By Alexis Spire and Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση)
Η κινητοποίηση των «κίτρινων γιλέκων» ενάντια στους φόρους στα καύσιμα, οργανωμένη εκτός του πλαισίου των πολιτικών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων και με ιδιαίτερη επιτυχία στις περιαστικές ζώνες και στην ύπαιθρο, εντυπωσιάζει με τον αυθόρμητο χαρακτήρα της. Ανέδειξε με ξαφνικό τρόπο το αίσθημα της φορολογικής αδικίας που υπέβοσκε εδώ και πολλά χρόνια στους χαμηλόμισθους και στους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες. Σε μια χώρα όπου οι φόροι εξακολουθούν να αποτελούν τον μοχλό της αναδιανεμητικής πολιτικής, πώς είναι δυνατόν να εξηγηθεί το γεγονός ότι οι φόροι αμφισβητούνται περισσότερο από εκείνους ακριβώς που βρίσκονται στα χαμηλότερα σκαλιά της κοινωνικής πυραμίδας;
«Στοπ στους φόρους», «Μακρόν τσιφούτη», «Κατάντησε πολυτέλεια να πηγαίνουμε στη δουλειά», «Αριστερά, δεξιά = φόροι», «Σταματήστε τη ληστεία, η εξέγερση του πανίσχυρου λαού μπορεί να καταλήξει σε επανάσταση»… Η ποικιλία των συνθημάτων που ακούστηκαν μετά τις 17 του προηγούμενου Νοεμβρίου στις λαϊκές διαδηλώσεις, οι οποίες μπλόκαραν την κυκλοφορία στους μεγάλους οδικούς άξονες ως διαμαρτυρία ενάντια στην αύξηση της φορολογίας των καυσίμων, εκφράζει ταυτόχρονα ένα ρευστό, πολύμορφο κίνημα αλλά και μια οργή με στόχο ένα πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο: τους φόρους, το θεμέλιο του κοινωνικού κράτους.
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι λαϊκές τάξεις δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το φορολογικό ζήτημα. Η καθιέρωση της προοδευτικής κλίμακας στη φορολογία εισοδήματος μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσε κυρίως την έντονη αντίδραση των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών, που συγκρότησαν ενώσεις φορολογούμενων (1). Στη συνέχεια, με εξαίρεση την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου (1936-1938), το ζήτημα της φορολογικής αδικίας παρέμεινε περιθωριακό για το εργατικό κίνημα, ιδίως σε σχέση με τις μισθολογικές διεκδικήσεις και την προστασία των θέσεων εργασίας. Ακόμα και ο άδικος χαρακτήρας των έμμεσων φόρων επί της κατανάλωσης όπως ο ΦΠΑ –ο οποίος αποφέρει το ήμισυ των γαλλικών φορολογικών εσόδων όταν ο φόρος εισοδήματος αποφέρει μονάχα το ένα τέταρτο– σπάνια αποτέλεσε αφορμή για την κινητοποίηση συνδικάτων και κομμάτων της Αριστεράς.
Ωστόσο, εδώ και μερικά χρόνια, η αμφισβήτηση απέναντι στη φορολογία δυναμώνει. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε να επιβάλλεται ως κεντρικό επίδικο στους αγώνες ενάντια στη λιτότητα. Στην Πορτογαλία, τον Μάιο του 2010, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές διαμαρτύρονταν για την αύξηση των φόρων και τις δημοσιονομικές περικοπές. Δύο χρόνια αργότερα, εκατοντάδες χιλιάδες Ισπανοί κινητοποιούνταν ενάντια στη δημοσιονομική αυστηρότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις και την αύξηση του ΦΠΑ –που, ενδεικτικά, για τα σχολικά είδη πέρασε από το 4% στο 21%. Στην Ελλάδα, μισθωτοί του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα κατέβαιναν στον δρόμο για να διαμαρτυρηθούν για τις μειώσεις μισθών και τις αδικίες στη φορολόγηση. Μερικούς μήνες αργότερα, Γάλλοι εργάτες σε εργοστάσια τροφίμων, απειλούμενοι με απόλυση, συμμετείχαν στο κίνημα των «Κόκκινων Σκούφων» (2), δημιουργημένο από αγρότες και μικροεπιχειρηματίες που επιθυμούσαν την κατάργηση του οικολογικού φόρου στις οδικές μεταφορές.
Η ανατροπή των όρων του διαλόγου σχετικά με τη φορολογία πηγάζει κατ’ αρχάς από τις κρατικές πολιτικές. Με την επιδείνωση της μαζικής ανεργίας και την εντατικοποίηση του διεθνούς ανταγωνισμού, οι κυβερνήσεις σταδιακά παραιτήθηκαν από την παρέμβαση στην πρωτογενή κατανομή των εσόδων ανάμεσα στους μισθούς και τα επιχειρηματικά κέρδη. Μέσα σε διάστημα λίγων ετών, το κοινωνικό ζήτημα, προηγουμένως διατυπωμένο με όρους διαμοιρασμού των κερδών, έδωσε τη θέση του στο φορολογικό ζήτημα, διαμορφωμένο ως εργαλείο για την προσέλκυση ψηφοφόρων από τα λαϊκά στρώματα. Το 2007, το σύνθημα του Νικολά Σαρκοζί «Δουλεύουμε περισσότερο για να κερδίζουμε περισσότερα» και η πρότασή του για αφορολόγητες υπερωρίες γοήτευσαν πολλούς υπαλλήλους και εργάτες. Πέντε χρόνια αργότερα, η υπόσχεση για καθιέρωση κλίμακας φόρου 75% σε εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ ετησίως επέτρεψε στον Φρανσουά Ολάντ να προσδώσει ένα κάποιο λαϊκό χρώμα στο προεκλογικό πρόγραμμά του: το μέτρο σχεδιάστηκε με τέτοια προχειρότητα ώστε το Συνταγματικό Συμβούλιο δεν δυσκολεύτηκε διόλου να το ακυρώσει. Και ο Εμμανουέλ Μακρόν χρησιμοποίησε το 2017 την κατάργηση του φόρου κατοικίας προκειμένου να εξισορροπήσει την εικόνα του ως υποψηφίου των ελίτ, πριν τελικά εξαγγείλει ότι θα υλοποιηθεί σε βάθος τριετίας.
Η πολιτικοποίηση του φορολογικού ζητήματος στηρίζεται σε ένα μεγάλο παράδοξο: ολοένα περισσότερα άτομα από τις λαϊκές τάξεις γίνονται επικριτικά απέναντι στο ύψος της φορολογίας, έστω και αν εκείνα ωφελούνται περισσότερο από το σύστημα αναδιανομής που εξασφαλίζει η φορολογία. Ο τόπος κατοικίας οξύνει αυτή τη δυσπιστία. Όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τις μεγάλες πόλεις τόσο περισσότερο αυξάνεται η αίσθηση της αδικίας στη φορολόγηση: οι κάτοικοι της υπαίθρου και των περιαστικών ζωνών εμφανίζονται οι πλέον επικριτικοί απέναντι στο φορολογικό σύστημα, σε αντίθεση με τους Παριζιάνους.
Μετά από πολλά χρόνια πολιτικών προώθησης της ιδιοκατοίκησης (3), πολλά νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα χρεώθηκαν για να αγοράσουν την κατοικία τους, ενώ παράλληλα βρέθηκαν αντιμέτωπα με τακτικές αυξήσεις του φόρου ακίνητης περιουσίας, που επιβλήθηκαν για να αντισταθμιστεί η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης στην τοπική αυτοδιοίκηση. Σε ορισμένες περιφέρειες, η αίσθηση της αδικίας πυροδοτείται από την υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών και από τις δυσκολίες στις μετακινήσεις, που εντείνονται από την κατάργηση σιδηροδρομικών σταθμών (4). Όλα αυτά συμβαίνουν ενόσω οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, που μετακινούνται κατά κύριο λόγο με αυτοκίνητο και πλήττονται ριζικά από την αύξηση της τιμής των καυσίμων, βλέπουν να εξαφανίζονται όλοι οι θεσμοί, από το ταχυδρομείο και το σχολείο έως τον σιδηροδρομικό σταθμό, οι οποίοι στα μάτια τους συμβολίζουν το χειροπιαστό αποτέλεσμα του χρήματος που κοινωνικοποιείται μέσω των φόρων.
Ένα κράτος απόμακρο, στην υπηρεσία των ισχυρών
Η δυσπιστία απέναντι στην εφορία εγγράφεται σε μια ιδιαίτερη συγκυρία, σημαδεμένη από μια σειρά σκανδάλων. Το 2011, η Λιλιάν Μπετανκούρ, η πλουσιότερη γυναίκα της Γαλλίας, απέκρυψε από την εφορία περισσότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ και διέθεσε «μαύρα» μετρητά για να στηρίξει την προεκλογική εκστρατεία του Νικολά Σαρκοζί. Ακολούθησε η υπόθεση Ζερόμ Καϋζάκ: ο υπουργός Οικονομικών του Ολάντ, αρμόδιος για την πάταξη της φοροδιαφυγής, ομολόγησε το 2013 ότι ήταν δικαιούχος ενός μυστικού λογαριασμού στην Ελβετία ύψους 600.000 ευρώ –αφού προηγουμένως το είχε αρνηθεί ενώπιον της Βουλής. Παράλληλα, αρχίζει ένα πραγματικό σήριαλ στα μέσα ενημέρωσης: τα διάφορα επεισόδιά του –LuxLeaks, SwissLeaks, OffshoreLeaks, «Panama Papers» και «Paradise Papers»– φέρνουν στο φως τους μηχανισμούς φοροδιαφυγής των πολυεθνικών, των πολιτικών ηγετών και των διασημοτήτων από τον χώρο του θεάματος και του αθλητισμού. Η εξέλιξη αυτή κάνει την αρχή της ισότητας απέναντι στη φορολόγηση να μοιάζει με παραμύθι που υπάρχει μόνο στα νομικά εγχειρίδια, ενώ ο κόσμος χωρίζεται πλέον σε δύο κατηγορίες: από τη μία πλευρά στους απλούς φορολογούμενους, αναγκασμένους να δεχθούν να καταβάλουν ακόμα μεγαλύτερες προσπάθειες για την ανόρθωση των δημόσιων οικονομικών και, από την άλλη, στους ισχυρούς που μπορούν να απαλλαγούν από τις νόμιμες υποχρεώσεις τους χωρίς να ανησυχούν για ενδεχόμενες κυρώσεις (καμία μήνυση δεν κατατέθηκε εναντίον της Μπετενκούρ –πέθανε το 2017– και ο Καϋζάκ καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση, αλλά με αναστολή).
Η εμπειρία που αποκομίζουν οι λαϊκές τάξεις από την επαφή τους με τη δημόσια διοίκηση εντείνουν την αντίληψη περί «δύο μέτρων και δύο σταθμών». Οι φτωχότεροι φορολογούμενοι, που δεν κατέχουν την αφηρημένη γλώσσα των φορολογικών θεμάτων, στηρίζονται συχνά στη βοήθεια των δημόσιων υπαλλήλων για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους (5). Όμως, η μείωση του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων οδηγεί στην υποβάθμιση της εξυπηρέτησης. Από το 2005 ώς το 2017, οι διαδοχικές κυβερνήσεις κατήργησαν περισσότερες από 35.000 θέσεις στο σύνολο των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών, κυρίως εκείνες που αφορούσαν την εξυπηρέτηση των πολιτών. Στην ύπαιθρο, οι ώρες λειτουργίας περιορίστηκαν, ενώ στις αστικές περιοχές οι ουρές μεγάλωσαν, δημιουργώντας προβλήματα στους φορολογούμενους με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, οι οποίοι προτιμούν να συναλλάσσονται με υπάλληλο και αποφεύγουν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Ιδίως όταν πρόκειται να αιτηθούν μείωση φόρου λόγω οικονομικής δυσπραγίας, δηλαδή να αποδείξουν ότι αδυνατούν να καταβάλουν τον φόρο κατοικίας, τον φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας ή το τέλος υπέρ της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Με την αύξηση της ανεργίας και της εργασιακής επισφάλειας, ο αριθμός των αιτήσεων αυτού του είδους πέρασε από τις 695.000 το 2003 στο 1,4 εκατομμύριο το 2015. Ωστόσο, οι πιθανότητες να εξευμενιστεί ο έφορος ποικίλλουν ανάλογα με την κοινωνική τάξη: σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποιήσαμε το 2017 (6), από τους φορολογούμενους που διαφωνούσαν με μια απόφαση της δημόσιας διοίκησης, δικαιώθηκε το 69% των μελών των ανώτερων τάξεων, έναντι 51% των λαϊκών τάξεων.
Στις γραφειοκρατικές εντάσεις προστίθενται και οι επιπτώσεις της κρίσης. Για τους μισθωτούς και τους μικροεπαγγελματίες, των οποίων η αγοραστική δύναμη παραμένει στάσιμη ή υποχωρεί, οι φόροι και τα τέλη εκλαμβάνονται λιγότερο ως αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες δημόσιες υπηρεσίες και περισσότερο ως μια επιπλέον δαπάνη. Η αίσθηση αδικίας πολλαπλασιάζεται: στην αδυναμία τους να πληρώσουν τα απαιτούμενα ποσά προστίθεται η πεποίθηση ότι αυτά τα χρήματα χρησιμοποιούνται για να πλουτίζουν «οι από πάνω». Μετά την κρίση του 2008, η διάλυση του βιομηχανικού ιστού της χώρας και οι απώλειες θέσεων εργασίας αναδεικνύουν με σκληρό τρόπο πόσο ανίσχυροι είναι οι κυβερνώντες, οι οποίοι αδυνατούν να εμποδίσουν τη μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος. Το κράτος, που κάποτε θεωρούνταν μια εγγύηση προστασίας, εμφανίζεται πλέον ως μια απόμακρη εξουσία στην υπηρεσία των ισχυρών.
Επιπλέον, στις μικρές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό, ο φόρος συχνά φαντάζει ως άμεση απειλή για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Αυτή η αντίληψη, ενισχυμένη από το διαρκές σφυροκόπημα της δημοσιογραφικής ρητορικής περί (ασφαλιστικών) «επιβαρύνσεων που αυξάνουν το κόστος εργασίας» (7), ανοίγει τον δρόμο για προσέγγιση μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών, κυρίως όταν τίθεται θέμα αμφισβήτησης των παρακρατήσεων ή της ύπαρξης υπερβολικών ρυθμίσεων και κανονισμών.
Σε έναν κόσμο θρυμματισμένης εργασίας, όπου οι εργοδότες καταφεύγουν πολύ άνετα στην υπεργολαβία, η αμφισβήτηση της φορολόγησης μπορεί να εκφραστεί επίσης από τη φωνή των νεαρών εργαζομένων χωρίς πτυχίο, εργατών και υπαλλήλων, που έχουν πληγεί βαρύτατα από την ανεργία και την εργασιακή επισφάλεια. Για πολλούς, η εξατομίκευση της εργασίας συνοδεύτηκε από τη διάβρωση της συλλογικής αλληλεγγύης, ενθαρρύνοντας μια μορφή αποχώρησης από την κοινότητα των εργαζομένων: εξοβελισμένοι από τη μονιμότητα που απολαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, τρέφουν μια δυσαρέσκεια απέναντι στο κράτος και στους υπαλλήλους του, οι οποίοι απολαμβάνουν ένα καθεστώς προστασίας που οι ίδιοι δεν δικαιούνται.
Για τα άτομα που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, το καθεστώς του αυτοαπασχολούμενου αποτελεί μία από τις λύσεις. Όμως, αυτή η προοπτική κοινωνικής ανόδου συνδυάζεται πολύ συχνά με την υιοθέτηση μιας ρητορικής που καταγγέλλει τις «υπερβολικές επιβαρύνσεις». Σε αυτήν την περίπτωση, η εικόνα της μικρής επιχείρησης που στραγγαλίζεται από τις εισφορές και τη φορολογία συμπίπτει με εκείνη ενός κράτους απόμακρου και αδιάφορου απέναντι στις δυσκολίες των τοπικών κοινωνιών. Η ανάδειξη της εργασίας ως πηγής αξιοπρέπειας που αξίζει να ανταμειφθεί συμβαδίζει με τον στιγματισμό των δικαιούχων των κοινωνικών παροχών, χρηματοδοτούμενων από τους φόρους. Έτσι, η αποσταθεροποίηση ολόκληρων τμημάτων της χαμηλόμισθης εργασίας συνέβαλε στην ανάπτυξη στους κόλπους των λαϊκών τάξεων μιας ολοένα εντονότερης δυσπιστίας απέναντι στη φορολογία, στο όνομα της πάση θυσία διατήρησης των θέσεων εργασίας.
Αυτή η προδομένη εμπιστοσύνη των λαϊκών τάξεων απέναντι στις πηγές της χρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους αποσιωπήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον δημόσιο διάλογο για τη φορολογία. Στον βαθμό που χρησιμοποιούν το θέμα κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων, οι πολιτικοί ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο να εξασφαλίσουν την αποδοχή της φορολόγησης από τις ανώτερες και, ειδικά, τις μεσαίες τάξεις –μια κοινωνική ομάδα με την οποία ταυτίζεται η πλειονότητα των ψηφοφόρων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, παρατηρείται ένας πολλαπλασιασμός των στοχευμένων φοροαπαλλαγών και των ειδικών φορολογικών καθεστώτων που επιτρέπουν τη μείωση του φόρου εισοδήματος, τη στιγμή που ο ΦΠΑ παραμένει ίδιος για όλους τους καταναλωτές και οι φόροι στα καύσιμα αυξάνονται χωρίς να προβλέπεται η παραμικρή εξαίρεση (πέρα από τους επαγγελματίες του τομέα των μεταφορών). Δωρεές σε κόμματα και σε οργανώσεις ή σωματεία, απασχόληση προσωπικού κατ’ οίκον, επενδύσεις σε ακίνητα προς ενοικίαση, εργασίες για την ενεργειακή αναβάθμιση ακινήτων: υπάρχουν πάρα πολλοί μηχανισμοί φοροαπαλλαγής που επιτρέπουν σε υπόχρεους τη μείωση του οφειλόμενου ποσού, διανοίγοντας μάλιστα νόμιμες οδούς «φορολογικής βελτιστοποίησης» στους ευπορότερους.
Δώρο στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων
Τέτοιου είδους φορολογικές απαλλαγές και ελαφρύνσεις επηρεάζουν τον τρόπο με το οποίο γίνεται αντιληπτό το επίπεδο της φορολόγησης. Σύμφωνα με την έρευνά μας, οι φορολογούμενοι που τυγχάνουν τουλάχιστον μίας απαλλαγής ή ελάφρυνσης έχουν 1,4 λιγότερες πιθανότητες να θεωρούν ότι «η Γαλλία είναι μια χώρα όπου ο κόσμος πληρώνει υπερβολικά υψηλούς φόρους» σε σχέση με όσους δεν απολαμβάνουν καμία. Εξάλλου, το περασμένο φθινόπωρο, η δραματοποίηση με την οποία αντιμετώπισαν τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης το ζήτημα της καθιέρωσης της παρακράτησης του φόρου εισοδήματος στην πηγή έδειξε μια κυβέρνηση έτοιμη να κινητοποιηθεί προκειμένου να εγγυηθεί τους μηχανισμούς που ευνοούν τους πιο ευκατάστατους: ο πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ αποφάσισε τελικά ότι το 60% ορισμένων επιστροφών φόρου θα καταβάλλονταν ήδη από τον Ιανουάριο του 2019 και όχι έξι μήνες αργότερα, όπως προβλεπόταν αρχικά.
Παράλληλα, η κυβερνητική πλειοψηφία υιοθέτησε και άλλα μέτρα υπέρ των πλουσιότερων, όπως την επέκταση του «Συμφώνου Ντυτρέιγ» (8), που επιτρέπει στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να κληροδοτούν ή να μεταβιβάζουν με γονική παροχή το μερίδιό τους στην επιχείρηση με σημαντική –ή και πλήρη– απαλλαγή από τον αντίστοιχο φόρο. Καθώς αυτό το δώρο πέρασε εντελώς απαρατήρητο, δεν υπάρχει ακριβής αποτίμηση για το ύψος του. Όμως, από τη στιγμή που διευρύνεται ένα φορολογικό «παραθυράκι» που ήδη κόστιζε 500 εκατομμύρια ευρώ στον γαλλικό προϋπολογισμό, οι δικαιούχοι του μέτρου θα αποκομίσουν σημαντικά οφέλη.
Στο μεταξύ, δημοσιογράφοι και πολιτικοί έχουν στρέψει όλη τους την προσοχή στα «κίτρινα γιλέκα» και προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα εάν πρέπει να προστατεύσουμε το περιβάλλον ή να προκαλέσουμε οικονομική ασφυξία στους γιωταχήδες. Αν και είναι ακόμη πολύ νωρίς για να μετρήσουμε τη συνεισφορά αυτού του κινήματος σε ενδεχόμενες εξελίξεις, η σημαντικότερη αξία του συνίσταται στο γεγονός ότι έριξε φως στο αίσθημα φορολογικής αδικίας που υποβόσκει εδώ και πολλά χρόνια στους κόλπους των λαϊκών τάξεων.
Η κινητοποίηση των «κίτρινων γιλέκων» ενάντια στους φόρους στα καύσιμα, οργανωμένη εκτός του πλαισίου των πολιτικών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων και με ιδιαίτερη επιτυχία στις περιαστικές ζώνες και στην ύπαιθρο, εντυπωσιάζει με τον αυθόρμητο χαρακτήρα της. Ανέδειξε με ξαφνικό τρόπο το αίσθημα της φορολογικής αδικίας που υπέβοσκε εδώ και πολλά χρόνια στους χαμηλόμισθους και στους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες. Σε μια χώρα όπου οι φόροι εξακολουθούν να αποτελούν τον μοχλό της αναδιανεμητικής πολιτικής, πώς είναι δυνατόν να εξηγηθεί το γεγονός ότι οι φόροι αμφισβητούνται περισσότερο από εκείνους ακριβώς που βρίσκονται στα χαμηλότερα σκαλιά της κοινωνικής πυραμίδας;
«Στοπ στους φόρους», «Μακρόν τσιφούτη», «Κατάντησε πολυτέλεια να πηγαίνουμε στη δουλειά», «Αριστερά, δεξιά = φόροι», «Σταματήστε τη ληστεία, η εξέγερση του πανίσχυρου λαού μπορεί να καταλήξει σε επανάσταση»… Η ποικιλία των συνθημάτων που ακούστηκαν μετά τις 17 του προηγούμενου Νοεμβρίου στις λαϊκές διαδηλώσεις, οι οποίες μπλόκαραν την κυκλοφορία στους μεγάλους οδικούς άξονες ως διαμαρτυρία ενάντια στην αύξηση της φορολογίας των καυσίμων, εκφράζει ταυτόχρονα ένα ρευστό, πολύμορφο κίνημα αλλά και μια οργή με στόχο ένα πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο: τους φόρους, το θεμέλιο του κοινωνικού κράτους.
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι λαϊκές τάξεις δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το φορολογικό ζήτημα. Η καθιέρωση της προοδευτικής κλίμακας στη φορολογία εισοδήματος μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσε κυρίως την έντονη αντίδραση των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών, που συγκρότησαν ενώσεις φορολογούμενων (1). Στη συνέχεια, με εξαίρεση την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου (1936-1938), το ζήτημα της φορολογικής αδικίας παρέμεινε περιθωριακό για το εργατικό κίνημα, ιδίως σε σχέση με τις μισθολογικές διεκδικήσεις και την προστασία των θέσεων εργασίας. Ακόμα και ο άδικος χαρακτήρας των έμμεσων φόρων επί της κατανάλωσης όπως ο ΦΠΑ –ο οποίος αποφέρει το ήμισυ των γαλλικών φορολογικών εσόδων όταν ο φόρος εισοδήματος αποφέρει μονάχα το ένα τέταρτο– σπάνια αποτέλεσε αφορμή για την κινητοποίηση συνδικάτων και κομμάτων της Αριστεράς.
Ωστόσο, εδώ και μερικά χρόνια, η αμφισβήτηση απέναντι στη φορολογία δυναμώνει. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε να επιβάλλεται ως κεντρικό επίδικο στους αγώνες ενάντια στη λιτότητα. Στην Πορτογαλία, τον Μάιο του 2010, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές διαμαρτύρονταν για την αύξηση των φόρων και τις δημοσιονομικές περικοπές. Δύο χρόνια αργότερα, εκατοντάδες χιλιάδες Ισπανοί κινητοποιούνταν ενάντια στη δημοσιονομική αυστηρότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις και την αύξηση του ΦΠΑ –που, ενδεικτικά, για τα σχολικά είδη πέρασε από το 4% στο 21%. Στην Ελλάδα, μισθωτοί του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα κατέβαιναν στον δρόμο για να διαμαρτυρηθούν για τις μειώσεις μισθών και τις αδικίες στη φορολόγηση. Μερικούς μήνες αργότερα, Γάλλοι εργάτες σε εργοστάσια τροφίμων, απειλούμενοι με απόλυση, συμμετείχαν στο κίνημα των «Κόκκινων Σκούφων» (2), δημιουργημένο από αγρότες και μικροεπιχειρηματίες που επιθυμούσαν την κατάργηση του οικολογικού φόρου στις οδικές μεταφορές.
Η ανατροπή των όρων του διαλόγου σχετικά με τη φορολογία πηγάζει κατ’ αρχάς από τις κρατικές πολιτικές. Με την επιδείνωση της μαζικής ανεργίας και την εντατικοποίηση του διεθνούς ανταγωνισμού, οι κυβερνήσεις σταδιακά παραιτήθηκαν από την παρέμβαση στην πρωτογενή κατανομή των εσόδων ανάμεσα στους μισθούς και τα επιχειρηματικά κέρδη. Μέσα σε διάστημα λίγων ετών, το κοινωνικό ζήτημα, προηγουμένως διατυπωμένο με όρους διαμοιρασμού των κερδών, έδωσε τη θέση του στο φορολογικό ζήτημα, διαμορφωμένο ως εργαλείο για την προσέλκυση ψηφοφόρων από τα λαϊκά στρώματα. Το 2007, το σύνθημα του Νικολά Σαρκοζί «Δουλεύουμε περισσότερο για να κερδίζουμε περισσότερα» και η πρότασή του για αφορολόγητες υπερωρίες γοήτευσαν πολλούς υπαλλήλους και εργάτες. Πέντε χρόνια αργότερα, η υπόσχεση για καθιέρωση κλίμακας φόρου 75% σε εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ ετησίως επέτρεψε στον Φρανσουά Ολάντ να προσδώσει ένα κάποιο λαϊκό χρώμα στο προεκλογικό πρόγραμμά του: το μέτρο σχεδιάστηκε με τέτοια προχειρότητα ώστε το Συνταγματικό Συμβούλιο δεν δυσκολεύτηκε διόλου να το ακυρώσει. Και ο Εμμανουέλ Μακρόν χρησιμοποίησε το 2017 την κατάργηση του φόρου κατοικίας προκειμένου να εξισορροπήσει την εικόνα του ως υποψηφίου των ελίτ, πριν τελικά εξαγγείλει ότι θα υλοποιηθεί σε βάθος τριετίας.
Η πολιτικοποίηση του φορολογικού ζητήματος στηρίζεται σε ένα μεγάλο παράδοξο: ολοένα περισσότερα άτομα από τις λαϊκές τάξεις γίνονται επικριτικά απέναντι στο ύψος της φορολογίας, έστω και αν εκείνα ωφελούνται περισσότερο από το σύστημα αναδιανομής που εξασφαλίζει η φορολογία. Ο τόπος κατοικίας οξύνει αυτή τη δυσπιστία. Όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τις μεγάλες πόλεις τόσο περισσότερο αυξάνεται η αίσθηση της αδικίας στη φορολόγηση: οι κάτοικοι της υπαίθρου και των περιαστικών ζωνών εμφανίζονται οι πλέον επικριτικοί απέναντι στο φορολογικό σύστημα, σε αντίθεση με τους Παριζιάνους.
Μετά από πολλά χρόνια πολιτικών προώθησης της ιδιοκατοίκησης (3), πολλά νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα χρεώθηκαν για να αγοράσουν την κατοικία τους, ενώ παράλληλα βρέθηκαν αντιμέτωπα με τακτικές αυξήσεις του φόρου ακίνητης περιουσίας, που επιβλήθηκαν για να αντισταθμιστεί η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης στην τοπική αυτοδιοίκηση. Σε ορισμένες περιφέρειες, η αίσθηση της αδικίας πυροδοτείται από την υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών και από τις δυσκολίες στις μετακινήσεις, που εντείνονται από την κατάργηση σιδηροδρομικών σταθμών (4). Όλα αυτά συμβαίνουν ενόσω οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, που μετακινούνται κατά κύριο λόγο με αυτοκίνητο και πλήττονται ριζικά από την αύξηση της τιμής των καυσίμων, βλέπουν να εξαφανίζονται όλοι οι θεσμοί, από το ταχυδρομείο και το σχολείο έως τον σιδηροδρομικό σταθμό, οι οποίοι στα μάτια τους συμβολίζουν το χειροπιαστό αποτέλεσμα του χρήματος που κοινωνικοποιείται μέσω των φόρων.
Ένα κράτος απόμακρο, στην υπηρεσία των ισχυρών
Η δυσπιστία απέναντι στην εφορία εγγράφεται σε μια ιδιαίτερη συγκυρία, σημαδεμένη από μια σειρά σκανδάλων. Το 2011, η Λιλιάν Μπετανκούρ, η πλουσιότερη γυναίκα της Γαλλίας, απέκρυψε από την εφορία περισσότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ και διέθεσε «μαύρα» μετρητά για να στηρίξει την προεκλογική εκστρατεία του Νικολά Σαρκοζί. Ακολούθησε η υπόθεση Ζερόμ Καϋζάκ: ο υπουργός Οικονομικών του Ολάντ, αρμόδιος για την πάταξη της φοροδιαφυγής, ομολόγησε το 2013 ότι ήταν δικαιούχος ενός μυστικού λογαριασμού στην Ελβετία ύψους 600.000 ευρώ –αφού προηγουμένως το είχε αρνηθεί ενώπιον της Βουλής. Παράλληλα, αρχίζει ένα πραγματικό σήριαλ στα μέσα ενημέρωσης: τα διάφορα επεισόδιά του –LuxLeaks, SwissLeaks, OffshoreLeaks, «Panama Papers» και «Paradise Papers»– φέρνουν στο φως τους μηχανισμούς φοροδιαφυγής των πολυεθνικών, των πολιτικών ηγετών και των διασημοτήτων από τον χώρο του θεάματος και του αθλητισμού. Η εξέλιξη αυτή κάνει την αρχή της ισότητας απέναντι στη φορολόγηση να μοιάζει με παραμύθι που υπάρχει μόνο στα νομικά εγχειρίδια, ενώ ο κόσμος χωρίζεται πλέον σε δύο κατηγορίες: από τη μία πλευρά στους απλούς φορολογούμενους, αναγκασμένους να δεχθούν να καταβάλουν ακόμα μεγαλύτερες προσπάθειες για την ανόρθωση των δημόσιων οικονομικών και, από την άλλη, στους ισχυρούς που μπορούν να απαλλαγούν από τις νόμιμες υποχρεώσεις τους χωρίς να ανησυχούν για ενδεχόμενες κυρώσεις (καμία μήνυση δεν κατατέθηκε εναντίον της Μπετενκούρ –πέθανε το 2017– και ο Καϋζάκ καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση, αλλά με αναστολή).
Η εμπειρία που αποκομίζουν οι λαϊκές τάξεις από την επαφή τους με τη δημόσια διοίκηση εντείνουν την αντίληψη περί «δύο μέτρων και δύο σταθμών». Οι φτωχότεροι φορολογούμενοι, που δεν κατέχουν την αφηρημένη γλώσσα των φορολογικών θεμάτων, στηρίζονται συχνά στη βοήθεια των δημόσιων υπαλλήλων για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους (5). Όμως, η μείωση του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων οδηγεί στην υποβάθμιση της εξυπηρέτησης. Από το 2005 ώς το 2017, οι διαδοχικές κυβερνήσεις κατήργησαν περισσότερες από 35.000 θέσεις στο σύνολο των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών, κυρίως εκείνες που αφορούσαν την εξυπηρέτηση των πολιτών. Στην ύπαιθρο, οι ώρες λειτουργίας περιορίστηκαν, ενώ στις αστικές περιοχές οι ουρές μεγάλωσαν, δημιουργώντας προβλήματα στους φορολογούμενους με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, οι οποίοι προτιμούν να συναλλάσσονται με υπάλληλο και αποφεύγουν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Ιδίως όταν πρόκειται να αιτηθούν μείωση φόρου λόγω οικονομικής δυσπραγίας, δηλαδή να αποδείξουν ότι αδυνατούν να καταβάλουν τον φόρο κατοικίας, τον φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας ή το τέλος υπέρ της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Με την αύξηση της ανεργίας και της εργασιακής επισφάλειας, ο αριθμός των αιτήσεων αυτού του είδους πέρασε από τις 695.000 το 2003 στο 1,4 εκατομμύριο το 2015. Ωστόσο, οι πιθανότητες να εξευμενιστεί ο έφορος ποικίλλουν ανάλογα με την κοινωνική τάξη: σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποιήσαμε το 2017 (6), από τους φορολογούμενους που διαφωνούσαν με μια απόφαση της δημόσιας διοίκησης, δικαιώθηκε το 69% των μελών των ανώτερων τάξεων, έναντι 51% των λαϊκών τάξεων.
Στις γραφειοκρατικές εντάσεις προστίθενται και οι επιπτώσεις της κρίσης. Για τους μισθωτούς και τους μικροεπαγγελματίες, των οποίων η αγοραστική δύναμη παραμένει στάσιμη ή υποχωρεί, οι φόροι και τα τέλη εκλαμβάνονται λιγότερο ως αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες δημόσιες υπηρεσίες και περισσότερο ως μια επιπλέον δαπάνη. Η αίσθηση αδικίας πολλαπλασιάζεται: στην αδυναμία τους να πληρώσουν τα απαιτούμενα ποσά προστίθεται η πεποίθηση ότι αυτά τα χρήματα χρησιμοποιούνται για να πλουτίζουν «οι από πάνω». Μετά την κρίση του 2008, η διάλυση του βιομηχανικού ιστού της χώρας και οι απώλειες θέσεων εργασίας αναδεικνύουν με σκληρό τρόπο πόσο ανίσχυροι είναι οι κυβερνώντες, οι οποίοι αδυνατούν να εμποδίσουν τη μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος. Το κράτος, που κάποτε θεωρούνταν μια εγγύηση προστασίας, εμφανίζεται πλέον ως μια απόμακρη εξουσία στην υπηρεσία των ισχυρών.
Επιπλέον, στις μικρές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό, ο φόρος συχνά φαντάζει ως άμεση απειλή για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Αυτή η αντίληψη, ενισχυμένη από το διαρκές σφυροκόπημα της δημοσιογραφικής ρητορικής περί (ασφαλιστικών) «επιβαρύνσεων που αυξάνουν το κόστος εργασίας» (7), ανοίγει τον δρόμο για προσέγγιση μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών, κυρίως όταν τίθεται θέμα αμφισβήτησης των παρακρατήσεων ή της ύπαρξης υπερβολικών ρυθμίσεων και κανονισμών.
Σε έναν κόσμο θρυμματισμένης εργασίας, όπου οι εργοδότες καταφεύγουν πολύ άνετα στην υπεργολαβία, η αμφισβήτηση της φορολόγησης μπορεί να εκφραστεί επίσης από τη φωνή των νεαρών εργαζομένων χωρίς πτυχίο, εργατών και υπαλλήλων, που έχουν πληγεί βαρύτατα από την ανεργία και την εργασιακή επισφάλεια. Για πολλούς, η εξατομίκευση της εργασίας συνοδεύτηκε από τη διάβρωση της συλλογικής αλληλεγγύης, ενθαρρύνοντας μια μορφή αποχώρησης από την κοινότητα των εργαζομένων: εξοβελισμένοι από τη μονιμότητα που απολαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, τρέφουν μια δυσαρέσκεια απέναντι στο κράτος και στους υπαλλήλους του, οι οποίοι απολαμβάνουν ένα καθεστώς προστασίας που οι ίδιοι δεν δικαιούνται.
Για τα άτομα που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, το καθεστώς του αυτοαπασχολούμενου αποτελεί μία από τις λύσεις. Όμως, αυτή η προοπτική κοινωνικής ανόδου συνδυάζεται πολύ συχνά με την υιοθέτηση μιας ρητορικής που καταγγέλλει τις «υπερβολικές επιβαρύνσεις». Σε αυτήν την περίπτωση, η εικόνα της μικρής επιχείρησης που στραγγαλίζεται από τις εισφορές και τη φορολογία συμπίπτει με εκείνη ενός κράτους απόμακρου και αδιάφορου απέναντι στις δυσκολίες των τοπικών κοινωνιών. Η ανάδειξη της εργασίας ως πηγής αξιοπρέπειας που αξίζει να ανταμειφθεί συμβαδίζει με τον στιγματισμό των δικαιούχων των κοινωνικών παροχών, χρηματοδοτούμενων από τους φόρους. Έτσι, η αποσταθεροποίηση ολόκληρων τμημάτων της χαμηλόμισθης εργασίας συνέβαλε στην ανάπτυξη στους κόλπους των λαϊκών τάξεων μιας ολοένα εντονότερης δυσπιστίας απέναντι στη φορολογία, στο όνομα της πάση θυσία διατήρησης των θέσεων εργασίας.
Αυτή η προδομένη εμπιστοσύνη των λαϊκών τάξεων απέναντι στις πηγές της χρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους αποσιωπήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον δημόσιο διάλογο για τη φορολογία. Στον βαθμό που χρησιμοποιούν το θέμα κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων, οι πολιτικοί ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο να εξασφαλίσουν την αποδοχή της φορολόγησης από τις ανώτερες και, ειδικά, τις μεσαίες τάξεις –μια κοινωνική ομάδα με την οποία ταυτίζεται η πλειονότητα των ψηφοφόρων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, παρατηρείται ένας πολλαπλασιασμός των στοχευμένων φοροαπαλλαγών και των ειδικών φορολογικών καθεστώτων που επιτρέπουν τη μείωση του φόρου εισοδήματος, τη στιγμή που ο ΦΠΑ παραμένει ίδιος για όλους τους καταναλωτές και οι φόροι στα καύσιμα αυξάνονται χωρίς να προβλέπεται η παραμικρή εξαίρεση (πέρα από τους επαγγελματίες του τομέα των μεταφορών). Δωρεές σε κόμματα και σε οργανώσεις ή σωματεία, απασχόληση προσωπικού κατ’ οίκον, επενδύσεις σε ακίνητα προς ενοικίαση, εργασίες για την ενεργειακή αναβάθμιση ακινήτων: υπάρχουν πάρα πολλοί μηχανισμοί φοροαπαλλαγής που επιτρέπουν σε υπόχρεους τη μείωση του οφειλόμενου ποσού, διανοίγοντας μάλιστα νόμιμες οδούς «φορολογικής βελτιστοποίησης» στους ευπορότερους.
Δώρο στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων
Τέτοιου είδους φορολογικές απαλλαγές και ελαφρύνσεις επηρεάζουν τον τρόπο με το οποίο γίνεται αντιληπτό το επίπεδο της φορολόγησης. Σύμφωνα με την έρευνά μας, οι φορολογούμενοι που τυγχάνουν τουλάχιστον μίας απαλλαγής ή ελάφρυνσης έχουν 1,4 λιγότερες πιθανότητες να θεωρούν ότι «η Γαλλία είναι μια χώρα όπου ο κόσμος πληρώνει υπερβολικά υψηλούς φόρους» σε σχέση με όσους δεν απολαμβάνουν καμία. Εξάλλου, το περασμένο φθινόπωρο, η δραματοποίηση με την οποία αντιμετώπισαν τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης το ζήτημα της καθιέρωσης της παρακράτησης του φόρου εισοδήματος στην πηγή έδειξε μια κυβέρνηση έτοιμη να κινητοποιηθεί προκειμένου να εγγυηθεί τους μηχανισμούς που ευνοούν τους πιο ευκατάστατους: ο πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ αποφάσισε τελικά ότι το 60% ορισμένων επιστροφών φόρου θα καταβάλλονταν ήδη από τον Ιανουάριο του 2019 και όχι έξι μήνες αργότερα, όπως προβλεπόταν αρχικά.
Παράλληλα, η κυβερνητική πλειοψηφία υιοθέτησε και άλλα μέτρα υπέρ των πλουσιότερων, όπως την επέκταση του «Συμφώνου Ντυτρέιγ» (8), που επιτρέπει στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να κληροδοτούν ή να μεταβιβάζουν με γονική παροχή το μερίδιό τους στην επιχείρηση με σημαντική –ή και πλήρη– απαλλαγή από τον αντίστοιχο φόρο. Καθώς αυτό το δώρο πέρασε εντελώς απαρατήρητο, δεν υπάρχει ακριβής αποτίμηση για το ύψος του. Όμως, από τη στιγμή που διευρύνεται ένα φορολογικό «παραθυράκι» που ήδη κόστιζε 500 εκατομμύρια ευρώ στον γαλλικό προϋπολογισμό, οι δικαιούχοι του μέτρου θα αποκομίσουν σημαντικά οφέλη.
Στο μεταξύ, δημοσιογράφοι και πολιτικοί έχουν στρέψει όλη τους την προσοχή στα «κίτρινα γιλέκα» και προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα εάν πρέπει να προστατεύσουμε το περιβάλλον ή να προκαλέσουμε οικονομική ασφυξία στους γιωταχήδες. Αν και είναι ακόμη πολύ νωρίς για να μετρήσουμε τη συνεισφορά αυτού του κινήματος σε ενδεχόμενες εξελίξεις, η σημαντικότερη αξία του συνίσταται στο γεγονός ότι έριξε φως στο αίσθημα φορολογικής αδικίας που υποβόσκει εδώ και πολλά χρόνια στους κόλπους των λαϊκών τάξεων.
- Nicolas Delalande, «Les batailles de l’impôt. Consentement et résistances de 1789 à nos jours», Seuil, συλλ. «L’Univers historique», Παρίσι, 2011.
- (Σ.τ.Μ.) Κίνημα που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 2013 στη Βρετάνη ως αντίδραση στην επιβολή οικολογικού φόρου στα φορτηγά οχήματα. Η οικονομία της Βρετάνης στηρίζεται στην υπερεντατική γεωργία και κτηνοτροφία και στη βιομηχανία τροφίμων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, αυτός ο φόρος θα καθιστούσε ακόμα λιγότερο ανταγωνιστικές τις επιχειρήσεις του τομέα και τους Γάλλους αγρότες, που αντιμετωπίζουν ήδη σκληρό ανταγωνισμό από τα προϊόντα των ευρωπαϊκών χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ και της Γερμανίας, καθώς έχουν εξασφαλίσει χαμηλότερο εργατικό κόστος. Το έμβλημα της κινητοποίησης, οι κόκκινοι σκούφοι, παραπέμπει στους επαναστάτες του 1789. Αντίθετα από την περίπτωση των Κίτρινων Γιλέκων, το κίνημα είχε δομή, αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και τοπικές επιτροπές, ενώ προέβη και στη σύνταξη της «Χάρτας των Κόκκινων Γιλέκων». Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κινήματος έπαιξαν και οι τοπικές ιδιαιτερότητες και ο βρετονικός εθνικισμός. Επίσης, το κίνημα διαχώρισε απόλυτα τη θέση του από το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν. Σύμφωνα με μια ηγετική μορφή του, τον Κριστιάν Τροαντέκ, «το Εθνικό Μέτωπο είναι ένα δηλητήριο για τη Βρετάνη, ενώ το να είσαι Κόκκινος Σκούφος είναι το αντίδοτο». Οι διαδηλώσεις και οι αποκλεισμοί δρόμων και κόμβων κράτησαν μέχρι τον Μάρτιο του 2014, ενώ σημειώθηκαν και πολλές καταστροφές πυλώνων αυτόματης είσπραξης του οικολογικού φόρου. Η κυβέρνηση Ολάντ κλονίστηκε και απέσυρε τον φόρο. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι, εκείνη την εποχή, ο Μελανσόν χαρακτήρισε τους Κόκκινους Σκούφους «αφελείς βλάκες» και «σκλάβους που διαδηλώνουν για τα δικαιώματα των αφεντικών τους». Ιδιαίτερα επικριτική στάση είχαν κρατήσει και οι Πράσινοι της EELV και ο Ζοζέ Μποβέ, καθώς θεωρούσαν ότι το κίνημα χειραγωγείται από τους μεγαλοαγρότες και τη βιομηχανία τροφίμων.
- (Σ.τ.Μ.) Στη Γαλλία, η ιδιοκατοίκηση ήταν ιστορικά περιορισμένη και συναντιόταν συνήθως στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις και στις αγροτικές περιοχές. Στις πόλεις, τα άτομα με τα χαμηλότερα εισοδήματα στεγάζονταν στα HLM, κρατικά ή δημοτικά συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας με ενοίκιο που διαμορφώνεται με κοινωνικά κριτήρια. Δεδομένου ότι την τελευταία τριακονταετία έχουν μειωθεί κατακόρυφα οι δημόσιες επενδύσεις στην κοινωνική κατοικία, έχει προκύψει οξύ στεγαστικό πρόβλημα στις μεγάλες πόλεις, με εκτίναξη των ενοικίων (αλλά και της αξίας των ακινήτων). Έτσι, οι κυβερνήσεις στρέφουν τον κόσμο προς την ιδιοκατοίκηση μέσω δανεισμού. Ωστόσο, αυτό έχει επιπτώσεις στην κινητικότητα των εργαζόμενων: ενώ παλαιότερα ο εργαζόμενος μπορούσε να αλλάξει σχετικά εύκολα περιοχή εργασίας καθώς είχε τη δυνατότητα να βρει στέγη σε ένα HLM κοντά στη δουλειά του, σήμερα πολύ συχνά βρίσκεται μπλοκαρισμένος στο σπίτι που έχει αγοράσει και αποπληρώνει και είναι αναγκασμένος να διανύει καθημερινά μεγάλες αποστάσεις όταν, λόγω της κορεσμένης αγοράς εργασίας, είναι αναγκασμένος να δεχθεί μια θέση εργασίας σε μακρινή περιοχή.
- Βλ. Jean-Michel Dumay, «La France abandonne ses villes moyennes», «Le Monde diplomatique», Μάιος 2018.
- Yasmine Siblot, «Faire valoir ses droits au quotidien. Les services publics dans les quartiers populaires», Presses de Sciences Po, συλλ. «Sociétés en mouvement», Παρίσι, 2006.
- (Σ.τ.Μ.) Η έρευνα που διενήργησε ο συγγραφέας για το βιβλίο του «Αντιστάσεις στη φορολόγηση, προσήλωση στο κράτος: Έρευνα στους Γάλλους φορολογούμενους» (Seuil, Παρίσι, 2018) στηρίχθηκε αφενός στο ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 2.700 ατόμων και, αφετέρου, στην ποιοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε προσεγγίζοντας φορολογούμενους στις θυρίδες εξυπηρέτησης δημόσιων υπηρεσιών.
- (Σ.τ.Μ.) Στη γαλλική γλώσσα, στην καθομιλουμένη και στην δημοσιογραφική ορολογία, αντί για τον όρο «ασφαλιστικές εισφορές» τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει ο όρος «επιβαρύνσεις» (charges), συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός υποσυνείδητου αρνητικού κλίματος απέναντι στην κοινωνική ασφάλιση.
- Το Σύμφωνο καθιερώθηκε με τον νόμο Ντυτρέιγ (οφείλει το όνομά του στον Renaud Dutreil, Υφυπουργό Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων εκείνη την εποχή) ή «Νόμο περί οικονομικής πρωτοβουλίας» της 1ης Αυγούστου 2003.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου