Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης απέναντι στη νέα ελληνική κυβέρνηση
του Στέλιου Χρονόπουλου
Λειψία, 5.2.2005.
Στις 30 του Γενάρη, σε δημοσκόπηση της εταιρείας Emnid, στην ερώτηση
για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους, το 43% των ερωτώμενων θεωρούσε
ότι οι συμφωνίες που έχουν υπογράψει οι μέχρι τώρα ελληνικές κυβερνήσεις
πρέπει να τηρηθούν, 33% ότι πρέπει να υπάρξει επιμήκυνση αποπληρωμής
και 16% ότι πρέπει να γίνει μερική διαγραφή του χρέους. Το γερμανικό
ειδησεογραφικό κανάλι N24, για λογαριασμό του οποίου έγινε η
δημοσκόπηση, την παρουσιάζει με τον τίτλο «H E.E. πρέπει να μείνει ανένδοτη απέναντι στην Αθήνα». Άλλα
μέσα, ωστόσο, αναγνωρίζουν ότι η κοινή γνώμη εμφανίζεται μάλλον
διχασμένη, με την πλειοψηφία να κλίνει προς μερική τουλάχιστον ελάφρυνση
για το ελληνικό χρέος (βλ., π.χ., άρθρο στις οικονομικές σελίδες της
επίσης συντηρητικής Frankfurter Allgemeine).
Στα μέσα
ενημέρωσης με μεγάλη απήχηση κυριαρχούν επιφυλακτικά, αρνητικά ή και
εχθρικά δημοσιεύματα (με έμφαση στη συνεργασία ενός αριστερού κόμματος
με ένα «δεξιό-λαϊκιστικό» κόμμα, σε δηλώσεις και κινήσεις των Καμμένου,
Κοτζιά και Βαρουφάκη, οι οποίες ερμηνεύονται ως αντισημιτικές ή/και
επικίνδυνα εθνικιστικές). Ειδικά όμως σχετικά με την αναθεώρηση της
οικονομικής πολιτικής υπάρχει μια στάση αναμονής, που αφήνει περιθώρια
(μικρά οπωσδήποτε) σε απόψεις που θεωρούν προτεραιότητα την ενίσχυση της
ανάπτυξης, και όχι την κατά γράμμα τήρηση των προγραμμάτων λιτότητας.
Στην κοινή γνώμη –αν πιστέψουμε το δημοσκοπικό εύρημα– η άποψη της
ελάφρυνσης, τουλάχιστον, του ελληνικού χρέους, είναι πλειοψηφική και
πολιτικά σημαντική: το ποσοστό αυτών που υποστηρίζουν τη μερική διαγραφή
είναι σχεδόν διπλάσιο από το γενικό ποσοστό του Die Linke, του
μοναδικού κόμματος στη γερμανική πολιτική ζωή που υποστηρίζει κάτι
τέτοιο (8,6% στις τελευταίες εκλογές, τον Σεπτέμβρη του 2013), ενώ είναι
προφανές ότι η απόλυτη επιμονή στην τήρηση των υπαρχουσών συμφωνιών
είναι άποψη της μειοψηφίας και όχι της πλειοψηφίας.
Το απόγευμα
της 30ής του Γενάρη, ο Γ. Βαρουφάκης ανακοινώνει ότι η ελληνική
κυβέρνηση παύει να αναγνωρίζει την τρόικα και τους εκπροσώπους της. H
αντίδραση των γερμανικών μέσων ενημέρωσης, τις επόμενες ημέρες είναι
σχεδόν μονολιθική, με ελάχιστες ρωγμές.
Στις μεγάλες εφημερίδες υπερτοπικής κυκλοφορίας η εικόνα είναι συντριπτική εναντίον της Ελλάδας. Αν εξαιρέσουμε την εφημερίδα Neues Deutschland του Βερολίνου, η οποία απηχεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις απόψεις του κόμματος Die Linke, την επίσης αριστερή Tageszeitung (ΤΑΖ) και την εβδομαδιαία σοσιαλδημοκρατική Die Zeit,
τα ρεπορτάζ και τα σχόλια των άλλων εφημερίδων, ως τόνος και ως
περιεχόμενο, κυμαίνονταν από τον ανοιχτό εκνευρισμό μέχρι τις απειλές,
για μια σύγκρουση που προδιαγραφόταν με βεβαιότητα ως καταστροφική για
την Ελλάδα. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και το πρωτοσέλιδο σχόλιο του
J. Papadimitriou στην TAZ (με τίτλο «Πολύ περισσότερο από ένα
παιχνίδι», 31.1.2015) προειδοποιούσε τον Γ. Βαρουφάκη ότι ρισκάρει την
έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και τον καλούσε εμμέσως να υλοποιήσει
το «καλό σενάριο», να διαπραγματευτεί δηλαδή με σημαντικά μειωμένες
απαιτήσεις. Ακόμα πιο εντυπωσιακό (παρότι δεν εκφράζει τη γενική γραμμή
της εφημερίδας) είναι το πρωτοσέλιδο άρθρο του A. von Lucke «Αριστερός Σίσυφος», στη μικρής κυκλοφορίας αριστερή εβδομαδιαία Der Freitag.
Θα βρούμε, σ’ αυτό, θέσεις που λίγο απέχουν από εκείνες του Μ. Σουλτς: η
νέα κυβέρνηση πρέπει να επικεντρωθεί στην πάταξη της μεγάλης
φοροδιαφυγής, να τηρήσει πρωτίστως τις δεσμεύσεις της με τους πιστωτές
και να αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση με τις άλλες κυβερνήσεις των
κρατών της ευρωζώνης.
Ο G. Dietz, σε ένα από τα ελάχιστα άρθρα κριτικής της επίσημης γερμανικής άποψης, στην ιστοσελίδα του Spiegel επικρίνει
την εξαιρετικά μεροληπτική στάση των γερμανικών μέσων, που ταυτίζεται
σχεδόν με αυτή των πολιτικών της συγκυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών και
Σοσιαλδημοκρατών. Επίσης, διαπιστώνει μια επικίνδυνη ταύτιση των
ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και γενικότερα του ελληνικού λαού, με τους
υποστηρικτές του ισλαμοφοβικού, σε μεγάλο βαθμό ρατσιστικού και
χαρακτηριζόμενου ως ακραία λαϊκιστικού κινήματος PEGIDA («Πατριώτες
Ευρωπαίοι ενάντια στην Ισλαμοποίηση της Εσπερίας») και επισημαίνει ότι
στα πρόσφατα τηλεοπτικά ρεπορτάζ η κρίση στην Ελλάδα
«αποπροσωποποιείται»: αντί για κλειστά μαγαζιά και ανθρώπους που
διαμαρτύρονται ή υποφέρουν, παρουσιάζονται τραπεζίτες, γραφειοκράτες και
πολιτικοί να μπαινοβγαίνουν σε αυτοκίνητα και συσκέψεις. Δεν υπάρχουν
άνθρωποι· υπάρχουν μόνο αποφάσεις (που έχουν ήδη παρθεί) και συμφωνίες
(που έχουν ήδη επικυρωθεί). Ωστόσο, αυτό το άρθρο, όπως και εκείνο του Ηannes Grasseger στην Die Zeit (1.2.2015), που
επικρίνει σφοδρά την αντιδημοκρατική και αντιπραγματιστική εμμονή της
γερμανικής κυβέρνησης ενάντια στη διαγραφή μέρους του χρέους, αποτελούν
σαφέστατα εξαιρέσεις (στα ελληνικά, όπου και αναφορά στο άρθρο του H. Grasseger).
Τέσσερις σταθερές στον λόγο των γερμανικών media
Οι σταθερές
στην ομοβροντία των μεγάλων γερμανικών μέσων ενημέρωσης εντοπίζονται με
αρκετή ακρίβεια, αν κοιτάξουμε τις ερωτήσεις που δέχθηκε Γ. Βαρουφάκης
στη συνέντευξή του στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit (4.2.2015), με τίτλο «Είμαι ο υπουργός εξωτερικών ενός χρεοκοπημένου κράτους».
Σταθερά πρώτη: η Ελλάδα έχει ένα διεφθαρμένο, πελατειακό κι
αναποτελεσματικό κράτος, το οποίο ανθίσταται σε κάθε απόπειρα
εκσυγχρονισμού και αναμόρφωσής του. Σταθερά δεύτερη: η νέα ελληνική
κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα επιθετική απέναντι στη Γερμανία και δεν χάνει
ευκαιρία να κάνει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ανάρμοστες αναφορές
στο καθεστώς των ναζί. Σταθερά τρίτη: η νέα ελληνική κυβέρνηση φλερτάρει
επικίνδυνα με τη Ρωσία. Σταθερά τέταρτη (και σημαντικότερη): η νέα
ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται από τις συμφωνίες που έχουν υπογράψει οι
προηγούμενες κυβερνήσεις.
Φόβος (για
τη Ρωσία, από την οποία η Γερμανία ακόμα εξαρτάται τουλάχιστον
ενεργειακά), άγνοια ή/και χυδαία υποκρισία (για τις πραγματικές
διαστάσεις και αιτίες των παθογενειών του ελληνικού κράτους), πανίσχυρα
και σκοτεινά συμπλέγματα δεκαετιών (για το ναζιστικό καθεστώς) και
κυρίως μια εμμονή: η εμμονή στα ήδη συμφωνημένα, αυτή που στοιχειώνει
(ή, μάλλον, κρατάει ζωντανό) τον λόγο της γερμανικής κυβέρνησης και
πολλών μέσων ενημέρωσης στις επιθέσεις τους ενάντια στις οικονομικές
προτάσεις της κυβέρνησης ΣYΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Αυτή η
εμμονή βρίσκει και μια (χαριτωμένη) γλωσσική έκφραση: Κάπου στις αρχές
της βδομάδας, στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, άρχισαν να γίνονται
ιδιαίτερα αγαπητές όλες οι εγκλίσεις και οι χρόνοι μιας κοινής φράσης
που σημαίνει «βρίσκω σε τοίχο», κατά λέξη «δαγκώνω γρανίτη» (auf Granit
beißen), στις αναφορές σχετικά με τις αντιδράσεις των αξιωματούχων και
των πολιτικών της ευρωζώνης και των ευρωπαϊκών χωρών, τους οποίους
συναντούσαν ή επρόκειτο να συναντήσουν ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης.
(Είναι ενδεικτικό ότι από μια αναζήτηση στο διαδίκτυο με τη μηχανή της
google προκύπτουν 43.100 αποτελέσματα για τη φράση «auf Granit beißen».
Σε 16.200 από αυτά, πάνω από το ένα τρίτο δηλαδή, διεκτραγωδούνται τα
τωρινά ή μελλοντικά πάθη των κ. Τσίπρα και Βαρουφάκη).
Ένας λόγος προσανατολισμένος σταθερά στο παρελθόν
Η γερμανική
πολιτική και οικονομική ελίτ μεταφέρει με κάθε τρόπο το μήνυμα ότι τα
«Μνημόνια οικονομικής συνεργασίας» μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών
της είναι γραμμένα σε γρανίτη: δεν ξεθωριάζουν, δεν αλλοιώνονται, δεν
χάνονται. Και τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης το αναπαράγουν. Με μία
κρίσιμη συνέπεια: ο λόγος τους (ο λόγος της εξουσίας των δανειστών)
είναι προσανατολισμένος σταθερά και αμετάκλητα στο παρελθόν. Είναι
σχεδόν αδύνατον να βρει κανείς ίχνη σκέψης για το ποιο μέλλον προσδοκούν
για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις κοινωνίες που διαλύονται από την κρίση,
πολύ περισσότερο για τους ανθρώπους που υποφέρουν ή πεθαίνουν εξαιτίας
της. Είναι αδύνατον να βρει κανείς ίχνη σκέψης για το είδος και τον
τρόπο λειτουργίας των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι η εμμονή των
πολιτικών, οικονομικών ελίτ της Γερμανίας στην ακραία νεοφιλελεύθερη
πολιτική των συμφερόντων τους, η οποία, θέλουν να «πείσουν», μπορεί να
καταργήσει τον χρόνο και να ενταφιάσει κάθε κίνηση και αλλαγή.
Δεν είναι σίγουρο ότι τα καταφέρνουν εντελώς. Σε νέα δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 5 του Φλεβάρη, από
το πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης (ARD), το 58% των
ερωτώμενων στηρίζει την γραμμή της γερμανικής κυβέρνησης («τα
συμφωνημένα πρέπει να τηρηθούν»), 31% υποστηρίζει την λύση της
επιμήκυνσης του ελληνικού χρέους και 9% τοποθετείται υπέρ της μερικής
διαγραφής. Παρά τον ανελέητο βομβαρδισμό, το 40% της κοινής γνώμης
θεωρεί ότι τα «συμφωνημένα» δεν είναι χαραγμένα αιώνια σε στήλες
γρανίτη. Και αποδεικνύει ότι ο τρόπος που τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης
καλύπτουν το ζήτημα βρίσκεται σε σαφή δυσαρμονία προς την κοινή γνώμη.
Υπάρχει, λοιπόν, ελπίδα σοβαρή.
Ο Στέλιος Χρονόπουλος είναι κλασικός φιλόλογος και διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου