτεί την αδελφή μου την Πόπη.
Φτάνοντας στο σπίτι, χαιρετούσαμε τον κυρ Αντώνη που έμενε ακριβώς απέναντι απ' το δικό μας, στη Θήρας 122 και πηγαίναμε για φαγητό. Ο κυρ' Αντώνης, Αντώνης Πανάρετος, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε πολύ καλά και ήταν πάντα παρών σε όλα τα γλέντια της γειτονιάς. Αυτό που πάντα μ' ενθουσίαζε ήταν οι συγκεντρώσεις με αφορμή κάποια γιορτή. Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις θυμάμαι τον πατέρα μου, τ’ αδέρφια του και τους φίλους του να σχηματίζουν ορχήστρα και να παίζουν για τη γιορτή. Μέσα από αυτή τη διαδικασία γνώρισα τους πρώτους μουσικούς, οι οποίοι ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου. Θυμάμαι το πάθος τους για όλο αυτό που συνέβαινε. Από τα αδέλφια του πατέρα μου, ο θείος ο Μηνάς έπαιζε κιθάρα, ο οποίος είχε το εξής χαρακτηριστικό: ενώ ήξερε τέσσερα ακόρντα όλα κι όλα και το ρεπερτόριο του ήταν πολύ μικρό, είχε το χάρισμα να μεταδίδει αυτό που έπαιζε σε τέτοιο βαθμό, που ήθελες δεν ήθελες, ήξερες δεν ήξερες, ερχόσουν σε κέφι και χόρευες. Τα αγαπημένα του κομμάτια ήταν: «Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά», «Η μικρή του καμηλιέρη», «Νύχτες μαγικές», «Μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη». Θυμάμαι το θείο Μηνά να παίζει και τον πατέρα μου να του λέει από δίπλα τα ακόρντα του κομματιού. Ο θειος έβαζε τα γέλια κι ο πατέρας μου του έλεγε: «Αμάν ρε Μηνά, δε θα μάθεις ποτέ τα ακόρντα» κι ο θείος τού απαντούσε : «Γιατί να τα μάθω; Καλά δεν περνάμε; Κοίτα, όλοι χορεύουν».
Ο θείος ο Παράσχος έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε κανταδόρικα κομμάτια. Ο θείος Λευτέρης έπαιζε λίγα και εύκολα κομμάτια. Τέλος, ο θείος ο Γιώργος δεν έπαιζε κανένα όργανο, ήταν υπεύθυνος για την ψησταριά και την καλή διάθεση. Το σπίτι του, στην πάροδο Σερίφου 11, ήταν πάντα ανοιχτό σε όλους κι εκεί έχουν γίνει τα περισσότερα οικογενειακά γλέντια. Σ' ένα απ’ αυτά τα γλέντια που κράτησε μέχρι τα ξημερώματα, πάνω στο χορό άρχισαν να σπάνε ένα-ένα όλα τα πιάτα που υπήρχαν στο τραπέζι και αφού τέλειωσαν τα πιάτα του τραπεζιού, έβαλαν χέρι και στην πιατοθήκη. Δεν έμεινε ούτε ένα. Τα μόνα που σώθηκαν ήταν τα φλιτζανάκια του καφέ και την άλλη μέρα έβαλαν όλοι χρήματα και αγόρασαν καινούργια πιάτα στην θεία Καίτη, τη γυναίκα του θειου Γιώργου, η οποία μαγείρευε και χόρευε καταπληκτικά.
Εκτός από τις γιορτές που οι συγκεντρώσεις ήταν προγραμματισμένες, πολλές φορές το γλέντι άναβε από το τίποτα. Έτσι ξαφνικά πέρασε ο Μήτσος απ’ το Γιώργο να δει τι κάνει, πέρασε κι ο Μηνάς κι όλα άρχιζαν. Ένας έβαζε το κρασί, άλλος το μεζέ, άλλος το όργανο, άλλος την καλή διάθεση, άλλος τα πειράγματα, άλλος το χορό και το γλέντι ξεκινούσε.
Η κυρα Μαρία, η γυναίκα του κυρ' Θόδωρα Δαλμηρά, μένει ακριβώς δίπλα από το πατρικό μου σπίτι. Θήρας 113 το πατρικό μου, 111 του κυρ Θοδωρή. Ο κυρ Θοδωρής ή Θοδωρούκλας είχε καταγωγή από τη Σύρο και έπαιζε μπουζούκι τα καλοκαίρια στη αυλή. Είχε ιδιαίτερη αγάπη στο κρασί και του άρεσε να παίζει κομμάτια του Μάρκου και του Παπαϊωάννου. Το αγαπημένο του κομμάτι ήταν το «Σουρωμένος θάρθω πάλι». Η κυρα Μαρία είχε την καλύτερη φωνή που είχα ακούσει μέχρι τότε. Τραγουδούσε κομμάτια που έλεγε η Μ. Νίνου. Με μοναδικό τρόπο έλεγε το «Γεννήθηκα για να πονώ», το ζούσε όταν το έλεγε. Όλα αυτά συνέβαιναν έτσι απλά γύρω μου, χωρίς καμία ιδιοτέλεια, πότε στο δικό μας σπίτι πότε στου κυρ Αντώνη, πότε στου θείου του Μηνά, πότε στου κυρ Θοδωρή. Ο καιρός περνούσε και εγώ ήθελα πολύ να μάθω μπουζούκι. Η μάνα μου όμως δεν ήθελε με τίποτα. Έτσι κι ο πατέρας μου δεν μου έδειχνε. Κάποια στιγμή βρέθηκα για κούρεμα στο κουρείο του θείου του Κώστα, Κουράτορας το επίθετο, μένει ακόμα και σήμερα στην οδό Π. Οριγώνη. Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία για ερωτήσεις γύρω από το μπουζούκι.
- Θείε, πώς έμαθες μπουζούκι; Έπαιζε κάποιος από την οικογένεια σου, σου έδειξε κανείς;
Κι αυτός μου απαντάει:
- Το 1940 που άρχισε ο πόλεμος εγώ ήμουν 14 χρονών και δούλευα βοηθός σε κουρείο. Το ’41 με την Κατοχή, έφυγα για το χωριό, δίπλα στο Άργος, γιατί η ζωή εδώ ήταν πολύ δύσκολη. Εκεί έμεινα σε μια θεία μου κι έκανα τη δουλειά του κουρέα, για ένα κομμάτι ψωμί. Είχα μια κιθάρα μαζί μου και έπαιζα λίγο, αλλά πάντα τραγουδούσα πολύ καλά. Μετά από λίγο καιρό γνώρισα το Γιώργο Ανυφαντή που ήταν τσαγκάρης και έπαιζε μπουζούκι. Παίζαμε μαζί, αυτός μπουζούκι εγώ κιθάρα και φωνή. Το πρώτο μου ντουέτο. Αυτός μου έδειξε μπουζούκι. Με την απελευθέρωση γύρισα στα Καμίνια κι έκανα ανταλλαγή στα παλιατζίδικα την κιθάρα μ’ ένα μπουζούκι. Από τότε ασχολούμαι με το μπουζούκι. Αργότερα παντρεύτηκα την θεία σου την Πόπη και μέναμε τότε όλοι μαζί στο σπίτι του παππού σου του Σπύρου, στην οδό Ζερβού 8, μέχρι να φτιάξουμε το δικό μας σπίτι. Ο πατέρας σου τότε ήταν μικρός, περίπου σαν και σένα. Τότε είχαμε φτιάξει την πρώτη ορχήστρα, με το Μιχάλη Γιαβάση στην κιθάρα, το Λάμπρο Μάζη και μένα στο μπουζούκι και το Νίκο Μαρμαρινό στο ακορντεόν και παίζαμε στις ταβέρνες της περιοχής, σε οικογενειακά γλέντια έτσι για την πλάκα μας.
- Δηλαδή, τι εννοείς τα πάντα;
- Ανάλογα με τη σύνθεση της ορχήστρας, ο Ματάκιας π.χ. παίζει πολύ ωραία τα παλιά ρεμπέτικα, ο Παπαντωνίου παίζει πολύ ωραία τα πιο καινούργια λαϊκά.
Το κούρεμα τελείωσε μαζί και οι ερωτήσεις. Πάντως κάτι είχα μάθει. Εφυγα για το σπίτι και στο δρόμο σκεφτόμουν: «Εμένα γιατί δεν μου δείχνει ο πατέρας μου;». Με βασάνιζε αυτό για καιρό. Ώσπου ο πατέρας μου κανονίζει να παίζει κάθε Παρασκευή και Σάββατο σ’ ένα μαγαζί στην Αγ. Ελευθερίου, στα Καμίνια. Το μαγαζί αυτό ήταν διαγωνίως απέναντι από το σημερινό μαγαζί του Τηγανέλου και σήμερα δεν υπάρχει. Οι πρόβες γίνονταν στο σπίτι μας και στο ένα από τα τέσσερα δωμάτια μεταφέρονταν τα όργανα της ορχήστρας. Ο παράδεισος μέσα σε ένα δωμάτιο του σπιτιού μου! Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά τους, όλοι οι φίλοι του πατέρα μου έρχονταν στο σπίτι μας για πρόβα. Ο Κώστας Σταμπούρλος, τσαγκάρης στο επάγγελμα, μπουζούκια μαζί με τον πατέρα μου. Εμενε και μένει στην οδό Προποντίδος, 50 μέτρα από το σπίτι μας. Ο Δημήτρης Καλογρίδης, που έμενε Θήρας 114, κιθάρα και ο Λάκης Παπαντωνίου στο ακορντεόν, που έμενε πίσω από την Παναγίτσα. Ο Κώστας Σταμπούρλος είναι αδελφός του γνωστού μπουζουξή Γιώργου Σταμπούρλου.
Αυτό ήταν. Τα όργανα έμειναν στο σπίτι και εγώ κάθε απόγευμα δεν ξεκολλούσα από εκεί, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας μου. Καθόμουν σε μια άκρη και παρατηρούσα τα πάντα. Το επόμενο πρωί, κρυφά από τη μάνα μου που έλειπε για ψώνια, έβρισκα το κλειδί του δωματίου, ξεκλείδωνα και όλα τα όργανα ήταν στη διάθεσή μου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έπιασα στα χέρια μου μπουζούκι και κιθάρα. Το ακορντεόν δεν μπορούσα να το σηκώσω, ήταν βαρύ για μένα, που τότε ήμουν πέντε χρονών και κάτι.
Ένας άλλος που έπαιζε μπουζούκι έμενε κοντά στο σπίτι μου και μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Ο Μπαρνάβας. Ήταν μεγάλος σε ηλικία και έμενε στην οδό Σερίφου, απέναντι από το σχολείο του Φιλιππάτου. Ήταν γυρολόγος ανθοπώλης κι είχε ένα άλογο με κάρο. Κάθε πρωί ξεκίναγε από τα Καμίνια και μέχρι το βράδυ γυρνούσε όλες τις γύρω περιοχές φωνάζοντας: «ασβέστης, σκινόχωμα, καστανόχωμα, λουλούδια...». Τα καλοκαίρια, όταν γυρνούσε στο σπίτι, βόλευε το άλογο και την πραμάτεια και κατά τις δέκα ανέβαινε σε ένα ταρατσάκι πάνω από την αποθήκη που είχε και έπαιζε μπουζούκι μ’ έναν τρόπο που δεν είχα ξανακούσει. Εκεί, κοντά στο σπίτι του Μπαρνάβα, βρέθηκα κάποια στιγμή, παίζοντας με τους φίλους μου και τον πρώτο μου ξάδερφο Βασίλη, κρυφτό. Έτσι τον άκουσα για πρώτη φορά. Κάποιο πρωί, καθώς περνούσε μπροστά από το σπίτι μου, τον ρώτησα:
- Κύριε Μπαρνάβα, ένα βράδυ σας άκουσα να παίζετε μπουζούκι στο ταρατσάκι. Τι ήταν αυτό που παίζατε; Δεν το έχω ξανακούσει από κανέναν.
- Παλιά πράγματα, ντουζένια παίζω, έτσι για να ξεκουραστώ.
Ένας επίσης πολύ σημαντικός μουσικός στην περιοχή ήταν ο Δημήτρης Λεγάκης, συγγενής της γνωστής οικογένειας των Λεγάκηδων. Το παρατσούκλι του ήταν Μπελεγρίνος. Το παρατσούκλι αυτό το πήρε επειδή ήταν μαθητής ενός Ιταλού μουσικού, που έπαιζε χαβάγια. Το όνομα του Ιταλού ήταν Τζιοβάνι Μπελεγκρίνο. Έτσι πήρε το παρατσούκλι. Κανείς δεν τον έλεγε με το όνομα του. Ολοι τον φώναζαν Μπελεγρίνο. Έπαιζε απίστευτη χαβάγια. Όλοι σταματούσαν ό,τι έκαναν για να τον ακούσουν. Λες και άκουγες πουλιά να κελαηδούν, τόσο ωραία έπαιζε! Αυτός ήταν και ο λόγος που ο θείος Κώστας ξεκίνησε ν’ ασχολείται με την κιθάρα, μαθαίνοντας από τον Μπελεγρίνο τον τρόπο και το ρεπερτόριο της χαβάγιας. Επίσης ο Ντίνος Λουκάκης μάθαινε χαβάγια από τον Μπελεγρίνο. Εκείνο το διάστημα μάθαινε και ο πατέρας μου από τον Μπελεγρίνο να συνοδεύει με την κιθάρα αυτό το ρεπερτόριο. Απ’ ό,τι καταλαβαίνετε, ο κάθε μουσικός έβαζε κι ένα διαφορετικό στοιχείο. Άλλος ρεμπέτικα, άλλος λαϊκά, άλλος δημοτικά, άλλος ελαφρά λαϊκά, άλλος ευρωπαϊκά, ο καθένας στο στοιχείο του.
Αξέχαστο θα μου μείνει το γλέντι που έγινε στην αυλή φιλικού σπιτιού στο Μοσχάτο. Για να πάμε οι Καμινιώτες στο Μοσχάτο, επειδή ήταν κάποια απόσταση τότε, οι μεγάλοι έδωσαν ραντεβού το απόγευμα, στην Αγ. Ελευθερίου. Πέρασε ο Κυρ. Μανούσος με το φορτηγό του, ανεβήκαμε όλοι στην καρότσα και δρόμο για το Μοσχάτο. Η αυλή του σπιτιού ήταν πολύ μεγάλη, με πολλά δέντρα και λουλούδια. Αφού φάγαμε, άρχισαν να εμφανίζονται όργανα, πολλά όργανα. Κόντρα μπάσο, κρουστά, ακορντεόν, κιθάρες, χαβάγιες, μπουζούκια, βιολί και τρομπέτα. Τους Καμινιώτες μουσικούς τους γνώριζα. Βιολί, τρομπέτα, μπάσο έπαιζαν μουσικοί που ήταν από άλλη περιοχή, δεν τους γνώριζα και δεν τους ξαναείδα από τότε. Η ορχήστρα είχε πάρει φωτιά, δεν υπήρχε άνθρωπος σε καρέκλα, όλοι όρθιοι να χορεύουν. Τα κομμάτια διαδεχόντουσαν το ένα το άλλο. Και τι δεν άκουσα εκείνο το βράδυ! Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, βαλς, ρούμπες, τσιφτετέλια, συρτά, καλαματιανά, φοξ-τροτ, χαβανέζικα. Ο καθένας είχε και κάποιο τραγούδι να πει, κάποιο χορό να χορέψει. Όλοι συμμετείχαμε σ’ αυτή τη χαρά. Τους θυμάμαι να παίζουν και να χαίρονται γι’ αυτό που κάνουν. Όλοι περνούσαν σε μια άλλη διάσταση ευτυχίας και απόλυτης ικανοποίησης. Δεν υπήρχε η ορχήστρα και το κοινό, όλοι είχαν γίνει ένα.
Με τον καιρό βέβαια διαπίστωσα πως μεταξύ των μουσικών υπήρχε ανταγωνισμός ως προς το ποιό είναι το καλύτερο είδος μουσικής. Αυτοί που έπαιζαν ρεμπέτικα και λαϊκά ανταγωνίζονταν αυτούς που έπαιζαν ευρωπαϊκά. Αυτός που κρατούσε πάντα τις ισορροπίες ήταν ο θείος ο Κώστας. Στο κουρείο του λυνόντουσαν όλες οι διαφορές. Ο θειος πάντα έλεγε: «Ελάτε το βράδυ να παίξουμε κανένα κομμάτι, όλες οι μουσικές είναι ωραίες». Και μ’ αυτό τον τρόπο κατάφερνε και τους μάζευε.
Άλλος ένας μουσικός, που ήρθε στα Καμίνια με την εσωτερική μετανάστευση, ήταν ο Δημήτρης Κατίδης. Η δουλειά του ήταν κουρέας. Το σπίτι του ήταν ακριβώς δίπλα απ’ του κυρ Αντώνη, διαγωνίως απέναντι από το δικό μας. Ο κυρ Δημήτρης ήταν Πόντιος στην καταγωγή και έπαιζε ποντιακή λύρα. Αυτοί είναι οι αφανείς λαϊκοί μουσικοί της περιοχής που μεγάλωσα και ίσως να έχω ξεχάσει ν’ αναφέρω κάποιους. Αφανείς, γιατί ενώ οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν καταπληκτικοί μουσικοί, ποτέ δεν βγήκαν έξω από το οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον. Εξαίρεση αποτελεί ο πατέρας μου, που άφησε την δουλειά του εργάτη κι ακολούθησε τη δουλειά του επαγγελματία μουσικού.
Τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας, γυρνώντας με το ποδήλατό του από το εργοστάσιο που δούλευε, ο πατέρας μου έκανε μια στάση στην ταβέρνα του Σπέντζου. Εκεί σταματούσαν οι περισσότεροι εργάτες για ένα ούζο, μια μπύρα και κανά μεζέ στο πόδι. Εγώ έβρισκα την ευκαιρία να πάω εκεί, με δικαιολογία τη βόλτα με το ποδήλατο από εκεί μέχρι το σπίτι. Στην ταβέρνα υπήρχε μπουζούκι και κιθάρα και ο πατέρας μου, είτε μόνος του με το μπουζούκι, είτε με τον κυρ' Αντώνη να τον συνοδεύει με την κιθάρα, έπαιζαν μερικά τραγούδια για τους φίλους τους και μετά από λίγο επιστρέφαμε με το ποδήλατο για φαγητό και ξεκούραση στο σπίτι.
Στη διαδρομή προς το σπίτι άρχιζε η γνωστή ανάκριση:
- Ποιο ήταν αυτό το τραγούδι που παίξατε σήμερα; Θα με μάθεις και 'μένα να παίζω μπουζούκι;
Η ίδια απάντηση και ο ίδιος διάλογος:
- Είσαι μικρός ακόμα.
- Καλά, εσύ πώς έμαθες, ποιος σου έδειξε;
- Αφού σου έχω πει, ο παππούς ο Σπύρος έπαιζε κιθάρα όταν ήταν νέος, ο αδερφός του ο Γιώργος που πουλάει παπούτσια έπαιζε κιθάρα, ο αδερφός του ο Χρίστος έπαιζε μισοφωνία και ο αδερφός του ο Φίλιππος έπαιζε σαντούρι και είχε δικιά του κομπανία και έπαιζε σε κέντρα. Αυτούς άκουγα και έβλεπα από τότε που γεννήθηκα.
- Αυτοί σου δείξανε μπουζούκι;
- Όχι, μπουζούκι μου έδειξε ο θείος σου ο Κώστας, ο κουρέας, που έχει παντρευτεί την αδελφή μου την Πόπη.
Φτάνοντας στο σπίτι, χαιρετούσαμε τον κυρ Αντώνη που έμενε ακριβώς απέναντι απ' το δικό μας, στη Θήρας 122 και πηγαίναμε για φαγητό. Ο κυρ' Αντώνης, Αντώνης Πανάρετος, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε πολύ καλά και ήταν πάντα παρών σε όλα τα γλέντια της γειτονιάς. Αυτό που πάντα μ' ενθουσίαζε ήταν οι συγκεντρώσεις με αφορμή κάποια γιορτή. Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις θυμάμαι τον πατέρα μου, τ’ αδέρφια του και τους φίλους του να σχηματίζουν ορχήστρα και να παίζουν για τη γιορτή. Μέσα από αυτή τη διαδικασία γνώρισα τους πρώτους μουσικούς, οι οποίοι ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου. Θυμάμαι το πάθος τους για όλο αυτό που συνέβαινε. Από τα αδέλφια του πατέρα μου, ο θείος ο Μηνάς έπαιζε κιθάρα, ο οποίος είχε το εξής χαρακτηριστικό: ενώ ήξερε τέσσερα ακόρντα όλα κι όλα και το ρεπερτόριο του ήταν πολύ μικρό, είχε το χάρισμα να μεταδίδει αυτό που έπαιζε σε τέτοιο βαθμό, που ήθελες δεν ήθελες, ήξερες δεν ήξερες, ερχόσουν σε κέφι και χόρευες. Τα αγαπημένα του κομμάτια ήταν: «Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά», «Η μικρή του καμηλιέρη», «Νύχτες μαγικές», «Μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη». Θυμάμαι το θείο Μηνά να παίζει και τον πατέρα μου να του λέει από δίπλα τα ακόρντα του κομματιού. Ο θειος έβαζε τα γέλια κι ο πατέρας μου του έλεγε: «Αμάν ρε Μηνά, δε θα μάθεις ποτέ τα ακόρντα» κι ο θείος τού απαντούσε : «Γιατί να τα μάθω; Καλά δεν περνάμε; Κοίτα, όλοι χορεύουν».
Ο θείος ο Παράσχος έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε κανταδόρικα κομμάτια. Ο θείος Λευτέρης έπαιζε λίγα και εύκολα κομμάτια. Τέλος, ο θείος ο Γιώργος δεν έπαιζε κανένα όργανο, ήταν υπεύθυνος για την ψησταριά και την καλή διάθεση. Το σπίτι του, στην πάροδο Σερίφου 11, ήταν πάντα ανοιχτό σε όλους κι εκεί έχουν γίνει τα περισσότερα οικογενειακά γλέντια. Σ' ένα απ’ αυτά τα γλέντια που κράτησε μέχρι τα ξημερώματα, πάνω στο χορό άρχισαν να σπάνε ένα-ένα όλα τα πιάτα που υπήρχαν στο τραπέζι και αφού τέλειωσαν τα πιάτα του τραπεζιού, έβαλαν χέρι και στην πιατοθήκη. Δεν έμεινε ούτε ένα. Τα μόνα που σώθηκαν ήταν τα φλιτζανάκια του καφέ και την άλλη μέρα έβαλαν όλοι χρήματα και αγόρασαν καινούργια πιάτα στην θεία Καίτη, τη γυναίκα του θειου Γιώργου, η οποία μαγείρευε και χόρευε καταπληκτικά.
Εκτός από τις γιορτές που οι συγκεντρώσεις ήταν προγραμματισμένες, πολλές φορές το γλέντι άναβε από το τίποτα. Έτσι ξαφνικά πέρασε ο Μήτσος απ’ το Γιώργο να δει τι κάνει, πέρασε κι ο Μηνάς κι όλα άρχιζαν. Ένας έβαζε το κρασί, άλλος το μεζέ, άλλος το όργανο, άλλος την καλή διάθεση, άλλος τα πειράγματα, άλλος το χορό και το γλέντι ξεκινούσε.
- Θείε, πώς έμαθες μπουζούκι; Έπαιζε κάποιος από την οικογένεια σου, σου έδειξε κανείς;
Κι αυτός μου απαντάει:
- Το 1940 που άρχισε ο πόλεμος εγώ ήμουν 14 χρονών και δούλευα βοηθός σε κουρείο. Το ’41 με την Κατοχή, έφυγα για το χωριό, δίπλα στο Άργος, γιατί η ζωή εδώ ήταν πολύ δύσκολη. Εκεί έμεινα σε μια θεία μου κι έκανα τη δουλειά του κουρέα, για ένα κομμάτι ψωμί. Είχα μια κιθάρα μαζί μου και έπαιζα λίγο, αλλά πάντα τραγουδούσα πολύ καλά. Μετά από λίγο καιρό γνώρισα το Γιώργο Ανυφαντή που ήταν τσαγκάρης και έπαιζε μπουζούκι. Παίζαμε μαζί, αυτός μπουζούκι εγώ κιθάρα και φωνή. Το πρώτο μου ντουέτο. Αυτός μου έδειξε μπουζούκι. Με την απελευθέρωση γύρισα στα Καμίνια κι έκανα ανταλλαγή στα παλιατζίδικα την κιθάρα μ’ ένα μπουζούκι. Από τότε ασχολούμαι με το μπουζούκι. Αργότερα παντρεύτηκα την θεία σου την Πόπη και μέναμε τότε όλοι μαζί στο σπίτι του παππού σου του Σπύρου, στην οδό Ζερβού 8, μέχρι να φτιάξουμε το δικό μας σπίτι. Ο πατέρας σου τότε ήταν μικρός, περίπου σαν και σένα. Τότε είχαμε φτιάξει την πρώτη ορχήστρα, με το Μιχάλη Γιαβάση στην κιθάρα, το Λάμπρο Μάζη και μένα στο μπουζούκι και το Νίκο Μαρμαρινό στο ακορντεόν και παίζαμε στις ταβέρνες της περιοχής, σε οικογενειακά γλέντια έτσι για την πλάκα μας.
Τις πρόβες τις κάναμε στο σπίτι του παππού κι ο πατέρας σου συνέχεια μες τα πόδια μας, δεν ξεκόλλαγε από κει. Μας έβλεπε και μας άκουγε που παίζαμε κι άρχισε σιγά-σιγά να παίζει με το δικό μου μπουζούκι, όταν λείπαμε. Του έδειξα και γω . Με τον καιρό άρχισε να παίζει πολύ καλά, μας ξεπέρασε όλους στο μπουζούκι. Στην περιοχή άρχισαν να εμφανίζονται σιγά-σιγά κι άλλοι μουσικοί: ο Νίκος Παπαντωνίου ακορντεόν και μπουζούκι, ο αδελφός του ο Λάκης ακορντεόν, ο Τάκης Μουζακίτης μπουζούκι, ο Γιώργος Ματάκιας μπουζούκι και κιθάρα. Όλοι αυτοί που σου λέω βρισκόμασταν μεταξύ μας, κάναμε παρέα και στον ελεύθερο χρόνο παίζαμε τα πάντα.
- Δηλαδή, τι εννοείς τα πάντα;
- Ανάλογα με τη σύνθεση της ορχήστρας, ο Ματάκιας π.χ. παίζει πολύ ωραία τα παλιά ρεμπέτικα, ο Παπαντωνίου παίζει πολύ ωραία τα πιο καινούργια λαϊκά.
Το κούρεμα τελείωσε μαζί και οι ερωτήσεις. Πάντως κάτι είχα μάθει. Εφυγα για το σπίτι και στο δρόμο σκεφτόμουν: «Εμένα γιατί δεν μου δείχνει ο πατέρας μου;». Με βασάνιζε αυτό για καιρό. Ώσπου ο πατέρας μου κανονίζει να παίζει κάθε Παρασκευή και Σάββατο σ’ ένα μαγαζί στην Αγ. Ελευθερίου, στα Καμίνια. Το μαγαζί αυτό ήταν διαγωνίως απέναντι από το σημερινό μαγαζί του Τηγανέλου και σήμερα δεν υπάρχει. Οι πρόβες γίνονταν στο σπίτι μας και στο ένα από τα τέσσερα δωμάτια μεταφέρονταν τα όργανα της ορχήστρας. Ο παράδεισος μέσα σε ένα δωμάτιο του σπιτιού μου! Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά τους, όλοι οι φίλοι του πατέρα μου έρχονταν στο σπίτι μας για πρόβα. Ο Κώστας Σταμπούρλος, τσαγκάρης στο επάγγελμα, μπουζούκια μαζί με τον πατέρα μου. Εμενε και μένει στην οδό Προποντίδος, 50 μέτρα από το σπίτι μας. Ο Δημήτρης Καλογρίδης, που έμενε Θήρας 114, κιθάρα και ο Λάκης Παπαντωνίου στο ακορντεόν, που έμενε πίσω από την Παναγίτσα. Ο Κώστας Σταμπούρλος είναι αδελφός του γνωστού μπουζουξή Γιώργου Σταμπούρλου.
Αυτό ήταν. Τα όργανα έμειναν στο σπίτι και εγώ κάθε απόγευμα δεν ξεκολλούσα από εκεί, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας μου. Καθόμουν σε μια άκρη και παρατηρούσα τα πάντα. Το επόμενο πρωί, κρυφά από τη μάνα μου που έλειπε για ψώνια, έβρισκα το κλειδί του δωματίου, ξεκλείδωνα και όλα τα όργανα ήταν στη διάθεσή μου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έπιασα στα χέρια μου μπουζούκι και κιθάρα. Το ακορντεόν δεν μπορούσα να το σηκώσω, ήταν βαρύ για μένα, που τότε ήμουν πέντε χρονών και κάτι.
Ένας άλλος που έπαιζε μπουζούκι έμενε κοντά στο σπίτι μου και μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Ο Μπαρνάβας. Ήταν μεγάλος σε ηλικία και έμενε στην οδό Σερίφου, απέναντι από το σχολείο του Φιλιππάτου. Ήταν γυρολόγος ανθοπώλης κι είχε ένα άλογο με κάρο. Κάθε πρωί ξεκίναγε από τα Καμίνια και μέχρι το βράδυ γυρνούσε όλες τις γύρω περιοχές φωνάζοντας: «ασβέστης, σκινόχωμα, καστανόχωμα, λουλούδια...». Τα καλοκαίρια, όταν γυρνούσε στο σπίτι, βόλευε το άλογο και την πραμάτεια και κατά τις δέκα ανέβαινε σε ένα ταρατσάκι πάνω από την αποθήκη που είχε και έπαιζε μπουζούκι μ’ έναν τρόπο που δεν είχα ξανακούσει. Εκεί, κοντά στο σπίτι του Μπαρνάβα, βρέθηκα κάποια στιγμή, παίζοντας με τους φίλους μου και τον πρώτο μου ξάδερφο Βασίλη, κρυφτό. Έτσι τον άκουσα για πρώτη φορά. Κάποιο πρωί, καθώς περνούσε μπροστά από το σπίτι μου, τον ρώτησα:
- Κύριε Μπαρνάβα, ένα βράδυ σας άκουσα να παίζετε μπουζούκι στο ταρατσάκι. Τι ήταν αυτό που παίζατε; Δεν το έχω ξανακούσει από κανέναν.
- Παλιά πράγματα, ντουζένια παίζω, έτσι για να ξεκουραστώ.
Ένας επίσης πολύ σημαντικός μουσικός στην περιοχή ήταν ο Δημήτρης Λεγάκης, συγγενής της γνωστής οικογένειας των Λεγάκηδων. Το παρατσούκλι του ήταν Μπελεγρίνος. Το παρατσούκλι αυτό το πήρε επειδή ήταν μαθητής ενός Ιταλού μουσικού, που έπαιζε χαβάγια. Το όνομα του Ιταλού ήταν Τζιοβάνι Μπελεγκρίνο. Έτσι πήρε το παρατσούκλι. Κανείς δεν τον έλεγε με το όνομα του. Ολοι τον φώναζαν Μπελεγρίνο. Έπαιζε απίστευτη χαβάγια. Όλοι σταματούσαν ό,τι έκαναν για να τον ακούσουν. Λες και άκουγες πουλιά να κελαηδούν, τόσο ωραία έπαιζε! Αυτός ήταν και ο λόγος που ο θείος Κώστας ξεκίνησε ν’ ασχολείται με την κιθάρα, μαθαίνοντας από τον Μπελεγρίνο τον τρόπο και το ρεπερτόριο της χαβάγιας. Επίσης ο Ντίνος Λουκάκης μάθαινε χαβάγια από τον Μπελεγρίνο. Εκείνο το διάστημα μάθαινε και ο πατέρας μου από τον Μπελεγρίνο να συνοδεύει με την κιθάρα αυτό το ρεπερτόριο. Απ’ ό,τι καταλαβαίνετε, ο κάθε μουσικός έβαζε κι ένα διαφορετικό στοιχείο. Άλλος ρεμπέτικα, άλλος λαϊκά, άλλος δημοτικά, άλλος ελαφρά λαϊκά, άλλος ευρωπαϊκά, ο καθένας στο στοιχείο του.
Αξέχαστο θα μου μείνει το γλέντι που έγινε στην αυλή φιλικού σπιτιού στο Μοσχάτο. Για να πάμε οι Καμινιώτες στο Μοσχάτο, επειδή ήταν κάποια απόσταση τότε, οι μεγάλοι έδωσαν ραντεβού το απόγευμα, στην Αγ. Ελευθερίου. Πέρασε ο Κυρ. Μανούσος με το φορτηγό του, ανεβήκαμε όλοι στην καρότσα και δρόμο για το Μοσχάτο. Η αυλή του σπιτιού ήταν πολύ μεγάλη, με πολλά δέντρα και λουλούδια. Αφού φάγαμε, άρχισαν να εμφανίζονται όργανα, πολλά όργανα. Κόντρα μπάσο, κρουστά, ακορντεόν, κιθάρες, χαβάγιες, μπουζούκια, βιολί και τρομπέτα. Τους Καμινιώτες μουσικούς τους γνώριζα. Βιολί, τρομπέτα, μπάσο έπαιζαν μουσικοί που ήταν από άλλη περιοχή, δεν τους γνώριζα και δεν τους ξαναείδα από τότε. Η ορχήστρα είχε πάρει φωτιά, δεν υπήρχε άνθρωπος σε καρέκλα, όλοι όρθιοι να χορεύουν. Τα κομμάτια διαδεχόντουσαν το ένα το άλλο. Και τι δεν άκουσα εκείνο το βράδυ! Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, βαλς, ρούμπες, τσιφτετέλια, συρτά, καλαματιανά, φοξ-τροτ, χαβανέζικα. Ο καθένας είχε και κάποιο τραγούδι να πει, κάποιο χορό να χορέψει. Όλοι συμμετείχαμε σ’ αυτή τη χαρά. Τους θυμάμαι να παίζουν και να χαίρονται γι’ αυτό που κάνουν. Όλοι περνούσαν σε μια άλλη διάσταση ευτυχίας και απόλυτης ικανοποίησης. Δεν υπήρχε η ορχήστρα και το κοινό, όλοι είχαν γίνει ένα.
Με τον καιρό βέβαια διαπίστωσα πως μεταξύ των μουσικών υπήρχε ανταγωνισμός ως προς το ποιό είναι το καλύτερο είδος μουσικής. Αυτοί που έπαιζαν ρεμπέτικα και λαϊκά ανταγωνίζονταν αυτούς που έπαιζαν ευρωπαϊκά. Αυτός που κρατούσε πάντα τις ισορροπίες ήταν ο θείος ο Κώστας. Στο κουρείο του λυνόντουσαν όλες οι διαφορές. Ο θειος πάντα έλεγε: «Ελάτε το βράδυ να παίξουμε κανένα κομμάτι, όλες οι μουσικές είναι ωραίες». Και μ’ αυτό τον τρόπο κατάφερνε και τους μάζευε.
Άλλος ένας μουσικός, που ήρθε στα Καμίνια με την εσωτερική μετανάστευση, ήταν ο Δημήτρης Κατίδης. Η δουλειά του ήταν κουρέας. Το σπίτι του ήταν ακριβώς δίπλα απ’ του κυρ Αντώνη, διαγωνίως απέναντι από το δικό μας. Ο κυρ Δημήτρης ήταν Πόντιος στην καταγωγή και έπαιζε ποντιακή λύρα. Αυτοί είναι οι αφανείς λαϊκοί μουσικοί της περιοχής που μεγάλωσα και ίσως να έχω ξεχάσει ν’ αναφέρω κάποιους. Αφανείς, γιατί ενώ οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν καταπληκτικοί μουσικοί, ποτέ δεν βγήκαν έξω από το οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον. Εξαίρεση αποτελεί ο πατέρας μου, που άφησε την δουλειά του εργάτη κι ακολούθησε τη δουλειά του επαγγελματία μουσικού.
Εκτός από το ραδιόφωνο και τα πικ απ δεν είχαμε τότε οι νεότεροι τη δυνατότητα να δούμε τους δημιουργούς της λαϊκής μουσικής να παίζουν τα κομμάτια τους. Αυτοί λοιπόν που διέδωσαν και μετέφεραν σε μας όλο αυτό το έργο ήταν οι αφανείς λαϊκοί μουσικοί. Μουσικοί που επιτέλεσαν πολύ σημαντικό έργο, στηρίζοντας τη λαϊκή μουσική. Προτείνω λοιπόν την από κοινού συγκέντρωση στοιχείων για τους αφανείς λαϊκούς μουσικούς, που ο καθένας μας γνώρισε.
2 σχόλια:
Καταπληκτικό άρθρο - τα συγχαρητήρια στο blog σας!
Σας ευχαριστούμε πολύ!
Δημοσίευση σχολίου