«Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που/
φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς, /
παραδίνεται για να σωθεί, στο έλεος του/
Θεού και στους νόμους των κλεφτών».
Ο κατά πολλούς ιδρυτής της επαναστατικής Τέχνης στην Ελλάδα, ένας άνθρωπος που αναποδογύρισε μια «βολεμένη» ζωή κι άρχισε, όπως έλεγε ο Τάσος Λειβαδίτης, να γράφει «για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν», ο ποιητής που έγραφε «για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ” τον άμμο…», ο Κώστας Βάρναλης, «έφευγε» σαν σήμερα πριν ακριβώς από 41 χρόνια, στις 16 Δεκέμβρη του 1974.
Ο Βάρναλης, υπήρξε ανελέητος μαστιγωτής της εθελοδουλίας. Εχθρός της θωπείας προς τον καταπιεσμένο που μέσα από την αλλοτρίωσή του μετατρέπεται σε θεληματικό θύμα αλλά και σε θύτη.
«Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ αδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος – έγραφε – πάει ταχτικά με τους νικητές. Ως τώρα η ιστορία του κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.
Λεφτεριά θα πει δύναμη. Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασία τους παρά την κρίση τους».
Ο ίδιος αυτός άνθρωπος, αρνητής κάθε κολακείας προς τον θεληματικό δούλο, αποτελεί, ταυτόχρονα, εκείνη την εμβληματική μορφή που χλευάζοντας την «αισθητική του Κολωνακίου» πήρε την «αντιποιητική γλώσσα» των λαϊκών στρωμάτων και της απέδωσε όλα τα κλέη της ποιητικής της δικαίωσης.
Κάθε στίχος του Βάρναλη είναι και μια αποκαθήλωση της θεολογικής μεταφυσικής. Οι λέξεις του είναι τόσο ευθύβολες και ο λόγος του τόσο πυκνός που κάθε εγχείρημα «υπερταξικού» εγκιβωτισμού της πραγματικότητας διαλύεται αστραπιαία:
«Πως θα σωθούμε απ’ την “ελευθερία” της σκλαβιάς μας κι απ’ τον “υπέρ πατρίδος” των Προδοτών; Και πότε απ΄ τους θεούς των Αθέων και των ανθρωποφάγων;»
Κι ακόμα:
«Άμβωνας, θρανίο και γκλομπ, θα δουλεύουν αδερφικά, να χωρίζουν τους πολίτες σε χορτάτους και σε κορόιδα, και να ταιριάζουνε τα αταίριαστα με την αρμονία των τάξεων».
Ο αμετανόητος κομμουνιστής Βάρναλης, στις αιτιάσεις εναντίον του για την «στράτευσή του», ήταν καταιγιστικός:
«…όλες οι τέχνες «πολιτεύονται», είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι. Κι η επαναστατική τέχνη «πολιτεύεται» – έλεγε ο Βάρναλης – με τη διαφορά, πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική Συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας κι από αντίδραση στη Συνήθεια».
Όταν πέθανε ο Παλαμάς τον ξεπροβόδισε ο Σικελιανός κάνοντας λόγο για το φέρετρο που πάνω του ακουμπούσε όλη η Ελλάδα. Από την ίδια στόφα ήταν φτιαγμένος και ο Βάρναλης. Από τη στόφα των ποιητών που πάνω τους μπορεί να ακουμπάει ο λαός στα δύσκολα.
Ο Βάρναλης έγινε η «φωνή του λαού», υπήρξε ένα με το λαό, ακριβώς γι’ αυτό: Γιατί ποτέ δεν κατέφυγε στην ευκολία να θωπεύσει και να καλοπιάσει το λαό:
«Όταν πεθαίνει ο βασιλιάς μη χαίρεσαι λαουτζίκο. Μη λες πως θαν’ καλύτερος ο νυν από τον τέως. Πως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο από τον λύκο. Τότε μονάχα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος…».
Ο Βάρναλης αρνήθηκε να γίνει «δημοπίθηκος» που με κολακείες εξαπατά το λαό. Δεν κρύβει τίποτα όταν μιλώντας στους «Μοιραίους» θέτει την παθητικοποίηση και τη μοιρολατρία μπροστά στον καθρέφτη της:
«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα…».
Κι επίσης:
«Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς».
Η φιγούρα του Βάρναλη, του «παππού των λαϊκών αγώνων», όπως τον αποκαλούσε ο Ρίτσος, θα ξεχωρίζει πάντα στην αίθουσα του στρατοδικείου δίπλα στον Λουντέμη, όταν εκείνος στην παραίνεση του δικαστή να κάνει μια «δήλωση μετανοίας» και αποκήρυξης των ιδεών του για να πάψει να «τραβιέται» στα ξερονήσια απάντησε:
«Κύριε πρόεδρε ο άνθρωπος έκανε κάτι εκατομμύρια χρόνια για να σταθεί στα δυο του πόδια. Δεν θα τον ξαναγυρίσω εγώ στα τέσσερα»!
Ο Βάρναλης υπήρξε σαρκαστικός και αμείλικτος εχθρός της σεμνοτυφίας. Στα βαρύγδουπα ερωτήματα του τύπου «ποια είναι τα σημαντικότερα ιδανικά της ζωής», απαντούσε:
«(…) οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα και να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο «Βυζάντιο»..».
Υπήρξε ο απόλυτος απέναντι στη γλίτσα του λογοτεχνικού, δημοσιογραφικού και κάθε λογής σιναφιού που αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως σμπίρος της εξουσίας. Έγραφε:
«Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,/ της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,/ και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,/ του βούρκου. λιβανίζετε την μπόχα!».
Ο Βάρναληςείναι «Το Φως που Καίει». Διαρκώς. Είναι ένας «παραμυθάς»που όχι μόνο δεν χαρίζεται στον«κυρίαρχο» λαό κάθε φορά που ο λαός ανέχεται να τον κουμαντάρουν οι αφεντάδες, αλλά και κατσαδιάζει τον λαό όταν υποτάσσεται στο ρόλο του υποτακτικού που«δεν μπορούσε πια μήτε να ζήσει – μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”».
Ο Βάρναλης, είναι εκείνος που «Στην αληθινή απολογία του Σωκράτη»προειδοποιεί:
«Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς, παραδίνεται για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των κλεφτών».
Ο Κώστας Βάρναλης, επίκαιρος όσο ποτέ, θα είναι πάντα εκείνος που θα μπολιάζει το «θύμα» και το «ψώνιο» με την προτροπή να σηκώσει το ανάστημά του.
Είναι ο «Οδηγητής» που κράτα άσβεστη τη σπίθα: «Αν ξυπνήσεις μονομιάς θάρθει ανάποδα ο ντουνιάς»!
Πηγή: enikos.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου