13 Ιαν 2016

Η αναγκαιότητα να διαπεράσουμε τη φαντασίωση- Του Σλαβόι Ζίζεκ


zizek
Συχνά ακούω τη μομφή ότι μιλώ ως Ευρωπαίος, ως μέρος της ευρωπαϊκής ελίτ με την οποία είμαι αλληλέγγυος, και ως τέτοιος αντιμετωπίζω τους πρόσφυγες ως εξωτερική απειλή προς αναχαίτιση. Σε αυτή τη μομφή μπορώ μόνο να πω ότι προφανώς μιλώ από την ευρωπαϊκή πλευρά, το να αρνηθώ αυτό θα ήταν παράλογο ψέμα, αλάνθαστο σημάδι πατροναριστικής και ψεύτικης αλληλεγγύης.
Αλλά για ποια ευρωπαϊκή θέση μιλάμε; Κατά τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχει ένα Ισλάμ, που ο ισλαμισμός μπορεί να υποθάλψει χειραφετητικό δυναμικό (έχω γράψει εκτενώς επ’ αυτού), έτσι και η ευρωπαϊκή παράδοση χαρακτηρίζεται από σειρά βαθιών αντιθέσεων.
O μόνος τρόπος να αντιπαλέψεις αποτελεσματικά τον ευρωκεντρισμό είναι από μέσα, ενεργοποιώντας τη ριζοσπαστική χειραφετητική παράδοση της Ευρώπης. Εν ολίγοις, η αλληλεγγύη μας με τους μη Ευρωπαίους χρειάζεται να είναι αλληλεγγύη στους αγώνες, ενότητα με την πάλη του κάθε πολιτισμού και όχι «διάλογος πολιτισμών».
Το κάλεσμα της Α. Μέρκελ για αποδοχή προσφύγων (περισσότερων προσφύγων από κάθε αλλη ευρωπαϊκή χώρα) είναι ένα γνήσιο ηθικό θαύμα, τέτοιο που δεν μπορεί απλώς να υποβιβαστεί ως καπιταλιστική στρατηγική της εισαγωγής φτηνής εργατικής δύναμης. Αυτό που βρίσκω κάτι παραπάνω από απλώς περίεργο είναι ο ζήλος να ασκηθεί κριτική στη Γερμανία για τη μη επίδειξη αρκετής ευρύτητας απέναντι στους πρόσφυγες, αντί να εστιάσουμε σε εκείνα τα κράτη που υιοθέτησαν παρανοϊκή αντιπροσφυγική στάση: την Πολωνία, την Ουγγαρία κ.ά.
Είναι η παλιά υπερεγωιστική λογική: όσο περισσότερο υπακούμε την επιταγή του νόμου, τόσο περισσότερο είμαστε ένοχοι. Όσο περισσότερο η Γερμανία δρα με ένα -σχετικά- έντιμο τρόπο, τόσο περισσότερο θα δέχεται κριτική. Επιπλέον, αποτελεί βαθύ σύμπτωμα της υποκρισίας μας το πόσο σπάνια η ευρωπαϊκή Αριστερά επιμένει ότι ο τρόπος να εξουδετερωθεί ο ρατσιστικός φόβος για τους πρόσφυγες είναι να συμπεριλάβουμε τους πρόσφυγες στο δημόσιο διάλογο. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί και τα άλλα ΜΜΕ θα έπρεπε να είναι γεμάτα πρόσφυγες, οι οποίοι να περιγράφουν  την έκκλησή τους, να εκφράζουν τις προσδοκίες τους κ.λπ. Χρειάζεται να τους δώσουμε τη δυνατότητα να μιλήσουν δημόσια, όχι μόνο να μιλάμε εξ ονόματός τους.
Αυτοκριτική του ευρωκεντρισμού
Μια ακόμα συχνά επαναλαμβανόμενη μομφή στρέφεται ενάντια στην αναφορά μου στις δυτικές «αξίες» και «τρόπο ζωής»: Πώς τολμώ να παραγνωρίζω το γεγονός ότι οι «δυτικές αξίες» είναι για τους ανθρώπους που ζουν στον τρίτο κόσμο η ιδεολογία εκείνη που δικαιολογεί την αποικιοκρατία και την εκμετάλλευση, την αμείλικτη καταστροφή του δικού τους τρόπου ζωής; Προφανώς και απέχω πολύ από το να αγνοώ το γεγονός αυτό -άλλωστε έχω γράψει σελίδες επ’ αυτού. Αυτό για το οποίο επιμένω είναι ότι, κατά τον ίδιο τρόπο που το Ισλάμ δεν αποτελεί ένα μεγάλο ομοιογενές σύνολο, η ευρωπαϊκή παράδοση πράγματι εμπεριέχει τη δυναμική για ριζοσπαστική χειραφέτηση, δηλαδή για τη ριζοσπαστική αυτοκριτική του ευρωκεντρισμού. Ενώ οι εκκλήσεις για επιστροφή σε ορισμένες προ-αποικιακές αυτόχθονες ρίζες ως επί το πλείστον ταιριάζουν απόλυτα στον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή αυτής της μομφής επισημαίνει ότι η ισότητα, ο φεμινισμός, κ.λπ., δεν είναι μέρος του πυρήνα των δυτικών αξιών, αλλά το αποτέλεσμα ενός διαρκούς αγώνα ενάντια στην ηγεμονική ιδεολογία και την πολιτική του καπιταλισμού. Υποστηρίζει ότι η ελευθερία του Τύπου, του δημόσιου λόγου, κ.λπ., δεν είναι ένα στοιχείο των φιλελεύθερων καπιταλιστικών κοινωνιών που αναδύθηκε αυθόρμητα. Κερδήθηκε σκληρά με λαϊκούς αγώνες κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 19ου αιώνα. Όταν η Δύση καυχιέται για τις χειραφετητικές της αξίες, χρειάζεται να έχουμε πάντα στο νου μας ότι κυρίως έχουμε να κάνουμε με τη λογική που λέει «αν δεν μπορέσεις να τους νικήσεις, συμμάχησε μαζί τους». Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με αυτό το επιχείρημα, προσθέτοντας ότι η ίδια μάχη συνεχίζεται και σήμερα (π.χ. Wikileaks).
Ο «ανήθικος» δυτικός πολιτισμός
Ένα τελευταίο σημείο: Σε δημόσιες συζητήσεις σε πανεπιστημιακούς χώρους από το Λονδίνο έως το Βερολίνο, επαναλαμβανόμενα ακούω ότι τώρα δεν είναι η ώρα για την ανάδειξη του ζητήματος της ασυμβατότητας των τρόπων ζωής, της θέσης των γυναικών σε κάποιες προσφυγικές κοινότητες, κ.λπ. Ότι τώρα αντιμετωπίζουμε μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση, εκατοντάδες χιλιάδες αγωνίζονται για τη ζωή τους. Συνεπώς το να αναδεικνύουμε πολιτιστικά ζητήματα τελικά αποπροσανατολίζει από τον πυρήνα του προβλήματος. Διαφωνώ εντελώς με αυτή τη λογική. Είναι τώρα ακριβώς, που εκατοντάδες χιλιάδες φτάνουν στην Ευρώπη, η ώρα που χρειάζεται να μιλήσουμε για όλα αυτά και να φωτίσουμε τους τρόπους αντιμετώπισης του ζητήματος.
Ο λόγος δεν είναι απλώς ότι μόνο μια τέτοια άμεση προσέγγιση μπορεί να αποκρούσει την αντιπροσφυγική παράνοια, αλλά μια πολύ πιο δυσοίωνη πραγματικότητα: Η σεξουαλικότητα έχει αναδειχθεί ως ένα από τα κεντρικά συστατικά της ιδεολογικο-πολιτικής μάχης του σήμερα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το κίνημα Μπόκο Χαράμ, που στην ουσία μπορεί να μεταφραστεί περιγραφικά ως «η δυτική εκπαίδευση απαγορεύεται», δηλαδή η εκπαίδευση των γυναικών. Πώς, λοιπόν, να εξηγηθεί το περίεργο γεγονός ότι ένα τεράστιο κοινωνικό πολιτικό κίνημα έχει ως κύριο προγραμματικό σημείο την ιεραρχική ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων;
Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί κατέστησε σαφές, δεκαετίες πριν, το γιατί μια επίθεση όπως αυτές στο Παρίσι, που εστιάζει στις «άσωτες» καθημερινές διασκεδάσεις, μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη. Τον Φεβρουάριο του 1979, επιστρέφοντας στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, είπε: «Δεν φοβόμαστε τις κυρώσεις. Δεν φοβόμαστε τη στρατιωτική εισβολή. Αυτό που μας φοβίζει είναι η εισβολή της δυτικής ανηθικότητας». Το γεγονός ότι ο Χομεϊνί μιλά για φόβο, για το τι πρέπει να φοβάται κάποιος περισσότερο στη Δύση, πρέπει να εκληφθεί κυριολεκτικά. Οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές, είτε σιίτες είτε σουνίτες, δεν έχουν πρόβλημα με τη βαρβαρότητα των οικονομικών ή των στρατιωτικών επιθέσεων, ο πραγματικός τους εχθρός δεν είναι η δυτική οικονομική νεοαποικιακή και στρατιωτική επιθετικότητα, αλλά ο «ανήθικος» πολιτισμός της Δύσης.
Η σεξουαλική διαφοροποίηση
Το ίδιο ισχύει και για τη Ρωσία του Πούτιν, όπου οι συντηρητικοί εθνικιστές ορίζουν τη σύγκρουσή τους με τη Δύση ως πολιτιστική, εσχάτως επικεντρώνοντας στη σεξουαλική διαφοροποίηση. Με αφορμή τη νίκη της αυστριακής ντραγκ κουίν Κοντσίτα Βουρστ στη Γιουροβίζιον του 2014, ο ίδιος ο Πούτιν είχε πει: «Η Βίβλος μιλά για τα δύο φύλα, τον άντρα και τη γυναίκα, και ο κύριος σκοπός της ένωσής τους είναι να δημιουργήσουν παιδιά». Ως συνήθως, ο λυσσαλέος εθνικιστής Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι, μέλος του ρωσικού κοινοβουλίου, ήταν πιο ειλικρινής. Χαρακτήρισε τη νίκη της ως «το τέλος της Ευρώπης», λέγοντας: «Δεν υπάρχει τέλος στην τραγωδία μας. Δεν υπάρχουν πια άντρες ή γυναίκες στην Ευρώπη, παρά μόνο ουδέτεροι». Ο ρώσος αναπληρωτής πρωθυπουργός, Ντμίτρι Ρογκόζιν έγραψε στο twitter ότι το αποτέλεσμα της Γιουροβίζιον «έδειξε στους οπαδούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το μέλλον τους, ένα μουσάτο κορίτσι».
Υπάρχει μια ορισμένη σχεδόν ποιητική παράξενη ομορφιά σε αυτή την εικόνα της γενειοφόρου κυρίας (για μεγάλο χρονικό διάστημα η τυπική φιγούρα των φρικ σόους στα τσίρκα) ως σύμβολου της ενωμένης Ευρώπης. Δεν είναι απορίας άξιο που η Ρωσία αρνήθηκε να μεταδώσει το διαγωνισμό της Γιουροβίζιον στη δημόσια τηλεόραση, με επικλήσεις σε ένα καινούργιο πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο. Παρατηρήστε την ίδια λογική με εκείνη του Χομεϊνί: όχι ο στρατός ή η οικονομία, ο πραγματικός φόβος είναι η ηθική διαφθορά, η απειλή της σεξουαλικής διαφοροποίησης. Η Μπόκο Χαράμ απλώς οδηγεί αυτή τη λογική στο καταληκτικό της σημείο.
Τι μας λέει η ψυχανάλυση
Δεν πρέπει να υποτιμάμε τη συνθετότητα και την επιμονή στους  διαφορετικούς «τρόπους ζωής» και εδώ η ψυχανάλυση μπορεί να βοηθήσει. Ποια είναι η παράμετρος που καθιστά τους διαφορετικούς πολιτισμούς (ή καλύτερα ακόμα τους τρόπους ζωής στην πλούσια υφή των καθημερινών πρακτικών) ασύμβατους; Ποιο είναι το εμπόδιο που εμποδίζει την ανάμειξη τους ή έστω την αρμονική συνύπαρξή τους;
Η ψυχαναλυτική απάντηση είναι: η απόλαυση. Δεν πρόκειται απλώς για το ότι οι διαφορετικοί τρόποι απόλαυσης είναι ασύμβατοι μεταξύ τους χωρίς κοινό παρονομαστή. Η απόλαυση του άλλου είναι ανυπόφορη για εμάς διότι (και εφόσον) δεν μπορούμε να βρούμε κατάλληλο τρόπο να σχετιστούμε με τη δική μας απόλαυση.
Η απόλυτη ασυμβατότητα δεν βρίσκεται μεταξύ της δικής μου και της απόλαυσης του άλλου, αλλά μεταξύ του εαυτού μου και της απόλαυσής μου, που παραμένει διαρκώς ένας ανοίκειος εισβολέας. Προς επίλυση αυτού του αδιέξοδου, το υποκείμενο προβάλλει τον πυρήνα της απόλαυσής του σε έναν Άλλο, αποδίδοντας σε αυτόν πλήρη πρόσβαση σε διαρκή απόλαυση. Ένα τέτοιο σύμπλεγμα δεν μπορεί παρά να δώσει ώθηση στη ζήλια, όπου το υποκείμενο δημιουργεί/φαντάζεται έναν παράδεισο (μια ουτοπία πλήρους απόλαυσης) από τον οποίο αυτός εκτοπίζεται.
Η πολιτική ζήλια
Ο ίδιος ορισμός ισχύει και για την πολιτική ζήλια, θα μπορούσαμε να την πούμε. Από τις αντισημιτικές φαντασιώσεις για μυστηριώδεις πρακτικές και ικανότητες των Εβραίων, μέχρι τις χριστιανικές φονταμενταλιστικές φαντασιώσεις για περίεργες σεξουαλικές πρακτικές των ομοφυλόφιλων.
Η ζήλια μπορεί να είναι εντελώς πραγματική και βάσιμη. Άλλοι μπορούν και έχουν πολύ πιο έντονη σεξουαλική ζωή από το υποκείμενο της ζήλιας -γεγονός που, όπως παρατηρεί ο Λακάν, δεν κάνει τη ζήλια λιγότερο παθολογική.
Σύμφωνα με σύντομη περιγραφή του Λακάν για την πολιτική διάσταση αυτού του φαινομένου, όταν η απόλαυσή μας εκτροχιάζεται, μόνο ο Άλλος είναι σε θέση να επισημάνει την πορεία της, αλλά μόνο εφόσον είμαστε διαχωρισμένοι από τον Άλλο. Το να επιτρέψουμε στον Άλλο το δικό του τρόπο απόλαυσης, θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν δεν επιβάλαμε το δικό μας τρόπο στον Άλλο, εάν δεν σκεφτόμασταν τον Άλλο ως υποανάπτυκτο.
Για να ανακεφαλαιώσουμε το επιχείρημα: Λόγω αδιέξοδου στη δική μας απόλαυση, ο μόνος τρόπος για μας να φανταστούμε μια συμβατή απόλαυση είναι να την αντιλαμβανόμαστε ως απόλαυση του Άλλου. Ωστόσο, η απόλαυση του Άλλου βιώνεται εξ ορισμού ως απειλή για την ταυτότητά μας, ως κάτι που πρέπει να απορριφθεί και να καταστραφεί ακόμη.
Στην περίπτωση ενός εθνικού συνόλου
Με το βλέμμα στην ταυτότητα ενός εθνικού συνόλου, αυτό ερμηνεύεται ως: «υπάρχει πάντα, σε κάθε ανθρώπινη κοινότητα, η απόρριψη μιας απροσπέλαστης απόλαυσης, που αποτελεί την κινητήρια δύναμη μιας πιθανής βαρβαρότητας». Εδώ, ο Λακάν υποστηρίζει τον Φρόιντ, για τον οποίο ο κοινωνικός δεσμός (ταυτοποίηση του συνόλου) διαμεσολαβείται από την ταυτοποίηση του καθενός από τα μέλη του συνόλου με τη φιγούρα ενός ηγέτη που αποδέχονται όλοι. Ο Λακάν αντιλαμβάνεται αυτή  τη συμβολική ταυτοποίηση με έναν ηγέτη – σημαίνον ως δευτερεύουσα έναντι μιας προϋπάρχουσας απόρριψης της απόλαυσης. Γεγονός που για τον ίδιο εξηγεί ότι «το θεμελιώδες έγκλημα δεν είναι η εξόντωση του πατέρα, αλλά η επιθυμία για εξόντωση αυτού που ενσαρκώνει την απόλαυση που απορρίπτω».
Το σημείο εκκίνησης, αυτό που «βλέπω άμεσα» είναι ότι δεν ξέρω ποιος ή τι είμαι, εφόσον ο εσώτατος πυρήνας της απόλαυσης μου μου διαφεύγει. Στη συνέχεια, ταυτοποιούμαι με άλλους που βρίσκονται στο ίδιο αδιέξοδο και βασίζουμε τη συλλογική μας ταυτότητα όχι άμεσα σε κάποιο ηγέτη – σημαίνον αλλά, πιο ουσιαστικά, στην κοινή μας απόρριψη της απόλαυσης του Άλλου.
Η κατάσταση της απόλαυσης του Άλλου είναι συνεπώς βαθιά διφορούμενη: Είναι απειλή για την ταυτότητά μου, αλλά την ίδια στιγμή η αναφορά μου σε αυτή θεμελιώνει την ταυτότητά μου. Εν ολίγοις, η ταυτότητά μου αναδύεται ως αμυντική αντίδραση σε ό,τι απειλεί, ή, όπως μπορεί να πει ο αντισημιτισμός, τι είναι ένας ναζιστής χωρίς έναν Εβραίο; Ο Χίτλερ φέρεται να είπε: «Πρέπει να σκοτώσουμε τον Εβραίο μέσα μας».
Η δήλωση του Χίτλερ λέει περισσότερα από ό,τι θέλει να πει: Ενάντια στην πρόθεσή του, επιβεβαιώνει ότι τα έθνη χρειάζονται την αντισημιτική φιγούρα του «Εβραίου», προκειμένου να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Επομένως, δεν είναι μόνο ότι «ο Εβραίος είναι μέσα μας». Αυτό που ο Χίτλερ μοιραία παρέλειψε είναι ότι αυτός, ο αντισημίτης, η ταυτότητά του, ενυπάρχει επίσης στον Εβραίο.
Το ίδιο ισχύει ακόμα και για ένα ορισμένο είδος αντι-ρατσισμού, ο πολιτικώς ορθός αντι-ρατσισμός εξαρτάται από το τι παλεύει (ή προσποιείται ότι). Σε πρώτο επίπεδο, ο ίδιος ο ρατσισμός παρασιτεί στον αντίπαλό του. Ο πολιτικώς ορθός αντι-ρατσισμός υποστηρίζεται από το πλεόνασμα απόλαυσης που προκύπτει όταν το υποκείμενο ανακαλύπτει πανηγυρικά την κρυμμένη ρατσιστική προκατάληψη μιας εκ πρώτης όψεως ουδέτερης δήλωσης ή χειρονομίας.
Ένα ακόμη συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να οδηγηθούμε από αυτή την ανάμειξη απολαύσεων, είναι ότι ο ρατσισμός είναι ιστορικό φαινόμενο. Ακόμα και αν ο αντισημιτισμός φαίνεται να παραμένει το ίδιο μέσα στις χιλιετίες, η εσωτερική του δομή αλλάζει με κάθε ιστορική ρήξη. Ο γάλλος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ σημειώνει ότι στο σημερινό παγκόσμιο καπιταλισμό, στον οποίο είμαστε όλοι γείτονες μεταξύ μας, ακόμα και αν ζουμε μακριά ο ένας από τον άλλο, η δομή του αντισημιτισμού είναι κατά κάποιο τρόπο παγκοσμιοποιημένη. Κάθε άλλη εθνοτική ομάδα που θεωρείται ως απειλή για τις ταυτότητές μας λειτουργεί ως «Εβραίος» για τον αντισημίτη. Αυτή η παγκοσμιοποίηση αγγίζει το απόγειό της στο μοναδικό εξαιρετικό γεγονός ότι ακόμη και οι ένθερμοι σιωνιστές κατασκευάζουν την εικόνα του «Εβραίου που μισεί τον εαυτό του».
Η αποφυγή της επιλογής
Η βασική αρχή της θεωρίας του Λακάν είναι ότι η «ασυμμετρία στη συμβολική τάξη» δεν παρουσιάζεται κυρίως μεταξύ διαφορετικών τρόπων ζωής (πολιτισμών), αλλά στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Κάθε πολιτισμός είναι δομημένος γύρω από συγκεκριμένα «σημεία αδυναμίας», ανταγωνισμούς. Κάθε πολιτισμός στερείται «κατάλληλα σημαίνοντα» για τον ίδιο, για τις δικές του αναπαραστάσεις, γι’ αυτό απαιτούνται οι φαντασιώσεις, για την κάλυψη αυτού του κενού. Αυτές οι φαντασιώσεις, κατά κανόνα, αφορούν άλλους πολιτισμούς. Για να επιστρέψουμε στους ναζί, η φαντασίωση του Εβραίου είναι στοιχείο – κλειδί στη δόμηση της ταυτότητας του ναζιστή. Ο Εβραίος ως εχθρός επιτρέπει στο αντισημιτικό υποκείμενο να αποφύγει την επιλογή μεταξύ εργατικής τάξης και κεφαλαίου: Ενοχοποιώντας τον Εβραίο, του οποίου τα σχέδια πυροδοτούν ταξική σύγκρουση, υποστηρίζει το όραμα της αρμονικής κοινωνίας, στην οποία εργατικό δυναμικό και κεφάλαιο συνεργάζονται.
Αυτός είναι ο λόγος που η Τζούλια Κρίστεβα έχει δίκιο όταν συνδέει το φοβικό αντικείμενο με την αποφυγή της επιλογής. Είναι αυτό που επιχειρεί όσο το δυνατόν περισσότερο να αποτρέψει το υποκείμενο από μια επιλογή. Μήπως αυτή η πρόταση δεν ισχύει ιδιαίτερα για την πολιτική φοβία; Μήπως η επίκληση του φοβικού αντικειμένου, για το φόβο του οποίου η δεξιά λαϊκιστική ιδεολογία κινητοποιεί τους οπαδούς της (σήμερα στην Ευρώπη ο πρόσφυγας), δεν ενσαρκώνει την άρνηση της επιλογής; Ποια επιλογή; Την επιλογή θέσης στην ταξική πάλη.
Πρέπει, λοιπόν, να διαχωρίσουμε τις «καλές» από τις «κακές» φαντασιώσεις; Για παράδειγμα, να αντικαταστήσουμε τις ρατσιστικές φαντασιώσεις με ανθρωπιστικές παγκόσμιας αδελφοσύνης και συνεργασίας; Είναι, πράγματι, οι φαντασιώσεις το τελευταίο καταφύγιο της πολιτικής; Είναι ο κομουνισμός μια φαντασίωση στην οποία πρέπει να γραπωθούμε με κάθε κόστος;
Το ελάχιστο που μπορεί κάποιος να υποστηρίξει είναι ότι η θεωρία του Λακάν ανοίγει έναν άλλο δρόμο, αυτόν που μπορούμε να ονομάσουμε «πολιτική που διαπερνά τη φαντασίωση». Εκείνη την πολιτική που δεν συσκοτίζει κοινωνικούς ανταγωνισμούς, αλλά τους αντιμετωπίζει, την πολιτική που όχι απλώς στοχεύει στην επίτευξη ενός ανέφικτου οράματος, αλλά που κάνει πράξη ένα διάλογο, ένα κοινωνικό δεσμό που δεν θα είναι απλά μια επίφαση.
* Το κείμενο σε μεγαλύτερη εκδοχή δημοσιεύτηκε στις 28 Δεκέμβρη 2015, στον ιστότοπο «In these times» [inthesetimes.com/article/18722/Slavoj-Zizek-on-Syria-refugees-Eurocentrism-Western-Values-Lacan-Islam].
Εφημερίδα Εποχή

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More