Οι ψυχικές διαταραχές αφορούν τόσο τους
άνδρες όσο και τις γυναίκες. Διαφορές υπάρχουν, όμως, τόσο στην επίπτωση
των διαφορετικών διαταραχών όσο και στην πορεία της νόσου και στην
απάντηση στη θεραπεία. Παραταύτα, μέχρι πρόσφατα, η ιατρική έρευνα
μελετούσε τους άνδρες και χρησιμοποιούσε τις ανάγκες τους σαν πρότυπο,
γενικεύοντας την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της και στις γυναίκες. Είναι
γνωστό ότι ο κίνδυνος να εμφανίσει μια γυναίκα μείζονα κατάθλιψη,
δηλαδή σοβαρή μορφή κλινικής κατάθλιψης, στη διάρκεια της ζωής της είναι
διπλάσιος από ό,τι στους άνδρες. Όμως οι ιατρικές υπηρεσίες για τις
γυναίκες εστιάζουν την προσοχή τους στην αναπαραγωγική τους λειτουργία
μέσα από της ειδικότητα της Μαιευτικής-Γυναικολογίας, αγνοώντας συχνά
άλλα θέματα υγείας.
Χαρακτηριστικό είναι, άλλωστε, ότι ο ειδικός τομέας της ψυχικής υγείας της γυναίκας αναπτύχθηκε μόλις στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει θέματα υγείας και ασθένειες που εμφανίζονται είτε αποκλειστικά είτε συχνότερα στις γυναίκες, ή που έχουν διαφορετική κλινική έκφραση σε άνδρες και γυναίκες, που σημαίνει ότι οι γυναίκες μπορεί να παρουσιάζουν διαφορετική συμπτωματολογία, ή να απαντούν διαφορετικά στις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Περιλαμβάνει ακόμη θέματα, όπως η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και η πρόληψη της ασθένειας. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως η παροχή κατάλληλων υπηρεσιών υγείας και η δίκαιη κατανομή τους δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί μέσα από μια συλλογιστική που εξισώνει τους πάντες, αλλά από τη δυνατότητα να αναγνωριστούν και να εξυπηρετηθούν οι διαφορετικές ανάγκες της κάθε ειδικής ομάδας του πληθυσμού. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, μέσα από την θέσπιση του προγράμματος δράσης «Φύλο, γυναίκες και υγεία», αναγνωρίζει την υποχρέωση, οι διαφορετικές ανάγκες και οι ιδιαιτερότητες των γυναικών να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών υγείας.
Οι διαφορετικές ανάγκες των γυναικών, όμως, δεν γίνεται να εκτιμηθούν σωστά αν δεν ληφθεί υπόψη μαζί με τη βιολογική και ορμονική τους υπόσταση και η κοινωνική τους θέση, καθώς και οι διακρίσεις στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Ένα σημαντικό ερώτημα που παραμένει ανοιχτό είναι ο πιθανός αιτιοπαθογενετικός ρόλος της αλληλεπίδρασης των ορμονών με ψυχοκοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, στη σαφή και παγκόσμια επικράτηση της κατάθλιψης στις γυναίκες.
Βιολογικοί παράγοντες επιβάρυνσης της γυναίκας:
Εγκυμοσύνη/Λοχεία
Παλαιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι η εγκυμοσύνη ασκούσε προφυλακτική επίδραση στην εκδήλωση ψυχιατρικών προβλημάτων. Όμως, σημαντικού βαθμού κατάθλιψη ή άγχος παρατηρείται σε ποσοστό 10% στο πρώτο τρίμηνο της κύησης. Τα άτομα με προϋπάρχον ψυχιατρικό ιστορικό ή αισθήματα ενδοψυχικής σύγκρουσης σχετικά με την εγκυμοσύνη (όπως προηγούμενο τερματισμό κύησης ή σκέψεις για τερματισμό της τρέχουσας κύησης) και νέες ανύπαντρες μητέρες με περιορισμένη κοινωνική υποστήριξη, βρίσκονται στο μεγαλύτερο κίνδυνο για την εμφάνιση ψυχιατρικών διαταραχών στην διάρκεια της κύησης. Σε μερικές περιπτώσεις τα ψυχιατρικά συμπτώματα συμβαίνουν σα συνέπεια μιας μη προγραμματισμένης εγκυμοσύνης και στα πλαίσια μιας κακής συντροφικής σχέσης.
Ακολουθώντας τον τοκετό, η επίπτωση των ψυχιατρικών διαταραχών αυξάνει σημαντικά. Αυτές οι διαταραχές ποικίλουν από την ήπια, συχνή και αυτοπεριοριζόμενη λοχειακή δυσφορία (postpartum blues) και την επιλόχεια κατάθλιψη, μέχρι τις σπάνιες αλλά σοβαρές επιλόχειες ψυχώσεις. Η επιλόχεια κατάθλιψη εκδηλώνεται στο 10-15% των νέων μητέρων, με έναρξη συνήθως τις πρώτες 6-8 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Τα κλινικά χαρακτηριστικά της είναι παρόμοια με της κατάθλιψης στις άλλες φάσεις της ζωής. Υπάρχει έντονη στενοχώρια, εύκολα κλάματα, κακή συγκέντρωση και αναποφασιστικότητα, ευερεθιστότητα, απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας, διαταραχή του ύπνου, σκέψεις ανεπάρκειας στο μητρικό ρόλο, αυξημένη ανησυχία για την υγεία του μωρού και φόβοι ότι αυτό μπορεί να έχει κάποια ανωμαλία.
Στην περίπτωση της κατάθλιψης στη διάρκεια της κύησης και στην επιλόχεια κατάθλιψη, η αλληλεπίδραση των ψυχοκοινωνικών παραγόντων με τις ορμονικές μεταβολές φαίνεται πως καθορίζει την πιθανότητα νόσησης. Από τους ψυχοκοινωνικούς αυτούς παράγοντες, η δυσαρμονία στο γάμο, το ανεπαρκές κοινωνικό δίκτυο στήριξης και η κακή οικονομική κατάσταση, η νεαρή ηλικία και η κακή συζυγική σχέση σχετίζονται με τον αυξημένο κίνδυνο της επιλόχειας κατάθλιψης.
Εμμηνόπαυση
Έχει αναφερθεί η αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, της ευερεθιστότητας και της αϋπνίας στην εμμηνόπαυση. Τα περισσότερα συμπτώματα πιθανώς συνοδεύουν την κλιμακτήριο, δηλαδή την χρονική περίοδο που ακολουθεί τις πρώτες ανωμαλίες της περιόδου μέχρι την εμμηνόπαυση. Η συχνότητα της κατάθλιψης αυξάνει στη διάρκεια της κλιμακτηρίου ακόμη και σε γυναίκες που δεν είχαν εμφανίσει ποτέ κατάθλιψη μέχρι εκείνη τη στιγμή. Γυναίκες που φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην κατάθλιψη σε αυτή τη φάση, είναι αυτές με προηγούμενο ιστορικό κατάθλιψης, που βιώνουν μια πρόσφατη, σοβαρή ψυχοκοινωνική επιβάρυνση.
Η εμμηνόπαυση πέρα από τη διακοπή της ικανότητας για αναπαραγωγή, σηματοδοτεί επίσης αλλαγή ρόλου για τις γυναίκες, καθώς συμπίπτει συχνά με την αποχώρηση των παιδιών από το σπίτι αλλά και τη συνταξιοδότηση από την εργασία. Έτσι αυτή η εποχή μπορεί να απαιτεί την προσαρμογή σε πολλά νέα δεδομένα, μεταξύ άλλων και του χρόνου που περνά.
Τέλος, οι γυναίκες επίσης βιώνουν μεγάλο άγχος και πίεση σε σχέση με θέματα αναπαραγωγικής υγείας. Η υπογονιμότητα και η υστερεκτομή έχει βρεθεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο για καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές.
Κοινωνικές παράμετροι
Ένας μεγάλος αριθμός μελετών παρέχει ισχυρά τεκμήρια ότι παράγοντες που σχετίζονται με την κοινωνική διάσταση της ταυτότητας του φύλου συνεισφέρουν σημαντικά στη μεγαλύτερη επίπτωση της κατάθλιψης και των αγχωδών διαταραχών στα κορίτσια και στις γυναίκες. Για παράδειγμα, το χαμηλότερο αίσθημα αυτοεκτίμησης των έφηβων κοριτσιών και το μεγάλο άγχος που βιώνουν σε σχέση με την εικόνα σώματος, που είναι γνωστό ότι καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά, έχει βρεθεί ότι συνδέεται με την μεγαλύτερη επίπτωση της κατάθλιψης και των διαταραχών της διατροφής στα έφηβα κορίτσια σε σχέση. Μια διαρκώς αυξανόμενη πίεση ασκείται στις γυναίκες των δυτικών κοινωνιών από την επιβολή βιομηχανοποιημένων προτύπων ομορφιάς και της εξιδανίκευσης της νεότητας.
Το αίσθημα της έλλειψης αυτονομίας και ελέγχου πάνω στην ίδια τους τη ζωή είναι γνωστό ότι σχετίζεται με την κατάθλιψη. Κοινωνικώς καθορισμένες νόρμες σε σχέση με το ρόλο των φύλων και τα καθήκοντά τους, τοποθετούν τις γυναίκες πολύ συχνότερα σε καταστάσεις όπου έχουν πολύ λιγότερο έλεγχο σε σημαντικές αποφάσεις που αφορούν στη ζωή τους.
Η ταχεία μεταβολή του παραδοσιακού ρόλου της γυναίκας, που παλιότερα έμενε στο σπίτι και έφερε την ευθύνη των οικιακών εργασιών και της φροντίδας των παιδιών, εξαρτημένη όμως κοινωνικά και οικονομικά από τον άνδρα, έχει αλλάξει. Φαίνεται όμως πως στις δυτικές κοινωνίες δεν έχει αποποιηθεί τους παραδοσιακούς ρόλους και τα καθήκοντα της, παρά έχει προσθέσει και άλλους στον επαγγελματικό και οικονομικό στίβο.
Φαίνεται, ακόμη, η ύπαρξη μιας στενής σχέσης μεταξύ της βίας στη ζωή των γυναικών και των ψυχιατρικών προβλημάτων, όπως η κατάθλιψη, το άγχος, η μετατραυματική διαταραχή, η οριακή διαταραχή της προσωπικότητας, η χρήση τοξικών ουσιών και η αυτοκτονία. Παγκοσμίως, η σεξουαλική βία στρέφεται κυρίως κατά των κοριτσιών και των γυναικών και η σεξουαλική βία στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας συνδέεται με ποικίλα προβλήματα ψυχικής υγείας στη μετέπειτα ζωή.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα που ανέκυψε και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι το trafficking, με χιλιάδες γυναίκες να έχουν εξαναγκαστεί σε πορνεία κάτω από συνθήκες εκβιασμού και δουλείας.
Από την άλλη, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποτελείται πια από μετανάστες που έρχονται αντιμέτωποι με τεράστια προβλήματα προσαρμογής και επιβίωσης στις καινούριες συνθήκες ζωής, συχνά σε ιδιαίτερα αφιλόξενες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.
Ανάγκη αναγνώρισης των βιοψυχοκοινωνικών ιδιαιτεροτήτων των γυναικών για την ισότιμη αντιμετώπισή τους στα πεδία της διάγνωσης, πρόληψης και θεραπείας
Οι διαφορετικές ανάγκες των ανδρών και των γυναικών χρειάζεται να ικανοποιηθούν με ισότιμο τρόπο μέσα από τα συστήματα υγείας, αλλά και την σωστά σχεδιασμένη ιατρική έρευνα. Οι διαφορετικές ανάγκες των γυναικών όμως δεν γίνεται να εκτιμηθούν κατάλληλα αν δεν ληφθεί υπόψη, και η κοινωνική τους θέση, μαζί με τη βιολογική τους υπόσταση και τις διακρίσεις στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο, καθώς και την αυξημένη επίπτωση της σωματικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής κακοποίησης στη ζωή τους. Οι βιοψυχοκοινωνικές ιδιαιτερότητες των γυναικών δεν τις καθιστούν μόνο ευάλωτες σε ψυχικές παθήσεις αλλά τους δίνουν, μέσα από την αναπαραγωγική και τη μητρική λειτουργία, δυνατότητες διαγενεακού επηρεασμού της ψυχοπαθολογίας των επόμενων γενεών. Συνειδητοποίηση αυτών των διαφορών και των επιπλοκών της ανεπαρκούς φροντίδας – είτε γιατί ελλείπουν ή είναι δυσπρόσιτες οι κατάλληλες δομές, είτε γιατί η παρεχόμενη φροντίδα είναι αταίριαστη με τις ειδικές ανάγκες των γυναικών ή της αναπτυξιακής τους φάσης, π.χ. της εφηβείας, της αναπαραγωγής ή της μεγαλύτερης ηλικίας – έχει πολύ βαθύτερες επιπλοκές στον κοινωνικό ιστό από ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς με μια πρόχειρη ματιά.
Ο ειδικός κλάδος της ψυχικής υγείας γυναικών έχει δημιουργηθεί ακριβώς για να μελετήσει αυτές τις ειδικές ανάγκες, να εκπαιδεύσει τους επαγγελματίες υγείας στην αντιμετώπισή τους και να ερευνήσει εκείνες τις διαφορές που διαμεσολαβούν τις ιδιαιτερότητες της νόσου και της αντιμετώπισής της σε διαφορετικά βιοψυχοκοινωνικά υποστρώματα και περιβάλλοντα.
* Η Αρετή Σπυροπούλου και ο Γιάννης Ζέρβας είναι Ψυχίατροι του Ειδικού Τμήματος Ψυχικής Υγείας Γυναικών, Α' Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών
Επιμέλεια: Πόπη Πανουτσοπούλου, Δέσποινα Σαγγανά
Χαρακτηριστικό είναι, άλλωστε, ότι ο ειδικός τομέας της ψυχικής υγείας της γυναίκας αναπτύχθηκε μόλις στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει θέματα υγείας και ασθένειες που εμφανίζονται είτε αποκλειστικά είτε συχνότερα στις γυναίκες, ή που έχουν διαφορετική κλινική έκφραση σε άνδρες και γυναίκες, που σημαίνει ότι οι γυναίκες μπορεί να παρουσιάζουν διαφορετική συμπτωματολογία, ή να απαντούν διαφορετικά στις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Περιλαμβάνει ακόμη θέματα, όπως η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και η πρόληψη της ασθένειας. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως η παροχή κατάλληλων υπηρεσιών υγείας και η δίκαιη κατανομή τους δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί μέσα από μια συλλογιστική που εξισώνει τους πάντες, αλλά από τη δυνατότητα να αναγνωριστούν και να εξυπηρετηθούν οι διαφορετικές ανάγκες της κάθε ειδικής ομάδας του πληθυσμού. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, μέσα από την θέσπιση του προγράμματος δράσης «Φύλο, γυναίκες και υγεία», αναγνωρίζει την υποχρέωση, οι διαφορετικές ανάγκες και οι ιδιαιτερότητες των γυναικών να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών υγείας.
Οι διαφορετικές ανάγκες των γυναικών, όμως, δεν γίνεται να εκτιμηθούν σωστά αν δεν ληφθεί υπόψη μαζί με τη βιολογική και ορμονική τους υπόσταση και η κοινωνική τους θέση, καθώς και οι διακρίσεις στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Ένα σημαντικό ερώτημα που παραμένει ανοιχτό είναι ο πιθανός αιτιοπαθογενετικός ρόλος της αλληλεπίδρασης των ορμονών με ψυχοκοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, στη σαφή και παγκόσμια επικράτηση της κατάθλιψης στις γυναίκες.
Βιολογικοί παράγοντες επιβάρυνσης της γυναίκας:
Εγκυμοσύνη/Λοχεία
Παλαιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι η εγκυμοσύνη ασκούσε προφυλακτική επίδραση στην εκδήλωση ψυχιατρικών προβλημάτων. Όμως, σημαντικού βαθμού κατάθλιψη ή άγχος παρατηρείται σε ποσοστό 10% στο πρώτο τρίμηνο της κύησης. Τα άτομα με προϋπάρχον ψυχιατρικό ιστορικό ή αισθήματα ενδοψυχικής σύγκρουσης σχετικά με την εγκυμοσύνη (όπως προηγούμενο τερματισμό κύησης ή σκέψεις για τερματισμό της τρέχουσας κύησης) και νέες ανύπαντρες μητέρες με περιορισμένη κοινωνική υποστήριξη, βρίσκονται στο μεγαλύτερο κίνδυνο για την εμφάνιση ψυχιατρικών διαταραχών στην διάρκεια της κύησης. Σε μερικές περιπτώσεις τα ψυχιατρικά συμπτώματα συμβαίνουν σα συνέπεια μιας μη προγραμματισμένης εγκυμοσύνης και στα πλαίσια μιας κακής συντροφικής σχέσης.
Ακολουθώντας τον τοκετό, η επίπτωση των ψυχιατρικών διαταραχών αυξάνει σημαντικά. Αυτές οι διαταραχές ποικίλουν από την ήπια, συχνή και αυτοπεριοριζόμενη λοχειακή δυσφορία (postpartum blues) και την επιλόχεια κατάθλιψη, μέχρι τις σπάνιες αλλά σοβαρές επιλόχειες ψυχώσεις. Η επιλόχεια κατάθλιψη εκδηλώνεται στο 10-15% των νέων μητέρων, με έναρξη συνήθως τις πρώτες 6-8 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Τα κλινικά χαρακτηριστικά της είναι παρόμοια με της κατάθλιψης στις άλλες φάσεις της ζωής. Υπάρχει έντονη στενοχώρια, εύκολα κλάματα, κακή συγκέντρωση και αναποφασιστικότητα, ευερεθιστότητα, απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας, διαταραχή του ύπνου, σκέψεις ανεπάρκειας στο μητρικό ρόλο, αυξημένη ανησυχία για την υγεία του μωρού και φόβοι ότι αυτό μπορεί να έχει κάποια ανωμαλία.
Στην περίπτωση της κατάθλιψης στη διάρκεια της κύησης και στην επιλόχεια κατάθλιψη, η αλληλεπίδραση των ψυχοκοινωνικών παραγόντων με τις ορμονικές μεταβολές φαίνεται πως καθορίζει την πιθανότητα νόσησης. Από τους ψυχοκοινωνικούς αυτούς παράγοντες, η δυσαρμονία στο γάμο, το ανεπαρκές κοινωνικό δίκτυο στήριξης και η κακή οικονομική κατάσταση, η νεαρή ηλικία και η κακή συζυγική σχέση σχετίζονται με τον αυξημένο κίνδυνο της επιλόχειας κατάθλιψης.
Εμμηνόπαυση
Έχει αναφερθεί η αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, της ευερεθιστότητας και της αϋπνίας στην εμμηνόπαυση. Τα περισσότερα συμπτώματα πιθανώς συνοδεύουν την κλιμακτήριο, δηλαδή την χρονική περίοδο που ακολουθεί τις πρώτες ανωμαλίες της περιόδου μέχρι την εμμηνόπαυση. Η συχνότητα της κατάθλιψης αυξάνει στη διάρκεια της κλιμακτηρίου ακόμη και σε γυναίκες που δεν είχαν εμφανίσει ποτέ κατάθλιψη μέχρι εκείνη τη στιγμή. Γυναίκες που φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην κατάθλιψη σε αυτή τη φάση, είναι αυτές με προηγούμενο ιστορικό κατάθλιψης, που βιώνουν μια πρόσφατη, σοβαρή ψυχοκοινωνική επιβάρυνση.
Η εμμηνόπαυση πέρα από τη διακοπή της ικανότητας για αναπαραγωγή, σηματοδοτεί επίσης αλλαγή ρόλου για τις γυναίκες, καθώς συμπίπτει συχνά με την αποχώρηση των παιδιών από το σπίτι αλλά και τη συνταξιοδότηση από την εργασία. Έτσι αυτή η εποχή μπορεί να απαιτεί την προσαρμογή σε πολλά νέα δεδομένα, μεταξύ άλλων και του χρόνου που περνά.
Τέλος, οι γυναίκες επίσης βιώνουν μεγάλο άγχος και πίεση σε σχέση με θέματα αναπαραγωγικής υγείας. Η υπογονιμότητα και η υστερεκτομή έχει βρεθεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο για καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές.
Κοινωνικές παράμετροι
Ένας μεγάλος αριθμός μελετών παρέχει ισχυρά τεκμήρια ότι παράγοντες που σχετίζονται με την κοινωνική διάσταση της ταυτότητας του φύλου συνεισφέρουν σημαντικά στη μεγαλύτερη επίπτωση της κατάθλιψης και των αγχωδών διαταραχών στα κορίτσια και στις γυναίκες. Για παράδειγμα, το χαμηλότερο αίσθημα αυτοεκτίμησης των έφηβων κοριτσιών και το μεγάλο άγχος που βιώνουν σε σχέση με την εικόνα σώματος, που είναι γνωστό ότι καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά, έχει βρεθεί ότι συνδέεται με την μεγαλύτερη επίπτωση της κατάθλιψης και των διαταραχών της διατροφής στα έφηβα κορίτσια σε σχέση. Μια διαρκώς αυξανόμενη πίεση ασκείται στις γυναίκες των δυτικών κοινωνιών από την επιβολή βιομηχανοποιημένων προτύπων ομορφιάς και της εξιδανίκευσης της νεότητας.
Το αίσθημα της έλλειψης αυτονομίας και ελέγχου πάνω στην ίδια τους τη ζωή είναι γνωστό ότι σχετίζεται με την κατάθλιψη. Κοινωνικώς καθορισμένες νόρμες σε σχέση με το ρόλο των φύλων και τα καθήκοντά τους, τοποθετούν τις γυναίκες πολύ συχνότερα σε καταστάσεις όπου έχουν πολύ λιγότερο έλεγχο σε σημαντικές αποφάσεις που αφορούν στη ζωή τους.
Η ταχεία μεταβολή του παραδοσιακού ρόλου της γυναίκας, που παλιότερα έμενε στο σπίτι και έφερε την ευθύνη των οικιακών εργασιών και της φροντίδας των παιδιών, εξαρτημένη όμως κοινωνικά και οικονομικά από τον άνδρα, έχει αλλάξει. Φαίνεται όμως πως στις δυτικές κοινωνίες δεν έχει αποποιηθεί τους παραδοσιακούς ρόλους και τα καθήκοντα της, παρά έχει προσθέσει και άλλους στον επαγγελματικό και οικονομικό στίβο.
Φαίνεται, ακόμη, η ύπαρξη μιας στενής σχέσης μεταξύ της βίας στη ζωή των γυναικών και των ψυχιατρικών προβλημάτων, όπως η κατάθλιψη, το άγχος, η μετατραυματική διαταραχή, η οριακή διαταραχή της προσωπικότητας, η χρήση τοξικών ουσιών και η αυτοκτονία. Παγκοσμίως, η σεξουαλική βία στρέφεται κυρίως κατά των κοριτσιών και των γυναικών και η σεξουαλική βία στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας συνδέεται με ποικίλα προβλήματα ψυχικής υγείας στη μετέπειτα ζωή.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα που ανέκυψε και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι το trafficking, με χιλιάδες γυναίκες να έχουν εξαναγκαστεί σε πορνεία κάτω από συνθήκες εκβιασμού και δουλείας.
Από την άλλη, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποτελείται πια από μετανάστες που έρχονται αντιμέτωποι με τεράστια προβλήματα προσαρμογής και επιβίωσης στις καινούριες συνθήκες ζωής, συχνά σε ιδιαίτερα αφιλόξενες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.
Ανάγκη αναγνώρισης των βιοψυχοκοινωνικών ιδιαιτεροτήτων των γυναικών για την ισότιμη αντιμετώπισή τους στα πεδία της διάγνωσης, πρόληψης και θεραπείας
Οι διαφορετικές ανάγκες των ανδρών και των γυναικών χρειάζεται να ικανοποιηθούν με ισότιμο τρόπο μέσα από τα συστήματα υγείας, αλλά και την σωστά σχεδιασμένη ιατρική έρευνα. Οι διαφορετικές ανάγκες των γυναικών όμως δεν γίνεται να εκτιμηθούν κατάλληλα αν δεν ληφθεί υπόψη, και η κοινωνική τους θέση, μαζί με τη βιολογική τους υπόσταση και τις διακρίσεις στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο, καθώς και την αυξημένη επίπτωση της σωματικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής κακοποίησης στη ζωή τους. Οι βιοψυχοκοινωνικές ιδιαιτερότητες των γυναικών δεν τις καθιστούν μόνο ευάλωτες σε ψυχικές παθήσεις αλλά τους δίνουν, μέσα από την αναπαραγωγική και τη μητρική λειτουργία, δυνατότητες διαγενεακού επηρεασμού της ψυχοπαθολογίας των επόμενων γενεών. Συνειδητοποίηση αυτών των διαφορών και των επιπλοκών της ανεπαρκούς φροντίδας – είτε γιατί ελλείπουν ή είναι δυσπρόσιτες οι κατάλληλες δομές, είτε γιατί η παρεχόμενη φροντίδα είναι αταίριαστη με τις ειδικές ανάγκες των γυναικών ή της αναπτυξιακής τους φάσης, π.χ. της εφηβείας, της αναπαραγωγής ή της μεγαλύτερης ηλικίας – έχει πολύ βαθύτερες επιπλοκές στον κοινωνικό ιστό από ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς με μια πρόχειρη ματιά.
Ο ειδικός κλάδος της ψυχικής υγείας γυναικών έχει δημιουργηθεί ακριβώς για να μελετήσει αυτές τις ειδικές ανάγκες, να εκπαιδεύσει τους επαγγελματίες υγείας στην αντιμετώπισή τους και να ερευνήσει εκείνες τις διαφορές που διαμεσολαβούν τις ιδιαιτερότητες της νόσου και της αντιμετώπισής της σε διαφορετικά βιοψυχοκοινωνικά υποστρώματα και περιβάλλοντα.
* Η Αρετή Σπυροπούλου και ο Γιάννης Ζέρβας είναι Ψυχίατροι του Ειδικού Τμήματος Ψυχικής Υγείας Γυναικών, Α' Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών
Επιμέλεια: Πόπη Πανουτσοπούλου, Δέσποινα Σαγγανά
http://entosfylou.wordpress.com/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου