Η ιστορία της λαϊκής μουσικής δημιουργίας
Ομιλία που έγινε στην εκδήλωση - αφιέρωμα του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Του Στέφανου Λουκά
Το ρεμπέτικο τραγούδι συνεχίζει και σήμερα να συγκινεί και να ελκύει, τόσο αισθητικά, όσο και συναισθηματικά, όχι μόνο ανθρώπους από τη γενιά που πρόφτασε το ζωντανό άκουσμά του, αλλά και ανθρώπους από τις νεότερες γενιές που δεν έχουν άμεση την επαφή μαζί του, και μεγάλο κομμάτι της νεολαίας. Η τεχνολογία, με τη γραμμοφώνησή του και την παραγωγή δίσκων, φρόντισε να φτάσει αυθεντικό το ρεμπέτικο ως τις μέρες μας. Σημαντική είναι, επίσης, και η συμβολή διαφόρων ερασιτεχνικών μουσικών σχημάτων, που με μοναδικό εφόδιο το μεράκι της ερασιτεχνικής δημιουργίας, ξαναζωντανεύουν αυτό το είδος μουσικής και τραγουδιού.
Η ονομασία “ρεμπέτικο” προέρχεται από τη λέξη “ρεμπέτ”, που μάλλον εμφανίζεται στο έδαφος της Σερβίας, πιθανότατα ανάμεσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του Κόσσοβο. Ρεμπέτ είναι ο ατίθασος, ο ανυπότακτος στην κοινωνική αναγκαιότητα της ανθρώπινησ συμβίωσης.
Στη δική μας γλώσσα εμφανίζεται ο όρος “ρέμπελος”. Είναι ιταλική λέξη και σημαίνει αυτόν που ανήκει σε ένοπλο αντάρτικο σώμα. “Ρεμπελιά”, στη δική μας παράδοση, σημαίνει “επανάσταση”.
” Ιστορικά, εμφανίζεται στη Ζάκυνθο στο 17ο αιώνα το περίφημο “ρεμπελιό των ποπολάρων “.
Έτσι ονομάστηκε η εξέγερση του λαού της Ζακύνθου ενάντια στους ευγενείς και τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι με την αρχή των Βενετών καταδυνάστευαν τη λαϊκή μάζα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι αναπτύσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά το 1880 ανάμεσα στον πληθυσμό των παραλίων της Μικράς Ασίας. Σαν είδος μουσικής και τραγουδιού, εκφράζει περισσότερο την αισθητική μουσική παράδοση της συγκεκριμένης περιοχής, όπως τα διάφορα είδη δημοτικής μουσικής και τραγουδιού στα διάφορα μέρη της Ελλάδας. Το ύφος του δεν είναι ακριβώς το ίδιο, μ΄αυτό της κλασικής περιόδου 1930-1955, όπως το γνωρίζουμε στην Ελλάδα και όπου κυριαρχεί σαν μουσικό όργανο το μπουζούκι. Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν οι δημιουργοί του είναι αυτά της δημοτικής και νησιώτικης παράδοσης, όπως βιολί, ούτι, κανονάκι-κιθάρα, λύρα, σαντούρι. Μ΄αυτή τη μορφή, κυριαρχεί, όπως φαίνεται από τη δισκογραφία εκείνης της περιόδου, από το 1890-1910.
Σ΄αυτή την ιστορική περίοδο, συντελούνται μια σειρά κοινωνικές μεταβολές και εμφανίζονται συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα. Αρχίζει η αργή και βασανιστική πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Εμφανίζεται η εργατική τάξη. Προλεταριοποιούνται αγροτικές μάζες, ενώ δημιουργείται κύμα εσωτερικής μετανάστευσης στα αστικά κέντρα και εξωτερικής μετανάστευσης, κυρίως στις ΗΠΑ.
Η εξέλιξη αυτών των κοινωνικοταξικών διαδικασιών και φαινομένων συμβαδίζει με την εμφάνιση οξυμένων προβλημάτων, που έχουν σχέση με τη ζωή των λαϊκών μαζών, χωρίς ορατή διέξοδο για τη λύση τους. Η συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα, με την εμφάνιση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, φέρνει, αντικειμενικά, αντιμέτωπη την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα με την ανερχόμενη αστική, αστικοτσιφλικάδικη τότε, τάξη. Οι καταπιεζόμενες μάζες συνειδητοποιούν τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, όχι όμως και τις αιτίες που τη γεννούν. Μέσα σ΄αυτήν την πραγματικότητα, συνυπάρχουν και οι προϋποθέσεις δημιουργίας των λούμπεν προλεταρίων.
Οι καταπιεζόμενες μάζες αρνούνται να ζήσουν αυτή την πραγματικότητα. Ακραία έκφραση αυτής της άρνησης είναι οι ομάδες λούμπεν προλεταρίων, που, ζώντας το δικό τους τρόπο ζωής, στην ουσία αποδέχονται την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Σ΄αυτές τις συνθήκες, αρχίζει να δημιουργείται το ρεμπέτικο τραγούδι. Με την ίδρυση του ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ, μπαίνουν οι βάσεις για τη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Η μικρασιατική καταστροφή, την ευθύνη της οποίας έχει η ξενόδουλη αστική τάξη της Ελλάδας και οι Αγγλογάλλοι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί της οξύνει τα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων. Η ηττημένη από τον πόλεμο αστική τάξη της Ελλάδας μεταφέρει τις συνέπειες από την κρίση, που δημιουργείται, στις πλάτες ενός λαού που αδυνατεί να επιβιώσει και των ίδιων των προσφύγων, που βρέθηκαν, χωρίς τη θέλησή τους, να ζουν στη φτώχεια και τη μιζέρια.
Οι πρόσφυγες φέρναν μαζί τους στην Ελλάδα το δικό τους πολιτισμό, τη δική τους καλλιτεχνική δημιουργία και τα τραγούδια τους. Σ΄αυτές τις συνθήκες, όξυνσης της οικονομικής κρίσης, που συνεχίζει σ΄όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι καταπιεζόμενες μάζες των αστικών κέντρων αναπτύσσουν τους δικούς τους αγώνες. Το ρεμπέτικο τραγούδι αναπτύσσεται την ίδια περίοδο, στα αστικά κέντρα. Γίνεται μαζικό φαινόμενο και έκφραση αυτών των διεργασιών και της ζωής των λαϊκών μαζών.
Η μαζική απήχηση, που είχε στις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, δεν άφησε ανεπηρέαστη την κυρίαρχη αστική τάξη, όσο κι αν δε δημιουργούσε σαν καλλιτεχνική δημιουργία προϋποθέσεις να εκφραστεί συνειδητά πολιτικά ή κοινωνική αντίθεση. Το ρεμπέτικο τραγούδι καταγράφει τη συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα. Αδυνατεί να δώσει διέξοδο συνειδητή. Παραμένει μέχρι την άρνηση. Δεν μπορεί να πάει πιο μπροστά. Το γεγονός όμως ότι συσπειρώνει, ανησυχεί την αστική τάξη. Προσπαθεί να συκοφαντήσει με διάφορες υπαρκτές αφορμές, κυρίως με την προβολή του συγκεκριμένου ιστορικά κοινωνικού περιθωρίου των “λούμπεν” και την καταδίκη του. Προσδοκά να το καταδικάσει και στη συνείδηση των μαζών, παίρνοντας ταυτόχρονα και κατασταλτικά μέτρα (π.χ. λογοκρισία, διώξεις, κλπ.). Όταν κατανοεί ότι δεν έχει αποτέλεσμα, δοκιμάζει τη μέθοδο της αφομοίωσης. Μπαίνει στην εμπορευματική παραγωγή και τη δισκογραφία. Το ρεμπέτικο, σαν συγκεκριμένο είδος τραγουδιού, αποτελεί σημαντικό μέρος της ιστορίας του λαϊκού μας τραγουδιού, αλλά και της μουσικής μας παράδοσης. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε από τους λαούς με ξεχωριστή μουσική ιστορική παράδοση με συνέχεια. Με τον όρο “λαϊκό τραγούδι”, δεν προσδιορίζουμε την απήχησή του στις λαϊκές μάζες. Αλλά το είδος που γεννιέται, που δεν οφείλεται στις μουσικές θεωρητικές γνώσεις του δημιουργού. Η μουσική σύνθεση είναι αρχιτεκτονική των ήχων. Υπάρχει θεωρητική και τεχνική εκπαίδευση και κατάρτιση για να κατακτηθεί σαν γνώση. Το λαϊκό τραγούδι δεν υπάγεται σ΄αυτή τη δημιουγία. Οι δημιουργοί του κατέχουν εμπειρικά τη μουσική γνώση και όχι θεωρητικά. Σ΄αυτή την κατηγορία υπάγεται και το δημοτικό τραγούδι και το ρεμπέτικο και το “λαϊκό”, όπως χαρακτηρίζεται η μετεξέλιξη και συνέχεια του ρεμπέτικου, σε διάκριση μ΄αυτό. Όλα αυτά τα είδη είναι λαϊκή δημιουργία και υπάρχει αλληλεπίδραση και σύνδεση ανάμεσα σ΄αυτά και άλλα είδη λαϊκού τραγουδιού.
Το ρεμπέτικο, όπως όλα τα είδη λαϊκής δημιουργίας, ιστορικά περνά από το στάδιο της ανώνυμης δημιουργίας στην επώνυμη. Μουσικολογικά περνά από τη λιτή έκφραση, ένα ως τρία όργανα και φωνή, στην πιο σύνθετη, με ορχήστρα πολλών λαϊκών οργάνων ή και αξιοποίηση οργάνων έντεχνης μουσικής και πολλές φωνές, δύο, τρεις και παραπάνω. Το αρακτηριστικό στο άκουσμά του είναι το κύριο όργανο, “σόλο”, όπου κατά κανόνα κυριαρχεί το μπουζούκι χωρίς να αποκλείονται και άλλα όργανα και η ορχήστρα που συνοδεύει. Η δημιουργία του είναι εμπειρική. Βασίζεται στην όσο το δυνατόν πιο πλήρη εμπειρική γνώση των δυνατοτήτων του μουσικού οργάνου και των “μουσικών δρόμων” που είναι μουσικές κλίμακες. Όσο καλύτερα γνωρίζει τους δρόμους ο οργανοπαίκτης στο όργανο, τόσο πιο εύκολα δημιουργεί μελωδίες. Η δημιουγία του τελικού μουσικού ακούσματος στηρίζεται στη συμβολή και ικανότητα όλων των συντελεστών, του συνθέτη, του στιχουργού, των οργανοπαιχτών, της ορχήστρας. Όλοι συνεργάζονται και συμβάλλουν αρμονικά πάνω στη βασική μελωδία. Το αποτέλεσμα είναι συλλογικό και πολλές φορές συλλογική είναι η προσπάθεια και στη μελωδία και στους στίχους. Οι δημιουγοί του περισσότερο αισθάνονται σαν οργανοπαίχτες και θέλουν να διακρίνονται πιο πολύ γι΄αυτή τους την ικανότητα. Άλλωστε, δεν έκρυψαν ποτέ όλοι οι επώνυνοι δημιουγοί ότι το άκουσμα του ήχου από μπουζούκι τους ώθησε να ασχοληθούν μ΄αυτό το όργανο, να γίνουν ικανοί σ΄αυτό και μετά να δημιουργήσουν τα τραγούδια.
Σημαντικό ρόλο στη διάδοση του ρεμπέτικου έπαιξε το μουσικό όργανο που διαθέτει κάθε άνθρωπος, η φωνή. Τόσο στη μεταφορά μελωδιών από διάφορα μέρη της Ανατολής ή και το παρελθόν, όσο και στη δημιουργία της συγκεκριμένης ιστορικής μουσικής παράδοσης. Διακρίνεται σαν είδος τραγουδιού που χωρίς θεωρητική τεχνογνωσία καταφέρνει να συνδέει αρμονικά μουσική και στίχο, να εκφράζει η μουσική, νοηματικά και συναισθημακτικά, το στίχο. Το αποτέλεσμα, σχεδόν πάντα και ανεξάρτητα παό το βαθμό συμφωνίας με το περιεχόμενο των στίχων, είναι ένα σύνολο αισθητικού ακούσματος λόγου και μουσικής, που μπορεί να προσεγγίζει την τελειότητα. Ανεξάρτητα αν ο δημιουγός είναι ατομικός ή συλλογικός, δηλαδή ένας ή πολλοί μαζί. Αυτό είναι και το πιο σπουδαίο επίτευγμα και μαγεία στην αίσθηση, αλλά και στην λαϊκότητα της τέχνης του τραγουδιού σαν καλλιτεχνική δημιουργία και έκφραση.
Το ρεμπέτικο δημιούγησε και συνεχίζει να δημιουργεί τις πιο διαφορετικές έως και αντιφατικές γνώμες για την αισθητική του αξία, αλλά και την κοινωνική του συμβολή σαν καλλιτεχνική δημιουργία, ακόμη και στο προοδευτικό κίνημα. Αφορμή σ΄αυτό δίνει ίσως το περιεχόμενο ενός μέρους της θεματολογίας του, που εξέφραζε τον τρόπο ζωής των λούμπεν προλεταρίων, αλλά και το γεγονός ότι κάποιοι από τους επώνυμους δημιουργούς του ανήκουν ή πέρασαν απ΄αυτές τις ομάδες ή τον τρόπο ζωής τους.
Αν αφαιρεθεί η μελέτη και η προσέγγισή του από τη συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα που το δημιούργησε, καθώς και από το σαν λαϊκή δημιουγία, έφτανε στην καταγραφή των φαινομένων και την άρνηση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, μπορεί να οδηγηθεί και στην άποψη της απόρριψής του. Τότε, όμως, δε θα μπορεί να προσεγγίσει και να αποδεχτεί την ίδια τη λαϊκή δημιουργία και παράδοση. Η εξαθλίωση, όταν γίνεται κυρίαρχο στοιχείο, και ήταν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, λόγω της οικονομικής κρίσης του 1929-1933 και με αδύνατο το εργατικό κίνημα, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να ναι διαφορετικό.
Το γεγονός, όμως, ότι δεν άφησε κανένα κοινωνικό φαινόμενο που να μην το καταγράψει, ότι άντλησε πηγές από τη ζωή της εργατικής τάξης και του λαού και στην περίοδο του Μεσοπολέμου, αλλά και την περίοδο της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης και εξέφρασε τους λαϊκούς πόθους, δείχνει ότι ήταν γνήσια λαϊκή δημιουργία.
Η θεματολογία του ασχολείται με τη ζωή των λαϊκών μαζών. Μην την καταγραφή της φτώχειας, του έρωτα, την άρνηση της κοινωνικής αδικίας, την πάλη της εργατικής τάξης και της απελευθέρωσης του λαού μας από το φασισμό και τη γερμανική κατοχή, όπως καταμαρτυρούν τα ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ της ΚΑΤΟΧΗΣ, με τις διώξεις μετά τον ΕΜΦΥΛΙΟ. Προσεγγίζοντας τη συνεισφορά του, στη συνέχεια της λαϊκής μουσικής μας παράδοσης, στα χρονικά πλαίσια της ανάπτυξής του, μπορούμε δίκαια να το κατατάξουμε στην ιστορία της λαϊκής μουσικής δημιουργίας
Σ.Σ. Ο Στέφανος Λουκάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Ομιλία που έγινε στην εκδήλωση - αφιέρωμα του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Του Στέφανου Λουκά
Το ρεμπέτικο τραγούδι συνεχίζει και σήμερα να συγκινεί και να ελκύει, τόσο αισθητικά, όσο και συναισθηματικά, όχι μόνο ανθρώπους από τη γενιά που πρόφτασε το ζωντανό άκουσμά του, αλλά και ανθρώπους από τις νεότερες γενιές που δεν έχουν άμεση την επαφή μαζί του, και μεγάλο κομμάτι της νεολαίας. Η τεχνολογία, με τη γραμμοφώνησή του και την παραγωγή δίσκων, φρόντισε να φτάσει αυθεντικό το ρεμπέτικο ως τις μέρες μας. Σημαντική είναι, επίσης, και η συμβολή διαφόρων ερασιτεχνικών μουσικών σχημάτων, που με μοναδικό εφόδιο το μεράκι της ερασιτεχνικής δημιουργίας, ξαναζωντανεύουν αυτό το είδος μουσικής και τραγουδιού.
Η ονομασία “ρεμπέτικο” προέρχεται από τη λέξη “ρεμπέτ”, που μάλλον εμφανίζεται στο έδαφος της Σερβίας, πιθανότατα ανάμεσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του Κόσσοβο. Ρεμπέτ είναι ο ατίθασος, ο ανυπότακτος στην κοινωνική αναγκαιότητα της ανθρώπινησ συμβίωσης.
Στη δική μας γλώσσα εμφανίζεται ο όρος “ρέμπελος”. Είναι ιταλική λέξη και σημαίνει αυτόν που ανήκει σε ένοπλο αντάρτικο σώμα. “Ρεμπελιά”, στη δική μας παράδοση, σημαίνει “επανάσταση”.
” Ιστορικά, εμφανίζεται στη Ζάκυνθο στο 17ο αιώνα το περίφημο “ρεμπελιό των ποπολάρων “.
Έτσι ονομάστηκε η εξέγερση του λαού της Ζακύνθου ενάντια στους ευγενείς και τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι με την αρχή των Βενετών καταδυνάστευαν τη λαϊκή μάζα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι αναπτύσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά το 1880 ανάμεσα στον πληθυσμό των παραλίων της Μικράς Ασίας. Σαν είδος μουσικής και τραγουδιού, εκφράζει περισσότερο την αισθητική μουσική παράδοση της συγκεκριμένης περιοχής, όπως τα διάφορα είδη δημοτικής μουσικής και τραγουδιού στα διάφορα μέρη της Ελλάδας. Το ύφος του δεν είναι ακριβώς το ίδιο, μ΄αυτό της κλασικής περιόδου 1930-1955, όπως το γνωρίζουμε στην Ελλάδα και όπου κυριαρχεί σαν μουσικό όργανο το μπουζούκι. Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν οι δημιουργοί του είναι αυτά της δημοτικής και νησιώτικης παράδοσης, όπως βιολί, ούτι, κανονάκι-κιθάρα, λύρα, σαντούρι. Μ΄αυτή τη μορφή, κυριαρχεί, όπως φαίνεται από τη δισκογραφία εκείνης της περιόδου, από το 1890-1910.
Σ΄αυτή την ιστορική περίοδο, συντελούνται μια σειρά κοινωνικές μεταβολές και εμφανίζονται συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα. Αρχίζει η αργή και βασανιστική πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Εμφανίζεται η εργατική τάξη. Προλεταριοποιούνται αγροτικές μάζες, ενώ δημιουργείται κύμα εσωτερικής μετανάστευσης στα αστικά κέντρα και εξωτερικής μετανάστευσης, κυρίως στις ΗΠΑ.
Η εξέλιξη αυτών των κοινωνικοταξικών διαδικασιών και φαινομένων συμβαδίζει με την εμφάνιση οξυμένων προβλημάτων, που έχουν σχέση με τη ζωή των λαϊκών μαζών, χωρίς ορατή διέξοδο για τη λύση τους. Η συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα, με την εμφάνιση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, φέρνει, αντικειμενικά, αντιμέτωπη την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα με την ανερχόμενη αστική, αστικοτσιφλικάδικη τότε, τάξη. Οι καταπιεζόμενες μάζες συνειδητοποιούν τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, όχι όμως και τις αιτίες που τη γεννούν. Μέσα σ΄αυτήν την πραγματικότητα, συνυπάρχουν και οι προϋποθέσεις δημιουργίας των λούμπεν προλεταρίων.
Οι καταπιεζόμενες μάζες αρνούνται να ζήσουν αυτή την πραγματικότητα. Ακραία έκφραση αυτής της άρνησης είναι οι ομάδες λούμπεν προλεταρίων, που, ζώντας το δικό τους τρόπο ζωής, στην ουσία αποδέχονται την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Σ΄αυτές τις συνθήκες, αρχίζει να δημιουργείται το ρεμπέτικο τραγούδι. Με την ίδρυση του ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ, μπαίνουν οι βάσεις για τη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Η μικρασιατική καταστροφή, την ευθύνη της οποίας έχει η ξενόδουλη αστική τάξη της Ελλάδας και οι Αγγλογάλλοι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί της οξύνει τα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων. Η ηττημένη από τον πόλεμο αστική τάξη της Ελλάδας μεταφέρει τις συνέπειες από την κρίση, που δημιουργείται, στις πλάτες ενός λαού που αδυνατεί να επιβιώσει και των ίδιων των προσφύγων, που βρέθηκαν, χωρίς τη θέλησή τους, να ζουν στη φτώχεια και τη μιζέρια.
Οι πρόσφυγες φέρναν μαζί τους στην Ελλάδα το δικό τους πολιτισμό, τη δική τους καλλιτεχνική δημιουργία και τα τραγούδια τους. Σ΄αυτές τις συνθήκες, όξυνσης της οικονομικής κρίσης, που συνεχίζει σ΄όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι καταπιεζόμενες μάζες των αστικών κέντρων αναπτύσσουν τους δικούς τους αγώνες. Το ρεμπέτικο τραγούδι αναπτύσσεται την ίδια περίοδο, στα αστικά κέντρα. Γίνεται μαζικό φαινόμενο και έκφραση αυτών των διεργασιών και της ζωής των λαϊκών μαζών.
Η μαζική απήχηση, που είχε στις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, δεν άφησε ανεπηρέαστη την κυρίαρχη αστική τάξη, όσο κι αν δε δημιουργούσε σαν καλλιτεχνική δημιουργία προϋποθέσεις να εκφραστεί συνειδητά πολιτικά ή κοινωνική αντίθεση. Το ρεμπέτικο τραγούδι καταγράφει τη συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα. Αδυνατεί να δώσει διέξοδο συνειδητή. Παραμένει μέχρι την άρνηση. Δεν μπορεί να πάει πιο μπροστά. Το γεγονός όμως ότι συσπειρώνει, ανησυχεί την αστική τάξη. Προσπαθεί να συκοφαντήσει με διάφορες υπαρκτές αφορμές, κυρίως με την προβολή του συγκεκριμένου ιστορικά κοινωνικού περιθωρίου των “λούμπεν” και την καταδίκη του. Προσδοκά να το καταδικάσει και στη συνείδηση των μαζών, παίρνοντας ταυτόχρονα και κατασταλτικά μέτρα (π.χ. λογοκρισία, διώξεις, κλπ.). Όταν κατανοεί ότι δεν έχει αποτέλεσμα, δοκιμάζει τη μέθοδο της αφομοίωσης. Μπαίνει στην εμπορευματική παραγωγή και τη δισκογραφία. Το ρεμπέτικο, σαν συγκεκριμένο είδος τραγουδιού, αποτελεί σημαντικό μέρος της ιστορίας του λαϊκού μας τραγουδιού, αλλά και της μουσικής μας παράδοσης. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε από τους λαούς με ξεχωριστή μουσική ιστορική παράδοση με συνέχεια. Με τον όρο “λαϊκό τραγούδι”, δεν προσδιορίζουμε την απήχησή του στις λαϊκές μάζες. Αλλά το είδος που γεννιέται, που δεν οφείλεται στις μουσικές θεωρητικές γνώσεις του δημιουργού. Η μουσική σύνθεση είναι αρχιτεκτονική των ήχων. Υπάρχει θεωρητική και τεχνική εκπαίδευση και κατάρτιση για να κατακτηθεί σαν γνώση. Το λαϊκό τραγούδι δεν υπάγεται σ΄αυτή τη δημιουγία. Οι δημιουργοί του κατέχουν εμπειρικά τη μουσική γνώση και όχι θεωρητικά. Σ΄αυτή την κατηγορία υπάγεται και το δημοτικό τραγούδι και το ρεμπέτικο και το “λαϊκό”, όπως χαρακτηρίζεται η μετεξέλιξη και συνέχεια του ρεμπέτικου, σε διάκριση μ΄αυτό. Όλα αυτά τα είδη είναι λαϊκή δημιουργία και υπάρχει αλληλεπίδραση και σύνδεση ανάμεσα σ΄αυτά και άλλα είδη λαϊκού τραγουδιού.
Το ρεμπέτικο, όπως όλα τα είδη λαϊκής δημιουργίας, ιστορικά περνά από το στάδιο της ανώνυμης δημιουργίας στην επώνυμη. Μουσικολογικά περνά από τη λιτή έκφραση, ένα ως τρία όργανα και φωνή, στην πιο σύνθετη, με ορχήστρα πολλών λαϊκών οργάνων ή και αξιοποίηση οργάνων έντεχνης μουσικής και πολλές φωνές, δύο, τρεις και παραπάνω. Το αρακτηριστικό στο άκουσμά του είναι το κύριο όργανο, “σόλο”, όπου κατά κανόνα κυριαρχεί το μπουζούκι χωρίς να αποκλείονται και άλλα όργανα και η ορχήστρα που συνοδεύει. Η δημιουργία του είναι εμπειρική. Βασίζεται στην όσο το δυνατόν πιο πλήρη εμπειρική γνώση των δυνατοτήτων του μουσικού οργάνου και των “μουσικών δρόμων” που είναι μουσικές κλίμακες. Όσο καλύτερα γνωρίζει τους δρόμους ο οργανοπαίκτης στο όργανο, τόσο πιο εύκολα δημιουργεί μελωδίες. Η δημιουγία του τελικού μουσικού ακούσματος στηρίζεται στη συμβολή και ικανότητα όλων των συντελεστών, του συνθέτη, του στιχουργού, των οργανοπαιχτών, της ορχήστρας. Όλοι συνεργάζονται και συμβάλλουν αρμονικά πάνω στη βασική μελωδία. Το αποτέλεσμα είναι συλλογικό και πολλές φορές συλλογική είναι η προσπάθεια και στη μελωδία και στους στίχους. Οι δημιουγοί του περισσότερο αισθάνονται σαν οργανοπαίχτες και θέλουν να διακρίνονται πιο πολύ γι΄αυτή τους την ικανότητα. Άλλωστε, δεν έκρυψαν ποτέ όλοι οι επώνυνοι δημιουγοί ότι το άκουσμα του ήχου από μπουζούκι τους ώθησε να ασχοληθούν μ΄αυτό το όργανο, να γίνουν ικανοί σ΄αυτό και μετά να δημιουργήσουν τα τραγούδια.
Σημαντικό ρόλο στη διάδοση του ρεμπέτικου έπαιξε το μουσικό όργανο που διαθέτει κάθε άνθρωπος, η φωνή. Τόσο στη μεταφορά μελωδιών από διάφορα μέρη της Ανατολής ή και το παρελθόν, όσο και στη δημιουργία της συγκεκριμένης ιστορικής μουσικής παράδοσης. Διακρίνεται σαν είδος τραγουδιού που χωρίς θεωρητική τεχνογνωσία καταφέρνει να συνδέει αρμονικά μουσική και στίχο, να εκφράζει η μουσική, νοηματικά και συναισθημακτικά, το στίχο. Το αποτέλεσμα, σχεδόν πάντα και ανεξάρτητα παό το βαθμό συμφωνίας με το περιεχόμενο των στίχων, είναι ένα σύνολο αισθητικού ακούσματος λόγου και μουσικής, που μπορεί να προσεγγίζει την τελειότητα. Ανεξάρτητα αν ο δημιουγός είναι ατομικός ή συλλογικός, δηλαδή ένας ή πολλοί μαζί. Αυτό είναι και το πιο σπουδαίο επίτευγμα και μαγεία στην αίσθηση, αλλά και στην λαϊκότητα της τέχνης του τραγουδιού σαν καλλιτεχνική δημιουργία και έκφραση.
Το ρεμπέτικο δημιούγησε και συνεχίζει να δημιουργεί τις πιο διαφορετικές έως και αντιφατικές γνώμες για την αισθητική του αξία, αλλά και την κοινωνική του συμβολή σαν καλλιτεχνική δημιουργία, ακόμη και στο προοδευτικό κίνημα. Αφορμή σ΄αυτό δίνει ίσως το περιεχόμενο ενός μέρους της θεματολογίας του, που εξέφραζε τον τρόπο ζωής των λούμπεν προλεταρίων, αλλά και το γεγονός ότι κάποιοι από τους επώνυμους δημιουργούς του ανήκουν ή πέρασαν απ΄αυτές τις ομάδες ή τον τρόπο ζωής τους.
Αν αφαιρεθεί η μελέτη και η προσέγγισή του από τη συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα που το δημιούργησε, καθώς και από το σαν λαϊκή δημιουγία, έφτανε στην καταγραφή των φαινομένων και την άρνηση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, μπορεί να οδηγηθεί και στην άποψη της απόρριψής του. Τότε, όμως, δε θα μπορεί να προσεγγίσει και να αποδεχτεί την ίδια τη λαϊκή δημιουργία και παράδοση. Η εξαθλίωση, όταν γίνεται κυρίαρχο στοιχείο, και ήταν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, λόγω της οικονομικής κρίσης του 1929-1933 και με αδύνατο το εργατικό κίνημα, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να ναι διαφορετικό.
Το γεγονός, όμως, ότι δεν άφησε κανένα κοινωνικό φαινόμενο που να μην το καταγράψει, ότι άντλησε πηγές από τη ζωή της εργατικής τάξης και του λαού και στην περίοδο του Μεσοπολέμου, αλλά και την περίοδο της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης και εξέφρασε τους λαϊκούς πόθους, δείχνει ότι ήταν γνήσια λαϊκή δημιουργία.
Η θεματολογία του ασχολείται με τη ζωή των λαϊκών μαζών. Μην την καταγραφή της φτώχειας, του έρωτα, την άρνηση της κοινωνικής αδικίας, την πάλη της εργατικής τάξης και της απελευθέρωσης του λαού μας από το φασισμό και τη γερμανική κατοχή, όπως καταμαρτυρούν τα ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ της ΚΑΤΟΧΗΣ, με τις διώξεις μετά τον ΕΜΦΥΛΙΟ. Προσεγγίζοντας τη συνεισφορά του, στη συνέχεια της λαϊκής μουσικής μας παράδοσης, στα χρονικά πλαίσια της ανάπτυξής του, μπορούμε δίκαια να το κατατάξουμε στην ιστορία της λαϊκής μουσικής δημιουργίας
Σ.Σ. Ο Στέφανος Λουκάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου