Ο αστυνόμος-δήμιος Πέτρος Μπάμπαλης που μετέτρεψε σε κολαστήριο το κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας
Μερίδα της ελληνικής κοινωνίας θεώρησε πως τα πρωτοπαλίκαρα του Απριλιανού Πραξικοπήματος έπεσαν στα μαλακά από τα μεταπολιτευτικά δικαστήρια.
Η αντιμετώπιση δε των βασανιστών της Χούντας ερχόταν σε τραγική αντίθεση με τις προσδοκίες του λαού αλλά και των θυμάτων τους για δικαιοσύνη και κάθαρση.
Και ήταν η τρομοκρατία αυτή που θα μετατρεπόταν σε αυτόκλητο τιμωρό των αρχιδημίων, εκεί που η επίσημη δικαιοσύνη φαινόταν να κλείνει τα μάτια.
Οι δίκες των βασανιστών της Χούντας έλαβαν χώρα από το καλοκαίρι ως και τον χειμώνα του 1975, έναν χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας δηλαδή, σε Αθήνα, Πάτρα και Χαλκίδα, όταν είδε έκπληκτο αλλά και έντρομο το πανελλήνιο τους διαβόητους ασφαλίτες Ευάγγελο Μάλλιο και Πέτρο Μπάμπαλη να αθωώνονται. Να αθωώνονται παρά το συντριπτικό κατηγορώ εναντίον τους!
Μέσα στον γενικό αναβρασμό που επικρατεί, μια τρομοκρατική οργάνωση που είχε μόλις ένα παρθενικό χτύπημα στη φαρέτρα της, κάποια «17 Νοέμβρη», αλλά και μια εντελώς νεοσύστατη, ο «Ιούνης ’78», αποφασίσουν να βγάλουν από τη μέση τους δύο απότακτους ασφαλίτες.
Ο Μάλλιος σκοτώνεται τον Δεκέμβριο του 1976 από τα πυρά της «17 Νοέμβρη» και ο Μπάμπαλης τον Ιανουάριο του 1979 από τον «Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα - Ομάδα: Ιούνης ’78». Ο απόηχος των δύο χτυπημάτων δονεί συθέμελα την Ελλάδα και φτάνει ως και την Αμερική, απειλώντας την εθνική ενότητα.
«Από σήμερα, ο άθλιος και μισητός βασανιστής, ο αστυνόμος Πέτρος Μπάμπαλης έπαψε να υπάρχει. Εκτελέστηκε από μια ομάδα αγωνιστών. Η προσωπικότητα και το έργο του Μπάμπαλη είναι γνωστά σε όλους. Στην περίοδο της χούντας η δράση του και η φήμη του ξεπέρασαν και τα σύνορα της Ελλάδας», έγραφε χαρακτηριστικά η τρομοκρατική οργάνωση στην προκήρυξή της με τίτλο «Γιατί εκτελέσαμε τον Μπάμπαλη».
Μπάμπαλης, Μάλλιος, Θεοφιλογιαννάκος, Πέτρου και Χατζηζήσης ήταν η ισχυρή πεντάδα των αρχιβασανιστών Ασφάλειας και ΕΣΑ, πέντε αμετανόητοι χουντικοί που βασάνισαν και κακοποίησαν τους εχθρούς του καθεστώτος και εγκαθίδρυσαν τον χαφιεδισμό στην καθημερινότητα της Ελλάδας.
Όσο για τον Μπάμπαλη, ήταν ο μοχλός πίσω από την «πιο άγρια ασφαλίτικη τρομοκρατία», όπως του καταμαρτυρούσε ο «Ιούνης ’78» στην πολυσέλιδη προκήρυξή του: «Ήτανε υπεύθυνος για τα φοβερά βασανιστήρια χιλιάδων και χιλιάδων ατόμων … Ήτανε υπεύθυνος για την "ανάδειξη" πολλών εκατοντάδων χαφιέδων σε επίλεκτους βασανιστές, πού και σήμερα συνεχίζουν τη δράση τους και πού όλο και περισσότερο γίνονται απαραίτητα στηρίγματα της κρατικής εξουσίας των αφεντικών.
Ήτανε από τους υπεύθυνους της εκστρατείας των δολοφονιών, πού εξαπέλυσε η Ασφάλεια μετά το Νοέμβρη του 1973, πού είχε σαν αποτέλεσμα πολλές δεκάδες νεκρούς -πού τους παρουσίασαν για "αυτοκτονημένους"- και πού σήμερα φαίνεται ότι όλα τα επίσημα κόμματα τους ξέχασαν. Ήτανε ακόμα υπεύθυνος για βασανισμούς και εκβιασμούς, με αποκλειστικό σκοπό να αρπάξει διάφορα χρηματικά ποσά από τους συγγενείς των θυμάτων»…
Ποιος ήταν ο αρχιβασανιστής
Ο Πέτρος Μπάμπαλης, γεννημένος το 1939, ήταν Αστυνόμος Α’ της Αστυνομίας Πόλεων και ταγμένος εθνικιστής. Στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας, τον ήξεραν όλοι ως «Αιγυπτιακή Βιβλιοθήκη», καθώς είχε φακελωμένους τους πάντες και γνώριζε πολλά και διάφορα.
Ο ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας Πόλεων ήταν φυσικά στον συνωμοτικό κύκλο των πραξικοπηματιών και σύντομα θα γινόταν ένα από τα πρωτοπαλίκαρα των συνταγματαρχών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε στις ανακρίσεις, τα βασανιστήρια και το φακέλωμα των αντιφρονούντων.
Με τον φίλο και ομοϊδεάτη του Ευάγγελο Μάλλιο, επίσης Αστυνόμο Α’ της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, θα μετέτρεπαν το κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας σε άλλο ένα κολαστήριο της Χούντας, έναν τόπο μαρτυρίου για τους εχθρούς του προδοτικού καθεστώτος.
Στη δικτατορία γνώρισε μάλιστα μεγάλες δόξες εντός των συνωμοτικών κύκλων. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το γεγονός ότι Μπάμπαλης και Μάλλιος ήταν αυτοί που παρέδωσαν τα αεροπορικά εισιτήρια για το Παρίσι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, έχοντας από πλευράς Γενικής Ασφάλειας την ευθύνη για την ομαλή αναχώρηση αυτού και της συνοδείας του για τη γαλλική πρωτεύουσα.
Τα όσα έκανε ο ανηλεής Μπάμπαλης στην οδό Μπουμπουλίνας, στον αριθμό 20, πίσω ακριβώς από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αποτελούν ένα αιματοβαμμένο κεφάλαιο της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας. Εκεί ήταν η έδρα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών και ένα από τα πιο γνωστά κέντρα βασανιστηρίων κατά την περίοδο της δικτατορίας.
Στην περιβόητη «ταράτσα της Μπουμπουλίνας» οδηγούνταν οι συλληφθέντες από τη χουντική Ασφάλεια, όπου και βασανίζονταν με απάνθρωπες μεθόδους. Η γειτονιά ανατρίχιαζε στην καταραμένη Επταετία από τους θρήνους και τις κραυγές των αντιστασιακών που κρατούνταν στην Μπουμπουλίνας, το έκνομο άντρο του Μπάμπαλη, του Μάλλιου, του Λάμπρου και τόσων ακόμα. Σε αυτή τη ματωμένη ταράτσα πέθαινε κάθε μέρα η Ελλάδα με εκατοντάδες αγωνιστές της δημοκρατίας να υπομένουν φριχτά βασανιστήρια.
«Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα / μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ / πίσω απ' τον τοίχο πάλι θα 'μαστε παρέα / τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ», τραγουδούσε εξάλλου ο Μίκης Θεοδωράκης για τον φίλο και συγκρατούμενό του στον τέταρτο όροφο της Μπουμπουλίνας, Ανδρέα Λεντάκη.
Μετά την πτώση των πραξικοπηματιών, ο Μπάμπαλης κατηγορείται για βασανισμούς πολιτών, τίθεται σε διαθεσιμότητα, ανακρίνεται και περνά τελικά από δίκη…
Η προκλητική δίκη
Το ημερολόγιο έγραφε 11 Νοεμβρίου 1975 και ο τόπος είναι μια αίθουσα του Μεικτού Κακουργιοδικείου της Χαλκίδας, μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο. Εκεί θα έμπαιναν υποτίθεται οι τίτλους τέλους στη μαύρη σελίδα της Χούντας με την καταδίκη των βασανιστών της Ασφάλειας Αθηνών, δικαιώνοντας το κοινωνικό αίτημα για τιμωρία των δημίων.
Είχε προηγηθεί η δίκη των βασανιστών της ΕΑΤ-ΕΣΑ τον Ιούλιο-Οκτώβριο του 1975 στο Στρατοδικείο Αθηνών, όπου δεν ανταποκρίθηκε καθόλου στο κοινό αίσθημα περί καταδίκης των δραστών. Οι ποινές των αρχιβασανιστών στρατιωτικών και ΕΣΑτζήδων, ονομάτων δηλαδή σαν του Θεοφιλογιαννάκου και του Χατζηζήση, περιορίζονται σε ελάχιστα χρόνια, μήνες ή ακόμα και στην αθώωσή τους.
Με το δεδικασμένο να μη μοιάζει ευνοϊκό ξεκινά λοιπόν η δίκη του Μπάμπαλη, του Μάλλιου και των συναδέλφων τους (Λουκόπουλος, Κραββαρίτης, Σμαΐλης, Καραπαναγιώτης, Τσικριπής, Γκάνος, Παύλου, Κανούσης, Ζούζουλας, Γώγος, Κανέλος, Κωστάκης) για βασανισμούς πολιτικών κρατουμένων στο διάστημα Νοεμβρίου 1973-Ιουλίου 1974.
Η δίκη της Χαλκίδας θα προκαλέσει για μια ακόμα φορά την οργή της κοινής γνώμης, όχι μόνο για την αθωωτική της ετυμηγορία (ή τις συμβολικές ποινές), αλλά και λόγω της εξωφρενικής συμπεριφοράς κατηγορουμένων και δικαστών. Μεταξύ άλλων, ακούγεται πως «οι αστυνομικοί Μάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης και Κραββαρίτης ήταν ικανότατοι και εκτελούσαν υποδειγματικά τα καθήκοντά τους»!
Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, οι προκλητικοί κατηγορούμενοι παίρνουν τον ρόλο του ανακριτή, υποβάλλοντας αυτοί ερωτήσεις στους μάρτυρες, την ίδια ώρα που διατείνονται πως οι κακώσεις που έφεραν τα θύματά τους ήταν αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού.
Δύο ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η εφημερίδα «Τα Νέα» κυκλοφορεί στις 17 Νοεμβρίου 1975 με τίτλο «Προκλητικοί οι βασανιστές στη Χαλκίδα»: «Οι κατηγορούμενοι είναι προκλητικοί. Γελάνε την ώρα που τα θύματά τους καταθέτουν για τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν στην Ασφάλεια. Συνεχίζουν τον πόλεμο λάσπης κατά των μαρτύρων κατηγορίας, υποστηρίζοντας για μερικούς απ' αυτούς ότι συνεργάστηκαν με την Ασφάλεια».
Παρά το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι κραυγάζουν φλογερές εθνικιστικές κορώνες, όπως αυτό το περιβόητο «τα μπουντρούμια ήμουν εγώ» του Μπάμπαλη, το δημοκρατικό πανελλήνιο θα πέσει για δεύτερη φορά από τα σύννεφα όταν ακούσει την απόφαση του κακουργιοδικείου στις 30 Νοεμβρίου 1975: τέσσερις αθωώνονται, άλλοι τέσσερις παύουν να διώκονται για μη εμπρόθεσμη έγκληση (μεταξύ αυτών και ο Μπάμπαλης) και οι άλλοι τρώνε 4-5 μήνες με τριετή αναστολή. Όσο για τον Μάλλιο, του ρίχνουν 10 μήνες με δικαίωμα εξαγοράς!
Μπάμπαλης και Μάλλιος θα έρχονταν και για μια δεύτερη φορά αντιμέτωποι με τον νόμο, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών αυτή τη φορά, απ’ όπου θα βγουν ξανά αθώοι. Η κοινωνική οργή για την ατιμωρησία των βασανιστών εκφράζεται με μια σειρά συνθημάτων, όπως «Οι φασίστες στο Γουδί», «Δίκες λαϊκές για τους βασανιστές», «Φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ», «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά» κ.λπ.
Όταν δολοφονείται ο Μάλλιος στις 14 Δεκεμβρίου 1976 από τη «17 Νοέμβρη», δεν είναι λίγοι αυτοί που επικροτούν την κίνηση της τρομοκρατικής οργάνωσης, πιστεύοντας πως λειτουργούν ως εντολοδόχοι του λαού…
Η δολοφονία
Τον Νοέμβριο του 1968, η Κίττυ Αρσένη καταθέτει στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη σύλληψη και την κράτησή της από τη Χούντα, μια μαρτυρία που καταγράφηκε στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη λεγόμενη «Ελληνική Υπόθεση».
Στην κατάθεσή της, που συνέβαλε καθοριστικά στη διεύρυνση του κατηγορητηρίου κατά του δικτατορικού καθεστώτος, ώστε να συμπεριλαμβάνει πλέον και βασανιστήρια, θυμάται για το βράδυ που της χτύπησαν την πόρτα τρεις αστυνομικοί με πολιτικά, κάποιοι Μπάμπαλης, Μάλλιος και Λάμπρου:
«Ο Λάμπρου με ρώτησε μέσα στο αυτοκίνητο αν θα απαντούσα στις ερωτήσεις τους, αλλιώς θα με πήγαιναν στα νταμάρια. Πήγαμε εκεί. Είναι σε ένα λόφο κοντά στα Πατήσια. Μέσα στο αμάξι άρχισαν να με χτυπάνε, να μου τραβούν τα μαλλιά, να μου δίνουν γροθιές στο κεφάλι και να με βρίζουν με λόγια που προτιμώ να μην επαναλάβω.
Όταν φτάσαμε στα νταμάρια, το αυτοκίνητο σταμάτησε και προσπάθησαν να μου στρίψουν τους καρπούς και τα δάχτυλα, ενώ απειλούσαν ότι θα μου σπάσουν το χέρι. Άρχισα να ουρλιάζω κι έτσι το αυτοκίνητο πήγε λίγο ψηλότερα, σε μια τελείως έρημη περιοχή. Όταν φτάσαμε εκεί με ξάπλωσαν στο πίσω κάθισμα, άφησαν ανοιχτές τις πίσω πόρτες και είδα τον οδηγό να κρατάει κάτι σαν μαγκούρα ή κλομπ. Μου έβγαλαν τα παπούτσια και ο Μάλλιος κάθισε πάνω μου, προσπαθώντας να μου κλείσει το στόμα με το χέρι του. Πιστεύω πως ο οδηγός άρχισε να με χτυπάει στις πατούσες».
Οι τίτλοι τέλους για τον Μπάμπαλη θα έπεφταν στις 31 Ιανουαρίου 1979, κατά τις 9:30 το βράδυ, όταν δολοφονήθηκε κοντά στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη. Δίπλα στο σώμα του βρέθηκε δακτυλογραφημένη η πεντασέλιδη προκήρυξη μιας νέας τρομοκρατικής οργάνωσης που υπέγραφε ως «Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας - Ομάδα: Ιούνης ’78».
Ο Μπάμπαλης μεταφέρθηκε στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Σε δημοσίευμα του «Βήματος» το 2002, που παρέθετε τα νέα στοιχεία που είχε στα χέρια της η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία από φάκελο της Στάζι, 17 Νοέμβρη και ΕΛΑ φέρονται να είχαν συναποφασίσει την εκτέλεση του Μπάμπαλη ήδη από το 1973, η απόφαση υλοποιήθηκε ωστόσο αρκετά χρόνια αργότερα.
Ο σχεδιασμός της δολοφονίας του Μπάμπαλη άρχισε μάλιστα αμέσως μετά τη δολοφονία του Μάλλιου τον Δεκέμβριο του 1976, έναν μήνα μετά την απαλλακτική ουσιαστικά απόφαση του δικαστηρίου για τους δύο βασανιστές της Χούντας…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου