Η σκηνή, σχεδόν αυτοσαρκαζόμενη, είχε
την ιδιοτυπία της: Ελληνες δημοσιογράφοι, κάμεραμεν και φωτογράφοι
παρακολουθούν και καταγράφουν ξένους δημοσιογράφους, κάμεραμεν και
φωτογράφους, που με τη σειρά τους παρακολουθούν και καταγράφουν τις
«ουρές στα ΑΤΜ». Μόνο που δεν είναι οι τεράστιες ουρές που είχαν
φανταστεί, ορισμένοι δε τις είχαν ήδη αναγγείλει στα κεντρικά σαν
γεγονός, σαν συντελεσμένη πραγματικότητα. Οι «Τάιμς του Λονδίνου», λ.χ.,
εφημερίδα σοβαρή, έστεφε την Παρασκευή, 19 Ιουνίου, το ρεπορτάζ της από
την Αθήνα μ’ έναν τίτλο που ενημέρωνε τον αναγνώστη πως οι Ελληνες
άρχισαν να σχηματίζουν ουρές μπροστά στα άτιμα τα εϊτιέμ για να σηκώσουν
πανικόβλητοι ό,τι σωζόταν στο λογαριασμό τους. Και να το καταχωνιάσουν
σε σπιτική κρυψώνα ή, οι πιο έμπειροι και πλούσιοι, να το στείλουν σε
ξένες τράπεζες, οι διοικητές των οποίων χαίρονται χαρά μεγάλη με τις
εξαγωγές χρημάτων που υπαγορεύει ο φόβος· ένας φόβος συχνά
κατασκευασμένος.
Αλήθεια, ο αξιωματούχος της ΕΚΤ που έδωσε την αθώα απάντηση «Χμ, δεν ξέρω αν θ’ ανοίξουν τη Δευτέρα» στην επίσης αθώα ερώτηση του κ. Ντάισελμπλουμ, «Τι γίνεται με τις ελληνικές τράπεζες;», ήταν οξυδερκής αναλυτής, ικανός μάντης δεινών, στυγνός διακινητής αυτοεκπληρούμενων προφητειών ή εντολοδόχος άλλων αξιωματούχων, με βαρύτερο ρόλο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Οπως πολλά. Δεν χρειάζεται άλλωστε να μάθουμε τίποτε. Ξέρουμε ήδη, είμαστε σίγουροι, παίρνουμε όρκο – τέτοια πράματα δεν γίνονται· τέτοια παιχνίδια δεν στήνονται.
Βεβαίως και έτρεξαν πολλοί να βγάλουν χρήματα από το μηχάνημα της γειτονιάς τους (άλλωστε, με τον τρόμο που παράγεται και μεταδίδεται όταν βραδιάζει και στηνόμαστε ν’ ακούσουμε ειδήσεις, είναι ν’ απορούμε που υπάρχουν ακόμα καταθέσεις στις τράπεζες). Οι ουρές όμως που προανήγγειλαν ή παράστησαν σαν συντελεσμένες οι μάντεις των ξένων εφημερίδων, καναλιών και πρακτορείων ειδήσεων ήταν ανάξιες λόγου.
Το παραδέχτηκαν και οι ίδιοι οι καραδοκούντες για το «μέγα θέμα» και θέαμα, στις δηλώσεις που έκαναν στα δικά μας κανάλια, όταν πια βαρέθηκαν να περιμένουν αδίκως στριμωξίδια, εκνευρισμό, τσακωμούς, βρισίδια. Κρίμα. Είχαν γράψει ήδη στο μυαλό τους τον συγκινημένο πρόλογο που θα συλλάβιζαν λίγο πριν αρχίσουν να πέφτουν βροχηδόν οι απαθανατισμένες «ουρές του πανικού», για να ταϊστεί με ένα επιπλέον δράμα η διεθνής κοινή γνώμη, μαθημένη έτσι κι αλλιώς στη δραματοφαγία και στην τραγωδιοκατάποση.
Για ποιους λόγους δεν σχηματίστηκαν τεράστιες ουρές έξω από τις τράπεζες (ή στα σούπερ μάρκετ), δεν ξέρω. Να πεις ότι δεν το ’μαθε ο κόσμος, δεν στέκει. Οι μαύρες ειδήσεις διαδίδονται ταχύτατα, κι από στόμα σε στόμα, από μήνυμα σε μήνυμα στο κινητό, από μέιλ σε μέιλ γίνονται ακόμα πιο ζοφερές. «Είπε πως δεν ξέρει αν θ’ ανοίξουν τη Δευτέρα. – Οχι, είπε ότι σίγουρα δεν θ’ ανοίξουν τη Δευτέρα. – Ναι, είναι εντολή της ΕΚουΤού. – Τ’ άκουσα κι εγώ. Το είπε κι ο Γιουνκέρ»... Μια ουρά έχουμε κι εδώ. Σχηματισμένη από φήμες.
Δύο πράγματα μου ήρθαν στο μυαλό έτσι όπως έψαχνα πιθανές εξηγήσεις για το «γεγονός-ουρές» που, προς στενοχωρία των ξένων ανταποκριτών και των ημεδαπών μιμητών τους, αποδείχθηκε ότι κάθε άλλο παρά γεγονός ήταν. Το πρώτο ήταν τα σατιρικά στιχάκια που έπλαθαν οι Ελληνες, στα χρόνια της Κατοχής και κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, για να διασκεδάσουν την άγρια πείνα τους και συγχρόνως να κοροϊδέψουν τους κατακτητές. Ζηλευτό το κουράγιο τους. Κι αν το ’βλεπε αυτό ο Καβάφης, αν τ’ άκουγε, ίσως σκεφτόταν να δώσει άλλον τόνο στους στίχους του «Δαρείου» του: «Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα». Παραθέτω εδώ, για λόγους ομοιοπαθητικούς, το λαϊκό δωδεκανησιακό τραγούδι «Πρώτα μας κόψαν το ψωμί», που το αποθησαύρισε ο Τάκης Αδάμου στο βιβλίο του «Το λαϊκό τραγούδι της Αντίστασης» (β΄ έκδ. συμπληρωμένη, Καστανιώτης, 1977): «Ηρθε και νέα διαταγή από το Μουσσολίνι, / γάδαρος, σκύλος κι όρνιθα και γάτης να μη μείνει. / Κι άμα δεν είχεν σκύλους πλιο, τρώγαμεν ατσουκνούδες, / μολόχα δεν αφήναμεν, ούτε και σκυλαρούδες. / Εγώ θυμούμαι να σας πω, μπροστά εις την αυλή μου / δυο στρατιώτες Γερμανοί εσφάξαν το σκυλί μου. / Επειτα βρέθημεν κι εμείς εις την απελπισία, / εφάγαμε το γάδαρο, κι ας ήταν αμαρτία. / Εις τα σαράντα τέσσερα, τον μήνα τού Γενάρη, / λέγω σας δεν εφύτρωσεν ούτε στη γη χορτάρι. / Κατόπιν, σαν δεν έφτασεν τροφή ώς το Φλεβάρη, / πολλοί ζητούσαν ζωντανοί να μπούνε στο καμάρι. / Από την πείνα ούτ’ ο παπάς δεν μπόρειε να τους θάψει, / και ο καθένας έπιανε το λάκκο του να σκάψει» (ατσουκνούδες είναι οι τσουκνίδες, σκυλαρούδες τα αγριόχορτα και καμάρι το μνήμα).
Ο άτυχος γάιδαρος του τραγουδιού μού θύμισε έναν προπάππο του, που τον μνημονεύει ο Γερμανός ιστορικός Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ (1838-1897), γιος του μεγάλου μουσουργού, θέλοντας να δηλώσει το θαυμασμό του για την καρτερία και την αντοχή των Ελλήνων. «“Οπου ο γάιδαρος πεινά”, λέγει η παροιμία, “βρίσκει ο Ελλην να χορτάση”» γράφει στην «Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» (εδώ στη μετάφραση του Αγγελου Βλάχου, από την έκδοση του 1873· ο ενδιαφερόμενος τη βρίσκει στην πλούσια ψηφιακή βιβλιοθήκη «Ανέμη» του Πανεπιστημίου Κρήτης). Σε άλλους καιρούς αναφέρεται βέβαια ο Μέντελσον, αλλά οι παροιμίες έχουν τη μακρά διάρκεια εντός τους, όχι το στιγμιαίο: «Ως προς την εγκαρτέρησιν σωματικών στερήσεων ηδύναντο επίσης οι κλέφται να καταισχύνωσι αρχαίον στωικόν. Τρεις ημέρας και τρεις νύκτας εμάχετο ο Νικοτζάρας και οι εταίροι αυτού επί της κατά το Πράβι γεφύρας, και μόνη αυτών τροφή και μόνη αυτών πόσις ην η χιών των ορέων. Ως δε οι πειραταί των νήσων του Αιγαίου έζων αυτάρκεις μήνας όλους από διπύρου, κρομμύων και οστρέων, ούτω διήνυον οι κλέφται των ορέων τας επιπονωτάτας πορείας, ολίγας μόνον ελαίας και τεμάχιον αιγείου τυρός φέροντες εν τω σάκκω των».
Επιπονότατη, χωρίς φυσικά τις δεινές στερήσεις των κλεφτών, είναι και η δική μας πορεία, χρόνια τώρα. Και μάλλον σισύφεια. Η παλιά παροιμία μπορεί να μην ερμηνεύει το γεγονός ότι δεν στηθήκαμε σε ουρές ατέλειωτες, για να κλάψουμε τη μοίρα μας στη διάρκεια της αναμονής, έχει πάντως κάτι να μας πει. Οτι δίχως το πείσμα, την ανθεκτικότητα και την πολυμήχανη εφευρετικότητα, ο άνθρωπος είναι έρμαιο των περιστάσεων και όχι ρυθμιστής τους.
Αλήθεια, ο αξιωματούχος της ΕΚΤ που έδωσε την αθώα απάντηση «Χμ, δεν ξέρω αν θ’ ανοίξουν τη Δευτέρα» στην επίσης αθώα ερώτηση του κ. Ντάισελμπλουμ, «Τι γίνεται με τις ελληνικές τράπεζες;», ήταν οξυδερκής αναλυτής, ικανός μάντης δεινών, στυγνός διακινητής αυτοεκπληρούμενων προφητειών ή εντολοδόχος άλλων αξιωματούχων, με βαρύτερο ρόλο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Οπως πολλά. Δεν χρειάζεται άλλωστε να μάθουμε τίποτε. Ξέρουμε ήδη, είμαστε σίγουροι, παίρνουμε όρκο – τέτοια πράματα δεν γίνονται· τέτοια παιχνίδια δεν στήνονται.
Βεβαίως και έτρεξαν πολλοί να βγάλουν χρήματα από το μηχάνημα της γειτονιάς τους (άλλωστε, με τον τρόμο που παράγεται και μεταδίδεται όταν βραδιάζει και στηνόμαστε ν’ ακούσουμε ειδήσεις, είναι ν’ απορούμε που υπάρχουν ακόμα καταθέσεις στις τράπεζες). Οι ουρές όμως που προανήγγειλαν ή παράστησαν σαν συντελεσμένες οι μάντεις των ξένων εφημερίδων, καναλιών και πρακτορείων ειδήσεων ήταν ανάξιες λόγου.
Το παραδέχτηκαν και οι ίδιοι οι καραδοκούντες για το «μέγα θέμα» και θέαμα, στις δηλώσεις που έκαναν στα δικά μας κανάλια, όταν πια βαρέθηκαν να περιμένουν αδίκως στριμωξίδια, εκνευρισμό, τσακωμούς, βρισίδια. Κρίμα. Είχαν γράψει ήδη στο μυαλό τους τον συγκινημένο πρόλογο που θα συλλάβιζαν λίγο πριν αρχίσουν να πέφτουν βροχηδόν οι απαθανατισμένες «ουρές του πανικού», για να ταϊστεί με ένα επιπλέον δράμα η διεθνής κοινή γνώμη, μαθημένη έτσι κι αλλιώς στη δραματοφαγία και στην τραγωδιοκατάποση.
Για ποιους λόγους δεν σχηματίστηκαν τεράστιες ουρές έξω από τις τράπεζες (ή στα σούπερ μάρκετ), δεν ξέρω. Να πεις ότι δεν το ’μαθε ο κόσμος, δεν στέκει. Οι μαύρες ειδήσεις διαδίδονται ταχύτατα, κι από στόμα σε στόμα, από μήνυμα σε μήνυμα στο κινητό, από μέιλ σε μέιλ γίνονται ακόμα πιο ζοφερές. «Είπε πως δεν ξέρει αν θ’ ανοίξουν τη Δευτέρα. – Οχι, είπε ότι σίγουρα δεν θ’ ανοίξουν τη Δευτέρα. – Ναι, είναι εντολή της ΕΚουΤού. – Τ’ άκουσα κι εγώ. Το είπε κι ο Γιουνκέρ»... Μια ουρά έχουμε κι εδώ. Σχηματισμένη από φήμες.
Δύο πράγματα μου ήρθαν στο μυαλό έτσι όπως έψαχνα πιθανές εξηγήσεις για το «γεγονός-ουρές» που, προς στενοχωρία των ξένων ανταποκριτών και των ημεδαπών μιμητών τους, αποδείχθηκε ότι κάθε άλλο παρά γεγονός ήταν. Το πρώτο ήταν τα σατιρικά στιχάκια που έπλαθαν οι Ελληνες, στα χρόνια της Κατοχής και κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, για να διασκεδάσουν την άγρια πείνα τους και συγχρόνως να κοροϊδέψουν τους κατακτητές. Ζηλευτό το κουράγιο τους. Κι αν το ’βλεπε αυτό ο Καβάφης, αν τ’ άκουγε, ίσως σκεφτόταν να δώσει άλλον τόνο στους στίχους του «Δαρείου» του: «Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα». Παραθέτω εδώ, για λόγους ομοιοπαθητικούς, το λαϊκό δωδεκανησιακό τραγούδι «Πρώτα μας κόψαν το ψωμί», που το αποθησαύρισε ο Τάκης Αδάμου στο βιβλίο του «Το λαϊκό τραγούδι της Αντίστασης» (β΄ έκδ. συμπληρωμένη, Καστανιώτης, 1977): «Ηρθε και νέα διαταγή από το Μουσσολίνι, / γάδαρος, σκύλος κι όρνιθα και γάτης να μη μείνει. / Κι άμα δεν είχεν σκύλους πλιο, τρώγαμεν ατσουκνούδες, / μολόχα δεν αφήναμεν, ούτε και σκυλαρούδες. / Εγώ θυμούμαι να σας πω, μπροστά εις την αυλή μου / δυο στρατιώτες Γερμανοί εσφάξαν το σκυλί μου. / Επειτα βρέθημεν κι εμείς εις την απελπισία, / εφάγαμε το γάδαρο, κι ας ήταν αμαρτία. / Εις τα σαράντα τέσσερα, τον μήνα τού Γενάρη, / λέγω σας δεν εφύτρωσεν ούτε στη γη χορτάρι. / Κατόπιν, σαν δεν έφτασεν τροφή ώς το Φλεβάρη, / πολλοί ζητούσαν ζωντανοί να μπούνε στο καμάρι. / Από την πείνα ούτ’ ο παπάς δεν μπόρειε να τους θάψει, / και ο καθένας έπιανε το λάκκο του να σκάψει» (ατσουκνούδες είναι οι τσουκνίδες, σκυλαρούδες τα αγριόχορτα και καμάρι το μνήμα).
Ο άτυχος γάιδαρος του τραγουδιού μού θύμισε έναν προπάππο του, που τον μνημονεύει ο Γερμανός ιστορικός Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ (1838-1897), γιος του μεγάλου μουσουργού, θέλοντας να δηλώσει το θαυμασμό του για την καρτερία και την αντοχή των Ελλήνων. «“Οπου ο γάιδαρος πεινά”, λέγει η παροιμία, “βρίσκει ο Ελλην να χορτάση”» γράφει στην «Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» (εδώ στη μετάφραση του Αγγελου Βλάχου, από την έκδοση του 1873· ο ενδιαφερόμενος τη βρίσκει στην πλούσια ψηφιακή βιβλιοθήκη «Ανέμη» του Πανεπιστημίου Κρήτης). Σε άλλους καιρούς αναφέρεται βέβαια ο Μέντελσον, αλλά οι παροιμίες έχουν τη μακρά διάρκεια εντός τους, όχι το στιγμιαίο: «Ως προς την εγκαρτέρησιν σωματικών στερήσεων ηδύναντο επίσης οι κλέφται να καταισχύνωσι αρχαίον στωικόν. Τρεις ημέρας και τρεις νύκτας εμάχετο ο Νικοτζάρας και οι εταίροι αυτού επί της κατά το Πράβι γεφύρας, και μόνη αυτών τροφή και μόνη αυτών πόσις ην η χιών των ορέων. Ως δε οι πειραταί των νήσων του Αιγαίου έζων αυτάρκεις μήνας όλους από διπύρου, κρομμύων και οστρέων, ούτω διήνυον οι κλέφται των ορέων τας επιπονωτάτας πορείας, ολίγας μόνον ελαίας και τεμάχιον αιγείου τυρός φέροντες εν τω σάκκω των».
Επιπονότατη, χωρίς φυσικά τις δεινές στερήσεις των κλεφτών, είναι και η δική μας πορεία, χρόνια τώρα. Και μάλλον σισύφεια. Η παλιά παροιμία μπορεί να μην ερμηνεύει το γεγονός ότι δεν στηθήκαμε σε ουρές ατέλειωτες, για να κλάψουμε τη μοίρα μας στη διάρκεια της αναμονής, έχει πάντως κάτι να μας πει. Οτι δίχως το πείσμα, την ανθεκτικότητα και την πολυμήχανη εφευρετικότητα, ο άνθρωπος είναι έρμαιο των περιστάσεων και όχι ρυθμιστής τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου