Στις αποθήκες όπου στοιβάζονται τα
«δεδομένα» και τα «αυτονόητα», και στα οποία στηρίζεται εν πολλοίς η
καθημερινότητά μας, η κίνηση δεν σταματάει ποτέ. Με ολοένα πιο γρήγορους
ρυθμούς, κάποια από τα θεωρούμενα «σίγουρα» αχρηστεύονται και περνούν
στη δικαιοδοσία της λαογραφίας. Μολονότι ο θρόνος τους φάνταζε αιώνιος, ο
χρόνος δεν δυσκολεύτηκε να τον ροκανίσει. Για τους παλαιότερους ο
καιρός φαινόταν να κυλάει αργά, δίχως ραγδαίες εξελίξεις κάθε τόσο ή
απότομες αλλαγές, αν και αυτό μόνον εκ των υστέρων μπορούμε να το
συμπεράνουμε με κάποια ασφάλεια· όχι όταν βρισκόμαστε μέσα στο ρεύμα του
χρόνου, αλλά όταν, αναδρομικά, στύβουμε τις δεκαετίες και βγαίνουν–δεν
βγαίνουν μια χούφτα ορόσημα ή, με πιο γενναιόδωρη αρίθμηση, εκατό
συνολικά μέρες ζωτικής αξίας.
Για τους (πολύ) νεότερους, για όσους γεννιούνται σε έναν κόσμο υψηλών ταχυτήτων, όπου οι πομποί πληροφοριών είναι οικουμενικοί και οι παραστάσεις αλλάζουν πριν κατασταλάξουν, οι έντονοι ρυθμοί είναι το φυσικό τους, όπως και η διαρκής εναλλαγή δεδομένων. Και σε αρκετές περιπτώσεις κατανοούν το πέρασμα του χρόνου όχι σε συνάρτηση με την πορεία της καθαυτό συνθήκης του βίου τους, αλλά σε παραλληλία με ό,τι συμβαίνει στον φλοιό: με την εξέλιξη π.χ. της τεχνολογίας. Ας πούμε, όταν πείθονται από τις διαφημίσεις ότι πάλιωσε κιόλας το υπερσύγχρονο κινητό ή κομπιούτερ με τις δεκάδες διαφυγές και εφαρμογές, που αγοράζοντάς το ήταν πεπεισμένοι ότι «θα τους λύσει οποιοδήποτε κοινωνικό ή επικοινωνιακό πρόβλημα»: κάθε φορά προμηθεύονται (προμηθευόμαστε μάλλον) το «καινούργιο», που πιθανόν δεν το έχουν ανάγκη, μόνο και μόνο για να διευκολυνθεί η είσοδος στην αγορά τού «ακόμα πιο καινούργιου», που κι αυτό παλιώνει ταχύτατα. Συμβαίνει χονδρικώς ό,τι και με τις διαφημίσεις που υμνούν ξυραφάκια: ακούγοντας ότι μόλις κυκλοφόρησε αυτό με τις πέντε λεπίδες, είμαστε βέβαιοι ότι ήδη πακετάρεται ο αντικαταστάτης του με τις έξι.
Το κενό που προκύπτει με τη συνταξιοδότηση κάποιων «αυτονοήτων» που συναποτελούσαν τη φυσικότητά μας, το καταλαμβάνουν σχεδόν αμέσως άλλα «δεδομένα», άλλες (ασταθείς εντέλει) «σταθερές». Οι διάδοχοι διαμορφώνονται και επιβάλλονται από την πολιτική, την αγορά, τα μίντια, την τεχνολογία, τη μόδα, το αλισβερίσι με άλλους λαούς (που πια, με την αναγκαστική μετανάστευση των μαζών από εμπόλεμες ζώνες, δεν είναι μόνο τουριστικό)· γενικά, από ό,τι χωράει μέσα στον άνευ ορίων όρο παγκοσμιοποίηση. Εθιμα δεν είναι μόνο όσα παραλάβαμε, ό,τι μετέχει της παράδοσής μας. Εθιμα δημιουργούμε κι εμείς τώρα· θέλοντας και μη. Και τα κληροδοτούμε γνωρίζοντας πια ότι έχουν ημερομηνία λήξεως.
Συνήθως ούτε ξέρουμε ούτε ενδιαφερόμαστε να μάθουμε πώς έτυχε να προκύψουν όσα πιστεύουμε ότι μας περιβάλλουν, σαν αμνιακό υγρό, «από καταβολής κόσμου». Τα βρήκαμε μπροστά μας έτοιμα, ισχυρά, αυτονόητα και αυτοδίκαια, και, συνήθως, έτσι θέλουμε να τα παραδώσουμε. Αν βέβαια πέσουμε σε κάποιο τηλεπαιχνίδι εγκυκλοπαιδικών γνώσεων ή αν το βαριεστημένο τηλεχειριστήριό μας κολλήσει σε κάποιο ντοκιμαντέρ, θα στηθούμε να μάθουμε λ.χ. πότε τα «φράγκικα» ρούχα μετέτρεψαν τη φουστανέλα σε υλικό παρελάσεων, αποσύροντάς την από την καθημερινότητα. Και μπορεί να ξαφνιαστούμε ακούγοντας πως η ντομάτα (το αζτέκικο τομάτλ) δεν μας πρόσφερε τη νοστιμιά της «από καταβολής κόσμου» αλλά είναι φερτή, ή ότι το κλαρίνο δεν ρύθμιζε τους χορούς μας «αποεξανέκαθεν», άρα δεν συνόδευε τον Κολοκοτρώνη στα μεράκια του.
Για παράδειγμα, τίποτα φυσικότερο στα μάτια μας –αφού έτσι εκπαιδεύτηκαν, έτσι προγραμματίστηκαν– από το κοστούμι και τη γραβάτα στις επίσημες περιστάσεις, στις οποίες άλλωστε προσαρμόζεται ενστικτωδώς ακόμα και η γλώσσα μας. Εξ ου και η ενόχληση για την «κυβέρνηση των αγράβατων» που δήλωσαν αρκετοί φανατικοί του σαβουάρ βιβρ, ανάμεσά τους και ορισμένοι που δεν βρήκαν μισή λέξη για να ψέξουν την απρέπεια του κ. Σαμαρά να μην παραδώσει του Μαξίμου. Στα «από καταβολής κόσμου» συγκαταλέγουμε επίσης την παρουσία ιερωμένων σε διάφορες τελετές πολιτειακού χαρακτήρα ή σε στιγμές απολύτως προσωπικές και κοσμικές (όπως ο γάμος, η ονοματοδοσία, η κηδεία), τη φοροαποφυγή και τη φοροκλοπή, τα 19 προαπαιτούμενα πιστοποιητικά για μια απλούστατη κίνηση, το φακελάκι και το γρηγορόσημο, τις παρελάσεις στις εθνικές εορτές, την ένοπλη παρουσία αστυνομικών στις διαδηλώσεις αλλά και στα γήπεδα, όπου ξεροσταλιάζουν υπέρ ιδιωτικών συμφερόντων, με την πλάτη προς τους παίκτες, χάνοντας από πάνω και το ματς κ.ο.κ.
Ολα αυτά δεν γεννήθηκαν μαζί με τον κόσμο. Τα περισσότερα κάποιοι τα αποφάσισαν κάποια στιγμή και, έχοντας υπέρ τους τον συσχετισμό δυνάμεων, τα επέβαλαν. Και επειδή οι συσχετισμοί αλλάζουν, αλλάζουν και τα «αυτονόητα», τα «έθιμα». Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να μαντέψουμε τον σάλο που θα προκληθεί αν η νέα κυβέρνηση (το υπέρτερο αριστερό κομμάτι της δηλαδή, γιατί το άλλο, το μικρό και άκρως δεξιό, σίγουρα θα αντιδράσει) αποφασίσει να καταργήσει το έθιμο των παρελάσεων. Και όχι με τη δικαιολογία των οικονομικών που χρησιμοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια. Αλλά επειδή καμιάς μαθητιώσας νεολαίας το φρόνημα δεν ατσαλώνεται με τέτοια μιλιτέρ τελετουργικά, όπως επιμένουν οι υπουργοί στους πανηγυρικούς τους. Και κανένα αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας δεν γεννιέται μέσα μας όταν βλέπουμε να παρελαύνουν κακοσήμαδα τεθωρακισμένα.
Η ιερά οργή που είδαμε να εκδηλώνεται με την επιλογή του πολιτικού όρκου (με την οποία συμφωνούν και όσοι ιεράρχες γνωρίζουν ότι το έθιμο αυτό όχι μόνο δεν αποτελεί γλαφυρό πιστοποιητικό του δεσμού του ελληνισμού με την Ορθοδοξία, αλλά τυγχάνει σφόδρα αντιχριστιανικό), θα εξαπολύσει πολλαπλασιασμένους τους μύδρους της αν προκριθεί η κατάργηση των παρελάσεων. Πάλι θα πιάσουμε τα μοιρολόγια για τα ιερά και τα όσιά μας που απειλούνται με αφανισμό, για τα «δεδομένα» και τις απαντοχές μας που χάνονται, τις απαντοχές μας. Και θα σκαλίζουμε τις προφητείες του Πατροκοσμά, αλλά και του αγίου Παΐσιου πια, για να δούμε για πότε ακριβώς προσδιορίζουν το τέλος της μικρής μας χώρας.
Για τους (πολύ) νεότερους, για όσους γεννιούνται σε έναν κόσμο υψηλών ταχυτήτων, όπου οι πομποί πληροφοριών είναι οικουμενικοί και οι παραστάσεις αλλάζουν πριν κατασταλάξουν, οι έντονοι ρυθμοί είναι το φυσικό τους, όπως και η διαρκής εναλλαγή δεδομένων. Και σε αρκετές περιπτώσεις κατανοούν το πέρασμα του χρόνου όχι σε συνάρτηση με την πορεία της καθαυτό συνθήκης του βίου τους, αλλά σε παραλληλία με ό,τι συμβαίνει στον φλοιό: με την εξέλιξη π.χ. της τεχνολογίας. Ας πούμε, όταν πείθονται από τις διαφημίσεις ότι πάλιωσε κιόλας το υπερσύγχρονο κινητό ή κομπιούτερ με τις δεκάδες διαφυγές και εφαρμογές, που αγοράζοντάς το ήταν πεπεισμένοι ότι «θα τους λύσει οποιοδήποτε κοινωνικό ή επικοινωνιακό πρόβλημα»: κάθε φορά προμηθεύονται (προμηθευόμαστε μάλλον) το «καινούργιο», που πιθανόν δεν το έχουν ανάγκη, μόνο και μόνο για να διευκολυνθεί η είσοδος στην αγορά τού «ακόμα πιο καινούργιου», που κι αυτό παλιώνει ταχύτατα. Συμβαίνει χονδρικώς ό,τι και με τις διαφημίσεις που υμνούν ξυραφάκια: ακούγοντας ότι μόλις κυκλοφόρησε αυτό με τις πέντε λεπίδες, είμαστε βέβαιοι ότι ήδη πακετάρεται ο αντικαταστάτης του με τις έξι.
Το κενό που προκύπτει με τη συνταξιοδότηση κάποιων «αυτονοήτων» που συναποτελούσαν τη φυσικότητά μας, το καταλαμβάνουν σχεδόν αμέσως άλλα «δεδομένα», άλλες (ασταθείς εντέλει) «σταθερές». Οι διάδοχοι διαμορφώνονται και επιβάλλονται από την πολιτική, την αγορά, τα μίντια, την τεχνολογία, τη μόδα, το αλισβερίσι με άλλους λαούς (που πια, με την αναγκαστική μετανάστευση των μαζών από εμπόλεμες ζώνες, δεν είναι μόνο τουριστικό)· γενικά, από ό,τι χωράει μέσα στον άνευ ορίων όρο παγκοσμιοποίηση. Εθιμα δεν είναι μόνο όσα παραλάβαμε, ό,τι μετέχει της παράδοσής μας. Εθιμα δημιουργούμε κι εμείς τώρα· θέλοντας και μη. Και τα κληροδοτούμε γνωρίζοντας πια ότι έχουν ημερομηνία λήξεως.
Συνήθως ούτε ξέρουμε ούτε ενδιαφερόμαστε να μάθουμε πώς έτυχε να προκύψουν όσα πιστεύουμε ότι μας περιβάλλουν, σαν αμνιακό υγρό, «από καταβολής κόσμου». Τα βρήκαμε μπροστά μας έτοιμα, ισχυρά, αυτονόητα και αυτοδίκαια, και, συνήθως, έτσι θέλουμε να τα παραδώσουμε. Αν βέβαια πέσουμε σε κάποιο τηλεπαιχνίδι εγκυκλοπαιδικών γνώσεων ή αν το βαριεστημένο τηλεχειριστήριό μας κολλήσει σε κάποιο ντοκιμαντέρ, θα στηθούμε να μάθουμε λ.χ. πότε τα «φράγκικα» ρούχα μετέτρεψαν τη φουστανέλα σε υλικό παρελάσεων, αποσύροντάς την από την καθημερινότητα. Και μπορεί να ξαφνιαστούμε ακούγοντας πως η ντομάτα (το αζτέκικο τομάτλ) δεν μας πρόσφερε τη νοστιμιά της «από καταβολής κόσμου» αλλά είναι φερτή, ή ότι το κλαρίνο δεν ρύθμιζε τους χορούς μας «αποεξανέκαθεν», άρα δεν συνόδευε τον Κολοκοτρώνη στα μεράκια του.
Για παράδειγμα, τίποτα φυσικότερο στα μάτια μας –αφού έτσι εκπαιδεύτηκαν, έτσι προγραμματίστηκαν– από το κοστούμι και τη γραβάτα στις επίσημες περιστάσεις, στις οποίες άλλωστε προσαρμόζεται ενστικτωδώς ακόμα και η γλώσσα μας. Εξ ου και η ενόχληση για την «κυβέρνηση των αγράβατων» που δήλωσαν αρκετοί φανατικοί του σαβουάρ βιβρ, ανάμεσά τους και ορισμένοι που δεν βρήκαν μισή λέξη για να ψέξουν την απρέπεια του κ. Σαμαρά να μην παραδώσει του Μαξίμου. Στα «από καταβολής κόσμου» συγκαταλέγουμε επίσης την παρουσία ιερωμένων σε διάφορες τελετές πολιτειακού χαρακτήρα ή σε στιγμές απολύτως προσωπικές και κοσμικές (όπως ο γάμος, η ονοματοδοσία, η κηδεία), τη φοροαποφυγή και τη φοροκλοπή, τα 19 προαπαιτούμενα πιστοποιητικά για μια απλούστατη κίνηση, το φακελάκι και το γρηγορόσημο, τις παρελάσεις στις εθνικές εορτές, την ένοπλη παρουσία αστυνομικών στις διαδηλώσεις αλλά και στα γήπεδα, όπου ξεροσταλιάζουν υπέρ ιδιωτικών συμφερόντων, με την πλάτη προς τους παίκτες, χάνοντας από πάνω και το ματς κ.ο.κ.
Ολα αυτά δεν γεννήθηκαν μαζί με τον κόσμο. Τα περισσότερα κάποιοι τα αποφάσισαν κάποια στιγμή και, έχοντας υπέρ τους τον συσχετισμό δυνάμεων, τα επέβαλαν. Και επειδή οι συσχετισμοί αλλάζουν, αλλάζουν και τα «αυτονόητα», τα «έθιμα». Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να μαντέψουμε τον σάλο που θα προκληθεί αν η νέα κυβέρνηση (το υπέρτερο αριστερό κομμάτι της δηλαδή, γιατί το άλλο, το μικρό και άκρως δεξιό, σίγουρα θα αντιδράσει) αποφασίσει να καταργήσει το έθιμο των παρελάσεων. Και όχι με τη δικαιολογία των οικονομικών που χρησιμοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια. Αλλά επειδή καμιάς μαθητιώσας νεολαίας το φρόνημα δεν ατσαλώνεται με τέτοια μιλιτέρ τελετουργικά, όπως επιμένουν οι υπουργοί στους πανηγυρικούς τους. Και κανένα αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας δεν γεννιέται μέσα μας όταν βλέπουμε να παρελαύνουν κακοσήμαδα τεθωρακισμένα.
Η ιερά οργή που είδαμε να εκδηλώνεται με την επιλογή του πολιτικού όρκου (με την οποία συμφωνούν και όσοι ιεράρχες γνωρίζουν ότι το έθιμο αυτό όχι μόνο δεν αποτελεί γλαφυρό πιστοποιητικό του δεσμού του ελληνισμού με την Ορθοδοξία, αλλά τυγχάνει σφόδρα αντιχριστιανικό), θα εξαπολύσει πολλαπλασιασμένους τους μύδρους της αν προκριθεί η κατάργηση των παρελάσεων. Πάλι θα πιάσουμε τα μοιρολόγια για τα ιερά και τα όσιά μας που απειλούνται με αφανισμό, για τα «δεδομένα» και τις απαντοχές μας που χάνονται, τις απαντοχές μας. Και θα σκαλίζουμε τις προφητείες του Πατροκοσμά, αλλά και του αγίου Παΐσιου πια, για να δούμε για πότε ακριβώς προσδιορίζουν το τέλος της μικρής μας χώρας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου