23 Δεκ 2014

ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ ΤΟ ΒΕΛΓΙΟ ΚΑΙ Η ΙΤΑΛΙΑ

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣΤο ερώτημα αν «αυτός ο νόμος αφορά κι εμένα» δεν ήταν μόνο στην Ελλάδα που ακούστηκε πιο συχνά απ’ οποιοδήποτε άλλο τη διετία 2010 – 2011. Και στην υπόλοιπη Ευρώπη τέθηκε κατ’ αναντιστοιχία το ίδιο ακριβώς ερώτημα: «Κατά πόσο ό,τι γίνεται στην Ελλάδα αφορά κι εμάς». Πολλοί λίγοι μπορούσαν να δεχτούν ότι η Ελλάδα ήταν το πειραματόζωο ή ο ευαίσθητος κρίκος για να ενταχθεί όλη η Ευρώπη στα Μνημόνια και να αποτελέσει το καινούργιο λαμπρό πεδίο δόξας του ΔΝΤ. Υπήρχε ακόμη περιθώριο για να πιάνουν τόπο οι αιτιάσεις της αστικής τάξης περί ελληνικής εξαίρεσης και χρόνιας ασωτίας που οδήγησε στην κρίση, ενώ η ίδια κέρδιζε χρόνο ωθώντας τον ένα λαό της Ευρώπης να στρέφεται ενάντια στον άλλο. Ειδικά το 2010.

Το 2011-2012 η κατάσταση άλλαξε με την ένταξη στον Μηχανισμό δανειοδότησης κι άλλων χωρών που πλέον ήταν πολλές για να μπορεί να αποδοθεί η αιτία της υπερχρέωσης στην «εξαίρεσή» τους. Ακόμη και τότε όμως υπήρχαν περιθώρια επανάπαυσης∙ και των από πάνω και των από κάτω, μεταθέτοντας τις δύσκολες αποφάσεις για το απώτερο μέλλον.
Το 2013 διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο όταν η κρίση πλήττει πλέον όλη την Ευρώπη, παύει δηλαδή να είναι ένα φαινόμενο της περιφέρειας της ευρωζώνης όπως συνέβαινε στο ξέσπασμά της όταν λόγω της αρχιτεκτονικής του κοινού νομίσματος η κρίση έπληξε πρωτίστως τις μεσογειακές χώρες της Ευρώπης, και μπαίνει στην ημερήσια διάταξη των ασταθών ούτως ή άλλως κυβερνήσεων η ανάγκη άμεσης ψήφισης αντιλαϊκών μέτρων. Τότε ακριβώς, όταν για πρώτη φορά πλήττεται η Ευρώπη από την ύφεση με την είσοδο του 2013, είναι που δικαιώνεται η ερμηνεία του ελληνικού παραδείγματος ως πειραματόζωο ή αδύναμου κρίκου. Η Ελλάδα κι η περιφέρεια της ευρωζώνης παύουν να αποτελούν αποδιοπομπαίο τράγο όταν επίσης μαζί με την εμφάνιση της ύφεσης και την επιτάχυνση της επίθεσης του κεφαλαίου αρχίζουν κι οι πρώτες εργατικές αντιδράσεις απέναντι στον Αρμαγεδδώνα.
Το 2014, ειδικά το δεύτερο εξάμηνό του, μπορούμε να πούμε ότι είμαστε μάρτυρες της μετάδοσης του ελληνικού ιού στην Δυτική Ευρώπη. Οι παρατεταμένες εργατικές διαμαρτυρίες που συγκλονίζουν το Βέλγιο, όπου έχει την έδρα της η ΕΕ, και την Ιταλία, την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης σηματοδοτούν μια νέα φάση τόσο στη διαχείριση της κρίσης, όσο και στις αντιδράσεις απέναντί της. Από κοινού, και ξέροντας επίσης ότι προ των πυλών είναι νέα, πιο απειλητικά κύματα επίθεσης και εργατικών αγώνων, δημιουργούν την βάσιμη ελπίδα ότι η αφύπνιση των ευρωπαϊκών λαών μπορεί να δημιουργήσει τους όρους για να ανατραπεί η επίθεση και να δημιουργηθούν σοβαρά ρήγματα στην πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων.
ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ ΟΙ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Η νέα κυβέρνηση που ορκίστηκε τον Οκτώβριο στο Βέλγιο μπορεί να ξεκινούσε αναπαράγοντας όλες τις παθογένειες του βελγικού πολιτικού συστήματος, ειδικότερα μια τάση παραλυσίας λόγω της αντίθεσης μεταξύ φτωχού γαλλόφωνου νότου και πλούσιου φλαμανδόφωνου βορά, όπως εκφράστηκε με τις διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν πέντε ολόκληρες μήνες μέχρι να συμφωνηθεί ο σχηματισμός κατ’ αντιστοιχία με ό,τι είχε συμβεί και το 2010 όταν οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν 18 ολόκληρους μήνες, αυτή τη φορά εν τούτοις υπήρχε μια ουσιώδη πολιτική αλλαγή. Πρώτη φορά μετά από 26 χρόνια δεν συμμετείχαν στην κυβέρνηση οι σοσιαλιστές. Επιπλέον, στη νέα κυβέρνηση συμμαχίας ξεχωρίζει η βαριά σφραγίδα της φλαμανδικής άκρας Δεξιάς, και δικαιολογημένα καθώς το εθνικιστικό κόμμα Νέα Φλαμανδική Συμμαχία, το ένα από τα τρία φλαμανδικά κόμματα που συμμετέχουν στον συνασπισμό, έλαβε το 20% των ψήφων. Το Μεταρρυθμιστικό κόμμα του νέου πρωθυπουργού, Σαρλ Μισέλ, που είναι το μοναδικό κόμμα το οποίο προέρχεται από την γαλλόφωνη Βαλονία είχε κερδίσει λιγότερο από το 10% των ψήφων και δίνει την επίφαση της εθνικής ενότητας. Κάλλιστα επομένως η νέα κυβέρνηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια κυβέρνηση των πλουσίων του Βελγίου, με μάρτυρα την απόφαση των Φλαμανδών να θέσουν μετά από καιρό κατά μέρους τα αποσχιστικά τους αιτήματα από τη στιγμή που για πρώτη φορά τόσο έντονα και καθαρά η δική τους πολιτική ατζέντα μετατρέπεται σε κυβερνητικές εξαγγελίες.
Έτσι οδηγούμαστε στην κήρυξη του κοινωνικού πολέμου, όταν τον Οκτώβριο του 2014 το Βέλγιο ζει τον δικό του Μάη του 2010. Τα νέα αντιλαϊκά μέτρα ανακοινώνονται ταυτόχρονα με την ανάληψη των νέων κυβερνητικών καθηκόντων κι αφορούν σε περικοπές δαπανών ύψους 11 δισ. ευρώ για τα επόμενα πέντε χρόνια. Περιλαμβάνουν την άνοδο του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65στα 67 έτη, μέτρα περιορισμού των χρηματοδοτήσεων στο κοινωνικό κράτος και, το σημαντικότερο, τερματισμό ενός καθεστώτος αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που ίσχυε επί χρόνια βάσει του οποίου μισθοί και κοινωνικά επιδόματα ακολουθούσαν αυτόματα την πορεία του πληθωρισμού, επιτρέποντας έτσι να καλύπτονται οι εισοδηματικές απώλειες που δημιουργεί στους μισθωτούς η άνοδος του κόστους ζωής.
Η αντίδραση των Βέλγων ήταν ακαριαία, ξαφνιάζοντας έναν εξωτερικό παρατηρητή. Κι αυτό συνέβη επειδή η τωρινή επίθεση είχε προετοιμαστεί. Ώριμες επίσης ήταν κι οι συνειδήσεις των εργαζομένων μιας και το κοινωνικό ζήτημα δεν προέκυψε με το που ανέλαβε πρωθυπουργός ο 38χρονος Σαρλ Μισέλ. Η ανεργία μπορεί να βρίσκεται στο 8,6%, αλλά μέσα σε ένα χρόνια αυξήθηκε σχεδόν 2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η ανεργία των νέων έχει φτάσει στο 25%. Επιπλέον, το 2011 το 15,3% του πληθυσμού βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας, με το εθνικό ποσοστό να μειώνεται στο βόρειο Βέλγιο στο 9,8%, ενώ στο νότιο τμήμα να αυξάνεται στο 19,2%. Η πτώση των μισθών αποτυπώνεται κι από τη συρρίκνωση του καθαρού φορολογήσιμου εισοδήματος του φτωχότερου 30% του πληθυσμού μεταξύ 1990 και 2009, την ίδια στιγμή που το πλουσιότερο 10% έβλεπε τη συμμετοχή του αυξάνεται από 27,3% στο 31,9%. Αυτή ήταν η εκρηκτική ύλη που είχε συγκεντρωθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια (κι εκφράστηκε ανάγλυφα στην καταπληκτική ταινία Δύο ημέρες μία νύχτα που παίζεται ακόμη στους κινηματογράφους) η οποία επέτρεψε την επομένη κιόλας των εξαγγελιών να ξεκινήσουν οι εργατικοί αγώνες στο Βέλγιο που κορυφώθηκαν στις 15 Δεκεμβρίου με την εθνική απεργία που παρέλυσε όλη τη χώρα.
Το ξεχωριστό στην περίπτωση του Βελγίου κι αρκούντως ανησυχητικό για την συμμαχική κυβέρνηση που ήδη βλέπει τα ποσοστά δημοτικότητάς της να καταποντίζονται ήταν πως η εθνική απεργία ήταν πραγματικά η κορύφωσηενώ ήδη έχουν αρχίσει οι προετοιμασίες για τους επόμενους αγώνες. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια τουφεκιά στον αέρα, όσο κι αν οι εργατικές συνομοσπονδίες που κρατούν τα ηνία του συνδικαλιστικού κινήματος, αποτελούν σύμβολα γραφειοκρατικής ενσωμάτωσης. Ενδεικτικό στοιχείο για τον συνεχή αναβρασμό στοΒέλγιο είναι ότι της εθνικής απεργίας είχαν προηγηθεί άλλες τοπικές απεργίες στις 24 Νοεμβρίου, την 1η και στις 8 Δεκεμβρίου, κ.α.
Το πρόσφορο έδαφος στο οποίο αναπτύχθηκαν οι απεργίες κατά των μέτρων λιτότητας βοήθησε επίσης στην επιτυχία της πανευρωπαϊκής διαδήλωσης που συγκλόνισε τις Βρυξέλλες, προχθές Παρασκευή. Το αίτημα που κυριάρχησε αφορούσε την μη υπογραφή της διατλαντικής συμφωνίας (TTIP) που συζητιέται από το 2013, μεταξύ ΗΠΑ κι ΕΕ, ενώ το 2015 εκτιμάται ότι θα έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις και θα μπουν οι υπογραφές. Πρωταγωνιστές στην πορεία, που συγκέντρωσε περισσότερο 1 εκ. διαδηλωτές εκ των οποίων ήταν πολλοί Γερμανοί, Ολλανδοί και Γάλλοι, ήταν οι αγρότες που με 30 τρακτέρ απέκλεισαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στη συγκέντρωση που πραγματοποίησαν δεν παρέλειψαν μάλιστα το προσφιλές τους συνήθειο να ψεκάσουν τους αστυνόμους με φρέσκο, ζεστό γάλα. Η αντίθεση τους στην συμφωνία διευκόλυνσης κι επιτάχυνσης του διατλαντικού εμπορίου επικεντρωνόταν στα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, καθώς η συμφωνία που θα γίνει θα καταργεί και τα τελευταία εμπόδια που έχουν απομείνει στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, διευκολύνοντας την είσοδο στην ευρωπαϊκή αγορά των αμερικανικών μεταλλαγμένων. Η συμφωνία παρόλα αυτά θα είναι αμοιβαία επωφελής, για τις αστικές τάξεις ΗΠΑ κι ΕΕ κι αμοιβαία ζημιογόνα για τους εργαζόμενους, καθώς ως χαρακτηριστικό γνώρισμα έχει τον αποκλεισμό των πιο απαιτητικών διαδικασιών που μπορεί να ισχύουν στο ένα μέρος, ως γραφειοκρατικών απαρχαιωμένων και ανασχετικών για τις επενδύσεις, και την υιοθέτηση των πιο φιλοεργοδοτικών κι ευέλικτων, με το επιχείρημα ότι έτσι θα αυξηθούν οι επενδύσεις και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα θα αποτελέσει ένα συντριπτικό πλήγμα στα εργατικά δικαιώματα, ενώ θα απογειώσει την δύναμη των μεγάλων εταιρειών που πλέον και θεσμικά, κατοχυρωμένα θα δουν την δύναμη τους να υπερισχύει έναντι των κρατών σε περιπτώσεις δικαστικών διαμαχών. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός επίλυσης διαφορών που μεροληπτεί σκανδαλωδώς εναντίον των κρατών και υπέρ των εταιρειών (με την επωνυμία ISDS) χαρακτηρίστηκε τόσο παρωχημένος και νεοαποικιακός ώστε ακόμη και κράτη όπως η Αγγλία, η Γαλλία κι η Γερμανία δήλωσαν πως θα καταψηφίσουν την εφαρμογή της συνθήκης αν δεν βελτιωθούν, αναγνωρίζοντας την προτεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών.
Οι διαδηλώσεις ωστόσο δεν αφορούσαν μόνο την διατλαντική συμφωνία. Στο στόχαστρο των διαδηλωτών βρέθηκε επίσης κι η ίδια η πολιτική της ΕΕ, όπως συζητιόταν στην σύνοδο κορυφής των ευρωπαίων ηγετών, που είχε προγραμματιστεί για τις 19 και 20 Δεκεμβρίου για να τελειώσει νωρίτερα. Γι’ αυτό και οι διαδηλωτές έκαψαν ομοίωμα της γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελκι άλλων ηγετών της ΕΕ, ενώ τα συνθήματα που κυριάρχησαν στρέφονταν ενάντια στην λιτότητα και το δημόσιο χρέος.
Παρότι κι άλλες φορές στο παρελθόν οι Βρυξέλλες έχουν μετατραπεί σε πεδίο μάχης, οι συνεχείς διαδηλώσεις στην έδρα της ΕΕ τους τελευταίους μήνες συντελούνται σε ένα ολότελα διαφορετικό τοπίο, σε σχέση για παράδειγμα με το Νοέμβριο του 1993, όταν και πάλι οι αγρότες του Βελγίου είχαν δείξει τα δόντια τους. Πλέον, η ΕΕ έχει πάψει να εμφανίζεται ως θεματοφύλακας των θεσμών, τουκράτους πρόνοιας και της δημοκρατίας και πλέον χωρίς προσχήματα αποτελεί τον ενορχηστρωτή της κατεδάφισης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Επομένως όχι μόνο δεν της αξίζει πλέον κανένας σεβασμός, αλλά όσο συντομότερα οι δρόμοι γύρω από το Ευρωκοινοβούλιο και την Κομισιόν γίνουν θέατρα πανευρωπαϊκού πολέμου, τόσο καλύτερα για όλους.
ΜΕ ΑΠΕΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ
Στην Ιταλία η αντίστροφη μέτρηση για τον εργατικό αναβρασμό που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες με αποκορύφωμα την απεργία την προηγούμενης Παρασκευής 12 Δεκεμβρίου άρχισε τον Φεβρουάριο του 2014 όταν ο 39χρονος πρώην δήμαρχος της Φλορεντίας, Ματέο Ρέντζι, με ένα εσωκομματικό πραξικόπημα ανατρέπει τον τότε πρωθυπουργό Ενρίκο Λέτα, τον οποίο μέχρι τότε διαβεβαίωνε ότι δεν κινδυνεύει, και ορκίζεται πρωθυπουργός. Το πολιτικό του άστρο έπαψε να λάμπει σχεδόν ταυτόχρονα με την ψήφιση της αντεργατικής μεταρρύθμισης στην Βουλή τον Οκτώβριο. Ένα μήνα μετά, στις περιφερειακές εκλογές του Νοεμβρίου, το κόμμα του, το Δημοκρατικό Κόμμα, κατέγραψε αλλεπάλληλες ήττες, μέσω μαζικής αποχής, κερδίζοντας μόνο τις επαρχίες Εμίλια Ρομάνα στο βορά (με 4 εκ. πληθυσμό και παραδοσιακά ισχυρή παρουσία της Αριστεράς) και την Καλαβρία στο νότο. Ισχυροποιείται ωστόσο πολιτικά ο αντίπαλος δεξιός πόλος γύρω από την Λίγκα του Βορρά που πλέον γίνεται εθνικό κόμμα, αλλάζοντας την πολιτική της ατζέντα. Το αίτημα της απόσχισης του πλούσιου βορά από την Ρώμη παραμερίζεται, ενώ στην προμετωπίδα μπαίνει ηαντιμεταναστευτική ρητορική και το αίτημα εξόδου από το ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι τα ποσοστά της να τετραπλασιαστούν κι από 5% στις ευρωεκλογές να φτάσουν το 20% στις περιφερειακές εκλογές. Η μετεωρική άνοδος της Λίγκας ωστόσο δεν απειλεί τον Ρέντζι γιατί κατά βάση συντελείται σε βάρος του κόμματος του Μπερλουσκόνι, Φόρτσα Ιτάλια, που μετά την ανατροπή του από την πρωθυπουργία, τον Νοέμβριο του 2011, μαζί με τον Γ. Παπανδρέου με απόφαση του διδύμου Μερκοζί, βρίσκεται σε μια πορεία σταθερής περιθωριοποίησης.
Η οπισθοδρομική ατζέντα του Ρέντζι, που προωθείται με πολιορκητικό κριό τον υπουργό Οικονομικών Πιέρ Κάρλο Παντόαν που μέχρι πρόσφατα ήταν αξιωματούχος του ΔΝΤ κι επικεφαλής οικονομολόγος του άλλου μισητού οργανισμού, του ΟΟΣΑ, έχει ένα και μόνο θέμα: Την κατεδάφιση του περίφημου άρθρου 18 που συμπυκνώνει τις κατακτήσεις της ιταλικής εργατικής τάξης. Κι αυτό καθόλου τυχαία∙ ψηφίστηκε το 1970, μετά το καυτό φθινόπωρο του 1969, προβλέποντας κατοχύρωση του εργαζομένου από την εργοδοτική αυθαιρεσία, δικαίωμα εργατικών συνελεύσεων, ελεύθερης επιλογής συνδικάτου στο οποίο θα ανήκει κάθε εργαζόμενος, κ.α. Η κυβέρνηση από την άλλη, το εμφανίζει ως την αιτία όλων των κακών της ιταλικής οικονομίας που φέτος θα δει το ΑΕΠ της να υποχωρεί κατά 0,2%. Τυπικά, αυτό που ζητούν κυβέρνηση και εργοδότες είναι το δικαίωμα των ελεύθερων απολύσεων, χωρίς να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους το δικαίωμα των δικαστών να επιβάλλουν την επαναπρόσληψη, αν η απόλυση κριθεί ότι έγινε αναίτια. Κι αυτή ωστόσο η κατηγορία απέχει πολύ από την πραγματικότητα, κι όχι μόνο επειδή και στην Ιταλία ανθεί η μαύρη εργασία σε μια κατακερματισμένη και ασύδοτη αγορά εργασίας. Το σημαντικότερο είναι πώς από το 2012 με το νόμο Φορνέρο καταργήθηκαν πολλές από τις προστασίες που απολάμβαναν οι εργαζόμενοι. Για παράδειγμα οι απολύσεις σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 15 εργαζόμενους επιτρέπονται. Αυτό που τώρα ζητιέται είναι να θεσμοθετηθεί η εργοδοτική αυθαιρεσία. Χαρακτηριστικά, ενώ με τον υπάρχον νόμο, το άρθρο 18, που για την ιταλική εργοδοσία και το νεοφιλελευθερισμό είναι κόκκινο πανί, κάτι σαν την δική μας μεταπολίτευση, όσοι εργάζονται με νόμιμο τρόπο σε περίπτωση απόλυσης δικαιούνται αποζημίωση 15 ημερών για κάθε 3 μήνες δουλειά, με τον καινούργιο νόμο, που δεν προβλέπεται να ψηφιστεί απ’ όλα τα σώματα και να εκδοθούν οι εφαρμοστικοί του μέχρι τα μέσα του 2015, οι απολύσεις θα είναι ελεύθερες τα 3 πρώτα χρόνια της πρόσληψης. Με το νέο νόμο επίσης που προωθεί ο Ρέντζι κατοχυρώνεται το δικαίωμα της εργοδοσίας στις παρακολουθήσεις της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του προσωπικού, των σελίδων που επισκέπτεται στο διαδίκτυο. Επίσης παύει να υπάρχει δικαίωμα αποζημίωσης σε επιχειρήσεις που αναδιαρθρώνονται ή βάζουν λουκέτο, κ.α.
Στην προώθηση της αντεργατικής ατζέντας του, ο Ρέντζι έχει βρει ανέλπιστη σύμμαχο την Λίγκα του Βορά που θέλοντας να αδρανοποιήσει την εσωκομματική του αντιπολίτευση, προσφέρθηκε να ψηφίσει μαζί με τον πρωθυπουργό την εκθεμελίωση του άρθρου 18, σε περίπτωση που είχε διαρροές από το κόμμα του. Προσφορά που έμεινε αναξιοποίητη καθώς ο νόμος ψηφίσθηκε στις 9 Οκτώβρη με 165 ψήφους υπέρ και 111 κατά. Η αντίθεση επομένως στο ευρώ και την Γερμανία της ιταλικής Δεξιάς γίνεται από τη σκοπιά των ιταλικών, αστικών συμφερόντων. Αποκτάει απήχηση και διείσδυση στα λαϊκά στρώματα ωστόσο λόγω της πολιτικής ατολμίας της Αριστεράς να θέσει έστω το αίτημα της εξόδου από το ευρώ, από τη σκοπιά των συμφερόντων της λαϊκής πλειοψηφίας. Αυτών ακριβώς των συμφερόντων που την προηγούμενη Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου βγήκαν στους δρόμους 54 πόλεων της Ιταλίας, από το πάλαι ποτέ βιομηχανικό Τορίνο μέχρι την Σικελία, με το σύνθημα «Έτσι δεν πάει» (Cosi non va!). Σε δύο μάλιστα πόλεις, το Μιλάνο και το Τορίνο, δεν έλειψαν και οι συγκρούσεις με την αστυνομία. Εναντίον του Ρέντζι διαδήλωσαν πρώτοι απ’ όλους εκατομμύρια εργαζόμενοι που δικαίως ανησυχούν πως η απελευθέρωση των απολύσεων θα οδηγήσει την επίσημη ανεργία σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από το 13% που είναι τώρα, όταν δύο χρόνια πριν ήταν στο 10%. Μαζί τους ήταν συνταξιούχοι που διαδήλωναν ενάντια στις συντάξεις των 500 ευρώ, νέοι που ζητούσαν επιδότηση της στέγης γιατί δεν μπορούν να αντέξουν τα πολύ υψηλά ενοίκια, εκπαιδευτικοί που ζητούσαν επιπλέον δαπάνες, κ.α. Ως αποτέλεσμα της μαζικής συμμετοχής στην απεργία οι συγκοινωνίες παράλυσαν, δημόσια διοίκηση, νοσοκομεία και σχολεία έμειναν κλειστά ενώ υψηλή συμμετοχή στην απεργία καταγράφτηκε και στον ιδιωτικό τομέα με ολόκληρους κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία να κατεβάζουν ρολά.
Οι μεγάλοι ωστόσο απόντες των πολύ σημαντικών αγώνων που τώρα ξεσπούν στην Ιταλία, όπως και στο Βέλγιο, ήταν πρώτο, μια ισχυρή ταξική πτέρυγα του εργατικού κινήματος που θα ξεπεράσει τους συμβιβασμούς των επίσημων σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων CGIL και UIL, τα οποία ένα μήνα πριν συνομιλούσαν με τον Ρέντζι σε μια επίδειξη υπευθυνότητας, και μια Αριστερά μαχητική και εργατική που θα εμπνέει και θα αλλάζει τους συσχετισμούς, χωρίς αυταπάτες για τις κυβερνήσεις και τους θεσμούς.
*Δημοσιεύθηκε στο «Πριν» την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More