Γράφει η Μαριάννα Τόλια
Γιατί η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης
είναι υπεύθυνη για την οικονομική κατάσταση όχι μόνο της Ελλάδας αλλά
και άλλων κρατών του ευρω-νότου. Μόνη λύση η διαγραφή χρεών. Τι
υποστηρίζει σε άρθρο του γνωστός Ισπανός οικονομολόγος.
Ένα από τα σταθερά μοτίβα της ευρωπαϊκής κρίσης
χρέους, που επανήλθε με την ανακίνηση του ελληνικού ζητήματος, υπήρξε η
ριζική απόκλιση οπτικής ανάμεσα στα δημοσιογραφικά κείμενα και τις
προσεγγίσεις των «ειδικών της οικονομικής ορθολογικότητας» – κάτι σαν
μέρα με τη νύχτα…
Απέναντι στις τάξεις των δημοσιογράφων που
εξαρχής ασπάστηκαν και παραμένουν προσηλωμένοι στην κυρίαρχη
– γερμανικής προέλευσης – ερμηνεία της κρίσης, η οποία χωρίζει την
Ευρώπη σε «ενάρετα» και «προβληματικά» έθνη, οι οικονομολόγοι εστίασαν,
από την πλευρά τους, στα προβλήματα στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και
σήμερα αναλαμβάνουν την ένθερμη υπεράσπιση των προτάσεων του έλληνα
ΥΠΟΙΚ Γ. Βαρουφάκη για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Από τις όχι λίγες ανάλογες προσεγγίσεις των
ημερών, θα σας παρουσιάσω την πολύ ξεχωριστή παρέμβαση υπέρ της Ελλάδας
και της Ευρώπης του Μάικλ Πέτις. Ο Μάικλ Πέτις είναι ένας Ισπανός τοπ
σταρ οικονομολόγος, βετεράνος της Wall Street, με θητεία στις αγορές,
την εμπορική τραπεζική, τις επιχειρήσεις, την οικονομική ανάλυση και τα
πανεπιστήμια. Το πιο γνωστό βιβλίο του, το «The Volatility Machine:
Emerging Economics and the Threat of Financial Collapse», τον έχει
καθιερώσει ως τον πλέον διεισδυτικό και εικονοκλάστη αναλυτή των
συναλλαγματικών κρίσεων και κρίσεων χρέους, όπως είναι και η κρίση της
Ευρωζώνης.
Δυο μέρες μετά την αναγνωριστική συνάντηση
Σόιμπλε-Βαρουφάκη την περασμένη εβδομάδα στο Βερολίνο, ο Πέτις παρενέβη
στη συζήτηση για το ελληνικό χρέος με ένα μακροσκελές άρθρο με τίτλο «Ο
ΣΥΡΙΖΑ και οι γαλλικές αποζημιώσεις» το οποίο η συντακτική ομάδα των
Financial Times ανέδειξε ως την καλύτερη ανάλυση για την ευρωπαϊκή κρίση
που έχουμε δει μέχρι σήμερα.
Πράγματι, με μια διαβρωτική γραφή ο Πέτις
αποδομεί συνολικά τη γερμανική αντίληψη ότι οι χώρες και οι κοινωνίες
του Ευρωπαϊκού Νότου φέρουν την οποιαδήποτε συλλογική ευθύνη για την
αποπληρωμή των προβληματικών χρεών που δημιούργησε η στρεβλή
αρχιτεκτονική του ευρώ…
Κατά τον Ισπανό οικονομολόγο, η μόνη λύση για να
σωθεί η Ευρώπη σήμερα είναι μέρος του κόστους της κρίσης να αναληφθεί
από τους πιστωτές, με διαγραφές χρεών. Αλλά για να το δούμε αυτό πρέπει
πρώτα οι δημοσιογράφοι, η κοινή γνώμη και οι οικονομικοί σύμβουλοι των
κυβερνήσεων να ξεφύγουν από τη παγίδα της ρητορικής Σόιμπλε που
μετατρέπει μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ διαφορετικών οικονομικών
ομάδων σε σύγκρουση μεταξύ εθνικών κρατών.
Θα παρουσιάσω στη συνέχεια ορισμένα βασικά σημεία
του άρθρου του Μάικλ Πέτις, που αποδομούν την αντίληψη ότι τα κράτη του
Ευρωπαϊκού Νότου είναι υπεύθυνα για την κρίση και την αποπληρωμή μη
βιώσιμου κρατικού χρέους, ενώ η Γερμανία είναι αθώα… Θα επανέλθω σε
επόμενο κείμενο, με τα επιχειρήματα με τα οποία ο Μάικλ Πέτις
υποστηρίζει ότι υπό τις σημερινές συνθήκες υπερχρέωσης του Ευρωπαϊκού
Νότου, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν θα αποφέρουν οικονομική
ανάπτυξη μέχρις ότου γίνουν οι απαραίτητες διαγραφές χρεών και πως γι’
αυτό πρέπει τα κεντρώα ευρωπαϊκά κόμματα να υποστηρίξουν άμεσα το
εγχείρημα Βαρουφάκη για ανασχεδιασμό του χρέους της Ελλάδας – με σκοπό
να αποτελέσει πρότυπο για όλα τα κρατικά χρέη του Ευρωπαϊκού Νότου.
1. Οι οικονομικές ρίζες της ευρωπαϊκής κρίσης
Κατά τον Ισπανό οικονομολόγο, η ευρωπαϊκή κρίση
χρέους δεν διαφέρει κατά βάση από τις παραδοσιακές συναλλαγματικές
κρίσεις και κρίσεις χρέους που προκαλούνται από τις απότομες μεγάλες
εισροές και εκροές κεφαλαίων σε ένα πολύπλοκο οικονομικό σύστημα.
Θεμελιώδη ρόλο πάντως σε αυτήν έχει διαδραματίσει η υιοθέτηση του ευρώ,
που σήμανε την ντε φάκτο κατάργηση του εθνικού νομίσματος και της
εθνικής νομισματικής πολιτικής, των δύο κυριότερων δηλαδή μηχανισμών
απορρόφησης της οικονομικής μεταβλητότητας.
«Γι’ αυτό το λόγο κατά την πρώτη 10ετία
υιοθέτησης του ευρώ, εμφανίστηκαν μεγάλες ανισορροπίες ανάμεσα σε
διάφορους κλάδους της ευρωπαϊκής οικονομίας. Έχουμε μεγάλη ιστορική
εμπειρία με αυτό τον τύπο ανισορροπιών από τις οποίες πάσχει και θα
εξακολουθήσει να πάσχει η Ευρώπη και από τα ιστορικά προηγούμενα, τρία
πράγματα είναι ξεκάθαρα: Πρώτον, ότι οι ανισορροπίες που οδήγησαν εν
τέλει στην κρίση έχουν τις ρίζες τους σε κρυφές μεταβιβάσεις μεταξύ
οικονομικών κλάδων εντός της Ευρώπης και όχι σε μεταβιβάσεις ανάμεσα
στις χώρες. Αυτές οι κρυφές μεταβιβάσεις οδηγούν σε τεχνητή άνοδο των
αποταμιεύσεων σε κάποιες χώρες η οποία κατά τρόπο λογικά αναγκαίο οδηγεί
σε άνοδο των παραγωγικών ή μη παραγωγικών (σε αναπτυγμένες χώρες,
συνήθως των μη παραγωγικών) επενδύσεων ή σε τεχνητά χαμηλότερες
αποταμιεύσεις σε άλλα μέρη του συστήματος και εν τέλει σε μη βιώσιμα
χρέη».
Μια από τις πρώτες κρυφές μεταβιβάσεις μεταξύ
διαφόρων οικονομικών κλάδων που έλαβε χώρα στην Ευρώπη, και στην οποία
επανέρχεται αρκετές φορές ο Πέτις, ανάγοντας την σε μια από τις δομικές
αιτίες της κρίσης, σημειώθηκε στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του
2000. Τότε, με συμφωνία μεταξύ των γερμανικών συνδικάτων και της
εργοδοσίας, καθηλώθηκαν οι μισθοί και πάγωσε η εγχώρια κατανάλωση. Η
καθήλωση των γερμανικών μισθών οδήγησε σε αύξηση των επιχειρηματικών
κερδών και η καθήλωση της κατανάλωσης οδήγησε σε μείωση των εγχώριων
επενδύσεων και αύξηση των αποταμιεύσεων. Με τον τρόπο αυτό συντελέσθηκε
μια κρυφή μεταβίβαση από τη γερμανική βιομηχανία και τις υπηρεσίες προς
τον γερμανικό χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος στη συνέχεια, χάρη στην
πλήρη απελευθέρωση της τραπεζικής πίστης στην Ευρωζώνη και τα ενιαία
επιτόκια του ευρώ, αναζητούσε υψηλές αποδόσεις στις χώρες του Ευρωπαϊκού
Νότου.
2. Η Γερμανία μετατρέπει μια οικονομική σύγκρουση σε εθνική
Η γερμανική θέση «για τα προβλήματα της Ελλάδας
φταίει αυτή και μόνο και πάντως όχι η Γερμανία» αποτελεί καθαρό
παραλογισμό, παρατηρεί ο Πέτις, που δυστυχώς μετατρέπει μια εντελώς
παραδοσιακού τύπου σύγκρουση για το πώς θα μοιραστεί το κόστος μιας
κρίσης υπερχρέωσης ανάμεσα σε δυο οικονομικές ομάδες με αντιτιθέμενα
συμφέροντα, σε εθνική σύγκρουση.
«Η επίλυση μιας κρίσης χρέους δεν ενέχει κάτι
άλλο από το πώς θα μοιραστεί το κόστος. Στις περισσότερες νομισματικές
κρίσεις και κρίσεις χρέους στη μια πλευρά είναι οι πιστωτές, οι κάτοχοι
ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων και οι επιχειρήσεις που
επωφελήθηκαν από τις νομισματικές στρεβλώσεις. Στην άλλη πλευρά είναι οι
εργαζόμενοι που πληρώνουν με τη μορφή της μείωσης των μισθών τους και
της ανεργίας και σε κάποιες περιπτώσεις η μεσαία τάξη που πληρώνει με τη
μορφή της σταδιακής διάβρωσης του εισοδήματός της και της αξίας των
αποταμιεύσεών της. Τα πολιτικά κόμματα συνήθως καταλήγουν να
αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης πλευράς. Σήμερα στην
Ευρώπη όλα τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα υπερασπίζουν την αξία του
νομίσματος και προστατεύουν τα συμφέροντα των πιστωτών».
Επειδή το κόστος της κρίσης για τους εργαζομένους
και τη μεσαία τάξη στις κοινωνίες του Νότου είναι υψηλό, η υπάρχουσα
κατάσταση ευνοεί τα πολιτικά κόμματα που επιτίθενται στα συμφέροντα των
πιστωτών και στην ΟΝΕ – και στο βαθμό που αυτό το κάνουν τα ακραία ή τα
εθνικιστικά κόμματα της δεξιάς και της αριστεράς, όλα αυτά οδηγούν στην
ενίσχυσή τους. Αν όμως αυτά τα κόμματα αυτά κυριαρχήσουν στο δημόσιο
διάλογο και την πολιτική σκηνή, το ευρωπαϊκό πείραμα θα διαλυθεί και θα
χρειαστούν ολόκληρες 10ετίες για να ξαναζωντανέψει – χωρίς κι αυτό να
είναι σίγουρο.
3. Η Ευρώπη χρειάζεται διαγραφές χρεών αλλά…
Αποτελεί πολύ μεγάλο πρόβλημα η έλλειψη ευρύτερης
κατανόησης των οικονομικών μηχανισμών της ευρωπαϊκής κρίσης. Κατά τον
Πέτις, είναι μείζον δυστύχημα που σε επίπεδο πολιτικών αναλυτών και
ευρωπαϊκής κοινής γνώμης έχουν κυριαρχήσει απλοϊκές και λανθασμένες
ερμηνείας της κρίσης σε όρους διαφορετικών εθνικών χαρακτήρων,
οικονομικής αρετής ή ηθικής διαπάλης μεταξύ σωφροσύνης και της
ανευθυνότητας. Όσο οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιμετωπίζουν την κρίση ως
διαμάχη μεταξύ υπεύθυνων και ανεύθυνων εθνικών κρατών, δεν θα δεχτούν
διαγραφές χρεών – αλλά αυτή είναι μοναδική λύση για να σωθεί η Ευρώπη.
4. Κανένας ευρωπαϊκός λαός δεν δάνεισε λεφτά σε άλλον
Το βασικό επιχείρημα εναντίον των διαγραφών χρεών
είναι ότι ο φιλότιμος «γερμανικός λαός» (αν δηλώσουμε την ομάδα των
πιστωτών με το περιεκτικό όνομα «Γερμανία», σημειώνει ο Πέτις) δάνεισε
τον αστόχαστο «ισπανικό λαό» (ο ίδιος ως Ισπανός επιλέγει να δηλώσει τη
ομάδα των κρατών δανειοληπτών με το όνομα της χώρας του). Αυτό όμως δεν
ισχύει. Κάτι πιο πολύπλοκο έχει συμβεί στην Ευρώπη, το οποίο όσο κι αν
δεν αρέσκεται κανείς να το περιγράφει σε όρους πάλης των τάξεων, είναι
αδύνατο να το αποφεύγει εντελώς.
«Δεν δάνεισε ποτέ χρήματα ο γερμανικός λαός στον
ισπανικό λαό. Αντίθετα, οι πολιτικές που εφάρμοσε το Βερολίνο και που
οδήγησαν τη Γερμανία από τα εξωτερικά ελλείμματα της δεκαετίας του 1990
στα μεγάλα πλεονάσματα της δεκαετίας του 2000 επιβλήθηκαν σε βάρος των
γερμανών εργαζομένων και είναι εν μέρει υπεύθυνες για την πολύ χαμηλή
ανάπτυξη της παραγωγικότητας της Γερμανίας. Επιπλέον επειδή οι
κεφαλαιακές ροές (δηλαδή η διαρκής μεταφορά χρήματος) από τη Γερμανία
στην Ισπανία διασφάλιζε ότι ο ισπανικός πληθωρισμός θα ήταν υψηλότερος
του γερμανικού, επιτόκια που ήταν λογικά στη Γερμανία, ήταν πολύ χαμηλά
στην Ισπανία, ίσως και αρνητικά. Στο βαθμό λοιπόν που οι γερμανικές,
ισπανικές και άλλες τράπεζες πρόσφεραν μια θάλασσα απίστευτα φτηνών
δάνεια σε όποιον ισπανό ήθελε να τα πάρει, το γεγονός ότι κάποιοι από
αυτούς τους δανειστές υπήρξαν άκρως ανεύθυνοι, δεν αποτελούσε μια
«ισπανική επιλογή»».
«Διστάζω να το θέσω σε όρους που μοιάζουν με
«πάλη των τάξεων», όμως αν ξεχωρίσουμε αυτούς που επωφελήθηκαν
περισσότερο από τις ευρωπαϊκές πολιτικές πριν την κρίση και αυτούς που
επωφελήθηκαν λιγότερο αλλά αναμένεται τώρα να πληρώσουν το μεγαλύτερο
μέρος του κόστους της προσαρμογής, αντί να βλέπουμε μια σύγκρουση μεταξύ
γερμανών και ισπανών, είναι πιο ακριβές να βλέπουμε μια σύγκρουση
μεταξύ των επιχειρηματικών και χρηματοπιστωτικών ελίτ (μαζί με τους
Ευρωπαίους αξιωματούχους) από τη μια μεριά και των εργαζομένων και των
αποταμιευτών της μεσαίας τάξης από την άλλη».
5. Όταν οι γερμανοί βρέθηκαν το 1870 σε θέση παρόμοια με των ισπανών και των Ελλήνων το 2000, ανέπτυξαν τις ίδιες παθογένειες
Η οικονομική ιστορία δείχνει πως οι μεγάλες
διασυνοριακές κεφαλαιακές ροές βλάπτουν αντί να ωφελούν τη χώρα που τις
δέχεται. Αυτό συμβαίνει επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν μέσα
σε συμπυκνωμένο χρονικό διάστημα πολλά παραγωγικά σχέδια προς
χρηματοδότηση σε μια χώρα. Κατά συνέπεια, η μεγάλη και απότομη αύξηση
των κεφαλαιακών ροών αυξάνει τους μισθούς δυσανάλογα προς την αύξηση της
παραγωγικότητας, πλήττει την εγχώρια ανταγωνιστικότητα και βιομηχανία,
κατευθύνεται σε μεγάλο βαθμό στην αγορά ακινήτων και παράγει φούσκες
αξιών. Όλα αυτά επιδεινώνουν το εξωτερικό ισοζύγιο και καθιστούν
εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.
Αυτό ισχύει εξίσου για «υπεύθυνες» και «ανεύθυνες» χώρες.
«Στην ίδια θέση που βρίσκονται σήμερα οι ισπανοί
(και οι έλληνες και όλες οι κοινωνίες του Ευρωπαϊκού Νότου) έχουν βρεθεί
παλαιότερα και οι γερμανοί, όταν μετά το τέλος του γαλλοπρωσικού
πολέμου, το 1870, υποχρέωσαν τους γάλλους να τους καταβάλλουν υψηλές
πολεμικές επανορθώσεις περί το 20% του ΑΕΠ τους μέσα σε τρία χρόνια,
νομίζοντας ότι έτσι θα γονατίσουν οικονομικά τη Γαλλία και θα απαλλαγούν
επί μακρόν από έναν επικίνδυνο αντίπαλο.
Εντελώς αντίθετα από τις προσδοκίες τους όμως, οι
μεγάλες αυτές κεφαλαιακές ροές σάρωσαν εν τέλει τη γερμανική οικονομία,
οδηγώντας την σε εξωτερικό έλλειμμα και πλήττοντας τη γερμανική
βιομηχανία, μέσω της αύξησης της εγχώριας ζήτησης προς όφελος των
γαλλικών, βρετανικών και αμερικάνικων βιομηχανικών αγαθών. Ο συνολικός
αντίκτυπος στη Γερμανία ήταν πολύ αρνητικός και οι οικονομολόγοι επί
χρόνια υποστήριζαν ότι η γερμανική οικονομία επλήγη αντί να στηριχθεί
από τις γαλλικές αποζημιώσεις, και λόγω των επιπτώσεων τους στους όρους
του εμπορίου και τον βιομηχανικό τομέα, και επειδή τροφοδότησαν πλήθος
μη παραγωγικών επενδύσεων, μεταξύ άλλων τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπική
φούσκα του 1871-1873, και μια μεγάλη αύξηση στο χρέος».
Όλα αυτά κατέληξαν στη μεγάλη ύφεση του 1873 και
την συναίνεση του συνόλου του γερμανικού πολιτικού κόσμου και των
γερμανών οικονομολόγων ότι οι γαλλικές αποζημιώσεις είχαν καταστρέψει τη
γερμανική οικονομία.
6. Αποδίδοντας ορθά την «ανευθυνότητα»: εθνικά κράτη, πιστωτές και τραπεζικό σύστημα
Είναι εντελώς ανόητο να κατηγορείς τα κράτη
αποδέκτες των κεφαλαιακών ροών ως υπεύθυνα για την κρίση. Όποιος
προσφέρει χρήμα με αρνητικά επιτόκια για να χρηματοδοτήσει κάθε βλακώδη
ιδέα, δεν μπορεί να απορεί επειδή χρηματοδοτήθηκαν τόσες βλακώδεις
ιδέες. Κατά τον Μάικλ Πέτις, αν είναι κάποιος πρωταρχικά υπεύθυνος για
την κρίση είναι οι καθαροί δανειστές στην Γερμανία και την Ολλανδία, όχι
οι δανειολήπτες στην Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ελλάδα.
«Θα ήταν εκπληκτική σύμπτωση που τόσο πολλές
χώρες αποφάσισαν να επιδοθούν σε ένα καταναλωτικό πάρτι ταυτόχρονα. Θα
ήταν ακόμη πιο αξιοσημείωτο, αν αυτό βεβαίως ίσχυε, το ότι κατάφεραν να
το κάνουν, ρουφώντας τα λεφτά από μια απρόθυμη Γερμανία. Είναι δηλαδή
πολύ δύσκολο να πιστέψουμε ότι η δραματική αλλαγή στα ισοζύγια πληρωμών
μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωζώνης είχε ως βασική αιτία της κάτι
διαφορετικό από την μεταβολή εντός της γερμανικής οικονομίας που οδήγησε
στα ύψη τα εγχώρια συνολικά πλεονάσματα σε σχέση με τις εγχώριες
συνολικές επενδύσεις».
Αλλά ο βασικότερος λόγος για τον οποίο δεν στέκει
ο ισχυρισμός ότι η Ισπανία (η Πορτογαλία, η Ελλάδα κλπ) είναι
πρωταρχικά υπεύθυνες για την κρίση, επειδή διαχειρίστηκαν ανόητα τις
μεγάλες κεφαλαιακές ροές που προήλθαν από τη Γερμανία και είχαν τάχα την
επιλογή να μη δεχτούν τα χρήματα και να αποφύγουν τα καταναλωτικά
πάρτι, τις φούσκες στην αγορά ακινήτων κι όλες τις άλλες υπερβολές,
είναι το ότι δεν υπάρχει κανέναν υποκείμενο του τύπου «Ισπανία»,
«Πορτογαλία», «Ελλάδα» που να λάμβανε αποφάσεις. (Εδώ βέβαια σε ό,τι
αφορά τη χώρα μας, είναι σωστό να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στην
ελληνική κοινωνία και τις κυβερνήσεις – ιδίως την κυβέρνηση Καραμανλή
που έχει σοβαρές ευθύνες).
Τα γερμανικά λεφτά προς τον Ευρωπαϊκό Νότο
διαμεσολαβήθηκαν από τράπεζες και πέρασαν σε νοικοκυριά, μεγάλες και
μικρές επιχειρήσεις, όχι από τα κράτη, παρατηρεί ο Πέτις. Στο βαθμό που
μια χώρα αποτελείται από ένα μεγάλο αριθμό ατόμων, νοικοκυριών και
επιχειρήσεων, δεν χρειάζεται ενιαία ή έστω πλειοψηφική ανευθυνότητα ώστε
η οικονομία σαν σύνολο να κάνει κακή χρήση του απεριόριστου χρήματος με
άκρως χαμηλά επιτόκια.
«Αν ένα πολύ μεγάλο απόθεμα κεφαλαίων, περί το
10% ως το 30% του ΑΕΠ μιας χώρας, διανέμεται υποχρεωτικά σε ένα άπειρο
πλήθος οικονομικών οντοτήτων και ο μόνος τρόπος διανομής του περνά μέσα
από ένα ευρύ δίκτυο τραπεζών, και τα κίνητρα που έχουν τεθεί, ορίζουν
ότι όσο πιο αισιόδοξη και ανεύθυνη είναι μια τράπεζα, τόσο περισσότερο
αυξάνει τα κέρδη της κι ότι όσο πιο αισιόδοξος και ανεύθυνος είναι ο
δανειολήπτης, τόσο περισσότερα χρήματα παίρνει, πώς βγάζει νόημα η χρήση
του όρου ανευθυνότητα, κι αν πράγματι βγάζει, σε ποια πλευρά πρέπει να
την αποδώσουμε;».
Η προφανής απάντηση είναι ότι η ανευθυνότητα
βρίσκεται πρωτίστως στην πλευρά του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού
συστήματος κι αυτών που όρισαν τους κανόνες του, όχι στην πλευρά των
εθνικών κρατών.
Πάντως, καταλήγει ο Πέτις, ας κρατήσουμε το ότι η
ιστορία δείχνει πως κάθε μεγάλη εισροή κεφαλαίων σε μα χώρα οδηγούσε σε
προβληματικές καταστάσεις, ακόμη κι όταν υπήρχε μία και μόνη κρατική
αρχή που λάμβανε αποφάσεις για την κατανομή τους, ακόμη κι όταν αυτή η
αρχή είναι η ίδια η «ενάρετη» Γερμανία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι
γαλλικές αποζημιώσεις του 1871-73 προς τη Γερμανία δεν διαμεσολαβήθηκαν
από τράπεζες, πήγαν κατ» ευθείαν στα δημόσια ταμεία και από αυτά έγινε η
κατανομή τους.
Κι όμως, η υπεύθυνη κατανομή της γερμανικής
κρατικής αρχής οδήγησε σε μια από τις μεγαλύτερες φούσκες αξιών της
γερμανικής ιστορίας στο Χρηματιστήριο και την αγορά ακινήτων, μια
σημαντική (αν και όχι τόσο μεγάλη όσο της Ισπανίας και της Ελλάδας
πρόσφατα) άνοδο της κατανάλωσης και μια επενδυτική φρενίτιδα εντός κι
εκτός Γερμανίας, που τμήμα της αφορούσε βλακώδεις και ζημιογόνες
επενδύσεις.
Κι αν η Γερμανία γλίτωσε τη χρεοκοπία με την
έλευση της ύφεσης του 1874 επειδή οι ροές των γαλλικών κεφαλαίων ήταν
πολεμικές αποζημιώσεις και όχι δάνεια που όφειλαν να αποπληρωθούν, δεν
τη γλίτωσε 50 χρόνια αργότερα.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920, η Γερμανία
κατακλύστηκε ξανά από φτηνά αμερικάνικα κεφάλαια που για ένα διάστημα
την βοήθησαν να αποπληρώνει τις αποζημιώσεις του Α Παγκοσμίου Πολέμου
αλλά καθώς μέρος τους κατευθύνθηκε σε βλακώδεις και ζημιογόνες
επενδύσεις, με την έλευση της παγκόσμιας ύφεσης την έφεραν σε
ολοκληρωτική στάση πληρωμών στο εξωτερικό της χρέος – ο λόγος για το
δράμα του οποίου η κάθαρση ήρθε το 1953, με τη διαγραφή του
μεσοπολεμικού γερμανικού χρέους, δυνατότητα που τώρα η γερμανική
κυβέρνηση αρνείται στην Ελλάδα και τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.
* Η κ. Μαριάννα Τόλια είναι
δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα.
Έρευνες και Προσεγγίσεις για την κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο και τον ρόλο
του ευρώ», Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2014.
Πηγή: euro2day.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου