Ας αναρωτηθούμε λοιπόν καλύτερα τι μπορεί να προσφέρει στις γενιές που βρίσκονται εν ζωή ο εκατονταετής ηγέτης ενός κόμματος που έχει εκλείψει. Σίγουρα μια παραδειγματική διαδρομή ζωής: από τους αγώνες των παρτιζάνων ως το ποιητικό λυκόφως· τον αυθεντικό πολιτικό, δημοσιογραφικό και θεσμικό ζήλο· αλλά, κυρίως, το να έχεις παλέψει και να έχεις χάσει, στο εσωτερικό ενός μεγάλου ρεφορμιστικού κόμματος, την μάχη για την αλλαγή της Ιταλίας, χωρίς να έχεις γονατίσει στην ήττα και χωρίς να έχεις συμμετάσχει στην διαχείριση της καταστροφής· βρίσκοντας (ετεροχρονισμένα) το κουράγιο, το 1993, να έρθεις σε ρήξη με την μακρά αγωνία του τελευταίου μαζικού κόμματος – ενός κόμματος που σήμερα είναι μάταιο να θρηνούμε ή να θέλουμε να αναστήσουμε με διαδικασίες-παρωδία.
Το 1964, μετά το θάνατο του Παλμίρο Τολιάτι, στο μεσουράνημα της κεντροαριστεράς και στο απόγειο του φορντικού εκσυγχρονισμού, δημιουργήθηκε μια ρωγμή στο εσωτερικό του ΙΚΚ. Εντός του κόμματος αναμετρήθηκαν για πρώτη και τελευταία φορά μεγάλες εναλλακτικές στρατηγικές, στο πλαίσιο ενός θεαματικού κύκλου μαζικών αγώνων: ανατροπή της κυβέρνησης Ταμπρόνι τον Ιούλιο του 1960, εργατική ανάκαμψη (1961- 1962), θεωρητική ανανέωση (“Quaderni Rossi” [Κόκκινα Τετράδια], το 1962) και μια αυτόνομη πρακτική εξέγερσης (πιάτσα Στατούτο, 1962). Ενάντια στον κουρασμένο κεντρισμό της μετα-Τολιάτι εποχής του Λόνγκο, και ενάντια στην σοσιαλδημοκρατική πρόταση του Αμέντολα και του μανδαρίνου του, Ναπολιτάνο (που ολοκληρωνόταν, μεταξύ άλλων, με τυφλή εμπιστοσύνη στην μπρεζνιεφική Ε.Σ.Σ.Δ και με μια άκαμπτη απαγόρευση κάθε φραξιονισμού), ο Ινγκράο πάλεψε με πείσμα το 1965-1966: για να θέσει τους όρους μιας δημοκρατικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του κόμματος, για να επισημάνει τις αλλαγές του ιταλικού νεοκαπιταλισμού (ή πλήρους φορντισμού) και για να τον αντιπαραθέσει σε μια αποφασιστικότερη στρατηγική (τις «δομικές μεταρρυθμίσεις») που θα αποτελούσε μοχλό για την εργατική αφύπνιση και την κινητοποίηση μιας κοινωνίας πολιτών σε ραγδαίο μετασχηματισμό. Ηττημένος και περιθωριοποιημένος στο 11ο συνέδριο και το ΙΚΚ, έχασε μια ευκαιρία –αν και ακαθόριστη και από πολλές απόψεις υπερβολικά φιλόδοξη– να ανανεωθεί και να συντονιστεί με τις αλλαγές που συνέβαιναν τόσο σε εθνική όσο και σε διεθνή κλίμακα. Αναφέρομαι στο αντιαποικιακό κίνημα, την Κούβα, στο κατά πόσο ωρίμαζαν οι συνθήκες στο Μπέρκλεϋ ή στο Βατς.
Από τότε η όξυνση των ταξικών αντιθέσεων άρχισε να εκδηλώνεται εκτός του ΙΚΚ, και εν μέρει έξω και από τα συνδικάτα, παρά την αμφιλεγόμενη ανταπόκριση και τους επαμφοτερίζοντες δεσμούς. Ήταν η περίοδος του 1967-1968 κι έπειτα το θερμό φθινόπωρο του 1969. Ο Ινγκράο ακολούθησε τους αγώνες αυτούς με συμπάθεια και οξυδέρκεια, αλλά δίχως να ηγηθεί μιας ρήξης που θα αποτελούσε την τελευταία ευκαιρία να συνδεθεί μια κομμουνιστική παράδοση (ρεφορμιστική) με τα νέα κινήματα (άλλο που και αυτά, από πολλές απόψεις εγγράφονταν σε έναν ριζοσπαστικό ρεφορμισμό). Αντίθετα, υπέμεινε, τηρώντας την κομματική πειθαρχία, τον διασκορπισμό των οπαδών του και την αποπομπή της ομάδας του Μανιφέστο το 1969. Οι συνέπειες ήταν αρνητικές και, βαθμιαία, δημιουργήθηκε ένα ρήγμα: ένα ρήγμα που, με την αποδιάρθρωση του φορντισμού και την ανάπτυξη ενός εργατισμού ιδεολογικά και πρακτικά μη αφομοιώσιμου από τα παλιά σχήματα, εξελίχθηκε σε ανοιχτή διάσπαση.
Από τις αρχές του 1970 το ΙΚΚ θα γινόταν το βασικό ανάχωμα ενάντια στο τέλος μιας εποχής φορντικών εργατικών αγώνων, αλλά και ενάντια στους μεταφορντικούς, που μόλις άρχιζαν. Κι εδώ ο Μπερλινγκουέρ, με σύνθημα την λιτότητα και την διαχείριση της εθνικής ενότητας ενάντια στην τρομοκρατία, υπήρξε ο πρωταγωνιστής. Πέρα από τα δάκρυα για τις συνέπειες, ήταν αυτός που αντέταξε την ηθική αυστηρότητα στον πρώιμο νεοφιλελευθερισμό του Κράξι, ο ίδιος που εγκωμίασε τον ενταφιασμό της κατάληψης στη Φίατ και της κλίμακας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών. Εκείνα τα χρόνια, ο Ινγκράο, περιορισμένος στην γοητευτική μεν αλλά μόνο συμβολική προεδρεία του στην ιταλική Βουλή, από το 1976 ως το 1979 δεν έγινε συνεργός – κι αυτό το λέω προς τιμήν του. Αλλά η ιστορία ήδη κινούταν προς άλλη κατεύθυνση καθώς νίκες και ήττες κρίνονταν σε ένα πεδίο διαφορετικό από την Πρώτη Ιταλική Δημοκρατία, την χειραφέτηση της εργασίας και την δημοκρατία των μαζικών κομμάτων. Η ίδια η αντίσταση του Ινγκράο στη διάσπαση του ΙΚΚ, με την Μπολονίνα[2] του Ακίλε Οκέτο (που κατά τα άλλα ήταν ο πιο λαμπρός μα και αμφιταλαντευόμενος μαθητής του), ήταν μια μάχη οπισθοφυλακής – μια μάχη που θα ολοκληρωνόταν με την αξιοπρεπή αποχώρησή του από το Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (Pds) στα χρόνια που ακολούθησαν.
Το μεγαλείο του Ινγκράο εντοπίζεται, επομένως, στην ήττα του ενώ κορυφώνονταν το δίλημμα του ΙΚΚ. Όταν δηλαδή η ψαλίδα έκλεινε, και στη θέση της έμενε ένα μαύρο κενό, που άρχισε να κατατρώει σιγά-σιγά το μαζικό κόμμα, μετασχηματίζοντας την πολιτική του ταυτότητα, και μετατρέποντάς το από ρεφορμιστικό (αφού επαναστατικό δεν ήταν πια ήδη από το 1944), σε αντιδραστικό: αρχικά σε τυφλό υπερασπιστή της φορντικής καταστολής, κι έπειτα σε φαιδρή εμπροσθοφυλακή του νεοφιλελευθερισμού.
Σήμερα, που η ίδια η ύπαρξη και η ιστορία του ΙΚΚ και του ιταλικού «κομμουνισμού» είναι αντικείμενο είτε διασυρμού επ’ αμοιβή είτε στείρας νοσταλγίας, αξίζει, πέρα από τις δοξολογίες και το αξιοσέβαστο του προσώπου του, να αναστοχαστούμε πάνω σε μια μοναδική φιγούρα αντίστασης, που δεν προσφέρεται προς άμεση κατανάλωση σε επίπεδο πολιτικής στρατηγικής (και αυτό ισχύει για ολόκληρη την ηθική κληρονομιά μιας ηττημένης και υπό εξαφάνιση γενιάς, της γενιάς του γράφοντα), αλλά ίσως αξίζει να τη μνημονεύουμε. Τα σημάδια που αφήνει πίσω του ο κατακλυσμός είναι πάντα διδακτικά για το μέλλον.
Μετάφραση: Βαρβάρα Κυριλλίδου
Πηγή: DinamoPress
______________________
Σημειώσεις
[1] Αναφέρεται στην «Λεοπόλντα» [Leopolda], μια διαδικασίας πολιτικής διαβούλευσης που εμπνεύστηκε και υλοποίησε ο Ρέντσι και η οποία πραγματοποιείται από το 2010 κάθε χρόνο στην Φλωρεντία, δίπλα στον πρώην σταθμό Λεοπόλντα. Το ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα που εκπροσωπείται εκεί δεν εντάσσεται απαραίτητα στο Pd, αφού εξαρχής λανσαρίστηκε ως «ελεύθερος χώρος συζήτησης» πέρα από τα όρια του κόμματος [Σ.τ.Μ].
[2] Η ονομαζόμενη «στροφή της Μπολόνια» [svolta della Bolognina] σημειώθηκε τον Νοέμβρη του 1989 στην Μπολόνια , όταν ο τότε γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), Ακίλε Οκέτο, μιλώντας σε επετειακή συνάντηση παρτιζάνων, και χωρίς να έχει γνώση το κόμμα, μίλησε για την ανάγκη να εγκαταλειφθούν οι παλιοί δρόμοι και να δημιουργηθούν νέοι «για χάρη της προόδου», ανοίγοντας το δρόμο για την μετάβαση στο Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (Pds) [Σ.τ.Μ.].
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου