Από τους λίγους που αντέχουν να τραγουδήσουν χωρίς μικρόφωνο στο πάλκο τα παλιά ρεμπέτικα και τα «ξαδερφάκια» τους, αλλά και δικά του τραγούδια με την καλοκουρδισμένη φωνή του και το κέντημα της πενιάς του. Γνήσιος και βιωματικός συνεχιστής της προπολεμικής γενιάς του ρεμπέτικου που ακολούθησε το δρόμο της ψυχής του. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες έμαθε να παίζει μπουζούκι και να τραγουδά από τα μέσα του ’50 στα Ταμπάχανα, στην Άνω Πόλη της Πάτρας όπου γεννήθηκε και απέκτησε μεγάλη φήμη πριν έρθει στην Αθήνα αρχικά στα μέσα του ’60 και μετά στις αρχές του ’80 όταν εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα.
Οι εμφανίσεις του στο πάλκο αυτό τον καιρό και η τελευταία
δισκογραφική δουλειά «Όμορφα και όχι λησμονημένα» πυροδοτεί την συζήτησή
μας σ’ ένα ουζερί στο Γουδί, στην πλατεία, όπου ο Μπάμπης Γκολές μένει εδώ και περίπου 30 χρόνια…
-Το όμορφο αντέχει ή λησμονιέται στο χρόνο ;
«Αυτοί που τα’ κουνε δεν τα ξεχνάνε με τίποτα και αυτοί που θα τα πρωτοακούσουν δεν θα τα λησμονήσουν με τίποτα».
-Πώς νοιώθετε που τραγουδάτε σε μια τέτοια δύσκολη χρονική συγκυρία ;
«Είναι συνήθεια, είναι αγάπη και δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς.
Νοιώθω μια χαρά. Κάθε Τετάρτη τραγουδώ στο Μοναστηράκι στο μαγαζί Τα
Παλιατζίδικα, πίσω από την πλατεία Αβησσυνίας. Προτιμώ τους μικρούς
χώρους να είμαι κοντά στον κόσμο».
-Νιώθετε να έχει αλλάξει η διάθεσή του κόσμου αυτές τις δύσκολές μέρες ;
«Νοιώθω μια μικρή αλλαγή. Δεν υπάρχει ο ενθουσιασμός, ο πολύς. Ο
κόσμος θέλει να είσαι δίπλα του, να πίνει το τσιπουράκι του και να σ’
ακούει χωρίς μικρόφωνο. Θέλει τίποτα καλύτερο ; Οι συναυλίες είναι
τυποποιημένο πράγμα…».
-Τι περιλαμβάνει το ρεπερτόριό σας στις εμφανίσεις σας χωρίς μικρόφωνο ;
«Αυτά που αγαπώ περισσότερο, τα δημοκομπελκάντο του Κάβουρα, του
Τζουανάκου, του Ρούκουνα, αυτά μ’ αρέσουν. Έχω ρεπερτόριο ατελείωτο,
αλλά δεν είναι δυνατόν τα πω όλα. Λέω αυτά που μου έρχονται στο μυαλό,
αυτά που ξέρει η ορχήστρα…Τραγούδια που αγαπώ από μικρό παιδάκι κι
άκουσα απ’ το πατέρα μου, απ’ τους φίλους του, απ’ τη μητέρα μου, απ’ τη
γειτονιά μου, απ’ τις ταβέρνες, απ’ τις λατέρνες στην Πάτρα. Έχω πολλές
επιρροές. Η μάνα μου τραγουδούσε. Κι ο πατέρας μου. Κι οι φίλοι του….».
-Είστε απ’ τους τυχερούς που άκουσαν τις λατέρνες ;
«Τις πατραϊκές λατέρνες ! Ντόπιοι λατερνατζήδες που έπαιζαν άγνωστα
πράγματα που δεν μπορώ να θυμηθώ. Γυρνούσαν στους δρόμους και χόρευαν
μαζί. Ένας περιφερόμενος θίασος ήταν. Ένας έπαιζε και δυο χορεύανε κι
αλλάζανε και θέσεις. Συνήθως χορεύανε χασάπικα και σπανίως κανά
ζεμπέκικο».
-Η μουσική υπήρχε στο σπίτι σας ;
«Ένα ράδιο είχαμε κι ένα ηλεκτρικό γραμμόφωνο της εποχής που έπαιζε δίσκους 78 στροφών που όμως χάλασε νωρίς, το διαλύσαμε»
-Πολλά τραγούδια σας είναι από τις 78 στροφές…
«Μέσα σε παλιατζίδικο έχω μεγαλώσει. Σαν το Μοναστηράκι.
Μαζευόντουσαν οι χωριάτες και φτιάχνανε σιδηροπωλεία, κουδούνια, πέταλα,
οπλοπωλεία και δεν συμμαζεύεται…».
-Ποιον ρεμπέτη πρωτοακούσατε κι σας έβαλε στο κόσμο αυτό ;
«Στα περίφημα κέντρα της Πάτρας ερχόντουσαν φίρμες από την Αθήνα,
όπως ο Τζουανάκος που έγραψε ιστορία στην Πάτρα. Πιτσιρικάς τον άκουσα
και με εντυπωσίασε. Θυμάμαι επίσης τον Μητσάκη, το Χιώτη στην παραλία
εκεί που είναι τώρα ο σταθμός υποδοχής των πλοίων όπου είχε τέσσερα
κέντρα στην σειρά, μπουζουκάδικα της εποχής το ’55. Το ’57 έκλεισαν.
Ήταν και ο Τσολιάς στα Ταμπάχανα, στην περιοχή μου, εκεί γεννήθηκα κι
έπαιζα κάθε Δευτέρα, εκεί τραγούδαγε χρόνια ο Τζουανάκος. Εκεί ο καθένας
άνοιγε ταβέρνα. Είχε πολλά κρασοπωλεία, μεθύστακες και μη,
τρελούτσικους και μη, γινόταν χαμός. Χώρια το λιμάνι…».
-Γιατί το τραγούδι πάει από το κακό στο χειρότερο και
αναζητούμε το όμορφο σαν το «παλιό καλό κρασί», τα ρεμπέτικα και τα
παλιά λαϊκά. Γιατί ενώ οι μουσικοί γίνονται καλύτεροι, πιο τεχνίτες στο
παίξιμό τους, υπάρχουν ωδεία, μουσικά σχολεία, ωστόσο το αποτέλεσμα δεν
είναι το αναμενόμενο ;
«Οι μουσικοί δεν είναι καλύτεροι…ο μουσικός κοιτά μόνο να είναι
σωστός και ποιος θα τρέξει πιο πολύ απ’ τον άλλον. Το χρώμα των παλιών
στο όργανο δεν μπορούν να το βγάλουν, στη φωνή καθόλου γιατί λείπουν τα
βιώματα. Η ζωή άλλαξε. Τότε είχαμε τις αυλές μας, τα πορτόνια μας, τις
βρύσες έξω από τη γειτονιά, εδώ μεσ’ τα τσιμέντα και στις πολυκατοικίες
πώς θα λειτουργήσει ο άνθρωπος ; Το κύτταρό του πώς θα ενεργήσει σωστά
το φωνητικό του, το μουσικό του, η φαντασία του ; Είμαι αυτοδίδακτος
μουσικός. Τα υπόλοιπα τα έμαθα στην πορεία».
-Πρώτα τραγουδήσατε ή πρώτα πιάσατε το μπουζούκι ;
«Και τα δυο μαζί. Το 1955 ο πατέρας μου, μου αγόρασε την πρώτη
κιθάρα. Πρωτό παιξα ένα τραγούδι που είχε βγει τότε του Μαρούδα, το «Τι
είναι αυτό που το λένε αγάπη» που τραγούδησε η Σοφία Λόρεν. Μετά του
Μητσάκη που το’ λεγε ο Στράτος Παγιουμτζής «Ένα τόσο οργανάκι είναι το
μπαγλαμαδάκι». Τα πρώτα τραγούδια που έπαιξα στην κιθάρα. Με τον Στράτο
ήμασταν προσωπικοί φίλοι. Επίσης μ’ αρέσανε και τα ελαφρά, τα παλιά. Ο
Γούναρης, ο Μαρούδας, η οπερέτα, τα κλέφτικα τα δημοτικά, τουμπανέδες,
αλλά και η καλή εκκλησιαστική μουσική».
-Μετά πώς ήρθαν τα πράγματα ;
«Στην Αθήνα πρωτοήρθα το 1966 και μετά από ενάμιση χρόνο πήγα
φαντάρος. Δύσκολα τα χρόνια, πολλοί οι μουσικοί λίγα τα μαγαζιά.
Πιτσιρικάς πήγα και σε πανηγύρια με κλαρίνα για να πάρω ένα χαρτζιλίκι.
Όταν τελείωσα το στρατιωτικό γύρισα στην Πάτρα και γύριζα τις επαρχίες
γύρω – γύρω και το ’74 κάνω την πρώτη κίνηση να παίξω σε μπουάτ στην
Πάτρα. Το περίφημο Κατώι. Τότε γίνεται η τρομερή αλλαγή για το ρεμπέτικο
πανελληνίως. Είχα μαζί μου κιθαρίστα το πιτσιρίκο τότε Βαγγέλη
Δεληκούρα, ένα από Τα Παιδιά από την Πάτρα, το Γιώργο Καλκάνη στο πιάνο,
τον Αρμένη κιθάρα, το Καράγιωργα πνευστό και την Καραγιάννη τραγούδι.
Μετά κάναμε δεύτερη μπουά στα Ψηλά Αλώνια, την Ανδρομέδα και με
καραγκιόζη μέσα με τον συγχωρεμένο το Γιάνναρο και με σαντούρι τον
Ντούρλα και με βιολιά…».
-Η ορχήστρα σας σήμερα ποιοι την αποτελούν ; Είναι φίλοι, παλιοί συνεργάτες ;
«Με τον ένα μπουζουξή είμαστε πατριωτάκια. Ο Σπηλιωτόπουλος που
είναι ξαδέρφια με το βουλευτή. Με τον πατέρα του πηγαίναμε σχολείο μαζί.
Κι ένα παιδάκι που παίζει που παίζει καλό μπουζούκι και μια κιθάρα, κι
εγώ, αυτή είναι η ορχήστρα μας».
-Εσείς σαν παλιός «παίκτης» που ανασύρεται και
αναδεικνύεται τα μουσικά «διαμάντια» μαζί με κάποια δικά σας τραγούδια
πόσο χολοσκάτε που η δισκογραφία μαζί με τις εταιρίες κατέρρευσαν ;
«Εμείς θα φύγουμε σε λίγο απ’ αυτό τον κόσμο, όπως κι όλοι δηλαδή,
και δεν έχουμε καμιά βοήθεια. Το ίντερνετ έκανε χοντρή ζημιά, έκλεισε
τις εταιρίες. Ήταν μεγάλο έγκλημα η καταστροφή του δίσκου. Μετά περάσαμε
στο cdκαι τώρα δεν έχουμε τίποτα. Μακάρι να επανέλθει το βινύλιο, ακόμη
και ο δίσκος 45 στροφών, για να προλαβαίνει ένα κομμάτι ν’ ακούγεται,
να το καταλαβαίνει ο κόσμος».
-Στην πορεία σας κρατήσατε μια απόσταση από τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού. Πώς ήταν ;
«Οι μεγάλες φίρμες δεν έχουν σχέση με την μουσική. Έτσι κι εγώ δεν
έχω επαφή μαζί τους. Είναι εχθρικές απέναντι στον μουσική, εχθρικότατες.
Δεν το θέλουν το ρεμπέτικο. Δεν το αγαπάνε και με χίλιους τρόπους το
κυνηγάνε. Και ο Πάριος λέει ο Τσιτσάνης μου. Από πού ; Σε λίγο θα δεις
και το Ρουβά να τραγουδάει ρεμπέτικα».
-Νοιώσατε κάποια στιγμή το βάρος των παλιών μουσικών ;
«Ναι, όταν ήμουν μικρός, αλλά είχα τέτοια φλόγα μέσα μου που το ξεπέρασα γρήγορα αυτό και το θεώρησα φυσιολογικό».
-Γιατί ο κόσμος δεν αντιδρά σε όλα αυτά που συμβαίνουν ;
«Δεν τους νοιάζει. Ο καθένας ενδιαφέρεται για την πάρτη του. Πώς θα
ζήσει, πώς τη βγάλει, πώς να μην αρρωστήσει, πώς να δουλέψει κι όλα τ’
άλλα είναι τελείως ρομαντικά. Μαζική αντίδραση δεν υπάρχει, ούτε θα
υπάρξει. Για την μουσική έχει βγει κανένας στους δρόμους; Αυτή θα είναι
επανάσταση για μένα !».
-Ποιούς μουσικούς και τραγουδιστές ξεχωρίζετε από τους νεώτερους ;
«Δεν μου αρέσει η νέα μουσική. Δεν μπορώ να την πλησιάσω. Μπορεί να
με πλησιάσει αυτή ; Δεν την παρακολουθώ. Πες για λόγους ηθικής. Είναι
κάτι ξένο από μένα. Είμαι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνω. Ανήκω στο
ρεμπέτικο που συμπεριλαμβάνει κι όλες τις άλλες επιρροές που δεν
υπάρχουν ούτε αυτές σήμερα. Ούτε ελαφρό τραγούδι υπάρχει, ούτε δημοτικό,
ούτε καντάδα...».
-Γιατί δεν υπάρχουν ταλέντα σήμερα ;
«Το αίτιο είναι ότι έχει αλλάξει σαν μορφή ο ίδιος ο άνθρωπος. Το κύτταρό του έχει αλλοιωθεί».
-Τι συμβουλεύεται τους νέους μουσικούς που έχουν το μεράκι ;
«Αν έχουν αγάπη κι υπομονή γι’ αυτό που κάνουν ας το συνεχίσουν με
όποιο τρόπο μπορούν σε ότι καταπιάνονται. Να μην κάνουν πίσω. Ποτέ δεν
έκανα πίσω».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου