10 Φεβ 2020

Ανάμεσα στην Ντίσνεϊλαντ και τους αγιατολάδες

[από το αρχείο της “Le Monde diplomatique”, Σεπτέμβριος 2001]

Η μάχη ανάμεσα στην παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα και την τοπική κουλτούρα δεν θα γίνει. Αυτή είναι η πεποίθηση του Μισέλ Σερ, η οποία εκφράστηκε στις «Συνομιλίες του 21ου αιώνα» της Ουνέσκο, σε απάντηση στον Τζέρεμι Ρίφκιν. Βασίζοντας την ανάλυσή του στην ιστορία των τεχνολογιών και των σχέσεών τους με τις ανθρώπινες κοινωνίες, ο Γάλλος φιλόσοφος εκτιμά ότι ο πολιτιστικός χώρος τροφοδοτούνταν πάντοτε από σχέσεις προσέγγισης και από συγκρούσεις με τους άλλους. Η ανάπτυξη των δικτύων δεν αλλάζει τα δεδομένα.


Οι «νέες» τεχνολογίες είναι πιο παλαιές από όσο πιστεύουμε γενικά. Υπάρχουν δύο είδη τεχνολογιών τις οποίες αυτή η λέξη, που προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, δεν επιτρέπει να διακρίνουμε: οι τεχνικές -δηλαδή το σύνολο των εργαλείων- τις οποίες χρησιμοποιούμε στην ανθρώπινη κλίμακα, από τον καρυοθραύστη μέχρι την ατομική βόμβα, και οι τεχνικές με πληροφοριακό χαρακτήρα, για τις οποίες δεν υπάρχει γαλλική λέξη. Ομως, η αγγλική λέξη για την τεχνολογία (technology) καλύπτει αυτές τις δύο έννοιες, δίνοντάς μας την ψευδαίσθηση μιας γραμμικής εξέλιξης στη μετάβαση από τις «σκληρές» τεχνικές στις «ήπιες» τεχνολογίες που μας περιβάλλουν σήμερα. Δεν είναι όμως έτσι (1).
Οι ήπιες τεχνολογίες έχουν συνοδεύσει την ανθρώπινη ιστορία. Υπήρξαν μάλιστα καθοριστικές στις διαδικασίες εξανθρωπισμού: η εφεύρεση της γραφής, για παράδειγμα, είναι μια τεχνική που αφορά τις πληροφοριακές ενέργειες -ή «ήπιες ενέργειες»-, η εφεύρεση της τυπογραφίας αποτελεί ακόμη μια τέτοια τεχνική. Επομένως, δεν είναι περίεργο που οι ήπιες τεχνολογίες εκμεταλλεύονται το «ήπιο» ενώ οι σκληρές τεχνολογίες εκμεταλλεύτηκαν το «σκληρό». Όπως υπενθύμισε ο Τζέρεμι Ρίφκιν, στην παραδοσιακή οικονομία, οι τεχνολογίες που σχετίζονταν με τις σκληρές ενέργειες εκμεταλλεύονταν τις σκληρές ενέργειες.
Ομως, οι ήπιες τεχνολογίες υπήρχαν ήδη και είχαν ανακαλύψει «την εποχή της πρόσβασης». Ας μην ξεχνάμε ότι, στην πραγματικότητα, μολονότι έχουμε μάθει να γράφουμε τις γλώσσες που μας είναι οικείες, από τις χίλιες γλώσσες στον κόσμο πάνω από εννιακόσιες πενήντα δεν υπάρχουν ακόμη παρά μόνο μέσα από την προφορική μετάδοση. Οι λαοί που τις μιλούν δεν είχαν πρόσβαση στη γραφή. Επιπλέον, από την εφεύρεση της τυπογραφίας, η πρόσβαση στην ανάγνωση, τη γραφή και τις βιβλιοθήκες αφορούσε ήδη τις ήπιες ενέργειες. Αρα, δεν πρόκειται για μια γραμμική εξέλιξη της ιστορίας, η οποία θα κατευθυνόταν από τις σκληρές τεχνολογίες προς τις ήπιες τεχνολογίες. Υπάρχει μάλλον μια διπλή ιστορία: από τη μια πλευρά, η ιστορία των ήπιων ενεργειών και, από την άλλη, η ιστορία των σκληρών ενεργειών.
Οι ήπιες τεχνολογίες, οι οποίες εκμεταλλεύονται το ήπιο και, εκ των πραγμάτων, την κουλτούρα, είναι σε πλήρη άνοδο. Όμως, στην ευρωπαϊκή παράδοση, σκεφτόμαστε την εμπορευματοποίηση της κουλτούρας με βάση μια έννοια κανονικού δικαίου: το αμάρτημα της σιμωνίας. Αυτή η έννοια προέρχεται από το κείμενο των πράξεων των αποστόλων και σχετίζεται με τον Σίμωνα το Μάγο, ο οποίος πουλούσε αντικείμενα ή ιερές πράξεις. Έτσι, οι καλλιεργημένοι άνθρωποι συνήθιζαν να θεωρούν «σιμωνιακό» αυτόν που πουλούσε κουλτούρα. Για πολύ καιρό, αυτή η σιμωνιακή ιδεολογία μας προστάτευσε από την εμπορευματοποίηση των αγαθών της κουλτούρας. Ωστόσο, πρόσφατα διαπίστωσα με αναπάντεχο τρόπο ότι αυτό το αίσθημα προστασίας δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση, βλέποντας την εικόνα μου να χρησιμοποιείται παρά τη θέλησή μου για τις ανάγκες μιας τηλεοπτικής διαφήμισης. Ήταν μια ενέργεια αντίθετη με τις πεποιθήσεις μου, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε με ακρίβεια σιμωνιακή!
Στη σημερινή μεγάλη αλλαγή, πρέπει να επιμείνουμε στην ακριβή εκτίμηση αυτού που κερδίζουμε και αυτού που χάνουμε. Άραγε, κινδυνεύουμε να χάσουμε την κουλτούρα; Ας πάρουμε δύο παραδείγματα.
Από γενιά σε γενιά, η μνήμη μας εξασθενίζει γιατί, εγκαταλείποντας την προφορική παράδοση για τη γραπτή παράδοση, προσφεύγουμε ολοένα και πιο σπάνια σ’ αυτή τη γνωστική ικανότητα. Έτσι, αντίθετα μ’ αυτό που πιστεύουμε, η προφορική παράδοση θα ήταν πιο σταθερή από τη γραπτή παράδοση. Στην κουλτούρα μας, η μνήμη υποτίθεται ότι είναι υποκειμενική, μια «ιδιότητα της ψυχής» η οποία ανήκει σε κάθε άτομο. Κανένας δεν έχει αναγνωρίσει την έδρα της μνήμης στο ανθρώπινο σώμα. Η οπτική που προτείνω είναι διαφορετική: από τη στιγμή που εφευρέθηκε η γραφή, η μνήμη απελευθερώθηκε από ένα ορισμένο βάρος και η γραφή έγινε ένα αντικείμενο. Επιπλέον, πριν από την τυπογραφία, ένας καλλιεργημένος άνθρωπος που επιθυμούσε να γνωρίζει τον Όμηρο ή τον Πλούταρχο έπρεπε να αποστηθίσει τα κείμενά τους. Η τυπογραφία κατάργησε αυτή την αναγκαιότητα και κατά συνέπεια ανακούφισε τη μνήμη.
Αυτό αποτυπώνεται με σαφήνεια στην έκφραση του Μοντέν: «Καλύτερα ένα καλοφτιαγμένο παρά ένα καλογεμισμένο κεφάλι». Εφευρέθηκε η γραφή και χάσαμε τη μνήμη. Η μνήμη έχει γίνει συλλογική και αντικειμενική, ενώ πιστεύαμε ότι είναι υποκειμενική και γνωστική. Αυτή η διαδικασία είναι ένα σταθερό δεδομένο της διαδικασίας εξανθρωπισμού. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να φοβόμαστε μήπως χάσουμε, γιατί κερδίζουμε, καθώς απαλλασσόμαστε από την εξουθενωτική υποχρέωση να θυμόμαστε, και αυτό το καλοφτιαγμένο κεφάλι μπορεί να επιδοθεί σε νέες δραστηριότητες, περισσότερο εφευρετικές. Οι νέες τεχνολογίες θέτουν στη διάθεσή μας ολόκληρη τη μνήμη του κόσμου.
Ο ιστορικός Αντρέ Λερουά-Γκουράν περιέγραφε ως εξής τη διαδικασία εξανθρωπισμού: ο άνθρωπος, όταν στάθηκε στα πόδια του για να μετακινηθεί, απελευθέρωσε τα μπροστινά μέλη του από τη λειτουργία της μεταφοράς που ασκούσαν μέχρι τότε. Το χέρι μπόρεσε τότε να αναπτύξει την ικανότητα λήψης, και ο άνθρωπος έγινε ένας Homo faber. Καθώς το χέρι κατέκτησε αυτή την ικανότητα λήψης, το στόμα, το οποίο ασκούσε μέχρι τότε αυτή τη λειτουργία, την έχασε. Το στόμα μπόρεσε τότε να μιλήσει… Όμως, αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το κέρδος του λόγου με την απώλεια της λειτουργίας της μεταφοράς σ’ αυτή τη διαδικασία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κέρδος υπερβαίνει κατά πολύ την απώλεια. Άραγε, αυτό είναι που συμβαίνει πάλι;
Σ’ αυτή την εξέλιξη, είναι το ίδιο το ανθρώπινο υποκείμενο, στη γνωσιακή διάστασή του, που αλλάζει. Όμως, πάντοτε άλλαζε, στο μέτρο που οι ήπιες τεχνολογίες εξελίσσονταν. Αυτό ισχύει κυρίως στον τομέα των επιστημών. Ο καθένας διατηρεί ασφαλώς την ανάμνηση των εργαστηριακών μαθημάτων στο λύκειο: έπρεπε, με βάση το προτεινόμενο πείραμα, να επαληθεύσουμε μετρήσεις, οι οποίες στη συνέχεια μεταφέρονταν σ’ ένα διάγραμμα, επιτρέποντας έτσι να συμπεράνουμε ένα νόμο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ελάχιστα πειράματα και ελάχιστα δεδομένα επέτρεπαν να καταλήξουμε σε σπουδαία αποτελέσματα. Έτσι, με ελάχιστα δεδομένα και ελάχιστα πειράματα ο Νεύτωνας ανακάλυψε το νόμο της παγκόσμιας βαρύτητας.
Σήμερα, οι τεχνολογίες επαληθεύουν για μας τις παρατηρήσεις και τις μετρήσεις αυτών των παρατηρήσεων, αυτόματα και σε πραγματικό χρόνο, και στη συνέχεια καταγράφουν χωρίς περιορισμούς δυνατοτήτων αυτά τα δεδομένα. Σε σημείο που ένα πρόγραμμα συνίσταται στο να καλεί τους χρήστες υπολογιστών σ’ ολόκληρο τον κόσμο για να συνδέσει περίπου δύο εκατομμύρια μηχανήματα και να μπορέσει έτσι να επεξεργαστεί τα δεδομένα. Κατά συνέπεια, αλλάζουμε επίσης επιστημονικό υπόδειγμα: η σημερινή επιστήμη δεν έχει πλέον καμία σχέση με εκείνη η οποία υπήρχε μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες.
Αρχικά, η λέξη «καλλιέργεια» επινοήθηκε από τον Κικέρωνα, σύμφωνα με τον οποίο «η φιλοσοφία είναι η καλλιέργεια της ψυχής». Αυτός ο πρώτος ορισμός της κουλτούρας εγγράφεται κατά συνέπεια σε μια ανθρωπιστική οπτική, την οποία υιοθέτησαν οι φιλόσοφοι του 16ου αιώνα δημιουργώντας την παράδοση του «έντιμου ανθρώπου». Το δεύτερο νόημα της κουλτούρας είναι γερμανικό. Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Καντ, στη συνέχεια επαναλήφθηκε από τον Kulturkampf (2), και δηλώνει το σύνολο των διαδικασιών που έχουν κατακτηθεί σε μια ανθρώπινη κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο, η «κουλτούρα» του γουρουνιού των αγροτών της παιδικής μου ηλικίας αποτελούσε τμήμα της «γασκωνικής κουλτούρας». Ωστόσο, αυτό δεν είχε παρά ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά με τις χορεύτριες της όπερας, οι οποίες εγγράφονται περισσότερο στον πρώτο ορισμό της κουλτούρας. Για μένα, η κουλτούρα είναι αυτός ο δρόμος που εκτείνεται από το γουρούνι μέχρι την όπερα, και αντίστροφα. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με αυτό τον ορισμό, ένας άνθρωπος που διακρίνεται για τις καλλιτεχνικές προτιμήσεις του, αλλά δεν κατέχει τίποτα από κουλτούρα, με την ανθρωπολογική έννοια του όρου, δεν είναι καλλιεργημένος, όπως και ο ανθρωπολόγος που δεν καταλαβαίνει τίποτα από τέχνη.
Ενας τρίτος ορισμός, πιο πρόσφατος, είναι ο ορισμός της κουλτούρας ως «παγκοσμιοποιήσιμου» εμπορεύματος. Οι επιχειρήσεις αποκομίζουν ήδη κολοσσιαία κέρδη εμπορευόμενες πολιτιστικά αντικείμενα που αναφέρονται στην ανθρώπινη εμπειρία. Η ταινία Τιτανικός αναφέρεται στην παγκόσμια ναυτική εμπειρία. Η ταινία Κατακόρυφο Όριο (Vertical Limit) κάνει αναφορά στην παγκόσμια εμπειρία του βουνού την οποία ο καθένας μπορεί να βιώσει, μολονότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια δραματοποίηση, μιαν εμφανή απομίμηση της εμπειρίας που προβάλλεται…
Σήμερα, κάνουμε λόγο για μια μάχη ανάμεσα σ’ αυτή την παγκόσμια, παγκοσμιοποιημένη και εμπορική κουλτούρα και την τοπική κουλτούρα, με την ανθρωπολογική σημασία του όρου. Το να κλείσουμε τα σύνορα για να αντισταθούμε στην εισβολή της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας θα ήταν ο πιο παράδοξος τρόπος να θέσουμε το πρόβλημα: θα ήμασταν καταδικασμένοι, σ’ αυτή την οπτική των πραγμάτων, να πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην Ντίσνεϊλαντ και τους αγιατολάδες.

Ένα ταξίδι σημαδεμένο από εμπόδια
Αραγε, πώς αποκτούμε μια κουλτούρα; Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με την ανθρωπολογική έννοια, από τον τόπο γέννησής μας, τη γλώσσα των γονιών μας… έναν ορισμένο αριθμό από συμπεριφορές, έθιμα και συνήθειες που μας έχουν κληροδοτηθεί. Όμως, προφανώς, αυτό δεν αρκεί για να κάνει ένα άτομο καλλιεργημένο. Στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που η κουλτούρα απομονώνεται, ασφυκτιά και πεθαίνει. Είναι η επινόηση, από ένα δεδομένο σημείο και μετά, ενός δρόμου ο οποίος, βήμα προς βήμα, μας οδηγεί, από γειτονιά σε γειτονιά, σ’ ένα ταξίδι που μας κάνει να ανακαλύψουμε μια γειτονική κουλτούρα, στη συνέχεια μια άλλη που είναι λίγο λιγότερο γειτονική…
Αυτός ο δρόμος από τη μια κουλτούρα στην άλλη είναι σημαδεμένος από εμπόδια, και είναι δύσκολο να συναντήσουμε τον άλλο, ο οποίος, συχνά, δεν είναι αυτός που πιστεύουμε. Δεν αποδεικνύεται πάντοτε τόσο εύκολο όσο νομίζουμε να προσεγγίσουμε τη γλώσσα του, τις συνήθειές του και τις πεποιθήσεις του. Μπορούμε, ωστόσο, σ’ αυτή τη διαδρομή, να γοητευτούμε και να ανακαλύψουμε συνήθειες που μας είναι άγνωστες. Άραγε, υπάρχει κάτι πιο όμορφο από τη βραζιλιάνικη χειροτεχνία ή κάτι πιο συναρπαστικό, από ορισμένη άποψη, από την καλαισθησία της γιαπωνέζικης κουλτούρας; Η κουλτούρα δεν έχει σύνορα: είναι διάτρητη. Ποτέ η Γαλλία δεν υπήρξε τόσο γαλλική όσο το 17ο αιώνα, όταν ο Μολιέρος εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Ιταλούς, ή ο Κορνέιγ από τους Ισπανούς.
Η προαναγγελθείσα μάχη ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, δηλαδή ανάμεσα στην κουλτούρα που δηλώνει το σύνολο των διαδικασιών οι οποίες έχουν κατακτηθεί σε μια ανθρώπινη κοινωνία και την εμπορευματοποιημένη κουλτούρα, μαρτυρά μια βαθιά έλλειψη κατανόησης γι’ αυτό που είναι ο πολιτιστικός χώρος. Ο πολιτιστικός χώρος είναι σπυρωτός. Είναι περίπλοκος, διαφορετικός για τον καθένα και αποτελείται από περάσματα, εμπόδια, διαβάσεις, διόδους, αδιάβατα βουνά… Πρώτα απ’ όλα, ο καθένας χαράσσει εκεί τον αυθεντικό, μοναδικό δρόμο του, σχεδιάζει τον πρωτότυπο χάρτη του, ο οποίος εκφράζει την πολιτιστική μοναδικότητα του καθενός από μας. Αυτές οι κουλτούρες, συμπεριλαμβανομένου του Ίντερνετ, δεν διακινδυνεύουν τίποτα, γιατί είναι επίσης ένας σπυρωτός χώρος: δεν είναι ένας παγκόσμιος χώρος.
Πράγματι, μολονότι αυτά τα μέσα επικοινωνίας έχουν τη φήμη ότι είναι παγκόσμια και υποτίθεται πως μας επιτρέπουν να έρθουμε σε επαφή αμέσως με οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, η χρήση αυτών των μέσων που κάνουμε είναι εντυπωσιακά τοπική! Έτσι, αντίθετα με όσα πιστεύουμε, το κινητό τηλέφωνο έκανε στενότερες τις κοινοτικές σχέσεις της οικογένειας. Βέβαια, η χρήση τους αποκτά και μια παγκόσμια διάσταση. Όμως, αυτός ακριβώς ο συνδυασμός τοπικών και παγκόσμιων χρήσεων εργαλείων όπως το κινητό τηλέφωνο ή το διαδίκτυο είναι που καθιστά τη χρησιμοποίηση αυτών των εργαλείων ένα χώρο ο οποίος είναι τόσο τσαλακωμένος, σπαρμένος με εμπόδια και περάσματα όσο ο πολιτιστικός χώρος.
Ετσι, για μένα, η «πραγματική» κουλτούρα δεν βρίσκεται σε κίνδυνο. Ωστόσο, συμφωνώ σ’ ένα σημείο με τον Τζέρεμι Ρίφκιν: πράγματι, και αντίθετα μ’ αυτό που πίστευε ο Μαρξ, η κουλτούρα είναι η υποδομή. Η Ευρώπη του άνθρακα και του χάλυβα δεν αρκούσε για να οικοδομήσει την Ευρώπη, γιατί η οικονομία δεν είναι η υποδομή. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει, από το Μεσαίωνα, μια ευρωπαϊκή κουλτούρα. Αν εκείνη την εποχή είχε γίνει αποδεκτό ότι η κουλτούρα είναι η υποδομή, τότε θα αρκούσε να δημιουργηθεί το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, να ενθαρρυνθεί η ανταλλαγή νέων ανθρώπων και η οικοδόμηση μιας κοινής κουλτούρας μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Η Ευρώπη θα μιλούσε τέσσερις γλώσσες, όπως συμβαίνει στην Ελβετία, και η Ευρώπη θα είχε φτιαχτεί!
Ομως, αν προσπαθήσουμε να την ορίσουμε πραγματικά, η κουλτούρα δηλώνει για μένα δύο πράγματα. Από τη μια πλευρά, χαρακτηρίζεται από τη διαδικασία της αφομοίωσης (ή της πολιτιστικής επαγωγής) δηλαδή το «ταξίδι» που επιτρέπει, από γειτονιά σε γειτονιά, να συναντήσουμε τον άλλο. Από την άλλη πλευρά, η κουλτούρα βασίζεται σε μια μοναδική απόφαση του ατόμου, όταν αυτό αποφασίζει: όχι, δεν έχω αυτή την κουλτούρα. Ζούμε ένα σημαντικό μετασχηματισμό του γνωσιακού υποκειμένου, της αντικειμενικής επιστήμης και της συλλογικής κουλτούρας. Είναι αυτός ο μετασχηματισμός που με κάνει πραγματικά να λυπάμαι που δεν είμαι δεκαοχτώ χρόνων!
(1) Βλέπε Les Clés du XXIe siècle, Seuil/Ed. Unesco, Παρίσι, 2000.
(2) Ο «αγώνας για την κουλτούρα», ονομασία του αγώνα που διεξήχθη, (1870-1885), από τον Μπίσμαρκ ενάντια στην Καθολική Εκκλησία.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More