24 Φεβ 2014

Με τον Γιάννη, τον Σοφοκλή και τ’ άλλα παιδιά

Παντελής Μπουκάλας
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
Να την πω την αμαρτία μου, κι ας με συγχωρήσει ο Θεός της Ελλάδας και οι δώδεκα (τουλάχιστον) θεοί των αρχαίων Ελλήνων. Κάθε πρωί ξυπνάω με μια γρήγορη ιντερνετική ενημέρωση. Η ιεροτελεστία αρχίζει με επίσκεψη στο διαδικτυακό περίπτερο, για να δω τα εξώφυλλα των εφημερίδων. Πρώτα τα αθλητικά, έπειτα τα πολιτικά και, όχι πάντα, τα οικονομικά. Και ύστερα, θέλετε το πιστεύετε, θέλετε όχι, ψάχνω στις αθλητικές ιστοσελίδες να βρω τα τελευταία νέα για ένα ελαφάκι· τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Αλλά και για τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Θανάση, που παίζει κι αυτός στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε πρωτάθλημα που σε οδηγεί στο ΝΒΑ, αν είσαι άξιος. Αρρώστια μου; Και αρρώστια να την πούμε, δεν γιατρεύεται, δεν θέλει να γιατρευτεί. Ετσι το νιώθω. Σαν να παρακολουθώ από μακριά ένα ανιψάκι που μετανάστευσε, για το μεροκάματο, και όχι σαν ταλεντάρα του μπάσκετ.

Γινόμαστε περισσότερο ευσυγκίνητοι όσο γερνάμε. Δεκτόν. Για παράδειγμα, μπορεί να μας ξεφύγει αδέσποτο ένα δάκρυ για τον κινηματογραφικό «Σπάρτακο», ιδίως αν μετρήσουμε ανάδρομα τις «γενιές της ήττας». Ή να μπούμε στην αγωνία –στη χαρά της αγωνίας– για ένα παιδί που γεννήθηκε εδώ, πήγε σχολείο εδώ, και τα ’παιρνε τα γράμματα, κι όταν δεν έπαιζε μπάσκετ, προσπαθούσε να πουλήσει τσάντες και γυαλιά ηλίου στα Σεπόλια – ναι, ναι, παρεμπόριο, μηδενική φορολογική συνείδηση και τα λοιπά. Και που, όταν τον διάλεξαν οι Μιλγουόκι Μπακς, νούμερο 15 στα ντραφτ, είπε το ευχαριστώ του στην πατρίδα του, την Ελλάδα δηλαδή, φωτογραφιζόμενος με τον αδερφό του και με μια μεγάλη ελληνική σημαία. Απ’ την αρχή, Γκρηκ τον ανέβαζαν και Γκρηκ τον κατέβαζαν οι Αμερικανοί, που για να αξιολογήσουν το ταλέντο του είχαν φάει με το κουτάλι τα γηπεδάκια της Ελλάδας. Γκρηκ. Αυτό τους δήλωσε, αυτό είναι, και αυτό λένε. Γκρηκ. Και με την τάση που έχουν να φτιάχνουν ιστορίες και να δίνουν παιχνιδιάρικα παρατσούκλια στους ήρωές τους, τον Γιάννη τον λένε πια Γκρηκ Φρηκ. Κάπως σαν ένα θαύμα ή ένα θεριό ελληνικό. Που τα κατορθώματά του και οι διθύραμβοι που τα ακολουθούν αύξησαν την κατανάλωση καταπραϋντικών στην Ελλάδα· την Ελλάδα του ξενηλάτη «Ξένιου Δία». Πού να τ’ αντέξει όλα αυτά ένας χρυσαυγίτης, από τους δηλωμένους κι από τους αδήλωτους, τους τάχα πραγματιστές.

Αλλά και ψυχρά να το δει κανείς το πράγμα, υπολογιστικά, έτσι όπως συνηθίσαμε να τα μετράμε σχεδόν όλα με «παραγωγική» καταπώς λένε λογική, λογιστική δηλαδή, ο Γιάννης, κι από κοντά ο Θανάσης (αφήστε δε που ακολουθούν ο Κώστας και ο Αλέξης, προικισμένοι και αυτοί), είναι ό,τι ωραιότερο (και, για τους λογιστές, ακριβότερο) εξήγαγε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Και επιπλέον, είναι μάλλον το μοναδικό «success story» μας που δεν συγκαταλέγεται στους συνήθεις μύθους. Είναι μια από τις ελάχιστες αναφορές σε κάτι ελληνικό, που δεν προκαλεί διεθνώς τη χλεύη, τη λοιδορία ή τη φιλανθρωπίστικη συμπόνια. Μέχρι και τουρίστες στου Ζωγράφου μπορεί να δούμε, θαυμαστές του Γιάννη, που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα. Γιατί και παίκτης εξαιρετικός είναι, όπως το απέδειξε μπαίνοντας δεκαοκτάχρονος και με το καλημέρα στα πολύ βαθιά, στα άπατα του ΝΒΑ, και η παιδική του ψυχή δεν χάλασε· αντέχει και στην αιφνίδια δόξα και στις υπερβολές της δημοσιότητας. Και η μνήμη του δεν ξεστράτισε. Μιλάει συνεχώς για την Ελλάδα και για τ’ όνειρό του να παίξει στη μεγάλη Εθνική της, στο Παγκόσμιο του μπάσκετ, το καλοκαίρι, με τον Σπανούλη, τον Παπανικολάου και τ’ άλλα παιδιά.

Για την Ελλάδα, τι άλλο. Αυτήν γνώρισε κι αγάπησε σαν πατρίδα, έστω με τις δυσκολίες του βίου του, δυσκολίες χρώματος, καθημερινές. Κι έναν άνθρωπο να βρεις κάπου να σε σεβαστεί και να σ’ αγαπήσει, να σε μετρήσει τίμια, βρήκες πατρίδα. Και ο Γιάννης βρήκε τον προπονητή του τον Σπύρο Βελινιάτη, τους συμπαίκτες του στον Φιλαθλητικό κι ύστερα στην εφηβική Εθνική Ελλάδας –τον Παπαπέτρου, τον Μποχωρίδη και τ’ άλλα παιδιά–, στο σχολείο, στη γειτονιά του. Και αυτήν την πατρίδα δεν την αναθεμάτισε, δεν τη λοιδόρησε, δεν την κατηγόρησε. Και δεν την αποκήρυξε βέβαια όταν πήγε στην Αμερική, να δει το όνειρό του να παίρνει μορφή πάνω στο παρκέ. Και να καρφώνει, να πετυχαίνει τρίποντα, να κόβει επιτέλους στα ύψη τον Κέβιν Ντουράν ή τον Λεμπρόν Τζέιμς, όπως θα το ’χε σχεδιάσει πιθανότατα πολλές φορές στο όνειρό του.

«Ναι, αλλά Ελληνας; Ο μαύρος;» σου λέει ο άλλος, που το ’χει δέσει κόμπο ότι όλο αυτό είναι μια συνωμοσία των σατανικών «αφροκεντριστών» (τους θυμάστε, ο Μάρτιν Μπερνάλ, συγγραφέας της «Μαύρης Αθηνάς», και όσοι άλλοι υποστήριζαν την αφρικανική καταγωγή των αρχαίων Ελλήνων) και ότι στις φλέβες μας κυκλοφορεί ο ιχώρ των αρχαίων θεών. Και μετρητές του τυγχάνουν οι αντιγραφείς της ναζιστικής καθαρολαγνίας. Κάπου εδώ λοιπόν, μετά το αμερικανικό Ολ Σταρ Γκέιμ, μπήκε στη μέση κάποιος Ελληνικός Ερευνητικός Οργανισμός και ζήτησε να αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα των δύο αδελφών, επειδή λέει μας πρόσβαλαν βαρύτατα με το «Greek Freak Nation» που αναγραφόταν στην μπλούζα του Θανάση και σε μια μπάλα. Μπασκετικώς αδιάβαστοι οι κατά τα λοιπά φιλέρευνοι ελληνοφύλακες, ούτε το επαινετικό παρανόμι που έδωσαν στον Γιάννη οι Αμερικανοί ήξεραν ούτε την ακριβή σημασία του «Nation» στη συγκεκριμένη χρήση του, ομάδα φίλων ή κάτι τέτοιο, όχι έθνος πάντως· και «μετέφρασαν» «ελληνικό φρικτό έθνος»! Ισως ανήκουν σε όσους δηλητηριάστηκαν που τόσο καιρό ο Γιάννης δεν είπε τίποτε «ανθελληνικό» (ούτε καν ότι πολλοί συνομήλικοί του, μεταναστάκια, που όμως δεν είναι αθλητικά σαΐνια, στερούνται ό,τι δικαιούνται), ώστε να κραυγάσουν «ιδού ο αγνώμων». Και πίστεψαν τώρα ότι βρήκαν την ευκαιρία. Κατάλαβαν όμως το λάθος τους όταν είδαν ότι όσοι τους χλεύαζαν διαδικτυακά ήταν πολύ περισσότεροι απ’ όσους τους επευφήμησαν για τη ρατσιστική σπουδή τους. Και ζήτησαν συγγνώμη.

Εγώ πάντως, για να πω και τη δεύτερη αμαρτία μου, σκέφτομαι μια πεντάδα της Εθνικής με τους αδερφούς Αντετοκούνμπο, τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη, τον βετεράνο Νέστορα Κόμματο και, εναλλακτικά, τον Μάικ Μπράμος, τον Νικ Καλάθη ή τον Βλάντιμιρ Γιάνκοβις. Και με προσκαλεσμένους στο πρώτο επίσημο φιλικό τους μαύρους Ελληνες απ’ τα χωριά Αβατο και Εύλαλο της Ξάνθης. Πού θα γίνει το παιχνίδι; Ε, όλο και κάποια μπασκέτα θα ’χει στον Κορυδαλλό. Ωστε να βλέπουν οι Μιχαλολιάκοι και να χαίρονται.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More