του Michael T. Klare
Η Κυριακή, 17 Απριλίου, ήταν η καθοριστική ημέρα. Οι μεγαλύτερες
πετρελαιοπαραγωγές χώρες στον κόσμο υποτίθεται ότι θα έβαζαν για άλλη
μια φορά πειθαρχία στη χαοτική αγορά πετρελαίου και θα πυροδοτούσαν την
επιστροφή σε υψηλές τιμές. Στην συνάντηση στην Ντόχα, την αστραφτερή
πρωτεύουσα του πλούσιου σε πετρέλαιο Κατάρ, οι υπουργοί πετρελαίου του
Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ), μαζί με σημαντικούς
παραγωγούς εκτός ΟΠΕΚ, όπως η Ρωσία και το Μεξικό, είχαν προγραμματίσει
να επικυρώσουν ένα σχέδιο συμφωνίας ώστε να παγώσουν την παραγωγή
πετρελαίου τους στα σημερινά επίπεδα.
Εν αναμονή μιας τέτοιας συμφωνίας, οι τιμές του πετρελαίου είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν σταθερά, από 30 δολάρια το βαρέλι στα μέσα Ιανουαρίου έως τα 43 δολάρια την παραμονή της συνάντησης. Αλλά, αντί να αποκατασταθεί η παλιά τάξη στο πετρέλαιο, η συνάντηση κατέληξε σε διαφωνία, οδηγώντας προς τα κάτω πάλι τις τιμές και αποκαλύπτοντας βαθιές ρωγμές στις τάξεις των παγκόσμιων παραγωγών ενέργειας.
Η αποτυχία της Ντόχα θα διαιωνίσει τις χαμηλές
τιμές του πετρελαίου που μαστίζουν τον κλάδο τα τελευταία δύο χρόνια,
αναγκάζοντας τις μικρότερες επιχειρήσεις σε πτώχευση. Μπορεί επίσης να
εξάλειψε τυχόν μελλοντικές προοπτικές συνεργασίας μεταξύ του ΟΠΕΚ και
παραγωγών εκτός ΟΠΕΚ στην ρύθμιση της αγοράς. Πάνω από όλα, όμως,
αποδεικνύεται ότι ο κόσμος -που χρησιμοποιεί το πετρέλαιο ως καύσιμο-
όπως τον ξέρουμε τις τελευταίες δεκαετίες – με τη ζήτηση του πετρελαίου
να είναι πάντα περισσότερη από την παραγωγή του, εξασφαλίζοντας σταθερά
κέρδη για όλους τους μεγάλους παραγωγούς – δεν υπάρχει πλέον. Στην θέση
του έρχεται μια αναιμική, ακόμα και μειούμενη, ζήτηση για πετρέλαιο, που
μάλλον θα αναγκάσει τους προμηθευτές να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για
τα όλο και μικρότερα μερίδια της αγοράς.Εν αναμονή μιας τέτοιας συμφωνίας, οι τιμές του πετρελαίου είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν σταθερά, από 30 δολάρια το βαρέλι στα μέσα Ιανουαρίου έως τα 43 δολάρια την παραμονή της συνάντησης. Αλλά, αντί να αποκατασταθεί η παλιά τάξη στο πετρέλαιο, η συνάντηση κατέληξε σε διαφωνία, οδηγώντας προς τα κάτω πάλι τις τιμές και αποκαλύπτοντας βαθιές ρωγμές στις τάξεις των παγκόσμιων παραγωγών ενέργειας.
Ο δρόμος προς την Ντόχα
Πριν από τη συγκέντρωση της Ντόχα, οι ηγέτες των μεγάλων
πετρελαιοπαραγωγών χωρών εξέφραζαν την βεβαιότητα ότι το πάγωμα της
παραγωγής θα σταματούσε τελικά την καταστροφική πτώση των τιμών του
πετρελαίου, που ξεκίνησε στα μέσα του 2014. Οι περισσότεροι από αυτούς
εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου προκειμένου να
χρηματοδοτούν τις κυβερνήσεις τους και να διατηρούν την κοινωνική ηρεμία
στα κράτη τους. Τόσο η Ρωσία όσο και η Βενεζουέλα, για παράδειγμα,
βασίζονται στις εξαγωγές ενέργειας για το περίπου 50% των κρατικών
εσόδων, ενώ για την Νιγηρία το ποσοστό φθάνει στο 75%. Έτσι, η βουτιά
στις τιμές είχε ήδη περικόψει σε μεγάλο βαθμό τις κρατικές δαπάνες,
προκαλώντας κοινωνική αναταραχή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και
πολιτική αναταραχή.
Η συνάντηση της 17ης Απριλίου όλοι ήλπιζαν ότι θα έθετε τα θεμέλια
για μια σταθερή αύξηση τους επόμενους μήνες. Οι ηγέτες αυτών των χωρών
γνώριζαν πολύ καλά ένα πράγμα: η ενότητα ήταν ζωτικής σημασίας για να
επιτευχθεί μια τέτοια πρόοδος. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσαν να
ξεπεράσουν τους διάφορους παράγοντες που είχαν προκαλέσει την κατάρρευση
των τιμών. Μερικοί από τους παράγοντες αυτούς ήταν διαρθρωτικοί και
βαθιά ενσωματωμένοι στον τρόπο που είχε οργανωθεί εξ αρχής η βιομηχανία.
Άλλοι ήταν προϊόν της δικής τους αδυναμίας αντιμετώπισης της κρίσης.
Από δομικής πλευράς, η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια, τα τελευταία
χρόνια, είχε σταματήσει να αυξάνεται αρκετά γρήγορα ώστε να μπορεί να
απορροφά το σύνολο της ποσότητας του παραγόμενου αργού πετρελαίου, εν
μέρει χάρη σε νέες ποσότητες προερχόμενες από το Ιράκ και, κυρίως, από
την αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Αυτή η υπερπροσφορά προκάλεσε την αρχική πτώση των τιμών, το
2014, όταν το πετρέλαιο μπρεντ έπεσε από το ύψος των 115 δολαρίων, την
19η Ιουνίου, στα 77 δολάρια, στις 26 Νοεμβρίου. Την επόμενη μέρα, τα
μέλη του ΟΠΕΚ, με επικεφαλής την Σαουδική Αραβία, δεν κατάφεραν να
συμφωνήσουν είτε σε μείωση της παραγωγής ή πάγωμά της, και η τιμή του
πετρελαίου άρχισε την ελεύθερη πτώση.
Η αποτυχία της εν λόγω συνόδου του Νοεμβρίου στην Βιέννη αποδόθηκε
κυρίως στην επιθυμία των Σαουδαράβων να βγάλουν από την μέση τις άλλες
πηγές – ειδικά την εξόρυξη από σχιστολιθικά πετρώματα στις Ηνωμένες
Πολιτείες – και να αποκαταστήσουν την ιστορική κυριαρχία τους στην
παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Πολλοί αναλυτές ήταν επίσης πεπεισμένοι ότι
το Ριάντ ήθελε να τιμωρήσει τους περιφερειακούς αντιπάλους του, Ιράν και
Ρωσία, για την υποστήριξή τους στο καθεστώς Άσαντ στη Συρία, στερώντας
τους από τα τόσο απαραίτητα γι’ αυτούς έσοδα από το πετρέλαιο. Διότι η
Σαουδική Αραβία μπορούσε να παράγει πετρέλαιο πολύ φθηνότερα από ό,τι
άλλες χώρες – μόνο 3 δολάρια το βαρέλι – και επειδή θα μπορούσε να
αντλήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια από τα κρατικά ταμεία για να
καλύψει τυχόν ελλείψεις του προϋπολογισμού της, οι ηγέτες της θεωρούσαν
ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν καλύτερα οποιαδήποτε κάμψη των τιμών
από ό,τι οι αντίπαλοί τους. Σήμερα, ωστόσο, οι ρόδινες προβλέψεις
φαντάζουν ζοφερές καθώς η Σαουδική βασιλική οικογένεια αρχίζει να
αισθάνεται το σοκ από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου και αναγκάζεται
σε περικοπές προνομίων των Σαουδαράβων, οι οποιοι αρχίζουν να ανησυχούν,
ενώ εξακολουθεί να χρηματοδοτεί έναν δαπανηρό, αβέβαιο και όλο και πιο
καταστροφικό πόλεμο στην Υεμένη.
Πολλοί ενεργειακοί αναλυτές είχαν πειστεί ότι η Ντόχα θα έδειχνε
αποφασιστικότητα, όταν το Ριάντ θα συναινούσε τελικά στο πάγωμα της
παραγωγής. Λίγες μέρες πριν από τη διάσκεψη, οι συμμετέχοντες εξέφραζαν
την πεποίθηση ότι πράγματι θα υιοθετείτο το σχέδιο αυτό. Τελικά, από τις
προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ρωσία, την Βενεζουέλα, το
Κατάρ και την Σαουδική Αραβία είχε προκύψει ένα προσχέδιο συμφωνίας, που
υποτίθεται ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ήταν έτοιμοι να
προσυπογράψουν. Το μόνο σημείο τριβής ήταν η φύση της συμμετοχής του
Ιράν.
Οι Ιρανοί, από την άλλη, συμφωνούσαν με μια τέτοια δέσμευση, αλλά
μόνο αφού είχαν τη δυνατότητα να αυξήσουν την σχετικά μέτρια ημερήσια
παραγωγή τους στα επίπεδα του 2012, πριν η Δύση επιβάλει το εμπάργκο.
Τώρα που οι κυρώσεις αυτές είχαν αρθεί, ουσιαστικά, ως αποτέλεσμα της
πρόσφατης πυρηνικής συμφωνίας, η Τεχεράνη ήταν αποφασισμένη να
αποκαταστήσει την προτέρα κατάσταση. Αυτό το εμπόδισαν οι Σαουδάραβες,
που δεν επιθυμούσαν ο βασικός ανταγωνιστής τους να αποκτήσει επιπλέον
έσοδα από το πετρέλαιο. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι παρατηρητές
υπέθεταν ότι, τελικά, το Ριάντ θα συμφωνούσε σε μια φόρμουλα που θα
επέτρεπε στο Ιράν κάποια αύξηση πριν από το πάγωμα.
Αλλά τότε συνέβη κάτι. Σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν καλά την
αλληλουχία των γεγονότων, ο αναπληρωτής διάδοχος του θρόνου της
Σαουδικής Αραβίας και βασικός στρατηγικός υπεύθυνος σε θέματα
πετρελαίου, Mohammed bin Salman, κάλεσε την Σαουδική αντιπροσωπεία στη
Ντόχα στις 3:00 το πρωΐ, στις 17 Απριλίου, και τους έδωσε εντολή να
απορρίψουν μια συμφωνία που θα προσφέρει οποιοδήποτε περιθώριο στο Ιράν.
Όταν οι Ιρανοί – που επέλεξαν να μην παραστούν στη συνεδρίαση – δήλωσαν
ότι δεν είχαν καμία πρόθεση να παγώσουν την παραγωγή τους προκειμένου
να ικανοποιήσουν τους αντιπάλους τους, οι Σαουδάραβες απέρριψαν το
σχέδιο συμφωνίας και η συνάντηση κατέληξε σε διαφωνία.
Η γεωπολιτική στο προσκήνιο
Για τους περισσότερους αναλυτές, η Σαουδική βασιλική οικογένεια
θεωρούσε σημαντικότερη την τιμωρία του Ιράν παρά την αύξηση των τιμών
του πετρελαίου. Όποιο κι αν ήταν το κόστος για αυτούς, με άλλα λόγια,
τούς ήταν αδιανόητο να βοηθήσουν το Ιράν στην επίτευξη των γεωπολιτικών
στόχων του, μεταξύ των οποίων ήταν η μεγαλύτερη υποστήριξη των σιιτικών
δυνάμεων στο Ιράκ, την Συρία, την Υεμένη και τον Λίβανο. Αισθανόμενοι
ήδη πιέσεις από την Τεχεράνη και όλο και λιγότερο σίγουροι για τη
στήριξη της Ουάσινγκτον, οι Σαουδάραβες ήταν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν
κάθε μέσον προκειμένου να αποδυναμώσουν τους Ιρανούς, ανεξάρτητα από το
κίνδυνο που αυτό σήμαινε και για τους ίδιους.
Πολλοί αναλυτές τόνισαν επίσης την αυξανόμενη επιρροή του πρίγκιπα
Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, στον οποίον έχει ανατεθεί ο πλήρης –σχεδόν-
έλεγχος της οικονομίας και της άμυνας από τον ηλικιωμένο πατέρα του,
βασιλιά Σαλμάν. Ως υπουργός Άμυνας, ο πρίγκιπας έχει αιχμή του δόρατος
την αναμέτρηση με το Ιράν για την κυριαρχία σε περιφερειακό επίπεδο. Το
πιο σημαντικό είναι ότι αυτός βρίσκεται πίσω από την συνεχιζόμενη
παρέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, με στόχο την ήττα των
ανταρτών Χούθι, μιας εν πολλοίς σιιτικής ομάδας με χαλαρούς δεσμούς με
το Ιράν, και την αποκατάσταση του καθαιρεμένου πρώην προέδρου Abd Rabbuh Mansur Hadi.
Μετά από ένα χρόνο αμείλικτων αεροπορικών επιδρομών (με χρήση βομβών
διασποράς), που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, η Σαουδική επέμβαση δεν έχει
καταφέρει να επιτύχει τους στόχους της, παρά τα χιλιάδες θύματα μεταξύ
των αμάχων, προκαλώντας σφοδρή καταδίκη από αξιωματούχους του ΟΗΕ, και
έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την άνοδο της αλ-Κάιντα στην
Αραβική χερσόνησο. Παρ ‘όλα αυτά, ο πρίγκιπας φαίνεται αποφασισμένη να
συντηρήσει την σύγκρουση και να αντιμετωπίσει την ιρανική επιρροή σε
ολόκληρη την περιοχή.
[Πηγή: TomDispatch.com, SALON, 29/04/2016, http://www.salon.com/2016/04/29/there_will_be_pandemonium_partner/%5D
Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus τ.108, Ιούνιος 2016
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου