Ο Γεώργιος Σουρής είναι ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, και ένας από τους μεγαλύτερους σατιρικούς ποιητές της νεώτερης Ελλάδας. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε και ως «ο σύγχρονος Αριστοφάνης». Ένας σοφός πανεπιστήμονας, που μας άφησε ένα μεγάλο έργο, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, και ένας έξοχος τεχνίτης του λόγου, με τέλεια αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου, με άψογες φαρμακερές και συνάμα λυτρωτικές ομοιοκαταληξίες...
Χαρά να μιλά για τον εαυτό του ο ποιητής, για το σώμα του, τη μύτη του, τ’ αυτιά του, το μπόι του, την κάρα του. Ή, για τη ζωή του στη Ρωσία, με τα άφθονα σιτηρά, τα κοπάδια των γουρουνιών και τις πανέμορφες ξανθές ρωσίδες. Και μετά για την επιστροφή του στην Ελλάδα. Για τις σπουδές του. Για την εύνοια που του έδειξε ο Απόλλων… Μα και η εστία.
Χαρά να σε παίρνει ο Σουρής και να σε πηγαίνει από τον Εμπεδοκλή στον Δημόκριτο, κι από τον Θαλή στον Ηράκλειτο, από τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα στον Επίκουρο, από τον Αδάμ και την Εύα, στον Ιωσήφ, στον Μωυσή και στους Χαλδαίους, από τον Βούδα και τον Προμηθέα, στον Αριστοφάνη, στον Σαίξπηρ, στον Σοπενχάουερ, στον Διογένη. Χαρά να φέρνει στην Αθήνα τον Δον Ζουάν, ως γαμησομηχανή της εποχής, να τον ανυψώνει και να τον καταποντίζει, μαζί με τους θαυμαστές και τις θαυμάστριές του, μαζί με κέρατα και γαλόνια, ο πικρόγλωσσος και στο βάθος πονόψυχος Γεώργιος Σουρής.
Χαρά να φτάνεις στα μικρότερα ποιήματά του, όπου δεσποτάδες και παπαδιές, αξιωματικοί και κοκότες, βουλευτές και καλόγριες, κι ακόμα αυτός ο ίδιος ο ποιητής, σατιρίζονται, ήτοι φανερώνουν τον σάτυρο που κρύβουν μέσα τους, ή που τον έχουν θυσιάσει χάριν της ματαιοδοξίας, της φιλαργυρίας, των αξιωμάτων, της επίδειξης, της βλακείας. Άλλοτε ως Φασουλής και Περικλέτος, ο Σουρής, άλλοτε ως Μεφιστοφελής, μ’ εξαίσιους στίχους, ξαναφτιάχνει την ιστορία της ανθρωπότητας, μπάζοντας μέσα της το αρχέγονο πνεύμα του χάους. Γελώντας. Μιλώντας με θάρρος για όσα καλώς γνωρίζει, αλλά μένοντας πάντα, όπως αρμόζει στην ύψιστη σοφία, αγνωστικιστής για όσα δεν γνωρίζει.
Η ζωή του
Εγώ, Γεώργιος Σουρής, ιππότης του Σωτήρος,
και Χιώτης διαβολόλωλος αστείου χαρακτήρος,
επιχειρώ να σας ειπώ ξηρώς κι εν συντομία
τα μάλλον σπουδαιότερα του βίου μου σημεία,
προτού οι βιογράφοι μου καθ’ όλα μ’ ανατάμουν
κι εις όλην την υφήλιον ρεντίκολο με κάμουν.
Ο Σουρής γεννήθηκε τη 1η Φλεβάρη 1853 στην Ερμούπολη Σύρου. Καταγόταν από τα Κύθηρα, αλλά ο ίδιος προτιμούσε να τον θεωρούν ως Χιώτη:
Κατ’ άλλους είμαι γέννημα της ηρωίδος Χίου
και λέγουν πως εξ ευγενούς κατάγομαι στοιχείου,
πλην άλλοι παραδέχονται πατρίδα μου την Σύρον
και άλλοι περισσότεροι την νήσον των Κυθήρων.
Αλλά εγώ επιθυμώ να είμαι πάντα Χιώτης,
και κάποτε και Συριανός και ‘εσθ’ ότε Τσιριγώτης.
Τις γυμνασιακές σπουδές του τις τέλειωσε στην Αθήνα. Η οικογένειά του τον προόριζε για το ιερατικό στάδιο, αλλά ορισμένα οικονομικά της ατυχήματα τον παρεμπόδισαν από το να σπουδάσει τελικά θεολογία και να γίνει κληρικός. Αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, στα 17 του στο Ταϊγάνι της Ρωσίας, κοντά σ' ένα θείο του σιταρέμπορα για να εντρυφήσει στα μυστικά του ...εμπορίου:
Ω! πόσον μεταβάλλονται αι τύχαι των θνητών!
έσχατ’ οι πρώτοι γίνονται κι οι τελευταίοι πρώτοι
γι’ αυτό κι εγώ, το κόσμημα των τόσων ποιητών,
ήμουν υπάλληλος ποτέ σιταρεμπόρου Χιώτη.
Όμως (ευτυχώς) αποδείχτηκε ακατάλληλος μέσα στο δίμηνο κι επέστρεψε άρον-άρον στη πρωτεύουσα, και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή χωρίς ωστόσο να την τελειώσει, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Παράλληλα, για να βγάζει τα έξοδα του παρέδινε μαθήματα σε σπίτια, έπαιρνε μέρος σε ερασιτεχνικούς θιάσους και δημοσιογραφούσε σε έντυπα της εποχής. Συνεργάστηκε με ποικίλα πεζά κι έμμετρα, στα τότε περιοδικά της εποχής: "ΡΑΜΠΑΓΑ", "ΑΣΜΟΔΑΙΟ", "ΑΣΤΥ" "ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ".
Το 1873 γνώρισε τη Μαρία Κωνσταντινίδου -από τη Πόλη-, την ερωτεύτηκε και παρά τις αντίξοες -αρχικά- συνθήκες τη παντρεύτηκε το 1881. Ζήσανε μια θαυμάσια οικογενειακή κι ευτυχισμένη ζωή, και αποκτήσανε 5 παιδιά. Η σύζυγός του -η Μαρί όπως την αποκαλούσε- στάθηκε πρότυπο αφοσιωμένης συζύγου-συντρόφου, προστάτις και μούσα του.
Ο Γεώργιος Σουρής γέμισε με την προσωπικότητά του μια ολόκληρη εποχή, η θέση του δε αυτή έμεινε απαρασάλευτη, ακόμη και μετά το θάνατό του. Στο σπίτι του στο Νέο Φάληρο, από το έτος 1877 και μετά, οργάνωνε κοσμικές συναθροίσεις, στις οποίες σύχναζαν οι Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Πολέμης, Γιώργος Δροσίνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μπάμπης Άννινος, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Μιλτιάδης Μαλακάσης και πολλοί άλλοι διανοητές, ενώ πολλές φορές οι εφημερίδες της τότε εποχής, κάνανε στην άκρη σημαντικά γεγονότα, για να αφιερώσουνε πεντάστηλα, καλύπτοντας τέτοια ...δρώμενα.
Από τις 2 Απρίλη 1883 και για 36 συνεχή χρόνια, έγραφε μόνος του κάθε βδομάδα την τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός, η οποία, όσο κι αν ακούγεται απίθανο σήμερα, ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της (Ο Ρωμηός, εφημερίς - που την γράφει ο Σουρής) μέχρι τις μικρές αγγελίες της! Η κυκλοφορία της σταμάτησε λίγο πριν τον θάνατό του, συμπληρώνοντας συνολικά 1444 τεύχη.
Και τώρα βγάζω»το Ρωμηό» από τεσσάρων χρόνων
τιμάται δε ολόκληρος δραχμάς τριάντα μόνον,
και της Ελλάδος τραγουδώ το κλασσικός βασίλειον,
κι εμμέτρως αεροβατών περιορώ τον ήλιον.
Στις σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα όλη η ιστορία αυτών των 36 χρόνων. Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Μέσα από την εφημερίδα αυτή καυτηρίαζε και σατίριζε την εποχή του και την πολιτική κατάσταση, προσπαθώντας να εξυψώσει το πολιτικοκοινωνικό επίπεδο του λαού του, και δημιούργησε τους τύπους του Φασουλή και του Περικλέτου, οι οποίοι σύντομα έγιναν δημοφιλέστατοι στο λαϊκό κοινό.
Με την καθημερινή παρουσία του, ο «Ρωμηός» έγινε η αγαπημένη εφημερίδα κάθε Έλληνα και ο Σουρής το πιο γνωστό όνομα στον τόπο, μετά τον πρωθυπουργό. Πολλοί όμως αμφισβήτησαν το έργο του, που το θεώρησαν ως καθαρά κοινωνικό και χωρίς ποιητική πνοή.
Ωστόσο κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Σουρής με το έργο του αγκάλιασε το λαό, μιλούσε τη γλώσσα του και του ανέλυε τα προβλήματα του. Για το λόγο αυτό αγαπήθηκε περισσότερο απ' όλους τους σύγχρονους του, και στην εποχή ακριβώς που ο λαός είχε ανάγκη από τη βοήθεια που του πρόσφεραν οι ποιητές του. Ενδεικτικές της απήχησης του «Ρωμηού», όχι μόνο στο λαό, αλλά και στους πνευματικούς ανθρώπους, είναι οι επόμενες κρίσεις:
Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που έγραψε: «Χαίρε Σουρή, συ όστις απέδειξες ότι υπάρχει ακόμη ελληνική ευφυΐα» και
του Εμμανουήλ Ροΐδη, σύμφωνα με το κείμενο του οποίου: `Κατά την ορθήν του Αριστοτέλους διάκρισιν του ζώου από τον άνθρωπο, ότι μόνον ο άνθρωπος γελά μεγάλη χρεωστούσιν οι Έλληνες ευγνωμοσύνην εις τον ποιητή του «Ρωμιού», τον επί δεκαετίας ήδη παρέχοντα εις αυτούς, κατά πάσαν εβδομάδα, αφορμήν να επιδείξουν τον τοιούτον ανθρωπισμό των».
Συμπαθέστατος κι εκτιμώμενος απ' όλους προτάθηκε το 1908, για το βραβείο Νόμπελ, με την πρόθυμη πρωτοβουλία και της Βουλής. Το 1911 τιμήθηκε με τον Χρυσούν Σταυρό Του Σωτήρος.
Πέθανε στις 26 Αυγούστου 1919, σ' ηλικία 66 ετών και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού! Η Πολιτεία τον βράβευσε μετά θάνατον και με τον Ταξιάρχη Του Σωτήρος. Στον τάφο του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στήθηκε προτομή του, έργο του γλύπτη Ν. Γεωργαντή κι άλλη μια στήθηκε στην είσοδο του Ζαππείου, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη.
Το έργο του
Εκτός από το «Ρωμηό», όπου τα ποιήματα που έγραψε σ’ αυτόν καλύπτουν πολλούς τόμους, τα πιο αξιόλογα από τα έργα του Σουρή είναι: Η ποιητική του συλλογή «Τα τραγούδια μου» (1876), η άλλη συλλογή του «Λόγοι Φιλιππικοί» (1878), τα «Αποκριάτικα» (1880), «Η κυανή βίβλος της Ελλάδας» (1881), τέσσερις τόμοι «Ποιημάτων» (που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1882 και 1887), τα ποιήματά του με τον τίτλο «Φασουλής φιλόσοφος» , οι επτά τόμοι των «Ημερολογίων» του, τα θεατρικά του «Από γαμπρός, παράνυφος», «Άλλα αντ` άλλων», «Αναπαραδιάρης», «Δεν έχει τα προσόντα» και άλλες δεκατρείς κωμωδίες που ανεβάστηκαν από αθηναϊκούς θιάσους. Μετέφρασε επίσης έμμετρα τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, που πρωτοπαίχτηκαν στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1900 και συνέδεσαν τ' όνομα του με τον Αριστοφάνη. Στα 1909, δηλαδή όσο ζούσε ο Σουρής, εκδόθηκαν δυο τόμοι από τα «Απαντά» του.
Και έλεγε για κάτι μέρες σαν την σημερινή
Με εκλογές εν όψη
Βάρδα να δράσωμε κι εμείς για τα...συμφεροντάκια μας,
Βάρδα να διορίσωμε και τα .... πατριωτάκια μας,
Βάρδα κι εμείς να κόψωμε,
Βάρδα κι εμείς να ράψωμε,
Κι αυτούς που δεν χωνεύομε με μιας να τους προγράψωμε!
Και ...κίτρινα υβριστικά «πανιά» να ξεδιπλώσωμε,
Κι έπειτα τις αρίδες μας στον... ίσκιο τους ν απλώσωμε!
Μ αυτά δεν θα προκόψει ...
Με χαιρετάς στον δρόμο,
Και με χτυπάς στον ώμο,
Μα εγώ θα σε μαυρίσω,
Στο λέω μπρός και πίσω!
Και αν άμαξα μου δώσεις
Με ολόχρυσο λακέ,
Κι αν όλον με χρυσώσεις,
Θα φάς τον ... τενεκέ.
Μαύρο λοιπόν κι ο μασκαράς,
Ο ... τάδε και ο ....δείνας!
Παρά την πλάνη και τη ζάλη...
Τα πάντα πλάνη και ψευτιά και
...λόγια, λόγια, λόγια!
Μα οι τρελλοί κι οι φρόνιμοι τα δένουν ...κομπολόγια! ...
Νομίζω πως ευρίσκομαι εις κόσμον ... εξ?αγγέλων,
Και θλίβομαι για το παρόν, μα ελπίζω για το μέλλον!...
Και επίλογο...στο χάλι!
Πάνε πονηριές και δόλοι,
Και σωφρώνως λένε όλοι,
Πως θα βάλουν πλέον παύλα,
Στα σημερινά τα φαύλα!
Σκατά εδώ, σκατά εκεί, σκατά κι ο κόσμος όλος
κι απ΄τα πολλά πια τα σκατά μου πιάστηκε κι ο κώλος.
Έρχεται ο ένας ο σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
σαν φύγει όμως βλέπουμε πως αποσκατωθήκαμε.
Ειλικρινά υμέτερος,
Γ. Σουρής
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου