Φόρος λέγεται η υποχρέωση εισφοράς προς το κράτος. Σε χρήμα, σε είδος, ακόμα και σε ανθρώπους.
Διαχρονικά, η εξουσία αναγνωρίζει μόνο ένα ρήμα, το
ρήμα φέρω. Και μάλιστα στην προστακτική του. «Φέρε». «Μας λείπουν,
φέρε», «που έκρυψες τα υπόλοιπα, φέρε». Και από το ρημάδι τούτο το ρήμα
προέκυψε η λέξη φόρος.
Δίνει ο δυστυχής, όσα κι αν έδωσε ξαναδίνει, δεν
επαρκούν ξαναδίνει. Φόροι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Φόρος των
συμμάχων, φόρος υπέρ της θεάς Αθηνάς, φόρος υπέρ του τάματος του Σωτήρος
του δικτάτορα Παπαδόπουλου, φόρος έκτακτος, τακτικός, άμεσος, έμμεσος,
ειρηνικός, για τον πόλεμο. Φόρος εφάπαξ και για «καβάντζες», φόρος για
τα δημόσια έργα, φόρος της Πεντηκοστής στην αρχαία Αθήνα, φόρος για το
Διαπύλιον, των μετοίκων, φόρος ξενικός (για να δουλεύουν οι ξένοι),
φόρος πορνικός.
Για κάθε φόρο κι ένας αντίστοιχος νόμος. Κι ο
δυστυχής με βάση τον νόμο πληρώνει, από τη γέννηση μέχρι τον τάφο του.
Ως μέσον αντίστασης αναγκάστηκε να εφεύρει την «ψευδή δήλωση», την
απόκρυψη, τη φοροδιαφυγή. Έλα, όμως, που οι άλλοι που θεσπίζουν τους
κανόνες, με καινούργιους νόμους άρχιζαν το ψάξιμο και τη στυγνότερη
αρπαγή. Αυτοί οι κανόνες ονομάστηκαν φορολογικοί και παρότι
ραφιναρίστηκαν και εξελίχθηκαν στο διάβα των αιώνων, η βάση και η φύση
τους παρέμειναν απαρασάλευτες και αναλλοίωτες. Η νομιμοποίηση, δηλαδή,
της αδικίας και της αρπαγής και η καθιέρωση υποχρέωσης καταβολής μόνο
για τους φτωχούς με αντίστοιχη απαλλαγή των πλουσίων.
Ορθότερος, συνεπώς, ορισμός της έννοιας του φόρου θα ήταν ο ακόλουθος : «Φόρος είναι διαχρονικά το υποχρεωτικό, με νόμο,
ξήλωμα της τσέπης των φτωχών και ο πειθαναγκασμός τους να καταβάλουν
από το υστέρημά τους στο κράτος, προκειμένου αυτό να παραδώσει τα αγαθά
στις τσέπες των πλουσίων».
Αυτή ήταν και είναι η φύση της νόμιμης διαρπαγής.
Σύμφυτη με την εξουσία, που πάντα απεικονίζεται ως αναλλοίωτη, ενδύεται
καταγωγή θρησκευτική και λαμβάνει υπερβατικό χαρακτήρα. Για να πείθει
και να φοβίζει. Απεικονίζεται ως αιώνια, ενώ δεν είναι παρά ευκαιριακή
και πρόσκαιρη.
Τότε η εξουσία πήγαζε από τον Θεό και με εντολή Του
καταπίεζε τον λαό. Τώρα πηγάζει απευθείας από τον λαό και «με εντολή
του» καταπιέζει τον ίδιο τον λαό. Κάποτε υπήρχε μια στοιχειώδης
«λογική». Σήμερα ο λαός νομοθετεί τη λεηλασία του. Αυτό το σχιζοφρενικό
είδος μυθολογικού δικαίου κατατάσσεται στα «ιερά». Αρκεί ένας άθλιος
νόμος να έχει ψηφιστεί στο όνομα του λαού, για να μπορεί να γίνει όργανο
βασανιστηρίων, φραγγέλιο, φάλαγγα, φούρκα, σούβλα ανασκολοπισμού.
Αυτό το είδος παράνομου δικαίου φιλοδοξεί να ορίζει,
να διευθύνει, να κατευθύνει τη ζωή μας. Αυτό το άθλιο σύστημα έχει το
θράσος να κάνει μαθήματα στους πολίτες. Αυτό το διαβολικό (για να
μιλήσουμε κι εμείς με όρους θεολογικούς) μηχάνημα, που αυτοαποκαλείται
νομιμότητα, χρησιμοποιείται πάντα προς όφελος των ολίγων.
Αυτή η δουλοπρεπής συνεργία αποκρύπτει τις μάχες των
κοινωνικών δυνάμεων, τη δολιότητα των συμφερόντων, τη μεροληψία της
δύναμης και την αυταρχικότητα των κρατούντων. Αγνοεί, κυρίως, την πάλη
των τάξεων, η οποία παράγει τον νόμο και το δίκαιο.(1)
Αυτή η απάτη παρενδεδυμένη την απροσωπόληπτη,
αδιάκριτη και προστατευτική εξουσία, γίνεται όργανο εξυπηρέτησης και του
πλέον άγριου τυραννικού καθεστώτος και της πλέον υποκριτικής,
τυραννικής δημοκρατίας.
Αυτή η αθλιότητα μεταμφιεσμένη σε επιστήμη είναι,
όπως έλεγε ο Αθανάσιος Ρουσόπουλος («Κατασκευάζειν και Χαίρειν», Αθήνα
1936), η «αργυρώνητη εταίρα της σκέψεως, η διεφθαρμένη των αρχόντων
παλλακίς». (2)
Από το ρήμα φέρω προέρχεται και η φοροδιαφυγή. Κατά
πως λένε τα λεξικά «φοροδιαφυγή είναι η απόκρυψη της φορολογητέας ύλης,
με σκοπό την καταστρατήγηση των νομίμων φορολογικών υποχρεώσεων». Αν
σκεφτεί, όμως, κανείς ότι κάποιος αποκρύπτει εκείνο που επιχειρούν να
του κλέψουν, τότε ορθότερος ορισμός της φοροδιαφυγής θα ήταν ο ακόλουθος
: «Φοροδιαφυγή είναι η απόκρυψη μέρους της φορολογητέας ύλης, με σκοπό
την αποφυγή της ολοκληρωτικής λεηλασίας από μέρους του κράτους, με σκοπό
τη μεταφορά πλούτου από τους φτωχούς προς τους πλούσιους».
Συνιστά πράξη αντίστασης και σαφή αμφισβήτηση της
εξουσίας του κράτους, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί έκφραση της
ισχύος του πλούτου.
Αποτελεί μεν παράβαση του νόμου, συγγνωστή
(συγχωρητέα), όμως, καθώς συγκροτεί χαρακτηριστική εκδήλωση των
περιπτώσεων της σύγκρουσης καθηκόντων και της κατάστασης ανάγκης.
Είναι έμπρακτη κριτική του δικαίου και του κοινωνικού καθεστώτος που το θεσπίζει.
Στοιχειώδης και αναγκαίος πορισμός προς το ζην, που
στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εξασφαλίζεται παρά μόνο μέσω ενός
ρήγματος στο ίδιο το δίκαιο. (3)
(1) και (2) Βασ. Ι. Παππά, Εισαγγελέα Εφετών, Το ποινικό πρόβλημα, εκδ. Αφοί Σάκκουλα 1986
(3) Μανόλη Λαμπρίδη Η σύγκρουση με τον νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου και το συναίσθημα ενοχής, εκδ. ΕΡΑΣΜΟΣ.
*O Νίκος Καραβέλος είναι δικηγόρος- συγγραφέας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου