Του Σταύρου Δ. Μαυρουδέα (*)
Δημοσιεύθηκε στο euro2day
Οι πρόσφατες αντιπαραθέσεις σχετικά με τις δια στόματος τρόϊκας εξαγγελίες για ένα κολοσσιαίο πακέτο εκποίησης δημόσιας περιουσίας είναι μία ακόμη ένδειξη του αδιεξόδου της στρατηγικής με την οποία η σημερινή κυβέρνηση αλλά και οι ιθύνοντες κύκλοι του συστήματος δοκιμάζουν να αντιμετωπίσουν την κρίση στη χώρα μας.
Η στρατηγική αυτή απορρέει από την προσπάθεια να παραμείνει η Ελλάδα πάση θυσία μέσα στην ΕΕ ακόμη και σαν ένα απλό προτεκτοράτο. Έτσι, όταν η Ουγγαρία έχει κάνει ήδη την «εξέγερση» της, η Ιρλανδία ετοιμάζεται να απαιτήσει τουλάχιστον την ευνοϊκότερη επαναδιαπραγμάτευση του δικού της προγράμματος «σωτηρίας» και η Πορτογαλία ανθίσταται στις πιέσεις να μπει οικειοθελώς στον Γολγοθά ενός δικού της Μνημονίου, η ελληνική κυβέρνηση υπερθεματίζει – παρ’ όλες τις επικοινωνιακές υποκρισίες και τα κροκοδείλια δάκρυα – στις επιταγές των ΕΕ-ΔΝΤ.
Φυσικά, με τον τρόπο αυτό εξωθεί στα όρια τους τις αντοχές της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων αλλά ακόμη και τμημάτων του κεφαλαίου.
Η στρατηγική της υπό οποιουσδήποτε όρους συμμόρφωσης με τις επιταγές των ηγεμονικών δυνάμεων της ΕΕ αποτελεί το αναγκαίο συνεπακόλουθο της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας» του ελληνικού κεφαλαίου που ήταν η αναβάθμιση του μέσα στο διεθνές πολιτικο-οικονομικό σύστημα μέσω του συνεταιρισμού του με άλλα ισχυρότερα και πιο αναπτυγμένα κεφάλαια στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η σύγχρονη αυτή «Μεγάλη Ιδέα» – όμοια με την παλιότερη – προβλήθηκε στις υπόλοιπες μερίδες της ελληνικής κοινωνίας ως επωφελής, περίπου σαν την αλήστου μνήμης έκφραση «θα φάμε με χρυσά κουτάλια».
Μόνο με τον τρόπο αυτό θα γινόταν αποδεκτή σε μία εποχή έντονου ριζοσπαστισμού της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, η σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» αποδεικνύεται ότι έχει σοβαρά κόστη και πιθανά οδηγεί σε μία νέα καταστροφή της χώρας, αντίστοιχης με την παλαιότερη της.
Στα πλαίσια της η ελληνική οικονομία αποβιομηχανοποιήθηκε και έχασε την ανταγωνιστικότητα της τόσο έναντι των ευρωπαίων όσο όμως και έναντι των άλλων βασικών ανταγωνιστών της. Το μόνο προσωρινό αντίδοτο ήταν η με τις πλάτες της ΕΕ επέλαση του ελληνικού κεφαλαίου στο Βαλκανικό Ελντοράντο του, που για ένα διάστημα στήριξε σημαντικά την κερδοφορία του αλλά τελείωσε με το ξέσπασμα της σημερινής οικονομικής κρίσης.
Με την ένταξη στην ΟΝΕ η κατάσταση επιδεινώθηκε περισσότερο καθώς εκχωρήθηκαν εργαλεία οικονομικής πολιτικής (π.χ. η νομισματική πολιτική) ενώ η Ελλάδα δέθηκε ακόμη πιο στενά στο νέο-μερκαντιλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ όπου τα εμπορικά ελλείμματα των περιφερειακών χωρών αποτελούν τα πλεονάσματα του ηγεμονικού πυρήνα γύρω από την Γερμανία.
Μάλιστα η «σκληρότητα» του ευρώ (στα πλαίσια της μάλλον ατυχήσασας πλέον προσπάθειας του να ανταγωνιστεί το δολάριο) επιδείνωσε ακόμη περισσότερο το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων όχι μόνο στο εσωτερικό της ΕΕ αλλά και στις άλλες αγορές.
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης έφερε στην επιφάνεια όλα αυτά τα προβλήματα με τον πιο έντονο τρόπο. Τα κρατικά προγράμματα στήριξης της ιδιωτικής κερδοφορίας μετέτρεψαν ειδικά για την ΕΕ την κρίση σε δημοσιονομική (καθώς η ΕΕ αποτελεί μία βολονταριστική μη-βέλτιστη νομισματική περιοχή).
Ο ηγεμονικός πυρήνας της, παρόλα τα πλούσια οικονομικά οφέλη που αποκόμισε όλα τα προηγούμενα χρόνια, αποδεικνύεται εξαιρετικά φειδωλός στο να διαθέσει σημαντικά κεφάλαια για την σωτηρία του δικού του δημιουργήματος.
Αντίθετα, μηχανεύεται μηχανισμούς οικονομικού ξεζουμίσματος των περιφερειακών χωρών. Η προ-κυκλική συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης (δηλαδή της άγριας αφαίμαξης των μισθοσυντήρητων στρωμάτων) και του ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού (δηλαδή της απαξίωσης των περιουσιακών στοιχείων και της αντί πινακίου φακής εξαγοράς τους από ξένα κεφάλαια) βυθίζει την χώρα μας σε μία παρατεταμένη ύφεση ενώ το βιοτικό επίπεδο της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών καταβαραθρώνεται με άδηλες προοπτικές ανάκαμψης.
Όλες σχεδόν οι μέχρι τώρα οικονομικές προβλέψεις του Μνημονίου έχουν διαψευσθεί ενώ η επιδείνωση του διεθνούς πολιτικού και οικονομικού κλίματος, τόσο μέσα στην ΕΕ όσο και διεθνώς, κάνει ακόμη ζοφερότερες τις προοπτικές.
Είναι πλέον σαφές ότι το πρόγραμμα του Μνημονίου είναι αδιέξοδο και ακόμη και οι υποστηρικτές του ελπίζουν σε έναν από μηχανής θεό που όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα όπως δείχνουν οι τρέχουσες ευρωπαϊκές αντιπαραθέσεις. Aλλά και αυτοί που προτείνονται (επιμήκυνση, ευρω-ομόλογο, οικονομική διακυβέρνηση κλ.π) είναι συνολικά απεχθέστεροι για την Ελλάδα, ακόμη και από αυτό το Μνημόνιο.
Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, απαιτείται μία ριζοσπαστική επανεξέταση στρατηγικής. Ιδιαίτερα απαιτείται να επανεξετασθεί αυτό που αποτελεί ανάθεμα για τους κατεστημένους κύκλους: η έξοδος από την ΕΕ.
Είναι σαφές ότι μία τέτοια στρατηγική θα έχει κόστος, όμως το κόστος αυτό μπορεί να είναι μικρότερο από τα κολοσσιαία και αδιέξοδα κόστη της μνημονιακής στρατηγικής και ταυτόχρονα η χώρα να ξαναποκτήσει την εθνική της κυριαρχία που πλέον χάνει με ραγδαίους ρυθμούς. Με τον τρόπο αυτό θα ξαναποκτήσει αναγκαία εργαλεία οικονομικής πολιτικής (νομισματική, δημοσιονομική, βιομηχανική, εμπορική κλπ.) που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
Μία απλή έξοδος από την ΟΝΕ, ιδιαίτερα για μία λιγότερο αναπτυγμένη χώρα σαν την Ελλάδα, είναι ατελέσφορη καθώς θα συνεχίσει να δεσμεύεται από τους κανόνες της κοινής αγοράς έχοντας απλά ένα αδύναμο νόμισμα.
Η αποδέσμευση από την ΕΕ πρέπει να συνοδευθεί από:
(1) Την άρνηση του εξωτερικού χρέους που θα απαλλάξει την χώρα από την δαμόκλεια σπάθη του εξωτερικού χρέους. Άλλωστε, όπως έδειξε και η περίπτωση της Αργεντινής, οι περισσότεροι ξένοι δανειστές θα τρέξουν γρήγορα να διαπραγματευθούν την διευθέτηση των χρεών.
(2) Την εισαγωγή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων έτσι ώστε να αποφευχθεί η φυγή στο εξωτερικό.
(3) Την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που ούτως ή άλλως στηρίζεται σκανδαλωδώς από το δημόσιο) έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της οικονομίας.
(4) Την δημιουργία ενός πραγματικού συστήματος προοδευτικής φορολογίας έτσι ώστε να τονωθεί η ζήτηση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων και να ενισχυθεί έτσι η οικονομία με το ταυτόχρονο κυνήγι της φοροδιαφυγής και ιδιαίτερα αυτής που καμία κυβέρνηση δεν αγγίζει (των μεγάλων επιχειρήσεων και των ευκατάστατων στρωμάτων) για να εξευρεθούν πόροι για την αναπτυξιακή ενίσχυση της οικονομίας.
(5) Την για περιορισμένο χρονικό διάστημα ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νομίσματος, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η εμπορική ανταγωνιστικότητα σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών έτσι ώστε να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης. Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης την βιομηχανική και παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας.
Τέλος, μία τέτοια στρατηγική πρέπει να συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα παραγωγικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας που θα στηρίξει υπάρχοντες, θα ξαναγεννήσει παλιούς και θα δημιουργήσει νέους κλάδους παραγωγής.
Η στρατηγική αυτή δεν είναι καν καινοφανής αλλά αποτελεί περίπου εγχειριδιακή λύση. Μπροστά στα καταφανή αδιέξοδα της εναλλακτικής της (αυτής του Μνημονίου) αξίζει τουλάχιστον μία σοβαρή συζήτηση.
Το ότι συνειδητά αποσιωπείται είναι μία απόδειξη των ισχυρών συμφερόντων και δεσμεύσεων που υπάρχουν πίσω από την μνημονιακή στρατηγική. Όμως, όπως αποδεικνύεται πλέον ολοένα και περισσότερο, τα ισχυρά αυτά συμφέροντα αντίκεινται στα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού της χώρας μας. Και, όπως έλεγαν και οι παλιότεροι, κάποτε πρέπει αυτός ο λαός να γίνει αφέντης στη χώρα του.
* Ο κ. Σταύρος Δ. Μαυρουδέας είναι Αν.Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Δημοσιεύθηκε στο euro2day
Οι πρόσφατες αντιπαραθέσεις σχετικά με τις δια στόματος τρόϊκας εξαγγελίες για ένα κολοσσιαίο πακέτο εκποίησης δημόσιας περιουσίας είναι μία ακόμη ένδειξη του αδιεξόδου της στρατηγικής με την οποία η σημερινή κυβέρνηση αλλά και οι ιθύνοντες κύκλοι του συστήματος δοκιμάζουν να αντιμετωπίσουν την κρίση στη χώρα μας.
Η στρατηγική αυτή απορρέει από την προσπάθεια να παραμείνει η Ελλάδα πάση θυσία μέσα στην ΕΕ ακόμη και σαν ένα απλό προτεκτοράτο. Έτσι, όταν η Ουγγαρία έχει κάνει ήδη την «εξέγερση» της, η Ιρλανδία ετοιμάζεται να απαιτήσει τουλάχιστον την ευνοϊκότερη επαναδιαπραγμάτευση του δικού της προγράμματος «σωτηρίας» και η Πορτογαλία ανθίσταται στις πιέσεις να μπει οικειοθελώς στον Γολγοθά ενός δικού της Μνημονίου, η ελληνική κυβέρνηση υπερθεματίζει – παρ’ όλες τις επικοινωνιακές υποκρισίες και τα κροκοδείλια δάκρυα – στις επιταγές των ΕΕ-ΔΝΤ.
Φυσικά, με τον τρόπο αυτό εξωθεί στα όρια τους τις αντοχές της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων αλλά ακόμη και τμημάτων του κεφαλαίου.
Η στρατηγική της υπό οποιουσδήποτε όρους συμμόρφωσης με τις επιταγές των ηγεμονικών δυνάμεων της ΕΕ αποτελεί το αναγκαίο συνεπακόλουθο της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας» του ελληνικού κεφαλαίου που ήταν η αναβάθμιση του μέσα στο διεθνές πολιτικο-οικονομικό σύστημα μέσω του συνεταιρισμού του με άλλα ισχυρότερα και πιο αναπτυγμένα κεφάλαια στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η σύγχρονη αυτή «Μεγάλη Ιδέα» – όμοια με την παλιότερη – προβλήθηκε στις υπόλοιπες μερίδες της ελληνικής κοινωνίας ως επωφελής, περίπου σαν την αλήστου μνήμης έκφραση «θα φάμε με χρυσά κουτάλια».
Μόνο με τον τρόπο αυτό θα γινόταν αποδεκτή σε μία εποχή έντονου ριζοσπαστισμού της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, η σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» αποδεικνύεται ότι έχει σοβαρά κόστη και πιθανά οδηγεί σε μία νέα καταστροφή της χώρας, αντίστοιχης με την παλαιότερη της.
Στα πλαίσια της η ελληνική οικονομία αποβιομηχανοποιήθηκε και έχασε την ανταγωνιστικότητα της τόσο έναντι των ευρωπαίων όσο όμως και έναντι των άλλων βασικών ανταγωνιστών της. Το μόνο προσωρινό αντίδοτο ήταν η με τις πλάτες της ΕΕ επέλαση του ελληνικού κεφαλαίου στο Βαλκανικό Ελντοράντο του, που για ένα διάστημα στήριξε σημαντικά την κερδοφορία του αλλά τελείωσε με το ξέσπασμα της σημερινής οικονομικής κρίσης.
Με την ένταξη στην ΟΝΕ η κατάσταση επιδεινώθηκε περισσότερο καθώς εκχωρήθηκαν εργαλεία οικονομικής πολιτικής (π.χ. η νομισματική πολιτική) ενώ η Ελλάδα δέθηκε ακόμη πιο στενά στο νέο-μερκαντιλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ όπου τα εμπορικά ελλείμματα των περιφερειακών χωρών αποτελούν τα πλεονάσματα του ηγεμονικού πυρήνα γύρω από την Γερμανία.
Μάλιστα η «σκληρότητα» του ευρώ (στα πλαίσια της μάλλον ατυχήσασας πλέον προσπάθειας του να ανταγωνιστεί το δολάριο) επιδείνωσε ακόμη περισσότερο το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων όχι μόνο στο εσωτερικό της ΕΕ αλλά και στις άλλες αγορές.
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης έφερε στην επιφάνεια όλα αυτά τα προβλήματα με τον πιο έντονο τρόπο. Τα κρατικά προγράμματα στήριξης της ιδιωτικής κερδοφορίας μετέτρεψαν ειδικά για την ΕΕ την κρίση σε δημοσιονομική (καθώς η ΕΕ αποτελεί μία βολονταριστική μη-βέλτιστη νομισματική περιοχή).
Ο ηγεμονικός πυρήνας της, παρόλα τα πλούσια οικονομικά οφέλη που αποκόμισε όλα τα προηγούμενα χρόνια, αποδεικνύεται εξαιρετικά φειδωλός στο να διαθέσει σημαντικά κεφάλαια για την σωτηρία του δικού του δημιουργήματος.
Αντίθετα, μηχανεύεται μηχανισμούς οικονομικού ξεζουμίσματος των περιφερειακών χωρών. Η προ-κυκλική συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης (δηλαδή της άγριας αφαίμαξης των μισθοσυντήρητων στρωμάτων) και του ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού (δηλαδή της απαξίωσης των περιουσιακών στοιχείων και της αντί πινακίου φακής εξαγοράς τους από ξένα κεφάλαια) βυθίζει την χώρα μας σε μία παρατεταμένη ύφεση ενώ το βιοτικό επίπεδο της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών καταβαραθρώνεται με άδηλες προοπτικές ανάκαμψης.
Όλες σχεδόν οι μέχρι τώρα οικονομικές προβλέψεις του Μνημονίου έχουν διαψευσθεί ενώ η επιδείνωση του διεθνούς πολιτικού και οικονομικού κλίματος, τόσο μέσα στην ΕΕ όσο και διεθνώς, κάνει ακόμη ζοφερότερες τις προοπτικές.
Είναι πλέον σαφές ότι το πρόγραμμα του Μνημονίου είναι αδιέξοδο και ακόμη και οι υποστηρικτές του ελπίζουν σε έναν από μηχανής θεό που όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα όπως δείχνουν οι τρέχουσες ευρωπαϊκές αντιπαραθέσεις. Aλλά και αυτοί που προτείνονται (επιμήκυνση, ευρω-ομόλογο, οικονομική διακυβέρνηση κλ.π) είναι συνολικά απεχθέστεροι για την Ελλάδα, ακόμη και από αυτό το Μνημόνιο.
Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, απαιτείται μία ριζοσπαστική επανεξέταση στρατηγικής. Ιδιαίτερα απαιτείται να επανεξετασθεί αυτό που αποτελεί ανάθεμα για τους κατεστημένους κύκλους: η έξοδος από την ΕΕ.
Είναι σαφές ότι μία τέτοια στρατηγική θα έχει κόστος, όμως το κόστος αυτό μπορεί να είναι μικρότερο από τα κολοσσιαία και αδιέξοδα κόστη της μνημονιακής στρατηγικής και ταυτόχρονα η χώρα να ξαναποκτήσει την εθνική της κυριαρχία που πλέον χάνει με ραγδαίους ρυθμούς. Με τον τρόπο αυτό θα ξαναποκτήσει αναγκαία εργαλεία οικονομικής πολιτικής (νομισματική, δημοσιονομική, βιομηχανική, εμπορική κλπ.) που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
Μία απλή έξοδος από την ΟΝΕ, ιδιαίτερα για μία λιγότερο αναπτυγμένη χώρα σαν την Ελλάδα, είναι ατελέσφορη καθώς θα συνεχίσει να δεσμεύεται από τους κανόνες της κοινής αγοράς έχοντας απλά ένα αδύναμο νόμισμα.
Η αποδέσμευση από την ΕΕ πρέπει να συνοδευθεί από:
(1) Την άρνηση του εξωτερικού χρέους που θα απαλλάξει την χώρα από την δαμόκλεια σπάθη του εξωτερικού χρέους. Άλλωστε, όπως έδειξε και η περίπτωση της Αργεντινής, οι περισσότεροι ξένοι δανειστές θα τρέξουν γρήγορα να διαπραγματευθούν την διευθέτηση των χρεών.
(2) Την εισαγωγή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων έτσι ώστε να αποφευχθεί η φυγή στο εξωτερικό.
(3) Την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που ούτως ή άλλως στηρίζεται σκανδαλωδώς από το δημόσιο) έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της οικονομίας.
(4) Την δημιουργία ενός πραγματικού συστήματος προοδευτικής φορολογίας έτσι ώστε να τονωθεί η ζήτηση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων και να ενισχυθεί έτσι η οικονομία με το ταυτόχρονο κυνήγι της φοροδιαφυγής και ιδιαίτερα αυτής που καμία κυβέρνηση δεν αγγίζει (των μεγάλων επιχειρήσεων και των ευκατάστατων στρωμάτων) για να εξευρεθούν πόροι για την αναπτυξιακή ενίσχυση της οικονομίας.
(5) Την για περιορισμένο χρονικό διάστημα ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νομίσματος, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η εμπορική ανταγωνιστικότητα σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών έτσι ώστε να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης. Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης την βιομηχανική και παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας.
Τέλος, μία τέτοια στρατηγική πρέπει να συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα παραγωγικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας που θα στηρίξει υπάρχοντες, θα ξαναγεννήσει παλιούς και θα δημιουργήσει νέους κλάδους παραγωγής.
Η στρατηγική αυτή δεν είναι καν καινοφανής αλλά αποτελεί περίπου εγχειριδιακή λύση. Μπροστά στα καταφανή αδιέξοδα της εναλλακτικής της (αυτής του Μνημονίου) αξίζει τουλάχιστον μία σοβαρή συζήτηση.
Το ότι συνειδητά αποσιωπείται είναι μία απόδειξη των ισχυρών συμφερόντων και δεσμεύσεων που υπάρχουν πίσω από την μνημονιακή στρατηγική. Όμως, όπως αποδεικνύεται πλέον ολοένα και περισσότερο, τα ισχυρά αυτά συμφέροντα αντίκεινται στα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού της χώρας μας. Και, όπως έλεγαν και οι παλιότεροι, κάποτε πρέπει αυτός ο λαός να γίνει αφέντης στη χώρα του.
* Ο κ. Σταύρος Δ. Μαυρουδέας είναι Αν.Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου