Πόπη Τεμεκενίδου, Ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτρια
Πολλά έχουν γραφτεί για το ότι τα παιδιά είναι η συνέχεια των γονέων. Κουβαλούν τα κατάλοιπα αυτών και τις περισσότερες φορές πασχίζουν να καλύψουν τις συνειδητές και κυρίως ασυνείδητες ανάγκες και επιθυμίες των γονέων. Το ασυνείδητο από μόνο του σαν λέξη, προσδίδει κάτι το μυστήριο, το μη εμφανές, το κρυμμένο. Το ασυνείδητο είναι κάτι που μας ελκύει αλλά μας τρομάζει ταυτόχρονα. Είναι όλα εκείνα τα ένστικτα, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, και οι συμπεριφορές που είναι ακατανόητες και δεν μπορεί το παιδί, το άτομο, να επεξεργαστεί γνωστικά αλλά και συναισθηματικά.
Κάθε μαθητής όταν ξεκινάει την πορεία του στην σχολική μονάδα, είναι μια «μάζα» συνειδητών και ασυνείδητων ψυχικών δυνάμεων. Αυτές οι ψυχικές δυνάμεις απαρτίζονται από το φύλο του μαθητή, το όνομά του, την εθνικότητα του, την θρησκεία του, την εκπαίδευση του. Μπαίνοντας σε μια τάξη, συναντάει όλους τους υπόλοιπους συμμαθητές με παρόμοια ή διαφορετικά χαρακτηριστικά και τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος σαν μια αυτόνομη οντότητα είναι αυτός που αποτελεί τον ηγέτη της ομάδας. Είναι ο πατέρας ή η μητέρα όπου τα παιδιά θα πρέπει να ακούνε, να λαμβάνουν τιμωρίες, να αποτελούν αντικείμενο γνήσιας φροντίδας και να μπορούν να εμπιστευτούν. Όταν μια ομάδα αρχίζει και διαμορφώνεται, στην προσπάθειά της να βρει κοινά χαρακτηριστικά και στόχους, αρχίζει να βρίσκει σημεία ταύτισης. Αυτά τα σημεία, είναι εκείνες οι στιγμές όπου παιδιά και δάσκαλος φαίνεται να ενεργοποιούν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα οδηγήσουν στο δέσιμο της ομάδας, θα μείνουν στις ομοιότητες και όχι στις διαφορές και θα επικοινωνήσουν εντός κανόνων.
Καθώς η ομάδα εξελίσσεται και ξεκινάει η συναισθηματική της διεργασία, τότε οι ταυτίσεις αρχίζουν να υποχωρούν και την θέση τους λαμβάνουν οι πρωταρχικές ανάγκες των παιδιών αλλά και οι ψυχικές δυνάμεις του δασκάλου. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο καθώς ένας δάσκαλος που δεν μπορεί να συνδεθεί με τις βαθύτερες και πιο αρχέγονες ανάγκες των παιδιών, δεν μπορεί να αναμένει μια συνεργάσιμη, δημιουργική και ήρεμη τάξη. Βέβαια ένα βασικό ερώτημα, είναι τι τάξη θέλει ένας δάσκαλος, και αυτή η ερώτηση αμέσως, μας επιστρέφει στο ασυνείδητο αλλά και συνειδητό ψυχικό κομμάτι των δασκάλων, τις προσδοκίες για τους ρόλους τους, την αντίληψή τους για την εξουσία και την διαχείριση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητά τους μέσα στην τάξη.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο μέσος δάσκαλος επιθυμεί να μάθει στους μαθητές την ύλη του μαθήματός του και να έχει μια ήσυχη και συνεργάσιμη τάξη. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο δάσκαλος στην αρχή τουλάχιστον της διαμόρφωσης της ομάδας του, θα πρέπει αν χρειαστεί να αφήσει για λίγο το μαθησιακό κομμάτι και να ασχοληθεί με τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών. Θα πρέπει να ακούσει και να αντέξει τις προβολές των μαθητών του. Να κάνει πίσω σε πιθανές ταυτίσεις με το δικό του παιδικό εαυτό και να μετασχηματίσει πιθανές απειλές (επιθετικές συμπεριφορές παιδιών) μέσα στην τάξη. Να δώσει χώρο στην ομάδα να εκφραστεί συναισθηματικά έτσι ώστε οι ορμές και τα ένστικτα των μαθητών να πάρουν φωνή, να γίνουν λόγος. Η ένταση πρέπει να εκφραστεί με λόγια. Διαφορετικά θα εκφράζεται με επιθετικές συμπεριφορές, εκφοβιστικές συμπεριφορές, βανδαλισμούς και βίαιη γλώσσα. Αν το σχολείο και οι δάσκαλοι δεν εμπεριέξουν αυτές τις ανυπάκουες και αυθαίρετες συμπεριφορές των μαθητών, τότε οι μαθητές δεν θα μπορέσουν να βρουν την γαλήνη και κατ’ επέκταση την ηρεμία στην καθημερινή σχολική ζωή τους.
Με τα παραπάνω δεν επιδιώκεται να δοθεί στον δάσκαλο και στην σχολική κοινότητα μια αίσθηση παντοδυναμίας. Αν συνέβαινε αυτό, μάλλον θα επρόκειτο για μια ασυνείδητη φαντασίωση πως το σχολείο και ο δάσκαλος μπορεί να λύσει τα πάντα, ή είναι ο μοναδικός κρίκος διαπαιδαγώγησης και φροντίδας των παιδιών. Και κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αλήθεια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου