Πριν από μερικούς μήνες, κυκλοφόρησε στη Γαλλία ένα μικρό βιβλίο που μοιάζει «καταδικασμένο» να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της διεθνούς αριστεράς, και ειδικότερα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Το βιβλίο αυτό έχει τον εύγλωττο τίτλο«Επαναστατικές συγγένειες-Τα κόκκινα και μαύρα άστρα μας», και για υπότιτλο «Για μια αλληλεγγύη μεταξύ μαρξιστών και ελευθεριακών». Οι συγγραφείς του δεν είναι καθόλου άγνωστοι, πρόκειται για τον ηγέτη του γαλλικού Νέου Αντικαπιταλιστικού κόμματος (ΝΡΑ) Ολιβιέ Μπεζανσενό και τον Γαλλο-Βραζιλιάνο μαρξιστή φιλόσοφο, κοινωνιολόγο και οικοσοσιαλιστή Μικαέλ Λοουί.
Φυσικά, μόνον η ιστορία θα κρίνει κατά πόσο αυτό το μικρό βιβλίο θα αφήσει βαθιά ίχνη στη πορεία των λόγων και των πράξεων της απανταχού γης ριζοσπαστικής αριστεράς. Προς το παρόν, δίνουμε απλώς μια πρόγευσή του, με τα δυο αποσπάσματα που ακολουθούν, αλλά και με την τελευταία παράγραφο του, στην οποία οι δυο συγγραφείς του δηλώνουν απερίφραστα ότι:
[Εισαγωγή και Μετάφραση: Γιώργος Μητραλιάς]
Προλεγόμενα
Οι ιστορίες του εργατικού κινήματος αφηγούνται με λεπτομέρειες τις διαφωνίες, τις συγκρούσεις και τις αναμετρήσεις μεταξύ μαρξιστών και αναρχικών. Οι οπαδοί των δυο ρευμάτων δεν έχουν παραλείψει να συγγράψουν θεωρητικές ή ιστοριογραφικές εργασίες καταγγέλλοντας τις κακοήθειες του αντιπάλου. Ορισμένοι μάλιστα ειδικεύτηκαν σε αυτή την ηθική «εκτέλεση» του Άλλου. Ιδού ένα διάσημο παράδειγμα, που είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό: Πρόκειται για τον Ιωσήφ Στάλιν, ένα από τα πρώτα βιβλία του οποίου έχει τον τίτλο Αναρχισμός ή Σοσιαλισμός; (1907). Σύμφωνα με τον μελλοντικό γενικό γραμματέα, «Εκτιμούμε ότι οι αναρχικοί είναι πραγματικοί εχθροί του μαρξισμού. Κατά συνέπεια, αναγνωρίζουμε ότι πρέπει να διεξάγουμε πραγματική πάλη ενάντια σε πραγματικούς εχθρούς». Γνωρίζουμε τη συνέχεια…Ο στόχος αυτού του μικρού βιβλίου είναι ακριβώς το αντίθετο. Τάσσεται στον αστερισμό της Πρώτης Διεθνούς –της οποίας γιορτάζουμε φέτος την 150η επέτειο της ίδρυσης- μιας πλουραλιστικής επαναστατικής Ένωσης που γνώρισε, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της, σημαντικές συγκλίσεις μεταξύ των δυο ρευμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Υπάρχει λοιπόν μια άλλη πλευρά αυτής της ιστορίας, όχι λιγότερο σημαντική, αλλά συχνά ξεχασμένη, και μερικές φορές συνειδητά παραγκωνισμένη: εκείνη των συμμαχιών και της ενεργούς αλληλεγγύης, εδώ και ένα αιώνα, και μέχρι σήμερα, μεταξύ αναρχικών και μαρξιστών. Σίγουρα, δεν υποτιμούμε τις συγκρούσεις, και ειδικά την αιματηρή σύγκρουση της Κρονστάνδης (1921), στην οποία αφιερώνουμε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αυτού του δοκιμίου. Όμως, παρόλα αυτά, υπήρξε και η αδελφοσύνη στο κοινό αγώνα, από τη Κομμούνα του Παρισιού μέχρι και τις μέρες μας. Θα ενδιαφερθούμε επίσης για μερικά πρόσωπα –από τη Λουίζ Μισέλ μέχρι τον υποδιοικητή Μάρκος- που προκάλεσαν τη προσοχή αλλά και τη συμπάθεια τόσο των μαρξιστών όσο και των ελευθεριακών, καθώς και για ορισμένους στοχαστές που αντιπροσωπεύουν μια ελευθεριακή μαρξιστική ευαισθησία: τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον Αντρέ Μπρετόν, τον Ντανιέλ Γκερέν.
Τέλος, θα καταπιαστούμε με κάποια από τα ζητήματα που δίχασαν πάντα μαρξιστές και ελευθεριακούς, όχι για να «κλείσουμε τη συζήτηση», αλλά για να εκμεταλλευτούμε μερικές δυνατότητες σύγκλισης. Αυτό το τμήμα του βιβλίου δεν έχει καμιά πρόθεση να είναι εξονυχιστικό: συζητάμε μερικά προβλήματα, όπως τη «κατάκτηση της εξουσίας», τον οικοσοσιαλισμό, το σχεδιασμό της οικονομίας, το φεντεραλισμό, την άμεση δημοκρατία, τη σχέση συνδικάτο/κόμμα.
Κοινή μας πεποίθηση είναι ότι το μέλλον θα είναι κόκκινο και μαύρο: ο αντικαπιταλισμός, ο σοσιαλισμός ή ο κομμουνισμός του 21ου αιώνα θα πρέπει να αντλήσουν από αυτές τις δυο πηγές του ριζοσπαστισμού. Επιθυμία μας είναι λοιπόν να σπείρουμε μερικούς σπόρους ελευθεριακού μαρξισμού, με την ελπίδα ότι θα βρουν γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθούν και να δώσουν φύλλα και καρπούς.
Σημείωση: Μοιραστήκαμε τα κεφάλαια αυτού του μικρού βιβλίου. Καθένας μας έχει το δικό του στυλ και τρόπο προσέγγισης, αλλά συζητήσαμε το περιεχόμενο, που εκφράζει τις κοινές μας ιδέες. Δυο από τα κείμενα φέρουν υπογραφές: το γράμμα στη Λουίζ Μισέλ (Ολιβιέ Μπεζανσενό) και το ένθετο πλαίσιο για τον Μπενζαμέν Περέ (Μικαέλ Λοουί).
Γράμμα στη Λουίζ Μισέλ (1830-1905)
Αυτό το γράμμα πιθανόν να σε είχε βρει αντίθετη, εσένα, την επαναστάτρια που δεν ανεχόταν τη προσωπολατρία. Όμως, βλέπεις, εδώ στη Γαλλία, πάνω από εκατό χρόνια μετά από το θάνατό σου, η εξουσία –που αξίζει περισσότερο από ποτέ να μην εμπιστευόμαστε- δεν γιορτάζει παρά μόνο την επέτειο των νικητών. Μετά από δυο αιώνες, ο Ναπολέων, ναι αυτός, είναι πάντα στις πρώτες σελίδες. Η Κομμούνα του Παρισιού, πρώτη επανάσταση που έγινε από και για το λαό, δεν προκαλεί πια συζητήσεις ή συζητιέται ελάχιστα. Και όμως, η άνοιξη του 1871 άφησε να αχνοφανεί αυτό που μέχρι τότε δεν ήταν παρά ένα σχέδιο: μια κοινωνία διαφορετική από τη καπιταλιστική που αποδεικνυόταν εφικτή. Μερικές βδομάδες, είναι λίγες. Όταν όμως μια επανάσταση επιταχύνει το χρόνο, τα νούμερα και τα μεγέθη τρελαίνονται –αυτή η εμπειρία θα έπρεπε να μοιάζει με αιώνες για τους συντρόφους σου και για σένα, και χωρίς αμφιβολία μια αιωνιότητα για τους Βερσαγιέζους αντεπαναστάτες. Μια αιωνιότητα συρρικνωμένη σε μερικές αράδες μέσα στα εγχειρίδια της ιστορίας μας, μια αιωνιότητα ακρωτηριασμένη, κατσιασμένη από τον οδοστρωτήρα της πάντα κυρίαρχης ενιαίας σκέψης.Σήμερα, να το ξέρεις, κάποιοι δρόμοι που φέρουν το όνομά σου γειτονεύουν με βουλεβάρτα με το όνομα του Θιέρσου ή του Μακμαόν. Ναι Λουίζ, οι δήμιοι των Κομμουνάρων χαίρουν πάντα εκτίμησης, χωρίς να ξέρουν οι πολλοί ότι είναι αυτοί που ευθύνονται για ένα λουτρό αίματος, ότι αυτοί σκότωσαν πάνω από τριάντα χιλιάδες Παριζιάνους. Πεινασμένο αλλά περήφανο, εξαντλημένο από μια πολύμηνη στρατιωτική πολιορκία, αυτό το πλήθος των ανώνυμων είναι για πάντα ελεύθερο. Σήμερα, στο 18οΔιαμέρισμα του Παρισιού, εκεί όπου δίδαξες και υπερασπίστηκες την Κομμούνα, παρατηρώ τους τουρίστες να φωτογραφίζουν την Σάκρ-Κερ. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν ξέρουν πως αυτό το μνημείο χτίστηκε για να εξορκίσει τα ανατρεπτικά πνεύματα σαν και το δικό σου. Στον 21ο αιώνα, οι «Βερσαγιέζοι» κατοικούν και στο Νεγί-σιρ-Σεν.
Η οδός Περρονέ, όπου πάνω σε ένα οδόφραγμα για μέρες πυροβολούσες για να εμποδίσεις τον εχθρό να ξαναπάρει τα κλειδιά της πόλης, δεν έχει πια το παραμικρό ίχνος των βομβαρδισμών που στόχευαν τα καταφύγια σας, που πλήγωναν τα σώματα και τα όνειρά σας. Κοντά σε αυτήν, στο Λεβαλουά όπου είσαι θαμμένη, οι εκμεταλλευτές έδιωξαν το πόπολο μακριά από τη πόλη, με τη βοήθεια των κτηματομεσιτών. Παρόλα αυτά, στο Λεβαλουά όπως κι αλλού, η σκιά σου πλανιέται πάντα και κουβαλάει την ακάματη ελπίδα ενός κόσμου πιο δίκαιου και χειραφετημένου. Αυτή την τόσο ποθούμενη αλλαγή δεν την ήθελε με τίποτα η Δημοκρατία που μόλις πριν λίγο είχε εγκαθιδρυθεί από τη διαρκώς ανερχόμενη βιομηχανική μπουρζουαζία, και όχι από τη πτώση της Αυτοκρατορίας, που είχε γελοιοποιηθεί και νικηθεί στο Σεντάν από τους Πρώσους. Το είχε ήδη κάνει γνωστό με τον πιο ωμό τρόπο στο παρισινό προλεταριάτο τον Ιούνη του 1848, σφάζοντας χιλιάδες εργάτες που είχαν νομίσει πως είχε φτάσει η ώρα τους. Το 1871, οι κατέχουσες τάξεις δεν άλλαξαν γνώμη. Και τότε, προτίμησαν να τα βρουν με τον «ξένο» εχθρό της παραμονής –με τους Πρώσους-, που ήταν όμως ο παντοτινός κοινωνικός σύμμαχός τους, καθώς τον διακατείχαν οι ίδιες χρηματοοικονομικές ορέξεις, παρά να προχωρήσουν σε μια παρά φύση ενότητα με τον αιώνιο «εσωτερικό « εχθρό, το λαό του Παρισιού. Καλύτερα ο Μπίσμαρκ παρά ο Μπλανκί! Ιδού το σύνθημα του Θιέρσου και των δικών του.
Μόνο που να, ο λαός του Παρισιού, σε εκείνα τα χρόνια του πολέμου, διαθέτει όπλα και κανόνια. Όχι εύκολο για την Εθνοσυνέλευση που είναι αναδιπλωμένη στις Βερσαλλίες, να πάρει πίσω το οπλοστάσιο. Στη πραγματικότητα, σε αυτή τη 17ηΜαρτίου 1871, περισσότερο κι από τα κανόνια σας, είναι το πεπρωμένο σας που οι Βερσαγιέζοι θέλησαν να σας αφαιρέσουν. Ωστόσο, το λαϊκό ξέσπασμα επικράτησε της αντίδρασης, η εξέγερση υπερίσχυσε της ταπείνωσης και η συναδέλφωση, μεταξύ στρατιωτών και της Εθνοφρουράς, υπερνίκησε τη καταστολή. Ήταν μια επανάσταση. Σίγουρα, η Κομμούνα αντιμετώπισε πολλές δοκιμασίες και δυσκολίες που έπρεπε να ξεπεράσει, δεν μπόρεσε και δεν κατάφερε να πάει μέχρι το τέλος. Όμως, μπορεί να περηφανευτεί ότι άνοιξε, μια και καλή, μια ρωγμή στο φρούριο των κυρίαρχων ιδεών: απόδειξε ότι η επανάσταση και η δημοκρατία μπορούν να πάνε χέρι-χέρι. Παρά τα όριά της, η εμπειρία της Κομμούνας εξακολουθεί να αντιλαλεί την ώρα που η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που κάνει τους λαούς να πληρώνουν τη δικιά της κρίση, μετατρέπει τα πάντα σε εμπόρευμα, συμπεριλαμβανόμενης και της δημοκρατίας. Η ίση κατανομή του πλούτου επιβάλει πάντα να παίρνεις από την απειροελάχιστη μειοψηφία των ισχυρών για να δώσεις πίσω στη τεράστια πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων. Απαιτεί πάντα να αψηφήσεις την ανεξέλεγκτη εξουσία που ασκούν αυτοί οι προνομιούχοι πάνω στην οικονομία όπως και πάνω στο σύνολο της κοινωνίας. Η κομμουναλίστικη δημοκρατία λειτουργούσε πάντα από τα κάτω προς τα πάνω. Συνδύαζε την καθολική ψηφοφορία με την άμεση δημοκρατία, εξασφαλίζοντας το πολυκομματισμό, την ελευθεροτυπία καθώς και τον έλεγχο και την ανακλητότητα των εκλεγμένων.
Το όνομά σου, Λουίζ Μισέλ, ηχεί σαν πρόκληση στα αυτιά των αντιπάλων της αλλαγής, και στους ποικίλους οπαδούς του «ρεαλισμού». Οι δεξιοί συντηρητικοί όπως και εκείνοι της φιλελεύθερης αριστεράς ισχυρίζονται ότι όλες οι επαναστάσεις οδηγούν σε αιματηρές τραγωδίες. Ωστόσο, κανείς τους δεν αγνοεί ότι ο τοίχος των Ομόσπονδων στο νεκροταφείο του Πέρ-Λασέζ βάφτηκε με το αίμα των κομμουνάρων επαναστατών και όχι των βερσαγιέζων αντεπαναστατών. Διόλου δεν τους νοιάζει, και στα μάτια τους οι μνήμες μας είναι άξιες περιφρόνησης. Η αποφασιστικότητά σου σε έκανε να γίνεις οριστικά μη ανακτήσιμη για το σύστημα. Απέναντι στο δικαστήριο που θα σε έστελνε στο κάτεργο, αψηφάς τους δικαστές και δικάζεις τους δήμιους της Κομμούνας. Ο κόσμος ανάποδα για αυτούς τους ευυπόληπτους προύχοντες. Και σα να μην έφτανε αυτό, να είναι μια γυναίκα! Γιατί, αυτή την επανάσταση την έκλινες στο θηλυκό γένος, ή ακόμα καλύτερα στο φεμινιστικό. Η πάλη για τη χειραφέτηση των γυναικών ήταν μια μεγάλη μάχη στις γραμμές του κομμουναλίστικου κινήματος και τα φαλλοκρατικά ανακλαστικά ήταν εκεί κάτι παραπάνω από συνηθισμένα. Και όμως, οι πρώτες διαδηλώσεις το Σεπτέμβρη του 1870 είχαν επικεφαλής τους γυναίκες. Οι γυναίκες τραυματιοφορείς της Μονμάρτρης, που είχαν έλθει να βοηθήσουν τους τραυματίες, πήραν κι αυτές τα ντουφέκια τους για να πολεμήσουν. Ανυπότακτη, αγωνίστρια, «petroleuse»…ήσουν όλα αυτά ταυτόχρονα στα μάτια του μισογυνικού και γεμάτου μίσος κόσμου των Βερσαγιέζων: οι ηγέτες εκείνου εκεί του κόσμου δεν μπορούσαν παρά να σε μισούν.
Δεν έβλεπες τον εαυτό σου σαν μάρτυρα, ούτε σαν κοσμική αγία ή ερυθρά παρθένα. Σίγουρα σου άρεσε η γεύση του μπαρουτιού, αλλά δεν είχες την τάση για αυτοκτονία που ορισμένοι ειδικοί αρέσκονται να ανακαλύπτουν σε οποιονδήποτε –κυρίως όταν πρόκειται για γυναίκα- τολμάει να αψηφά τον στρατό των ισχυρών. Έδειχνες περιέργεια για τη ζωή που απολάμβανες με όλο σου το είναι και πίστευες σε ένα καλύτερο μέλλον, εσύ η ποιήτρια, η μαθητευόμενη επιστημόνισα, η καλλιτέχνιδα, η δασκάλα.
Για σένα, η επανάσταση δεν ήταν η ιστορία μιας στιγμής, ήταν η στράτευση μιας ζωής. Επαναστάτης είσαι όταν παραμένεις επαναστάτης πέρα από τις κοινωνικές και πολιτικές διακυμάνσεις. Η σχεδόν μια δεκαετία που πέρασες στο κάτεργο της Νέας Καληδονίας δεν έκαμψε το πάθος σου. Και οι Κανάκοι που παλεύουν πάντα για την ανεξαρτησία τους σε θυμούνται, εσένα τη σχεδόν μοναδική κομμουνάρα που τους υποστήριξε. Στα πρώτα βήματα μετά την επιστροφή σου από την εξορία, ακόμα πιο μαχητική, αψηφάς και πάλι τη καταστολή. Εκεί που μερικοί κιόλας αλλαξοπιστούσαν, εσύ κραδαίνεις ακόμα πιο ψηλά τη μαύρη σημαία σου, παρά τη φυλακή και τις δίκες. Αναρχικιά, δεν σου άρεσε ο σεχταρισμός και έλεγες ότι πριν απ’όλα ανήκες στην οικογένεια των επαναστατών. Σου άρεσε να το θυμίζεις: «Όσο για μένα, δεν ασχολούμαι διόλου με επί μέρους ζητήματα, καθώς, το επαναλαμβάνω, είμαι με όλες τις ομάδες που επιτίθενται είτε με τον κασμά, είτε με το δυναμίτη, είτε με τη φωτιά, στο καταραμένο οικοδόμημα της παλιάς κοινωνίας» («Η παράνομη υποψηφιότητα», άρθρο που δημοσιεύθηκε στη Revolution sociale). Ο αγώνας σου διαπερνάει το χρόνο, φτάνει μέχρι σε μας και μας ζητάει να δράσουμε, εδώ και τώρα.
Ήταν η γιαγιά μου, μια δασκάλα του Λεβαλουά, μιας πόλης τότε κομμουνιστικής, που μου μίλησε για σένα για πρώτη φορά, καθώς μου διηγιόταν πώς υπερασπίστηκες το λαό. Αγνοούσε, νομίζω, το σύνολο του αγώνα σου και της σκέψης σου, αλλά μάντευε πως ήσουν μαζί της. Ευχόσουν να δεις «να ορθώνονται οι ήρωες των θρύλων των χρόνων που θα έλθουν» και μας καλούσες να αλλάξουμε και να γίνουμε «μεγάλοι κυνηγοί άστρων». Σίγουρα, τα άστρα φαίνονται ακόμα πολύ μακρινά, αλλά λάμπουν καθαρά, αρκετά ώστε πολλοί από εμάς να σκέφτονται πως ο αγώνας αξίζει το κόπο.
Να’σαι καλά Λουίζ,
με επαναστατικούς χαιρετισμούς
Ολιβιέ Μπεζανσενό
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου