Στις 18 Οκτωβρίου, οι Βολιβιανοί καλούνται να εκλέξουν τον πρόεδρό τους. Η ψηφοφορία, η οποία έχει ήδη αναβληθεί δύο φορές από μια εξουσία σε δυσκολία, οργανώνεται από το καθεστώς που προήλθε από την ανατροπή του Έβο Μοράλες πριν από ένα χρόνο. Εκτοτε, τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης και ένα τμήμα της αριστεράς προσπάθησαν να αποσιωπήσουν τη φύση αυτής της συνταγματικού χαρακτήρα ρήξης. Μέχρι που οι «New York Times» δημοσίευσαν ένα άρθρο των περασμένο Ιούνιο…
Σε κανένα σημαντικό μέσο ενημέρωσης δεν αρέσει η ιδέα να παραδεχτεί το λάθος του. Έτσι, στις 7 Ιουνίου 2020, οι «New York Times» προκάλεσαν έκπληξη δημοσιεύοντας ένα άρθρο αυτοκριτικής, στο οποίο συνδυάζεται –εμμέσως- ο ρόλος του Τύπου με την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας στη Βολιβία τον Νοέμβριο του 2019…
Ας ξαναθυμηθούμε τα γεγονότα. Στις 20 Οκτωβρίου, το βράδυ των βολιβιανών προεδρικών εκλογών, με ενσωμάτωση του 83,8% των ψήφων στο εκλογικό αποτέλεσμα, οι πρώτες ανακοινώσεις δίνουν στον απερχόμενο πρόεδρο Έβο Μοράλες ποσοστό 45,7%, έναντι 37,8% του αντιπάλου του Κάρλος Μέσα. Δεδομένου ότι η διαφορά τους είναι μικρότερη του 10%, προδιαγράφεται δεύτερος γύρος (το βολιβιανό Σύνταγμα προβλέπει δύο γύρους, εκτός από τις περιπτώσεις όπου ένας υποψήφιος θα συγκεντρώσει περισσότερο από το 50% των ψήφων στον πρώτο γύρο ή άνω του 40%, αλλά με διαφορά δέκα τουλάχιστον ποσοστιαίων μονάδων από τον δεύτερο). Τέσσερις ημέρες αργότερα, η ανακοίνωση των επίσημων αποτελεσμάτων προκαλεί έκρηξη: ο Μοράλες αναδεικνύεται νικητής με 47,08% των ψήφων, έναντι 36,51% για τον Μέσα. Ο Οργανισμός των Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ), το μακρύ χέρι της Ουάσιγκτον στην περιοχή1, εκφράζει τις ανησυχίες του: υποστηρίζει ότι ορισμένες «παρατυπίες» αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση ενορχήστρωσε εκλογική νοθεία μεγάλης κλίμακας. Πολύ γρήγορα, διάφορες μελέτες καταρρίπτουν τις κατηγορίες του οργανισμού2. Η αύξηση του ποσοστού που σημείωσε ο Μοράλες, ανάμεσα στις πρώτες ανακοινώσεις και στο τελικό αποτέλεσμα, δεν είναι περίεργη: εξηγείται από την ενσωμάτωση των ψηφοδελτίων των μακρινών υψιπέδων του Αλτιπλάνο, μιας περιοχής η οποία σε μεγάλο βαθμό πρόσκειται στον απερχόμενο πρόεδρο. Ωστόσο, ο ΟΑΚ συνεχίζει τις κατηγορίες του, χωρίς όμως και να μπορεί να παρουσιάσει αποδείξεις. Σε έξαλλη κατάσταση, η αντιπολίτευση κατεβαίνει στο δρόμο. Ο διεθνής Τύπος καταγγέλλει μια απόπειρα νοθείας, η οποία όπως γνωρίζουμε σήμερα δεν επιχειρήθηκε ποτέ.
Ένας στρατός που «καθησυχάζει»
Στη συχνότητα του δημόσιου ραδιοφωνικού σταθμού France Inter, o δημοσιογράφος Αντονί Μπελανζέ ειρωνεύεται, πριν καν την ανακοίνωση των οριστικών αποτελεσμάτων: η επανεκλογή του «μαθητευόμενου καουντίγιο3» ανήκει στη σφαίρα του «θαύματος!» (23 Οκτωβρίου). Στις στήλες του «Charlie Hebdo», ο αρθρογράφος του Φαμπρίς Νικολινό διαβεβαιώνει χωρίς ίχνος αμφιβολίας: «Είναι βέβαιο ότι το κράτος της Βολιβίας επέλεξε να νοθεύσει τα αποτελέσματα» (30 Οκτωβρίου). Ακολουθώντας μια τέτοια συλλογιστική, η γαλλική σατιρική εβδομαδιαία εφημερίδα συντονίζεται με την «Washington Post», έντυπο που εκφράζει τον επιχειρηματικό κόσμο και απευθύνεται στην ελίτ της μεριτοκρατίας, η οποία υποστηρίζει ότι ο βολιβιανός πρόεδρος «αποφάσισε να νοθεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα (…) για να εξασφαλίσει μια νίκη από τον πρώτο γύρο» (11 Νοεμβρίου). Στις 9 Δεκεμβρίου, οι «New York Times» χαρακτηρίζουν κι αυτοί την εκλογική διαδικασία «νοθευμένη», ενώ προηγουμένως έχουν υπονοήσει ότι. «για να εξασφαλίσει τη νίκη του, ο Μοράλες κατέφυγε στο ψέμα, στην χειραγώγηση και στην πλαστογραφία» (5 Δεκεμβρίου). Από την πλευρά της, η «Le Monde» επιλέγει έναν συλλογισμό ο οποίος στηρίζεται σε δύο δεδομένα τα οποία δεν φαίνεται να χρήζουν αποδείξεων. Δεδομένο 1: ο Μοράλες επιδίδεται σε μια αυταρχική εκτροπή. Δεδομένο 2: οι αυταρχικοί ηγέτες στελεχώνουν με έμπιστά τους άτομα τις αρχές της χώρας τους που είναι επιφορτισμένες για την διεξαγωγή των εκλογών. Συμπέρασμα: ο Μοράλες ανακηρύχθηκε νικητής γιατί έκανε νοθεία. Στις στήλες της εφημερίδας, η φράση «Ο Μοράλες νικητής των προεδρικών εκλογών» μετατρέπεται σε «Ο Μοράλες αυτοανακηρύχθηκε νικητής» (14 Νοεμβρίου).
Η έκθεση του ΟΑΚ, την οποία κραδαίνει η αντιπολίτευση (και ιδιαίτερα η ακροδεξιά της Σάντα Κρουζ)4 και συμμερίζεται ο Τύπος, επιδεινώνει την αμφισβήτηση της εξουσίας από τους διαδηλωτές: ξεσπούν ταραχές, η αστυνομία στασιάζει. Λίγο αργότερα, πεπεισμένη ότι ο Μοράλες επιδόθηκε σε νοθεία μεγάλης έκτασης, η κυριότερη συνδικαλιστική συνομοσπονδία της χώρας, η COB, αδειάζει τον πρόεδρο και στη συνέχεια ο αρχηγός του στρατού, ο στρατηγός Ουίλιαμς Κάλιμαν, οργανώνει μια τηλεοπτική συνέντευξη τύπου κατά τη διάρκεια της οποίας αναγγέλλει τα εξής: «Ζητούμε από τον πρόεδρο να παραιτηθεί από την θέση του, γεγονός το οποίο θα μας επιτρέψει να αποκαταστήσουμε την ειρήνη και να διατηρήσουμε την σταθερότητα, για το καλό της Βολιβίας». Τότε, η Ζανίν Ανιές, μια δευτεροκλασάτη γερουσιαστής, αυτοανακηρύσσεται πρόεδρος, χωρίς απαρτία του Κοινοβουλίου. Μια φωτογραφία την απαθανατίζει τη στιγμή που φοράει την εσάρπα που αποτελεί έμβλημα του προεδρικού αξιώματος με την βοήθεια ενός υψηλόβαθμου αξιωματικού.
Προφανώς, στα μέσα ενημέρωσης, η χακί στολή του στρατηγού Κάλιμαν προκαλεί λιγότερο τρόμο από εκείνη του πρώην προέδρου της Βενεζουέλας Ούγο Τσάβες (199-2013). Έτσι, στη Γαλλία, ο Τύπος εξηγεί ότι ο Μοράλες «παραιτήθηκε» μετά από «τρεις εβδομάδες αμφισβήτησης» («Le Monde», 10 Νοεμβρίου), «κάτω από την πίεση του πεζοδρομίου» (ενημερωτική ιστοσελίδα Médiapart, 12 Νοεμβρίου) ή λόγω της «λαϊκής εξέγερσης» (ραδιόφωνο France Inter). Σύμφωνα με τον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό France Info, η ανατροπή του προέδρου έγινε δεκτή, «παντού στους δρόμους της Λα Παζ», με «σκηνές αγαλλίασης, τραγούδια, δάκρυα χαράς…». Η ομοιογένεια της μιντιακής αφήγησης στη Γαλλία δεν είναι ίσως άσχετη με το γεγονός ότι οι ανταποκριτές της Radio France International (RFI), του Médiapart, της «Le Figaro», του δημόσιου διεθνούς ενημερωτικού δικτύου France 24 και του δημόσιου ραδιοφώνου France Culture ενσαρκώνονται από το ένα και αυτό πρόσωπο: την Αλίς Καμπαινιόλ, η οποία γενικεύει τον ενθουσιασμό που επικρατεί στις πλούσιες συνοικίες, εμφανίζοντάς τον να ισχύει σε όλη τη διοικητική περιφέρεια της πρωτεύουσας.
Ενώ η Αμερική γνωρίζει την πρώτη γυναίκα δικτάτορα στην ιστορία της περιοχής, στον ραδιοσταθμό France Inter, στις 13 Νοεμβρίου, η Φαμπιέν Σεντ ρωτάει τους καλεσμένους της, την Κριστίν Ντελφούρ (καθηγήτρια εξειδικευμένη στον ισπανικό και λατινοαμερικάνικο πολιτισμό) και τον κοινωνιολόγο Υγκό Ζοζέ Σουαρέζ: «Είναι νόμιμη η Ζανίν Ανιές;» «Ναι, ναι, ναι!» απαντά ο Σουαρέζ. Και ο στρατός, «μήπως έχει ξεφύγει από τον ρόλο του;» «Διαπιστώνουμε ξεκάθαρα ότι πρόκειται για έναν συνταγματικό στρατό», τον υπερασπίζεται ο Σουαρέζ. Σύμφωνα με την Ντελφούρ, οι στρατιωτικοί αρκέστηκαν να κάνουν μια «πρόταση» στον πρόεδρο. Η ακαδημαϊκός θεωρεί «καθησυχαστικό και θετικό» το γεγονός ότι ο στρατός «ακολούθησε την αντιπολίτευση». Και συμπεραίνει: «Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για πραξικόπημα!».
Εφόσον «δεν πρόκειται για πραξικόπημα», αυτό σημαίνει ότι η πολιτική κρίση που διανύει η χώρα έχει άλλες αιτίες. Κι η Σεντ ρωτάει: «Πως εξηγείται ότι άλλαξε έτσι ο Μοράλες; Υπήρξε ένας εξαιρετικά δημοφιλής πρόεδρος. Η πολιτική του μακροζωία είναι αισθητά μεγαλύτερη των προκατόχων του. Και τώρα, αλλάζει, (…) κάνει νοθεία, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα (…) Γιατί;» Η Ντελφούρ αναλύει: «Άλλαξε εξαιτίας της υπεροψίας του, της αλαζονείας του, του αυταρχισμού του. Είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχό του. Και, καθώς η μόνη πολιτική διαχείριση που γνωρίζει είναι ο συσχετισμός δυνάμεων, ποντάρει στον συσχετισμό δυνάμεων.» Συμπέρασμα της Σεντ: «Συνεπώς, δεν ξέρει να διαβάζει την χώρα του». Ωστόσο, ο άνθρωπος που «δεν ξέρει να διαβάζει την χώρα του» αναδείχθηκε νικητής στις προεδρικές εκλογές ήδη από τον πρώτο γύρο.
Την επομένη του πραξικοπήματος, μια πλειάδα άρθρων αποδίδει επίσης την ευθύνη για την «κρίση» στον Μοράλες. Σύμφωνα με το κύριο άρθρο του «Observer» (αριστερή βρετανική εβδομαδιαία εφημερίδα), «ο πρώην πρόεδρος υπήρξε (…) θύμα της άρνησής του να παραχωρήσει τα ηνία της εξουσίας» και η «βασιλεία» του παρουσίαζε «σημάδια» «προσωπολατρίας που ήταν ελάχιστα ελκυστικά, θύμιζαν σχεδόν τον Φιντέλ Κάστρο» (17 Νοεμβρίου 2019). Παρόμοια ρητορική επικρατεί και στις στήλες των «New York Times»: «Αυτό που έριξε τον Μοράλες δεν ήταν η ιδεολογία του ή κάποια ανάμειξη ξένης χώρας όπως ισχυρίζεται, αλλά η αλαζονεία του, η οποία αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των λαϊκιστών: (…) η αξίωσή του να είναι ο έσχατος ερμηνευτής της βούλησης του λαού, και να του επιτρέπεται να τσακίζει οποιονδήποτε θεσμό σταθεί εμπόδιο στον δρόμο του.» (11 Νοεμβρίου 2019). Στην εκπομπή «28 minutes» του γαλλογερμανικού καναλιού Arte, ο ιστορικός και ραδιοφωνικός παραγωγός Ξαβιέ Μοντυΐ «θυμάται» τον Μαριάνο Μελγκαρέχο, έναν Ινδιάνο πρώην βολιβιανό πρόεδρο, μεγαλομανή και αλκοολικό, ο οποίος ανατράπηκε το 1871 αφού είχε υπερχρεώσει την χώρα και είχε συσσωρεύσει ήττες κατά τη διάρκεια συγκρούσεων για αμφισβητούμενα εδάφη (12 Νοεμβρίου 2019).
Ενώ ο Μοράλες ανακοινώνει από τον τόπο της εξορίας του ότι επιθυμεί να είναι υποψήφιος στις επόμενες προεδρικές εκλογές (εκείνη την εποχή είχαν προβλεφθεί για τις 3 Μαΐου και στη συνέχεια μετατέθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου και κατόπιν στις 18 Οκτωβρίου λόγω της πανδημίας του Covid-19), ένα κύριο άρθρο της «Le Monde» τον προειδοποιεί: «Αυτό θα ήταν ένα νέο λάθος. Εάν ο Μοράλες ενδιαφέρεται πραγματικά για τους συμπολίτες του, θα έπραττε πολύ καλύτερα εάν παρέμενε αποστασιοποιημένος από αυτή τη διαδικασία, για να καταστεί δυνατόν να σταματήσει η βία και να υπάρξει μια συνταγματική λύση» (14 Νοεμβρίου). Η σύσταση αποδεικνύεται περιττή: η νέα εξουσία στη Βολιβία ασκεί δίωξη στον Μοράλες για «τρομοκρατία και στασιασμό», κατηγορία που επισύρει ποινή φυλάκισης τριάντα ετών και τον εμποδίζει να είναι υποψήφιος στις εκλογές.
Παρ’ όλο που η «πτώση» του βολιβιανού προέδρου ενθουσιάζει τον Τύπο, σε ένα τμήμα της αριστεράς προκαλεί αμηχανία. Στα γραφεία της Οργάνωσης για την Φορολόγηση των Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών και την Δράση των Πολιτών (Attac) πετούν την μπάλα στην εξέδρα. Ο Μοράλες εκδιώχθηκε από την εξουσία; Το «αφιέρωμα5» που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο στις 20 Δεκεμβρίου 2019 επιλέγει να μην πάρει σαφή θέση: «Από την ημέρα των προεδρικών εκλογών, στις 20 Οκτωβρίου 2019, η Βολιβία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μείζονα πολιτική κρίση που κατέληξε στην παραίτηση του προέδρου Έβο Μοράλες, στις 10 Νοεμβρίου.» Ακολουθεί μια επιλογή διάφορων άρθρων: ορισμένα υπερασπίζονται την θέση του πραξικοπήματος, ενώ άλλα την απορρίπτουν, όπως για παράδειγμα η «Ανοιχτή επιστολή προς το κίνημα για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση σχετικά με την κατάσταση στην Βολιβία», η οποία είχε συνταχθεί από τον Πάμπλο Σολόν, πρώην πρέσβη της Βολιβίας στον ΟΗΕ, που γράφει: «ο πρόεδρος Έβο Μοράλες, δήλωσε ότι επιχειρείται ένα πραξικόπημα στην Βολιβία. Βρίσκομαι στην ιδιαίτερα δυσάρεστη θέση να σας πω ότι η δήλωση του Έβο Μοράλες, είναι απολύτως ψευδής6».
Στις 14 Δεκεμβρίου, η «συντακτική ομάδα» του Médiapart αναδημοσιεύει ένα άρθρο του γαλλόφωνου καναδικού ενημερωτικού ιστότοπου Devoir (Μόντρεαλ), στο οποίο επιχειρείται μια άσκηση ισορροπισμού. Παρατίθενται θέσεις, χωρίς όμως και να αναλύονται. Αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο να διαλέξει; Όχι ακριβώς, καθώς ο ιστότοπος παρουσιάζει επίσης μια ανάλυση που εξηγεί την κατάσταση, η οποία δημοσιεύτηκε στο μπλογκ του Αργεντινού διανοούμενου Πάμπλο Στεφανόνι7. Οι συγγραφείς της απορρίπτουν εξαρχής τις δύο αντικρουόμενες θέσεις: «Πραξικόπημα ενάντια σε μια δημοφιλή κυβέρνηση; Εξέγερση της κοινωνίας ενάντια σε μια κυβέρνηση που ενδίδει στον πειρασμό του αυταρχισμού; Η πτώση του Έβο Μοράλες (…) αξίζει κάτι καλύτερο από τα ιδεολογικά κλισέ που κυκλοφορούν» Απέναντι στις δύο υπερβολικά ξεκάθαρες θέσεις, οι συγγραφείς αντιπαραθέτουν «μια λογική πολύ πιο σύνθετη και εξαρτώμενη από τυχαίους παράγοντες, η οποία συνδέεται με την σωρευτική δυναμική των γεγονότων». Το κείμενο είναι εντυπωσιακά λεπτοδουλεμένο. Όμως, η προσπάθεια να αποδοθεί η «πολυπλοκότητα του κόσμου» παύει αμέσως μόλις ανακύψει το ζήτημα της έκθεσης του ΟΑΚ, η οποία δεν υποβάλλεται στην παραμικρή κριτική αξιολόγηση.
Την ίδια προσέγγιση ακολουθεί και ο Ζερεμί Σιφέρ στην (αριστερή και οικολογική) εβδομαδιαία πολιτική επιθεώρηση «Politis» στις 27 Νοεμβρίου 2017: αποφαίνεται ότι «έχει μικρή σημασία το γεγονός ότι οι αποδείξεις (περί νοθείας) είναι ελάχιστες». Για να κατανοήσει κανείς την κρίση, θα πρέπει να «ανατρέξει στο 2011 (…) όταν οι τοπικές κοινότητες και οι οικολογικές οργανώσεις κινητοποιήθηκαν ενάντια στο σχέδιο για την κατασκευή αυτοκινητοδρόμου μέσα σε μια προστατευόμενη περιοχή η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο των αυτοχθόνων Ινδιάνων». Με άλλα λόγια, τη στιγμή που ένας πολιτικός ηγέτης έχει μόλις εκδιωχτεί από την εξουσία από τον στρατό, επείγει να δοθεί μια απάντηση στο εξής ερώτημα: «Πριν από δέκα χρόνια, ο Μοράλες υπήρξε, άραγε, καλός πρόεδρος;» Μα περί αυτού ακριβώς δεν κλήθηκε να αποφανθεί ο βολιβιανός λαός ένα μήνα νωρίτερα;
Σε αυτήν την συγκυρία, στις 7 Ιουνίου 2020, οι «New York Times» αποκάλυψαν τα συμπεράσματα μιας νέας μελέτης η οποία δυναμιτίζει τα αποτελέσματα της έκθεσης του ΟΑΚ8. Οι ερευνητές εξέτασαν τους στατιστικούς υπολογισμούς στους οποίους προέβη ο οργανισμός και εντόπισαν αρκετά «προβλήματα» και «μεθοδολογικά λάθη». Ανακάλυψαν ότι ο ΟΑΚ «χρησιμοποίησε μια ακατάλληλη στατιστική μέθοδο η οποία δημιούργησε την ψευδή εντύπωση μιας ρήξης της τάσης ψήφου». Παρ’ όλο που οι ερευνητές προσπάθησαν, αρκετές φορές, να επικοινωνήσουν με τον οργανισμό για να τους δώσει τα δικά του στοιχεία, ο σύμβουλος που είχε προσλάβει ο ΟΑΚ, ο καθηγητής Ιρφάν Νουρουντίν αρνήθηκε να τους απαντήσει. Οι συγγραφείς της μελέτης δηλώνουν κατηγορηματικά ότι, από τη στιγμή που θα διορθωθούν τα λάθη, δεν υφίσταται πλέον «κανένα στατιστικό ίχνος νοθείας». Οι «New York Times» παραδέχονται ότι έκθεση του ΟΑΚ ήταν «λανθασμένη». Με άλλα λόγια, ότι η Βολιβία υπέστη μια ρήξη της συνταγματικής τάξης, υποβοηθούμενη από τον στρατό: επρόκειτο δηλαδή για πραξικόπημα.
Σεισμός; Όχι για την «Le Monde», οποία εκτιμάει απλά ότι το άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας «ξανανοίγει την συζήτηση για τις αποδείξεις ότι υπήρξε νοθεία» (12 Ιουνίου 2020). Στην δε «Libération», ανακαλύπτουν ότι οι στατιστικές φέρνουν πονοκέφαλο: όπως μας εξηγεί ο Φρανσουά-Ξαβιέ Γκομέζ, ο δημοσιογράφος που καλύπτει τα θέματα της Λατινικής Αμερικής στην εφημερίδα, «πέρασα μια ολόκληρη ημέρα ασχολούμενος με αυτήν την μελέτη. Κι ύστερα, είπα στον εαυτό μου: δεν μπορώ να αξιολογήσω την αξία αυτής της εργασίας, επειδή δεν διαθέτω τις ανάλογες γνώσεις μαθηματικών και στατιστικής». Ο Γκομέζ δεν είχε επιβάλλει στον εαυτό του να κρατήσει την ίδια συνετή στάση τον καιρό που συμμεριζόταν τα συμπεράσματα της έκθεσης του ΟΑΚ, την οποία σήμερα ομολογεί ότι «δεν είχε διαβάσει».
Όταν επικοινωνήσαμε με τους δημοσιογράφους της «Le Figaro», της «Le Monde» και της «Libération», πρόβαλαν όλοι τον ίδιο τύπο επιχειρηματολογίας. Σύμφωνα με τον Πατρίκ Μπελ της «Le Figaro», «δεν επρόκειτο για πραξικόπημα, επρόκειτο για ένα συνταγματικό κενό. Πραξικόπημα έχουμε όταν πηγαίνουν να συλλάβουν τον πρόεδρο μέσα στο προεδρικό μέγαρο, τον φυλακίζουν ή τον εκδιώκουν για να εγκαταστήσουν αμέσως κάποιον άλλο στη θέση του. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει ένα σχέδιο καταστρωμένο εκ των προτέρων». Κι ο Γκομέζ πλειοδοτεί: «Δεν υπήρξε κατάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς. Πρόκειται μάλλον για πολιτικό πραξικόπημα από μια μερίδα του πληθυσμού: το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι δεξιοί δεν τους στερεί το δικαίωμά τους να κινητοποιούνται.» Η Καμπαινιόλ («Le Figaro», RFI, Médiapart, France Info, κλπ) δικαιολογείται: «Δεν χρησιμοποίησα τον όρο “πραξικόπημα” γιατί είναι ιδιαίτερα ιδεολογικά φορτισμένος. Μονάχα όσοι είναι πολύ αριστεροί τον χρησιμοποιούν. Προσπάθησα να αποφύγω να εμπλακώ σε αυτήν τη μπερδεμένη ιδεολογική σύγκρουση.» Τέλος, όπως αναλύει η Αμάντα Σαπαρό («Le Monde») «η χρήση του όρου “πραξικόπημα” μπλοκάρει την σκέψη και τον προβληματισμό πάνω σε ένα σωρό ζητήματα». Από την άλλη πλευρά όμως, δεν μας επιτρέπει άραγε να ξεκαθαρίσουμε ποια είναι η φύση του καθεστώτος που έχει εγκαθιδρυθεί στην Λα Παζ από τον Νοέμβριο του 2019;
Στις 13 Νοεμβρίου 2019, στην France Info, η Σεντ έκλεινε την εκπομπή της που ήταν αφιερωμένη στη Βολιβία ως εξής: «Ευχαριστώ πολύ, θα έχουμε την ευκαιρία να επανέλθουμε διεξοδικά σε αυτό το ζήτημα.» Δέκα μήνες αργότερα, δεν ξαναασχολήθηκαν ποτέ με αυτό.
Διαβάστε επίσης
Στο δρόμο με την ελίτ της Σάντα Κρουζ
Εγώ, ο πρόεδρος της Βολιβίας, όμηρος στην Ευρώπη
- Βλέπε Guillaume Long, «Le ministère des colonies américaines», Le Monde diplomatique, Μάιος 2020.
- Βλέπε Guillaume Long, David Rosnick, Kavan Kharrazian και Kevin Cashman, «What happened in Bolivia’s 2019 vote count?», Center for Economic and Policy Research (CEPR), Ουάσιγκτον, 6 Νοεμβρίου 2019. Βλέπε επίσης Jake Johnston και David Rosnick, «Observing the observers: The OAS in 2019 Bolivian elections», CEPR, 10 Μαρτίου 2020.
- (Σ.τ.μ): Τίτλος που έφερε ο Φράνκο και χρησιμοποιείται σήμερα στην περίπτωση λατινοαμερικανών δικτατόρων και αυταρχικών ηγετών.
- Βλέπε Maëlle Mariette, «Στο δρόμο με την ελίτ της Σάντα Κρουζ», Le Monde diplomatique, Ιούλιος 2020.
- «La crise politique en Bolivie», Attac, 20 Δεκεμβρίου 2019.
- Pablo Solón, «Lettre ouverte au mouvement altermondialiste sur la situation en Bolivie», Attac, 24 Οκτωβρίου 2019.
- Pablo Stefanini και Fernando Molina, «Bolivie: comment Evo est tombé?», 14 Νοεμβρίου 2019.
- Anatoly Jurmanaev και Maria Silvia Trigo, «A bitter election. Accusations of fraud. And now second thoughts», «The New York Times», 7 Ιουνίου 2020.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου