1 Νοε 2015

Απορίες μικρές και μεγαλύτερες

Παλιέ καλέ μου φίλε Αριστείδη (*)
Απ’ όταν επανεντάχτηκα στο ΣΥΡΙΖΑ το 2010, αλλά, κυρίως, απ’ την εκλογική νίκη του Γενάρη και μετά, διάφορες απορίες, μικρές ή και μεγαλύτερες, με τριγυρίζουν. Συχνά, πιάνω τον εαυτό μου να μη θέλει να δεχτεί κάποιες «προφανείς» απαντήσεις, σαν τους «παλιούς» που δε δέχονταν νάχουν ούτε ίχνος αμφιβολίας, και μάλιστα «εν καιρώ πολέμου», λες κι όλο το ιδεολογικό τους οικοδόμημα θα γκρεμίζονταν με το πρώτο «μήπως όμως…». Φυσικά, οι απορίες μου εντάθηκαν μετά την υπογραφή του τρίτου Mνημονίου.
Philip Guston  "Moνομάχοι" (1940)
Philip Guston «Moνομάχοι» (1940)
Όταν γύρισε ο Πρωθυπουργός κι όλο το διαπραγματευτικό κλιμάκιο απ’ τις Βρυξέλλες, μας είπαν πως αναγκάστηκαν, γιατί δεν είχαν εντολή για ρήξη ή έξοδο… Τότε, γιατί το δημοψήφισμα, από μια κυβέρνηση με «νωπή» εκλογική εντολή, για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της (της Θεσσαλονίκης), που θα μας απάλλασσε απ’ το Μνημόνιο μια και καλή; Θυμίζω πως θα τα καταφέρναμε, «ρίχνοντας» διάφορα χαρτιά στο τραπέζι. Πολλά μεγάλα λόγια; Λάθος υπολογισμός για τους στόχους του αντιπάλου; Πώς θα καταλάβουμε τι ακριβώς έγινε; Όλα τα περί αφόρητης πίεσης, δεκαεφτάωρου κ.λπ., πολύ ανθρώπινα, δεν μπορούν ν’ αντικαταστήσουν τα πολιτικά επιχειρήματα που, μόνο αυτά, θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε αν όλ’ αυτά ήταν αναγκαίο να συμβούν, ή μπορούσαμε να χειριστούμε μ’ άλλον τρόπο τη σκληρή διαπραγμάτευση. Υπάρχει αίσθηση της ήττας στο «στενό ηγετικό κλιμάκιο» που διαμορφώθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογική μας εκτόξευση του 2012; Δεν το νομίζω.
Αρχικά πίστεψα πως χάσαμε μια μ­­­άχη, όχι όμως  και τον πόλεμο. Η ηγετική ομάδα όμως; Πώς βοηθάει προς αυτήν την κατεύθυνση; Εξηγούμαι: Σ’ εκείνη τη ταραγμένη ολονύχτια συνεδρίαση της Βουλής, η «γραμμή» της κυβέρνησης ήταν πως ναι μεν αναγκαστήκαμε να υπογράψουμε ένα Μνημόνιο επαχθές, κόντρα στον προσανατολισμό μας,  αλλά είμαστε η μόνη δύναμη που μπορεί να  βρει «διόδους» αριστερής «διαφυγής». Εκτός απ’ αυτήν τη γενικόλογη δήλωση, τίποτε πιο συγκεκριμένο δεν ειπώθηκε σ’ εκείνη τη συνεδρίαση που υπερψήφισε το τρίτο Μνημόνιο με άνετη πλειοψηφία, παρά τα πολλά όχι απ’ τη δική μας κοινοβουλευτική ομάδα. Πολλοί σύντροφοι, μάλιστα, καταψήφισαν, διευκρινίζοντας όμως πως καταψηφίζουν το Μνημόνιο, όχι το κόμμα. Γιατί λοιπόν «βιάστηκαν» υψηλά κυβερνητικά στελέχη να δηλώσουν πως η καταψήφιση σημαίνει ρήξη; Μα πώς θα «υπ­ονομεύουμε» το Μνημόνιο; Με χειροκροτητές;
Εφόσον οι νεοφιλελεύθεροι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν κάνουν ρούπι πίσω απ’ τις ιδεολογικές τους εμμονές, εφόσον απέρριψαν ως και τη φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων ως  ισοδύναμο, θα χρειαστούμε, πιο πολύ από ποτέ, όχι το χειροκρότημα, αλλά την κριτική. Φαντάσου (μικρό σενάριο επιστημονικής φαντασίας): Στη Βουλή ψηφίζεται  κάτι, αφού οι «θεσμοί» φρόντισαν ν’ απορρίψουν όσα αντισταθμιστικά. Έξω, η πλατεία «βράζει» και ωρύεται:  Ναι στο ΣΥΡΙΖΑ, Όχι στο νόμο, Ναι στο ΣΥΡΙΖΑ, Όχι  στο νόμο! Φαντάζεσαι τι διαπραγματευτική δύναμη θα ’δινε στην  κυβέρνηση!
 Δηλαδή, τι; Οι ψηφοφόροι ή, ακόμα πιο ανήκουστο, τα μέλη του κόμματος ενάντια στην κυβέρνησή τους; Ούτ’ ενάντια, ούτε όμως κι ευκολόπιστα, αλλά κριτικά και ανοιχτά σε διάλογο με σεβασμό σ’ όλες τις απόψεις  ώστε, τελικά, να φτιάχνουν την ενότητα.  Πολλοί σύντροφοι θ’ απορήσουν. Εγώ πάλι όχι. Στα τόσα χρόνια στράτευσής μου, έχω καταλάβει ότι πιο ωφέλιμα ήταν τα κριτικά σχόλια  παρά οι εύκολες-«ξένοιαστες» χαρές ή οι έπαινοι. Έχω κι άλλες πολλές απορίες, που θα τις στριμώξω σε δύο υποκατηγορίες:
  1. Η κυρίαρχη γραμμή για να φέρει το Κόμμα «στα ίσα» τις πριν εξαγγελίες με τις τωρινές πραγματικότητες είναι τα ισοδύναμα: μόνο εμείς που νοιαζόμαστε τα λαϊκά στρώματα. Πώς όμως; «Πατάσσοντας» τη φοροδιαφυγή του μεγάλου πλούτου κλπ. Γιατί δυσανασχετώ κάθε φορά π’ ακούω κάτι τέτοια; Γιατί τάχουν πει όλες οι πασοκικές και οι νεοδημοκρατικές κυβερνήσεις ως τώρα. Κι η δικιά μας; Τόσους μήνες δεν έκανε τίποτα ούτε καν στο «επικοινωνιακό» επίπεδο. Γιατί, τώρα που πρέπει να τρέχουμ’ ενάντια στις επικείμενες παραγραφές μεταφέρουμε τις αρμοδιότητες του ΣΔΟΕ στη γενική γραμματεία Δημοσίων Εσόδων;
  2. Μας χρειάζεται να ξαναλειτουργήσει το Κόμμα, που ήταν απασχολημένο πολύ με τις εσωτερικές του ισορροπίες, και πιο λίγο με την ιδεολογική και πολιτική του φυσιογνωμία. Οι επιτροπές κοινοβουλευτικού ελέγχου, όταν ήμασταν αντιπολίτευση, μπορούσαν να ελέγχουν, όχι όμως να παράγουν ιδεολογικές σταθερές τέτοιες που να ζωογονούν το κόμμα, και, άρα, την κυβέρνηση που βγήκε απ’ τα σπλάχνα του, και άρα να προχωράν την κοινωνία προς την απελευθέρωσή της απ’ όλους τους αφέντες της. Γι’ αυτό χρειάζεται το συνέδριο που θα βάλει το κόμμα σε νέες βάσεις ώστε και να προτείνει, και να ελέγχει. Το συνέδριο, φίλε μου παλιέ, θέλει πολλή δουλειά. Δεν «ξεπετιέται» στα γρήγορα, και μάλιστα με προκαθορισμένη στόχευση. Σταχυολογώ: «κόμμα μακριά απ’ την κυβέρνηση» τη μια μέρα, «κόμμα μακριά απ’ το κράτος» την άλλη, απ’ τα ίδια χείλη. Ανοιχτό όμως στις στρατιές των νέων συμπαθούντων, απ’ όπου κι αν προέρχονται.
Παλιέ μου φίλε. Το πρώτο, και μοναδικό στήριγμα που θάχει τούτη η κυβέρνηση είναι να δομήσουμ’ ένα κόμμα (νέου τύπου, το λέγαν οι παλιότεροί μας) βοηθό και κριτή της κυβέρνησης, αρωγό στις δυσκολότατες ώρες της κοινωνίας, που θα λέει πάντα τα πράματα με τ’ όνομά τους χωρίς «επικοινωνιακού τύπου εξυπνάδες.
Άσε που μας λείπουν τραγικά και οι οργανικοί διανοούμενοι.
Με συντροφικούς χαιρετισμούς, που λέγαν κι οι παλιοί, φίλε Αριστείδη, χαίρε!
Νίκος Πολίτης

*Με αφορμή το κείμενο του Α. Μπαλτά στα «Ενθέματα», 30.8.2015

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More