28 Ιουλ 2020

Βιομηχανία “αριστείας” και διάλυση εργασιακών δικαιωμάτων

Νίκος Γιαννόπουλος
Η “μετάφραση” του νομοσχεδίου Κεραμέως για την ιδιωτική εκπαίδευση φέρνει στο φως τις πραγματικές επιδιώξεις για το αύριο της ελληνικής παιδείας. Μεταξύ αυτών και μία βιομηχανία αριστείας (με το αζημίωτο).
Θεωρητικά, το νέο νομοσχέδιο Κεραμέως, αυτή τη φορά για την ιδιωτική εκπαίδευση, που εισάγεται (κατά πάσα πιθανότητα) στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής την Τετάρτη και ψηφίζεται από την Ολομέλεια μέχρι τις 30 Ιουλίου ενδιαφέρει μόνο ένα κλειστό κύκλο ανθρώπων. Τους σχολάρχες, τους μαθητές στα ιδιωτικά σχολεία (7% του συνόλου των μαθητών της χώρα) και τις οικογένειές τους και τους εργαζόμενους σ’ αυτά.
Στην πράξη, όμως, το εν λόγω νομοσχέδιο μπορεί να επηρεάσει την παρούσα και την επόμενη γενιά σε μία σειρά από ζητήματα που αφορούν, πχ, το διορισμό στο δημόσιο. Είναι, κοντολογίς, ένα νομοθέτημα το οποίο “ακουμπά” σ’ όλη την ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα στα νέα γενιά και διακρίνεται, δυστυχώς, για την ανελέητη ταξικότητά του.
Εννοείται, όπως γίνεται συνήθως στα περισσότερα των νομοσχεδίων, οι περισσότερες από τις επίμαχες διατάξεις “σχηματίζονται” από φράσεις και λέξεις φαινομενικά αθώες, οι οποίες ωστόσο κρύβουν όλη την ουσία των προθέσεων. Και εδώ η πρόθεση, όπως γίνεται ολοφάνερο, είναι η πλήρης “απελευθέρωση” των ιδιωτικών σχολείων και η λειτουργία τους ως κοινές, εμπορικές επιχειρήσεις.
Η φάμπρικα του 20
Οι εργαζόμενοι στα ιδιωτικά σχολεία φοβούνται ότι οι όροι κάτω από τους οποίους θα εργάζονται θα επιδεινωθούν άρδην με το νέο νομοθέτημα. Θα έρθουμε σ’ αυτό παρακάτω. Προς το παρόν, θα τονίσουμε και θα αναλύσουμε το πως το εν λόγω νομοθέτημα επιχειρεί να στήσει μία βιομηχανία αριστείας (με το αζημίωτο) με κερδισμένες τις οικογένειες των εχόντων και χαμένες αυτές που δεν μπορούν να διαθέσουν έξτρα χρήματα για τη μόρφωση των παιδιών τους.
Με το νομοσχέδιο, λοιπόν, “απελευθερώνονται” και οι τίτλοι σπουδών από τα “δεσμά” του κρατικού ελέγχου. Κατά το κοινώς λεγόμενο, τα ιδιωτικά σχολεία δεν θα δίνουν πλέον λόγο στις κατά τόπου διευθύνσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και δεν θα υπάρχει καμία εποπτεία. Είναι, άρα, εφικτό οι σχολάρχες να μπορούν να “τσιμπούν” τις βαθμολογίες των μαθητών τους έχοντας σ’ αυτήν την περίπτωση ως υποχείριο τους καθηγητές οι οποίοι θα φοβούνται τις (ελεύθερες πια) απολύσεις.
Θα αναρωτηθείτε; Καλά, είναι τόσο σημαντικό να αυξηθούν τα 20άρια στα απολυτήρια του Λυκείου; Ποιος θα το κοιτάξει αυτό το στοιχείο; Η απάντηση είναι πολλοί. Εκτός από το γεγονός ότι πλέον ο βαθμός θα παίζει ρόλο στην κατάταξη στις πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι ο βαθμός “20” στο απολυτήριο του Λυκείου σημαίνει τουλάχιστον 1000 μόρια σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ.
Ελλοχεύει, άρα, ένας σημαντικός κίνδυνος: “Αριστούχοι” μαθητές από τα ιδιωτικά σχολεία, υποψήφιοι στους διαγωνισμούς του δημοσίου, να εκκινούν από καλύτερη θέση σε σχέση με τους μαθητές των δημόσιων σχολείων οι οποίοι θα βαθμολογούνται στη σχολική τους μονάδα σαφώς πιο αντικειμενικά και σκληρά (αφού οι γονείς τους δεν πληρώνουν). Το ίδιο θα ισχύει και για δουλειά ή θέση σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Δεν πρόκειται για υπερβολή αλλά για φαινόμενο που θα φέρει η “ευγενής άμιλλα” μεταξύ των εκπαιδευτικών μονάδων, την οποία ευαγγελίζεται το νομοθέτημα. Η “ευγενής άμιλλα” σαφώς θα αφορά και τους βαθμούς. Είναι σαν να βλέπουμε από τώρα τα σχετικά διαφημιστικά μηνύματα: “Προτιμήστε μας, αν θέλετε το παιδί σας να φτάσει στην αριστεία”.
Ακριβώς παρακάτω παραθέτουμε και ένα σχετικό απόσπασμα του άρθρου 4 του σχεδίου νόμου που τέθηκε σε διαβούλευση: “Κάθε ιδιωτικό σχολείο οφείλει να έχει έγγραφο Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος ρυθμίζει την εσωτερική οργάνωση του σχολείου, τους όρους και τη διαδικασία υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί και φοιτούν στο σχολείο οι μαθητές, τις υποχρεώσεις των μαθητών και των γονέων ή κηδεμόνων αυτών. Ο Κανονισμός κοινοποιείται από τον Διευθυντή του ιδιωτικού σχολείου στον οικείο Διευθυντή Εκπαίδευσης, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να τον αναπέμψει μόνον σε περίπτωση αντίθεσης συγκεκριμένου όρου του Κανονισμού προς ρητή διάταξη νόμου”.
Ενα ακόμα άρθρο όμως του σχεδίου νόμου που “προετοιμάζει” για τα χειρότερα της πλήρους απελευθέρωσης είναι το 5. Και αυτό φαινομενικά αθώο. Ορίζεται λοιπόν ρητά πως “ο ιδιοκτήτης και κάθε μέλος, εταίρος ή μέτοχος του ιδιοκτήτη, αν ο ιδιοκτήτης είναι νομικό πρόσωπο, μπορεί να παρίσταται σε οποιαδήποτε συνεδρίαση του συλλόγου των διδασκόντων, εφόσον είναι εκπαιδευτικός”.
Μετάφραση: Μέχρι σήμερα ο σχολάρχης μπορούσε να δίνει το παρών στις συνεδριάσεις του συλλόγου των διδασκόντων μόνον αν ήταν και ο ίδιος διδάσκων. Πλέον αυτός ο περιορισμός αίρεται. Είτε διδάσκει, είτε όχι, είτε είναι καθηγητής (ή δάσκαλος), είτε όχι, ο σχολάρχης θα μπορεί να δίνει το παρών στις συνεδριάσεις και να “κατευθύνει” το σύλλογο διδασκόντων ανάλογα. Μπορεί, προφανώς, να καταλαβεί ο καθένας σε τι είδους πιέσεις θα είναι πλέον “ανοιχτοί” οι δάσκαλοι και οι καθηγητές των ιδιωτικών σχολείων με τον ιδιοκτήτη συνεχώς μέσα στα πόδια τους, να αποφασίζει προφανώς και για πράγματα που δεν γνωρίζει “για το συμφέρον της επιχείρησης”.
Κάτεργο για τους εργαζόμενους
Ως προς τους όρους εργασίας των εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά σχολεία, το νομοσχέδιο είναι σωστή καρμανιόλα. Εφόσον αποτελέσει νόμο του κράτους (κάτι που είναι και το πιθανότερο), δάσκαλοι και καθηγητές θα λογίζονται πλέον ως κοινοί εργαζόμενοι σε μία κοινή εμπορική επιχείρηση και θα υπάγονται στις διατάξεις του ρυθμίζουν την εργασία από το αρμόδιο Υπουργείο (το Εργασίας δηλαδή) και όχι το Παιδείας όπως ίσχυε μέχρι τώρα.
Στο… περιβόητο άρθρο 3 (που συγκέντρωσε πλήθος σχολίων στη διαβούλευση, στη συντριπτική τους πλειοψηφία αρνητικά) ορίζεται ότι “κατά τη διάρκεια του διευρυμένου προγράμματος, οι ώρες απασχόλησης των εκπαιδευτικών της ιδιωτικής σχολικής μονάδας στις πρόσθετες εκπαιδευτικές υπηρεσίες της παρούσας, υπολογίζονται ως ώρες κανονικής εβδομαδιαίας διδασκαλίας”.
Προσοχή στον όρο “πρόσθετες εκπαιδευτικές υπηρεσίες”. Πλέον, ο κάθε σχολάρχης θα μπορεί να μετατρέπει το σχολείο του κατά τις απογευματινές ώρες σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών ή φροντιστήριο ενίσχυσης της απόδοσης στα μαθήματα του ημερήσιου προγράμματος. Οι καθηγητές όμως θα υποχρεούνται να απασχολούνται σ’ αυτά χωρίς αμοιβή υπερωριακής απαχόλησης. Ο νόμος είναι σαφής: “Υπολογίζονται ως ώρες κανονικής εβδομαδίαιας διδασκαλίας”.
Ορίζονται, επίσης, και τα ακόλουθα: “Οι πρόσθετες εκπαιδευτικές υπηρεσίες της παρούσας αποφασίζονται από τον ιδιοκτήτη της σχολικής μονάδας, μετά από εισήγηση του Διευθυντή της, πριν από την έναρξη του διδακτικού έτους, ισχύουν για όλη τη διάρκειά του, αφορούν όλους τους μαθητές της τάξης ή των τάξεων για τις οποίες υλοποιούνται και εντάσσονται στο διευρυμένο ωρολόγιο πρόγραμμα της σχολικής μονάδας, το οποίο γνωστοποιείται στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης”. Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι αυτές ακριβώς οι διατάξεις έχουν φέρει στο στρατόπεδο των πολέμιων του νομοσχεδίου τους ιδιοκτήτες φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης και των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών που από το πουθενά αποκτούν επιπλέον (και ιδιαίτερα δυνατούς) ανταγωνιστές.
Οσο για το καθεστώς που εδώ και πέρα θα διέπει τις σχέσεις των δασκάλων και των καθηγητών με τους εργοδότες τους τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: “Οι διδάσκοντες στα ιδιωτικά σχολεία εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται και απασχολούνται, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και υπάγονται στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για τους εκπαιδευτικούς των ιδιωτικών σχολείων και ιδίως του άρθρου 36 του παρόντος νόμου”.
Υπάγονται, λοιπόν, στις διατάξεις της “κοινής εργατικής νομοθεσίας” με ότι αυτό συνεπάγεται για το εργασιακό τους καθεστώς. Οσοι δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα, ξέρουν. Καταργείται, όπως τονίζει και η ΟΙΕΛΕ, στη σχετική της ανάλυση “πλήρως ΟΛΟ το προστατευτικό καθεστώς των συμβάσεων εργασίας των εκπαιδευτικών. Η σύμβαση εργασίας μετατρέπεται πλέον σε μια απλή σύμβαση του κοινού εργατικού δικαίου, στην οποία έχουν πλήρη εφαρμογή οι διατάξεις για την αναιτιώδη καταγγελία, τη μισή αποζημίωση σε περίπτωση προειδοποίησης απόλυσης (τακτική καταγγελία), τη μη καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης εντός του πρώτου 12μηνου της απασχόλησης, τη μη καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση μήνυσης (ακόμα και προσχηματικής) του εργοδότη κατά του εργαζόμενου”.
Οπως το τονίσαμε και παραπάνω. Τα ιδιωτικά σχολεία λογίζονται πλέον ως κοινές εμπορικές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι σ’ αυτά ως… κοινοί εργαζόμενοι που δεν έχουν ανάγκη οποιαδήποτε “έξτρα” προστασίας.
Στηρίζουν σχολάρχες και… ΚΕΦίΜ
Αν αναρωτιέστε ποιοι, τέλος πάντων, στηρίζουν αυτό το νομοθέτημα, εκτός από το Υπουργείο που το συνέταξε, απάντηση είναι απλή. Πρώτον, οι σχολάρχες. Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση το γιατί. Διότι το νομοσχέδιο προωθεί πάγια αιτήματά τους. Δεύτερον, το ΚΕΦιΜ. Για τους μη γνωρίζοντες πρόκειται για το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, μία σημαντική δεξαμενή σκέψης του ακραίου νεοφιλελευθρισμού στην Ελλάδα. Το Κέντρο πήρε, μάλιστα, μέρος και στη διαβούλευση του νομοσχεδίου (όπως έχει κάθε δικαίωματ φυσικά) καταθέτοντας 11 σχόλια, όλα υπέρ του νομοσχεδίου.
Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σ’ αυτά. Με κείμενο που “ανέβηκε” στην ιστοσελίδα του, το ΚΕΦιΜ κάνει γνωστές τις θέσεις του στο πανελλήνιο. Μάλιστα, αφού υπογραμμίζει ότι το νομοσχέδιο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, κάνει και παρατηρήσεις αφού σε σημεία θα το ήθελε ακόμα πιο “φιλελεύθερο”. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιό του για το άρθρο 3, που αναφέρεται στη διαμόρφωση του προγράμματος.
Συμπεραίνει, λοιπόν, το ΚΕΦιΜ ότι “είναι θετική η αναγνώριση μεγαλύτερης ελευθερίας στη διαμόρφωση του προγράμματος, ωστόσο υπάρχουν περιθώρια για ακόμα μεγαλύτερο βαθμό ευελιξίας”. Γιατί όχι άλλωστε, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, αφού φτάσαμε μέχρι εδώ. Σχετικά με το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών το ΚΕΦιΜ τονίζει: “Η ρυθμιστική προστασία των εκπαιδευτικών σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια πιστεύουμε ότι θα πρέπει να εξισωθεί με την αντίστοιχη των υπολοίπων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Επισημαίνουμε ότι η χώρα μας διατηρεί ένα από τα πιο ρυθμισμένα και ανελεύθερα καθεστώτα στην αγορά εργασίας, όπως καταδεικνύουν οι σχετικοί διεθνείς δείκτες: Για παράδειγμα, η Ελλάδα κατατάσσεται 34η ανάμεσα σε 41 χώρες του ΟΟΣΑ και τις ΕΕ, ως προς την ευελιξία στην αγορά εργασίας, έναντι της 16ης θέσης που καταλαμβάνει η Κύπρος. (Employment Flexibility Index 2020. EU and OECD Countries)”.
Το παράδειγμα της Κύπρου που επικαλείται το ΚΕΦιΜ δεν χρησιμοποείται τυχαία. Στην Κύπρο το καθεστώς λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων είναι πλήρως “απελευθερωμένο” όπως άλλωστε και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι δύο χώρες αποτελούν “φάρο” για τους απανταχού υπέρμαχους της πλήρους “απελευθέρωσης” στην εκπαίδευση. Αυτών δηλαδή, που όπως τόνισε αρμόδια πηγή στο News24/7, “ονειρεύονται παιδεία με κουπόνια”.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More