Η ομοφωνία δεν είναι απλή υπόθεση, ούτε
καν για όλους τους όρους των επιστημών, όπου θέλουμε να πιστεύουμε ότι
κυριαρχούν η άδολη αντικειμενικότητα και η αμεροληψία. Εύκολα
φανταζόμαστε λοιπόν πόσο περισσότερο ακανθώδη είναι τα πράγματα σε
τομείς που υπάγονται στην απέραντη ήπειρο της υποκειμενικότητας. Το
κιτς, π.χ., δεν είναι ποτέ ίδιο για όλους. Ακόμα και με κραυγαλέες
εκδοχές του αν έχουμε να κάνουμε, λ.χ. μ’ ένα σπίτι τίγκα στην
εορταστική χρυσόσκονη, θα βρεθούν και κάποιοι που θα τις υπερασπίσουν,
αν όχι σαν ταυτόσημες του καλού γούστου, έστω σαν απόπειρες
αντισυμβατικής αισθητικής και σαν πλήγματα κατά της σοβαροφάνειας.
Με την ορολογία της πολιτικής τα πράγματα είναι πολύ πιο δύστροπα και μπερδεμένα, για τον απλό λόγο ότι ουδέποτε χρησιμοποιείται για να περιγράψει εξ αποστάσεως κα μετά ψυχραιμίας τα πολιτικά πράγματα. Συνηθέστατα, αν όχι πάντα, οι όροι –και το νόημα που τους αποδίδεται– αποτελούν συστατικό της πολιτικής διαμάχης, της ιδεολογικής διένεξης. Ακόμα και στην αλφαβήτα δύσκολα θα συναντήσουμε γενική συμφωνία στο τι είναι η πλειοψηφία, ας πούμε, και πώς την ορίζουμε. Ή στο τι είναι η ίδια η δημοκρατία, δηλαδή πόση και ποια δημοκρατία διασώζεται στα πολιτεύματα που ωστόσο χαρακτηρίζονται δημοκρατικά.
Με τους όρους λαϊκισμός/αντιλαϊκισμός διαπιστώνει κανείς ότι όσο περισσότερο τους χρησιμοποιούμε στις κομματικές και πολιτικές μας έριδες τόσο λιγότερο απτό καταντάει το περιεχόμενό τους. Μοιάζει σαν να είναι η πλαστελίνη η πρώτη ύλη τους. Ωστε να μπορεί ο καθένας να τους προσαρμόζει κουτοπόνηρα στις επιδιώξεις του, όσο υποκρίνεται τον επιστημονικά νηφάλιο χρήστη τους. Τυπικά λοιπόν, λεξικογραφικά, λαϊκισμός είναι να κολακεύεις τον λαό (και μάλιστα τα αρνητικά γνωρίσματά του). Να του λες ψέματα για να μην τον κακοκαρδίσεις. Να του αποκρύπτεις την αλήθεια, με στόχο να τον «παραπλανήσεις», τον «νήπιο».
Θαρρείς και υπάρχει μία και μόνη αλήθεια για τα πάντα, θρησκευτικού ή μεταφυσικού τύπου, και όχι απόψεις που συγκρούονται και υποθέσεις που μάχονται η μία την άλλη με πάθος. Θαρρείς επίσης και αρκεί να δηλώσεις αντιλαϊκιστής σε μια-δυο συνεντεύξεις σου για να είσαι κιόλας. Μήπως δεν δηλώνει σφοδρός πολέμιος του λαϊκισμού ο κ. Αδωνης Γεωργιάδης, ο ίδιος που κοπιάζει να πείσει τους Ελληνες πως είναι ο περιούσιος λαός της Ιστορίας, πως η γλώσσα τους είναι η γλώσσα των θεών, κ.ο.κ.; Μια χαρά λοιπόν μπορείς να κηρύσσεις ανένδοτο αντιλαϊκιστικό αγώνα, με τον κ. Γεωργιάδη πρωτοκορυφαίο σύμμαχό σου.
Στην τρέχουσα χρήση ο λαϊκισμός, γενικώς και αορίστως, αντιμετωπίζεται στρεψόδικα σαν μία από τις μορφές του Πονηρού, του σατανά. Ταυτόχρονα, ο αντιλαϊκισμός ανακηρύσσεται πανάκεια, με το περιεχόμενό του ηθελημένα ασαφές στις κρίσιμες πτυχές του, ώστε να μην ενοχλείται κανένας και ο καθείς να ακούει ό,τι τον βολεύει. Τι λαϊκιστικότερο. Αλλά πάντοτε αντιλαϊκιστικά.
Με την ορολογία της πολιτικής τα πράγματα είναι πολύ πιο δύστροπα και μπερδεμένα, για τον απλό λόγο ότι ουδέποτε χρησιμοποιείται για να περιγράψει εξ αποστάσεως κα μετά ψυχραιμίας τα πολιτικά πράγματα. Συνηθέστατα, αν όχι πάντα, οι όροι –και το νόημα που τους αποδίδεται– αποτελούν συστατικό της πολιτικής διαμάχης, της ιδεολογικής διένεξης. Ακόμα και στην αλφαβήτα δύσκολα θα συναντήσουμε γενική συμφωνία στο τι είναι η πλειοψηφία, ας πούμε, και πώς την ορίζουμε. Ή στο τι είναι η ίδια η δημοκρατία, δηλαδή πόση και ποια δημοκρατία διασώζεται στα πολιτεύματα που ωστόσο χαρακτηρίζονται δημοκρατικά.
Με τους όρους λαϊκισμός/αντιλαϊκισμός διαπιστώνει κανείς ότι όσο περισσότερο τους χρησιμοποιούμε στις κομματικές και πολιτικές μας έριδες τόσο λιγότερο απτό καταντάει το περιεχόμενό τους. Μοιάζει σαν να είναι η πλαστελίνη η πρώτη ύλη τους. Ωστε να μπορεί ο καθένας να τους προσαρμόζει κουτοπόνηρα στις επιδιώξεις του, όσο υποκρίνεται τον επιστημονικά νηφάλιο χρήστη τους. Τυπικά λοιπόν, λεξικογραφικά, λαϊκισμός είναι να κολακεύεις τον λαό (και μάλιστα τα αρνητικά γνωρίσματά του). Να του λες ψέματα για να μην τον κακοκαρδίσεις. Να του αποκρύπτεις την αλήθεια, με στόχο να τον «παραπλανήσεις», τον «νήπιο».
Θαρρείς και υπάρχει μία και μόνη αλήθεια για τα πάντα, θρησκευτικού ή μεταφυσικού τύπου, και όχι απόψεις που συγκρούονται και υποθέσεις που μάχονται η μία την άλλη με πάθος. Θαρρείς επίσης και αρκεί να δηλώσεις αντιλαϊκιστής σε μια-δυο συνεντεύξεις σου για να είσαι κιόλας. Μήπως δεν δηλώνει σφοδρός πολέμιος του λαϊκισμού ο κ. Αδωνης Γεωργιάδης, ο ίδιος που κοπιάζει να πείσει τους Ελληνες πως είναι ο περιούσιος λαός της Ιστορίας, πως η γλώσσα τους είναι η γλώσσα των θεών, κ.ο.κ.; Μια χαρά λοιπόν μπορείς να κηρύσσεις ανένδοτο αντιλαϊκιστικό αγώνα, με τον κ. Γεωργιάδη πρωτοκορυφαίο σύμμαχό σου.
Στην τρέχουσα χρήση ο λαϊκισμός, γενικώς και αορίστως, αντιμετωπίζεται στρεψόδικα σαν μία από τις μορφές του Πονηρού, του σατανά. Ταυτόχρονα, ο αντιλαϊκισμός ανακηρύσσεται πανάκεια, με το περιεχόμενό του ηθελημένα ασαφές στις κρίσιμες πτυχές του, ώστε να μην ενοχλείται κανένας και ο καθείς να ακούει ό,τι τον βολεύει. Τι λαϊκιστικότερο. Αλλά πάντοτε αντιλαϊκιστικά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου