Η πολιτική των
μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων στον κρίσιμο τομέα της νέας γενιάς και σε
ό,τι αφορά την παιδεία και αγωγή της ανέκαθεν υπήρξε πομφόλυγας, αφού
διαχρονικά παρήγαγε μεγάλο αριθμό νόμων, αλλά ελάχιστες πολιτικές
εφαρμογής.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να «εκπαιδευτούν» οι νέες γενιές με σοβαρές ελλείψεις στον τομέα της γνώσης και των δεξιοτήτων, ειδικότερα στον σωματικό τομέα, κάτι που φαίνεται τόσο από τους αυξημένους δείκτες παχυσαρκίας, αλλά και από την έλλειψη κουλτούρας που αφορά την άσκηση και τον αθλητισμό.
Το αποτέλεσμα δε αυτό είναι τόσο έντονο τα τελευταία χρόνια, εφόσον για κάθε υπουργό Παιδείας και Αθλητισμού υπάρχει τουλάχιστον ένας νόμος και δεκάδες άλλες επιτροπές που «μελετούν» αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας και εφαρμογής των μέσων και περιεχομένων της εκπαίδευσης.
Η κατανόηση του φαινομένου ανάγεται στη χρηστική σημασία που εκπέμπεται στην κοινωνία για τον ρόλο των φυσικών δραστηριοτήτων, αφού δεν θεωρούνται ανάλογης σημασίας με την πνευματική εκπαίδευση, κυρίως ίσες με μορφωτικές αξίες αλλά και με προοπτική κάποιας επαγγελματικής εξασφάλισης.
Ετσι ο ρόλος της νεωτερικής ονοματολογίας της Γυμναστικής σε Φυσική Αγωγή στην εκπαίδευση, που συνοδεύτηκε με την ανάλογη θεωρητικοποίηση του περιεχομένου της, λειτούργησε ανασταλτικά στην ουσία της εφαρμοσμένης αθλητικής παιδείας.
Επίσης η παντελής αδιαφορία για σχεδιασμό και οργάνωση προγραμμάτων αθλητικών δραστηριοτήτων στην καθημερινότητα των κοινωνικών ομάδων των νέων, έχοντας τεράστιες ελλείψεις σε δημόσιες εγκαταστάσεις, ελαχιστοποίησε την ενεργητική συμμετοχή των.
Φυσικό επακόλουθο τέτοιας πολιτικής στην αθλητική παιδεία και την άσκηση των πολιτών, ειδικότερα στην περίοδο της κρίσης, είναι να υπάρχει αδυναμία των κοινωνικών ομάδων να ασχοληθούν με τη γύμνασή τους ως ουσιαστική αναγκαιότητα αλλά και ως μέσο συμπληρωματικής καθημερινής πληρότητας.
Παρόλα αυτά που συμβαίνουν εδώ και δεκαετίες, βλέπουμε σήμερα μια ριζοσπαστική πολιτική της Αριστεράς, που ιδεολογικά τουλάχιστον θα έπρεπε να συμβαδίζει με τη φιλοσοφία μιας αθλητικής παιδείας και ενεργητικής δραστηριοποίησης, να αδιαφορεί απαξιώνοντάς την.
Οι λόγοι ανάγονται τόσο στην άγνοια και την έλλειψη σοβαρής ενασχόλησης με το γνωστικό πεδίο της παραγωγής πολιτικής αθλητικής παιδείας, κάτι που φάνηκε άμεσα με την κυβερνητική ανάληψη, όσο και στην αδυναμία στελέχωσης με εξειδικευμένο αθλητικό - επιστημονικό δυναμικό.
Ανέκαθεν ο χώρος της αθλητικής παιδείας ήταν για την πολιτική τομέας «φαινομενικής» παρεμβατικότητας, αφού θεωρείται ελάσσονος σημασίας για τους πολίτες, άρα και για τους υπεύθυνους κυβερνητικούς πολιτικούς στις αντίστοιχες υπουργικές καρέκλες.
Ο τομέας της αθλητικής παιδείας και αγωγής στην εκπαίδευση, αν και «αναβαθμίστηκε» με παραγωγή διδακτικών εγχειριδίων και περιεχομένων διδασκαλίας, στην πρακτική της όμως αποτελεσματικότητα παρέμεινε ως παρίας ενδιαφέροντος από τους διδασκόμενους.
Οι αιτίες ερμηνεύονται από την κοινωνική αναγωγή της Γυμναστικής ως δραστηριότητας προσωπικής επιλογής και αναγκαιότητας των νέων, όταν και όποτε θεωρηθεί ότι αυτή χρειάζεται είτε για την αισθητική, είτε για τη βελτίωση της υγείας των.
Αυτή η μορφή αθλητικής κουλτούρας μεταδίδεται διαχρονικά στις κοινωνικές ομάδες με αποτέλεσμα την ανυπαρξία απαίτησης δημόσιων και δωρεάν προγραμμάτων «Ασκησης – Αθλησης για Ολους» όπως υπήρξαν στο παρελθόν.
Ακόμη η έλλειψη αθλητικής αγωγής στις νεότερες γενιές φαίνεται στην αντιαθλητική συμπεριφορά και λειτουργία τους, κυρίως κατά την παθητική τους παρουσία ως φίλαθλοι – οπαδοί με αποτέλεσμα την αύξηση των φαινομένων βίας
Αντίθετα η μετέπειτα κοινωνική καταξίωση, με τα ανάλογα θετικά επακόλουθα που δίδονται στις αθλητικές διακρίσεις, επέδρασε στους «ολίγους» συμμετέχοντες «επαγγελματικά» στον αθλητισμό να χρησιμοποιούν κάθε έκνομο μέσο για την επίτευξη της επίδοσης και διάκρισης.
Ετσι κατά το παρελθόν γίναμε μάρτυρες των πολλών κρουσμάτων «ντόπινγκ», τα οποία συνεχίζονται ακόμη και σήμερα, με την Πολιτεία να εξαγγέλλει νέες «θεσμικές» παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Ο θεσμικός μαξιμαλισμός στην αθλητική παιδεία έχει λειτουργήσει ιδεοληπτικά κυρίως για τους πολιτικούς, ως μέσο αναφοράς της κυβερνητικής παρουσίας τους, και για τους πολίτες ως ένα ακόμη αδιάφορο μέτρο μη εφαρμόσιμης κατασταλτικής πολιτικής.
Τελικά η διαμόρφωση πολιτικής αθλητικής παιδείας τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην κοινωνία θα παραμένει ακόμη μια φορά πολιτικό ζητούμενο χωρίς να διαφαίνεται σημάδι ελπίδας και αισιοδοξίας στο παρόν, πολύ δε περισσότερο στο μέλλον.
* αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να «εκπαιδευτούν» οι νέες γενιές με σοβαρές ελλείψεις στον τομέα της γνώσης και των δεξιοτήτων, ειδικότερα στον σωματικό τομέα, κάτι που φαίνεται τόσο από τους αυξημένους δείκτες παχυσαρκίας, αλλά και από την έλλειψη κουλτούρας που αφορά την άσκηση και τον αθλητισμό.
Το αποτέλεσμα δε αυτό είναι τόσο έντονο τα τελευταία χρόνια, εφόσον για κάθε υπουργό Παιδείας και Αθλητισμού υπάρχει τουλάχιστον ένας νόμος και δεκάδες άλλες επιτροπές που «μελετούν» αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας και εφαρμογής των μέσων και περιεχομένων της εκπαίδευσης.
Η κατανόηση του φαινομένου ανάγεται στη χρηστική σημασία που εκπέμπεται στην κοινωνία για τον ρόλο των φυσικών δραστηριοτήτων, αφού δεν θεωρούνται ανάλογης σημασίας με την πνευματική εκπαίδευση, κυρίως ίσες με μορφωτικές αξίες αλλά και με προοπτική κάποιας επαγγελματικής εξασφάλισης.
Ετσι ο ρόλος της νεωτερικής ονοματολογίας της Γυμναστικής σε Φυσική Αγωγή στην εκπαίδευση, που συνοδεύτηκε με την ανάλογη θεωρητικοποίηση του περιεχομένου της, λειτούργησε ανασταλτικά στην ουσία της εφαρμοσμένης αθλητικής παιδείας.
Επίσης η παντελής αδιαφορία για σχεδιασμό και οργάνωση προγραμμάτων αθλητικών δραστηριοτήτων στην καθημερινότητα των κοινωνικών ομάδων των νέων, έχοντας τεράστιες ελλείψεις σε δημόσιες εγκαταστάσεις, ελαχιστοποίησε την ενεργητική συμμετοχή των.
Φυσικό επακόλουθο τέτοιας πολιτικής στην αθλητική παιδεία και την άσκηση των πολιτών, ειδικότερα στην περίοδο της κρίσης, είναι να υπάρχει αδυναμία των κοινωνικών ομάδων να ασχοληθούν με τη γύμνασή τους ως ουσιαστική αναγκαιότητα αλλά και ως μέσο συμπληρωματικής καθημερινής πληρότητας.
Παρόλα αυτά που συμβαίνουν εδώ και δεκαετίες, βλέπουμε σήμερα μια ριζοσπαστική πολιτική της Αριστεράς, που ιδεολογικά τουλάχιστον θα έπρεπε να συμβαδίζει με τη φιλοσοφία μιας αθλητικής παιδείας και ενεργητικής δραστηριοποίησης, να αδιαφορεί απαξιώνοντάς την.
Οι λόγοι ανάγονται τόσο στην άγνοια και την έλλειψη σοβαρής ενασχόλησης με το γνωστικό πεδίο της παραγωγής πολιτικής αθλητικής παιδείας, κάτι που φάνηκε άμεσα με την κυβερνητική ανάληψη, όσο και στην αδυναμία στελέχωσης με εξειδικευμένο αθλητικό - επιστημονικό δυναμικό.
Ανέκαθεν ο χώρος της αθλητικής παιδείας ήταν για την πολιτική τομέας «φαινομενικής» παρεμβατικότητας, αφού θεωρείται ελάσσονος σημασίας για τους πολίτες, άρα και για τους υπεύθυνους κυβερνητικούς πολιτικούς στις αντίστοιχες υπουργικές καρέκλες.
Ο τομέας της αθλητικής παιδείας και αγωγής στην εκπαίδευση, αν και «αναβαθμίστηκε» με παραγωγή διδακτικών εγχειριδίων και περιεχομένων διδασκαλίας, στην πρακτική της όμως αποτελεσματικότητα παρέμεινε ως παρίας ενδιαφέροντος από τους διδασκόμενους.
Οι αιτίες ερμηνεύονται από την κοινωνική αναγωγή της Γυμναστικής ως δραστηριότητας προσωπικής επιλογής και αναγκαιότητας των νέων, όταν και όποτε θεωρηθεί ότι αυτή χρειάζεται είτε για την αισθητική, είτε για τη βελτίωση της υγείας των.
Αυτή η μορφή αθλητικής κουλτούρας μεταδίδεται διαχρονικά στις κοινωνικές ομάδες με αποτέλεσμα την ανυπαρξία απαίτησης δημόσιων και δωρεάν προγραμμάτων «Ασκησης – Αθλησης για Ολους» όπως υπήρξαν στο παρελθόν.
Ακόμη η έλλειψη αθλητικής αγωγής στις νεότερες γενιές φαίνεται στην αντιαθλητική συμπεριφορά και λειτουργία τους, κυρίως κατά την παθητική τους παρουσία ως φίλαθλοι – οπαδοί με αποτέλεσμα την αύξηση των φαινομένων βίας
Αντίθετα η μετέπειτα κοινωνική καταξίωση, με τα ανάλογα θετικά επακόλουθα που δίδονται στις αθλητικές διακρίσεις, επέδρασε στους «ολίγους» συμμετέχοντες «επαγγελματικά» στον αθλητισμό να χρησιμοποιούν κάθε έκνομο μέσο για την επίτευξη της επίδοσης και διάκρισης.
Ετσι κατά το παρελθόν γίναμε μάρτυρες των πολλών κρουσμάτων «ντόπινγκ», τα οποία συνεχίζονται ακόμη και σήμερα, με την Πολιτεία να εξαγγέλλει νέες «θεσμικές» παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Ο θεσμικός μαξιμαλισμός στην αθλητική παιδεία έχει λειτουργήσει ιδεοληπτικά κυρίως για τους πολιτικούς, ως μέσο αναφοράς της κυβερνητικής παρουσίας τους, και για τους πολίτες ως ένα ακόμη αδιάφορο μέτρο μη εφαρμόσιμης κατασταλτικής πολιτικής.
Τελικά η διαμόρφωση πολιτικής αθλητικής παιδείας τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην κοινωνία θα παραμένει ακόμη μια φορά πολιτικό ζητούμενο χωρίς να διαφαίνεται σημάδι ελπίδας και αισιοδοξίας στο παρόν, πολύ δε περισσότερο στο μέλλον.
* αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου