Κάθε χρόνο, πενήντα περίπου φυσικά τοπία ή τοποθεσίες
πολιτιστικού ενδιαφέροντος καταθέτουν την υποψηφιότητά τους προκειμένου
να ενταχθούν στον κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και
να αναγνωριστεί η ανάγκη προστασίας τους προς όφελος ολόκληρης της
ανθρωπότητας. Ωστόσο, χορηγώντας την πιστοποίηση, η UNESCO επηρεάζει
έντονα τις τουριστικές ροές. Το τουριστικό ρεύμα είναι οικονομικά
αποδοτικό, μπορεί όμως να αποδειχθεί και καταστροφικό.
«Ξαφνικά, το Αλμπί άρχισε να υπάρχει στον παγκόσμιο χάρτη. Η ένταξη της επισκοπικής πόλης (1) στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO [Οργανισμός του ΟΗΕ για την εκπαίδευση, την επιστήμη και τον πολιτισμό]
πραγματοποιήθηκε στις 31 Ιουλίου 2010. Το επόμενο πρωί, πλήθη συνέρρεαν
στην πόλη: ο κόσμος έκανε παράκαμψη για να έρθει να την δει». Η
Μαρί Εβ Κορτές, διευθύντρια πολιτιστικών υποθέσεων, πολιτιστικής
κληρονομιάς και διεθνών σχέσεων του Αλμπί, θυμάται πολύ καλά εκείνη την
ημέρα που άλλαξε τη ζωή της πόλης με τα κτίρια από κόκκινα τούβλα και
τους 52.000 κατοίκους. Έκτοτε, ο αριθμός των τουριστών
υπερδιπλασιάστηκε: από 700.000 σε 1,1 εκατομμύριο το 2011, σε 1,5
εκατομμύριο το 2016, σε κάπως λιγότερους το 2017…
Η ένταξη στον κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς
συμβάλλει στην αύξηση της αναγνωρισιμότητας και της καθιέρωσης τόπων που
ήδη παρουσιάζουν υψηλή επισκεψιμότητα. Ωστόσο, όντως υπάρχει ένα
«φαινόμενο UNESCO». Η Μαρία Γκραβαρί-Μπαρμπάς, διευθύντρια της έδρας
UNESCO Πολιτισμός, Τουρισμός, Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 1
(Πάνθεον-Σορβόννη) διευκρινίζει: «H πιστοποίηση αποτελεί
την εγγύηση της ποιότητας του τόπου, είτε πρόκειται για τοπίο είτε για
τοποθεσία πολιτισμικού ενδιαφέροντος. Για τους δυνητικούς επισκέπτες,
αποτελεί μια αναγνώριση». Κάθε χρόνο εντάσσονται μία ή δύο
τοποθεσίες. Όσον αφορά την Γαλλία, έχουν ήδη ενταχθεί στην παγκόσμια
πολιτιστική κληρονομιά 44 τοποθεσίες: τριάντα εννέα τοποθεσίες
πολιτιστικού χαρακτήρα, τέσσερις φυσικού χαρακτήρα και μία μεικτή.
Προκειμένου να ανταποκριθεί στις επιπτώσεις της ένταξής του στην
παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, το Αλμπί αναγκάστηκε να εκπονήσει ένα
σχέδιο διαχείρισης. Αποσκοπούσε στη διαφύλαξη της εξαιρετικής και
οικουμενικής αξίας της προστατευόμενης τοποθεσίας, αλλά ταυτόχρονα και
στη μακροπρόθεσμη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών, ώστε να μην
μετατραπεί η πόλη σε μουσείο. Όπως εξηγεί η Μαρία Γκραβαρί-Μπαρμπάς, «μερικές
φορές, εξαιτίας υπερβολικά καλών προθέσεων, η ένταξη στην παγκόσμια
πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να αποδειχθεί προβληματική. Σε πολλές
πόλεις, η αναπαλαίωση επέλεξε έναν “χρονολογικό συντηρητισμό” ή έναν
“χρονικό φανατισμό”, που καταλήγει να “παγώνει” τις πόλεις σε μια
συγκεκριμένη εποχή».
Για να αποφευχθεί ο σκόπελος, η επιτροπή που διαχειρίζεται την
προστατευόμενη τοποθεσία εξασφάλισε εξαρχής τη συμμετοχή θεσμών,
πολιτιστικών και επιστημονικών εταίρων, προσωπικοτήτων με εξειδικευμένες
γνώσεις, αλλά και των επαγγελματιών και των κατοίκων. «Το Αλμπί δεν επιθυμεί να προωθήσει αποκλειστικά μια προσέγγιση επικεντρωμένη στην πολιτιστική κληρονομιά», διαβεβαιώνει η Κορτές. «Ασχολούμαστε
επίσης με τον ανθρώπινο παράγοντα, την οικονομία και τις
αλληλεπιδράσεις τους. Επιπλέον, προωθούμε δράσεις στην ενδιάμεση ζώνη
που βρίσκεται μεταξύ της επισκοπικής και της σύγχρονης πόλης. Oι δράσεις χαρακτηρίζονται από τον ίδιο βαθμό ποιότητας και σοβαρότητας.»
Κάθε χρόνο, η γενική συνέλευση των κατοίκων του Αλμπί τούς δίνει τη
δυνατότητα να συγκεντρωθούν, να συσκεφθούν και να προτείνουν λύσεις για
διάφορα ζητήματα (στάθμευση στο κέντρο της πόλης, διατήρηση των μικρών
εμπορικών επιχειρήσεων, αστικός εξοπλισμός κ.λπ.).
Η απειλή της μουσειοποίησης
Το 2014, το Αλμπί προχώρησε σε αδελφοποίηση με το Λιζιάνγκ. Αυτή η
μικρή πόλη του Γιουνάν βρίσκεται σε υψόμετρο 2.400 μέτρων, στον παλαιό
δρόμο των καραβανιών που συνέδεε αυτή την κινεζική επαρχία με το Θιβέτ.
Το 1986, μετά την αναγνώριση του Νταγιάν, της παλιάς πόλης του Λιζιάνγκ,
ως «Εθνικού Θησαυρού της Κίνας», άρχισε να εξαπλώνεται η φήμη των
λιθόστρωτων σοκακιών, των καναλιών και της εξαιρετικής αρχιτεκτονικής
των κτιρίων του. Παρά τους σεισμούς (ο τελευταίος συνέβη στις 3
Φεβρουαρίου 1996), η άυλη πολιτιστική κληρονομιά και οι παραδοσιακές
κατοικίες της παλιάς πόλης κατέστη δυνατόν να διασωθούν, κάτι που η
UNESCO αναγνώρισε, εντάσσοντας το 1997 τον οικισμό στην παγκόσμια
πολιτιστική κληρονομιά. Μέσα σε μερικά χρόνια, η πόλη γνώρισε
πρωτοφανείς, βαθύτατες αλλαγές (2). Ο αριθμός των τουριστών, από 200.000
το 1992, αυξήθηκε στο 1,7 εκατομμύριο το 1997, στα 2,6 εκατομμύρια το
1999, σε περισσότερα από 4 εκατομμύρια το 2005 και στα 5,3 εκατομμύρια
το 2008…
Για τους κατοίκους, και ιδιαίτερα για εκείνους των συνοικιών της
παλιάς πόλης (που κατοικούνταν κυρίως από Ναξί, μια θιβετο-βιρμανική
εθνότητα), οι συνέπειες υπήρξαν καταστροφικές: ήδη από τις αρχές της
δεκαετίας του 2000, η καρδιά της πόλης με την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική
κληρονομιά μετατράπηκε σε τουριστικό θύλακα, όπου εξαπλώνονται τα
ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα μπαρ, οι μπουτίκ… Οι κάτοικοι προτιμούν να
νοικιάσουν τα σπίτια τους σε εμπόρους που καταφθάνουν από τις
γειτονικές επαρχίες και να μετακομίσουν στη νέα πόλη. Μέσα σε μερικά
χρόνια, το Λιζιάνγκ μετατράπηκε σε σκηνικό, εν μέρει θυσιασμένο στον
βωμό του τουρισμού. Ακόμη συναντάμε μερικές γυναίκες Ναξί που έρχονται
να εμπορευθούν ή να φωτογραφηθούν από τους τουρίστες ντυμένες με την
παραδοσιακή ενδυμασία, στην παλιά πόλη ωστόσο κυριαρχούν οι τουρίστες.
Το 2008, η UNESCO αναγκάστηκε να απευθύνει προειδοποίηση στον Δήμο,
απαιτώντας να ξαναπάρει στα χέρια του τη διαχείριση του πολιτιστικού
αγαθού: ειδάλλως, θα ενέτασσε την πόλη στον κατάλογο της απειλούμενης
παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς…
Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση της διττής φύσης του
τουρισμού: προωθείται και ενθαρρύνεται επειδή φέρνει συνάλλαγμα,
οικονομική ανάπτυξη και ελπίδες, γίνεται όμως επικίνδυνος μόλις
ανατραπούν οι ισορροπίες. Οι επισκέπτες καταστρέφουν τις τοποθεσίες που
λατρεύουν (απογύμνωση του εδάφους γύρω από τα μενίρ του Καρνάκ, με
αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητά τους, διάβρωση των
μονοπατιών του Πυί ντε Ντομ [3], φθορές στο σπήλαιο του Λασκώ,
υπερβολικός αριθμός τουριστών που προκαλεί φθορές στο Μάτσου Πίτσου…)
και προκαλούν την αγανάκτηση των κατοίκων που τους περίμεναν.
Με τα χρόνια, στο Λιζιάνγκ ελήφθησαν ορισμένα μέτρα, στάθηκε όμως
αδύνατο η πόλη να αποδοθεί στους κατοίκους της. Ως προς αυτό το σημείο, η
UNESCO παραδέχθηκε την αποτυχία της. Η καρδιά της κοινότητας των Ναξί
έχει πλέον εγκαταλείψει το ιστορικό κέντρο της πόλης, από το οποίο
πέρυσι πέρασαν… 46 εκατομμύρια επισκέπτες! Η Εμμανουέλ Λοράν, υποψήφια
διδάκτωρ στην ανθρωπολογία του κινεζικού κόσμου στο Εθνικό Ινστιτούτο
Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών (INALCO), διηγείται την εμπειρία της: «Θυμάμαι
εκείνη την ημέρα όπου υπήρχαν τόσοι πολλοί τουρίστες στο ιστορικό
κέντρο της πόλης ώστε οι ντόπιοι ενημερώθηκαν από τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης ότι όφειλαν να το αποφύγουν» (4).
Ωστόσο, ο απολογισμός δεν είναι τελικά τόσο μελανός (5): στο Λιζιάνγκ
πραγματοποιήθηκαν και πολλές αναπαλαιώσεις κτιρίων. Πέρα από την υλική
πολιτιστική κληρονομιά, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η επιρροή του
τουρισμού στον λαό των Ναξί και στην κουλτούρα των ντόνγκμπα, της οποίας
ολόκληροι τομείς εντάχθηκαν στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής
κληρονομιάς την περίοδο 2006-2014. Οι ντόνγκμπα, οι Ναξί σαμάνοι που
είναι γνωστοί για την εικονοποιητική γραφή τους, γοητεύουν τους
επισκέπτες. Αν και η Κίνα δεν περίμενε αυτόν τον πακτωλό για να
κακομεταχειριστεί τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα, οι σημερινές
εξελίξεις μπορεί να έχουν απρόσμενα αποτελέσματα, από το καλύτερο ώς το
χειρότερο… Όπως εξηγεί η Εμμανουέλ Λοράν, «είναι δύσκολο να
κερδίζεις τα προς το ζην μονάχα με τη δραστηριότητα του ντόνγκμπα.
Ορισμένοι από αυτούς, η νέα γενιά συνήθως, βρίσκουν δουλειά στον τομέα
του τουρισμού, όπου εκμεταλλεύονται τις γνώσεις τους για να κερδίσουν
μερικά χρήματα. Ορισμένοι τους καταγγέλλουν, ισχυριζόμενοι ότι δεν είναι
“πραγματικοί ντόνγκμπα”. Ωστόσο, πολλοί άλλοι υιοθετούν μια λιγότερο
συντηρητική προσέγγιση σχετικά με τη μετάδοση των γνώσεών τους».
Παρόλες τις παρεκτροπές και ένα φολκλόρ που αγγίζει ορισμένες φορές τα
όρια της γελοιότητας, ο τουρισμός προκάλεσε μια αναγέννηση της
κουλτούρας των ντόνγκμπα: πολλαπλασιασμός των πολιτιστικών και
ερευνητικών κέντρων, αναβίωση ορισμένων τελετουργιών, αύξηση για πρώτη
φορά των νέων που επιθυμούν να γίνουν ντόνγκμπα. Μάλιστα, η κυβέρνηση
ενθαρρύνει τους Ναξί να ξαναστραφούν στην γλώσσα τους.
Αντιπροσωπείες από το Αλμπί και το Λιζιάνγκ ανταλλάσσουν τακτικά
επισκέψεις ώστε να ενθαρρυνθεί η ανταλλαγή εμπειριών. Η διαχείριση του
πολιτιστικού αγαθού πραγματοποιείται με πολύ διαφορετικό τρόπο στις δύο
χώρες: στη Γαλλία δίνεται προτεραιότητα στη διαβούλευση και στην
ευημερία των κατοίκων, ενώ μέχρι σήμερα στην Κίνα η γνώμη τους
λαμβάνεται ελάχιστα υπόψη. Οι Κινέζοι προσπαθούν να αντλήσουν έμπνευση
από οτιδήποτε λειτουργεί σωστά στη Γαλλία. Η Κορτές αφηγείται ότι «κάθε
φορά που φιλοξενήσαμε αντιπροσωπείες από το Λιζιάνγκ, ενδιαφέρθηκαν
ιδιαίτερα για τον τρόπο με τον οποίο διαχειριστήκαμε την πολιτιστική
κληρονομιά, την επιλογή των υλικών, των χρωμάτων και την έννοια της
αυθεντικότητας που συνδέεται με την τρόπο δουλειάς των τεχνιτών. Στην
Κίνα η αξία χρήσης έχει μεγαλύτερο βάρος. Τους εντυπωσίασαν επίσης
ιδιαίτερα το νομικό πλαίσιο και οι κανονισμοί μας. Η Γαλλία διαθέτει
μηχανισμούς που προστατεύουν όσο το δυνατόν καλύτερα την πολιτιστική
κληρονομιά, αλλά και το περιβάλλον. Για παράδειγμα, δίνουμε μεγάλη
σημασία στην προστασία της βιοποικιλότητας στις όχθες του ποταμού Ταρν
που διασχίζει την προστατευόμενη περιοχή. Αυτό τους κατέπληξε».
Πολλές άλλες περιοχές που απέσπασαν την τιμητική διάκριση της UNESCO
βρίσκονται επίσης αντιμέτωπες με τις επιπτώσεις του μαζικού τουρισμού.
Στο Ντουμπρόβνικ της Κροατίας, ένα σχέδιο για την ανέγερση ενός μεγάλου
συγκροτήματος κατοικιών, με την παράλληλη δημιουργία ενός γηπέδου γκολφ
στα βουνά που βρίσκονται απέναντι από την πόλη, εγκυμονεί τον κίνδυνο να
παραμορφωθεί ένα τμήμα της δαλματικής ακτής. Καθώς ο Δήμος βρέθηκε
αντιμέτωπος με την απειλή το κάστρο του Ντουμπρόβνικ να ενταχθεί στον
κατάλογο της απειλούμενης παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς,
αναγκάστηκε να περιορίσει των αριθμό των επισκεπτών του σε 8.000
ημερησίως, και στη συνέχεια σε 4.000 (6). Περιόρισε επίσης σημαντικά τον
αριθμό των επιβατών κρουαζιερόπλοιων που επισκέπτονται την πόλη,
διαπραγματευόμενος με την CLIA (Διεθνής Ένωση των Εταιρειών Κρουαζιέρας)
μια καλύτερη κατανομή των αφίξεων των κρουαζιερόπλοιων. Με τον ίδιο
τρόπο, η Βενετία έχει από το 2018 περιορίσει στα 20.000 άτομα τον
επιτρεπόμενο αριθμό επισκεπτών στην πλατεία του Αγίου Μάρκου κατά την
ημέρα έναρξης του καρναβαλιού. Επιπλέον, από το 2020 (με την ακριβή
ημερομηνία να μην έχει ακόμη οριστικοποιηθεί), οι τουρίστες θα πρέπει να
καταβάλλουν φόρο 3 έως 10 ευρώ. Ωστόσο, όπως εξηγεί η
Γκραβαρί-Μπαρμπάς, αυτός ο ποσοτικός περιορισμός δεν αποτελεί την
ιδανική λύση: «Η πολιτική των ποσοστώσεων είναι προβληματική επειδή
τείνει να μετατρέπει τις πόλεις σε μουσεία ή σε αστικά θεματικά πάρκα,
όπου η είσοδος υπόκειται σε ρυθμίσεις, σε ελέγχους ή είναι και επί
πληρωμή».
Σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις όπως η Βαρκελώνη, το Σαν Σεμπαστιάν ή το
Άμστερνταμ πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις ενάντια στις ορδές των
τουριστών που κατακλύζουν τους δρόμους τους, προκαλώντας θόρυβο ή
συμβάλλοντας, μέσω της αύξησης των τιμών, στην εκδίωξη των κατοίκων από
τις γειτονιές τους. Η ένταξη στον κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς της UNESCO μπορεί να προσφέρει μια απάντηση στις παρεκτροπές
του τουρισμού. Αρκεί να χρησιμοποιείται ως αφετηρία για την εκπόνηση
μιας αποτελεσματικής στρατηγικής για τη διατήρηση του πολιτιστικού
αγαθού. Σύμφωνα με την Κορτές, «το Αλμπί απέκτησε το πρώτο σχέδιο διαχείρισης όταν του επιβλήθηκε ως υποχρέωση από την UNESCO.
Έκτοτε όμως, αποτελούμε σημείο αναφοράς. Είμαστε υπερήφανοι που γίναμε
πηγή έμπνευσης για τοποθεσίες όπως η λεκάνη των ανθρακωρυχείων του
Νορ-Πα-ντε-Καλαί, του σπηλαίου Σωβέ και των βραχογραφιών του ή των
ηφαιστείων της λοφοσειράς του Πυΐ».
Εργαλεία για τη διαχείριση των τοποθεσιών
Από τη δεκαετία του 1980, το δίκτυο Σημαντικών Τοποθεσιών της Γαλλίας
(GSF) εργάζεται για την προσαρμογή των δυνατοτήτων υποδοχής των
επισκεπτών. Όπως εξηγεί η διευθύντριά του Σολίν Αρσαμπό, «διεξάγουμε
έρευνες προκειμένου να καθορίσουμε τον αριθμό επισκεπτών που μπορεί να
αντέξει κάθε τοποθεσία, να βρούμε μια ισορροπία μεταξύ επισκεψιμότητας
και διατήρησης του περιβάλλοντος, φροντίζοντας επίσης να μην νοιώθουν οι
κάτοικοι ότι είναι εξορισμένοι από τον τόπο τους, αλλά και να μην
μετατρέπεται ο τουρισμός σε αποκλειστική δραστηριότητα μιας περιοχής».
Η διαχείριση των ροών στις πύλες εισόδου ή η επέκταση της περιμέτρου
αναφοράς μειώνουν τον κορεσμό. Υπάρχουν πολλές λύσεις και προτάσεις,
προσαρμοσμένες σε κάθε περιοχή: δημιουργία παρατηρητηρίων
επισκεψιμότητας, μεταφορά των πάρκινγκ σε μεγαλύτερη απόσταση από την
τοποθεσία, μετακίνηση των επισκεπτών με συνεχή δρομολόγια λεωφορείων ή
με ηλεκτρικά ποδήλατα, κινητοποίηση του εμπορικού κόσμου για αύξηση της
ποιότητας των προτεινόμενων προϊόντων κ.λπ. Έτσι, στις λοφοσειρές του
Πυί-Φάιγ (7), την τελευταία γαλλική τοποθεσία που εντάχθηκε στον
κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς (2 Ιουλίου 2018),
δημιουργήθηκαν χώροι στάθμευσης ενσωματωμένοι με το περιβάλλον,
κατασκευάστηκε οδοντωτός σιδηρόδρομος, ενώ εγκαταστάθηκε και ένα σύστημα
σήμανσης με πληροφορίες και οδηγίες για την αποτροπή της υποβάθμισης
της τοποθεσίας, που προέκυψε μετά από διαβούλευση με την τοπική
κοινωνία.
Το δίκτυο GSF έχει επίσης δημιουργήσει, υπό την αιγίδα της UNESCO,
ένα γαλλόφωνο πρόγραμμα κατάρτισης που απευθύνεται σε διαχειριστές
τοποθεσιών ενταγμένων στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, από όλο τον
κόσμο. Επιτρέπει την ανταλλαγή εμπειριών με περισσότερες από 35 χώρες
στους τομείς της ολοκληρωμένης διαχείρισης των τοποθεσιών, καθώς επίσης
και την ευαισθητοποίηση των πολιτών, η οποία βρίσκεται στην καρδιά αυτής
της διαδικασίας. Προφανώς, η προστασία ορισμένων τοποθεσιών, όπως
οικισμών που περιβάλλονται από τείχη ή οχυρωματικά έργα, είναι
δυσκολότερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες. «Μερικές φορές, οι ομάδες
που ζουν από τον τουρισμό ασκούν έντονες πιέσεις για την υιοθέτηση
χαλαρής πολιτικής, βασισμένης στην αποφυγή επιβολής ρυθμιστικών
πλαισίων, φτάνοντας μέχρι του σημείου να καταφεύγουν στο τουριστικό
ντάμπινγκ», επιβεβαιώνει η Μαρία Γκραβαρί-Μπαρμπάς. «Όμως, η ένταξη στον κατάλογο της UNESCO
δίνει στις δημοτικές αρχές τη δυνατότητα να ασκήσουν πιέσεις σε τοπικό
επίπεδο, προβάλλοντας την απειλή της ένταξης της τοποθεσίας στον
κατάλογο της απειλούμενης παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς ή ακόμα
και της διαγραφής της από τον κατάλογο. Έτσι, το Λίβερπουλ εντάχθηκε
στον κατάλογο της απειλούμενης παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς,
κυρίως λόγω ορισμένων σχεδίων για την ανέγερση οικοδομικών συγκροτημάτων
που υπονόμευαν την ιδιαίτερη παγκόσμια αξία της πόλης. Το ίδιο συνέβη
και στην περίπτωση της Βιέννης, καθώς το σχέδιο για την κατασκευή μιας
πολυώροφης προσθήκης στο ξενοδοχείο InterContinental αλλοίωνε σε μεγάλο βαθμό την προοπτική που απεικονίζεται στον διάσημο πίνακα του Μπερνάρντο Μπελότο (1758-1761)».
Καθώς η Βαρκελώνη έκανε την επιλογή να στραφεί στον φθηνό μαζικό
τουρισμό, πληρώνει πλέον το τίμημα της επιτυχίας της. Η Κίνα
αντιμετωπίζει την τουριστική δραστηριότητα ως την ιδανική βιτρίνα για να
προβάλλει την ισχύ και την ικανότητά της για διαρκή καινοτομία. Αν και η
Γαλλία κατόρθωσε να αναδείξει την πολιτιστική κληρονομιά της, από το
1995 δεν διαθέτει πλέον αυτοτελές υπουργείο Τουρισμού και η οικονομική
διάσταση του τουρισμού σήμερα υπερισχύει όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν.
Αυτή η στενά οικονομικίστικη λογική δυσκολεύει το έργο όλων όσων
εργάζονται για την επίτευξη μιας αρμονικής και αειφόρου ισορροπίας
μεταξύ της οικονομικής, της οικολογικής και της ανθρώπινης διάστασης του
τουρισμού.
- (Σ.τ.Μ.) Η μεσαιωνική επισκοπική πόλη του Αλμπί αποτελεί ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο, χτισμένο με κόκκινα τούβλα, οικοδομημένο γύρω από έναν εντυπωσιακό καθεδρικό ναό και αποτελεί το ιστορικό κέντρο της πόλης του Αλμπί στη Νότια Γαλλία. Φανερώνει την πολιτική και οικονομική ισχύ που είχαν τον Μεσαίωνα οι επίσκοποι του Αλμπί, οι οποίοι ενισχύθηκαν σημαντικά από τη βασιλική και την παπική εξουσία για να καταστείλουν με αγριότητα την αίρεση των Καθαρών, της οποίας το επίκεντρο βρισκόταν στην περιοχή, αλλά και αργότερα τον προτεσταντισμό που κέρδιζε έδαφος στη Νότια Γαλλία.
- «Tourisme et identité en Chine du Sud. Le cas des Naxi de Liziang», στο Jean-Marie Furt και Franck Michel (επιμ.) «Tourismes et identités», L’Harmattan, συλλογή «Tourismes et sociétés», Παρίσι, 2006.
- (Σ.τ.Μ.) Το γνωστότερο ηφαίστειο από το σύμπλεγμα 80 ηφαιστείων που βρίσκεται στον ομώνυμο νομό της Ωβέρνης (κεντρική Γαλλία). Θεωρείται κορυφαία τοποθεσία για οικοτουρισμό και οι πεζοπόροι εκδρομείς κατακλύζουν τα μονοπάτια του.
- Βλ. Emmanuelle Laurent, «Autour de la préservation de la culture des Naxi de Liziang», 10 Νοεμβρίου 2015,
- Heather Peters, «Dancing in the market: Reconfiguring commerce and heritage in Liziang», στο Tami Blumenfield και Helaine Silvermann (επιμ.) «Cultural Heritage Politics in China», Springer, Νέα Υόρκη, 2013.
- «Report of the Unesco-Icomos reactive monitoring mission to old city of Dubrovnik», Croatia, Unesco-Conseil international des monuments et des sites, Νοέμβριος 2015,
- (Σ.τ.Μ.) Puy-Failles, στην περιοχή Limagne της Ωβέρνης. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό γεωλογικό σχηματισμό, ο οποίος συνδυάζει την κατανόηση των τεκτονικών φαινομένων με τοπία εξαιρετικού κάλλους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου