Με την εξαγορά της από τον γερμανικό κολοσσό, η αμερικανική πολυεθνική θα χάσει μεν την επωνυμία της, μετά από 117 χρόνια, αλλά αυτό δεν απασχολεί καν το γιγαντιαίο κύμα διαμαρτυρίας που ξεσηκώθηκε διεθνώς από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης της πρόθεσης για συγχώνευση, τον Σεπτέμβριο του 2016, από περιβαλλοντικές οργανώσεις και όχι μόνο, αφού, η ενίσχυση της διαδικασίας συγκέντρωσης κεφαλαίου στον αγροτοβιομηχανικό τομέα – και μάλιστα μέσω της συγχώνευσης μίας φαρμακευτικής με μία φυτοφαρμακευτική εταιρία – συνιστά ακόμη μεγαλύτερη απειλή για το εισόδημα των αγροτών και για την υγεία όλων.
Οι «γάμοι της κόλασης»
Στην έκθεση «too big to feed» που δημοσιεύθηκε στις 13 Οκτωβρίου του 2017 από τη διεθνή ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα αειφόρα συστήματα διατροφής, τονίζεται ότι οι πρόσφατες συγχωνεύσεις μεταξύ των εταιρειών αγροχημικών θα παραδώσουν το 70% του τομέα στα χέρια τριών κολοσσών: πρόκειται για το Dow-Dupont, την εξαγορά της Monsanto από τη Bayer και την εξαγορά της Syngenta από τη ChemChina για 43 δις δολάρια, ενώ δρομολογείται η συγχώνευση της SinoChem το 2018. «Οι συγχωνεύσεις επιτρέπουν ολοένα και περισσότερο στις επιχειρήσεις να ελέγχουν τις ροές πληροφοριών κατά μήκος της αλυσίδας και να ασκούν τεράστια δύναμη στη λειτουργία των συστημάτων τροφίμων», δήλωσε ο υπεύθυνος σύνταξης της έκθεσης, Pat Mooney.Αυτό σε ό,τι αφορά στο οικονομικό κομμάτι. Στον τομέα της Υγείας, τα πράγματα είναι ακόμη πιο επικίνδυνα, αφού η Monsanto βρίσκεται στο στόχαστρο της κοινωνίας, των ειδικών και των δικαστικών αρχών για τα φυτοφάρμακά της (Round Up) που έχουν κατηγορηθεί ως καρκινογόνα και τους επικίνδυνους, γενετικά τροποποιημένους σπόρους της. Επικίνδυνος τόσο στο ζήτημα της υγείας, όσο και στο ζήτημα του ελέγχου των καλλιεργειών. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Bayer, η γερμανική φαρμακοβιομηχανία έλαβε όλες τις απαραίτητες εγκρίσεις από τις ρυθμιστικές αρχές. «Η Bayer θα παραμείνει η επωνυμία της εταιρίας. Η Monsanto δεν θα είναι πλέον επωνυμία της εταιρίας. Τα αποκτηθέντα προϊόντα θα διατηρήσουν την εμπορική τους επωνυμία και θα γίνουν μέρος του χαρτοφυλακίου της Bayer».
Η Bayer ξεκίνησε ήδη μια αύξηση κεφαλαίου μέσω έκδοσης μετοχών ύψους 6 δισεκατομμυρίων ευρώ, μια κίνηση που αποτελεί θεμέλιο λίθο για τη χρηματοδότηση της συμφωνίας. Η συμφωνία είναι η πρώτη που ολοκληρώνεται από μια τριάδα σημαντικών αμερικανικογερμανικών συμφωνιών συγχώνευσης, σε μια εποχή σκληρής κριτικής από την πλευρά του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας με τις ΗΠΑ.
Η Bayer αναμενόταν να προχωρήσει στην κατάργηση της επωνυμίας της εταιρίας που είχε θέσει στο στόχαστρο για εξαγορά. Η Monsanto, η μεγαλύτερη – αν και όχι η μοναδική – εταιρία παραγωγής γενετικά τροποποιημένων σπόρων, έχει αποτελέσει στόχο των περιβαλλοντολόγων που αντιτίθενται στην τεχνολογία αυτή. Η αμερικανική εταιρία έχει επίσης προσκαλέσει επικρίσεις για την πιο επιθετική, σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, πολιτική της σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα πνευματικής της ιδιοκτησίας απέναντι στους αγρότες, πολλοί εκ των οποίων στηρίζονται στους σπόρους της. «Στόχος μας είναι να εμβαθύνουμε το διάλογό μας με την κοινωνία. Θα ακούσουμε τους επικριτές μας και θα εργαστούμε από κοινού όπου βρίσκουμε κοινό έδαφος. Η γεωργία είναι πολύ σημαντική για να επιτρέπει σε ιδεολογικές διαφορές να καθυστερούν την ανάπτυξη», δήλωσε σε ανακοίνωση ο διευθύνων σύμβουλος της Bayer Βέρνερ Μπάουμαν.
«Αλλαξε ο Μανωλιός»
Η δήλωση αυτή φοβίζει περισσότερο από όσο καθησυχάζει, διότι δεν είναι εντελώς βέβαιο – στην πραγματικότητα είναι μακράν αντίθετο – ότι οι αγρότες και η κοινωνία, από την μια πλευρά και η Bayer με την Monsanto, από την άλλη, εννοούν το ίδιο πράγμα με τους όρους «ανάπτυξη» και «ιδεολογικές διαφορές».Ακόμη λιγότερο καθησυχάζει – στην πραγματικότητα, καθόλου – η ανακοίνωση ότι η Monsanto δεν θα υπάρχει ως επωνυμία. Ο Ανδριάν Μπεμπ, υπεύθυνος για τη διατροφή και τη γεωργία στην περιβαλλοντική οργάνωση Friends of the Earth Europe (Φίλοι της Γης), δήλωσε ότι η απόφαση της Bayer να καταργήσει το όνομα της Monsanto δεν θα αλλάξει την κληρονομιά της εταιρείας. Η «Bayer θα γίνει Monsanto σε όλα εκτός από το όνομα, εκτός εάν ληφθούν δραστικά μέτρα για να αποστασιοποιηθεί από το αμφιλεγόμενο παρελθόν του αμερικανικού χημικού γίγαντα», λέει. «Αν συνεχίσει να εμπορεύεται επικίνδυνα φυτοφάρμακα και ανεπιθύμητους γενετικά τροποποιημένους σπόρους, τότε θα βρεθεί γρήγορα να αντιμετωπίζει την ίδια παγκόσμια αντίσταση που αντιμετώπιζε η Monsanto».
«Αυτή η συγχώνευση θα δημιουργήσει τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη αγροτοβιομηχανία στον κόσμο, η οποία θα προσπαθήσει να επιβάλει τους γενετικά τροποποιημένους σπόρους και τα τοξικά εντομοκτόνα στο φαγητό και στην ύπαιθρό μας» προσθέτει ο Μπεμπ. «Η ένωση αυτών των δύο είναι ένας γάμος στην κόλαση, κακός για τους αγρότες, κακός για τους καταναλωτές και κακός για το περιβάλλον». Ο Μπάουμαν, από την άλλη, δεν φαίνεται να έχει τέτοιες ανησυχίες: «Η εξαγορά της Monsanto είναι ένα στρατηγικό ορόσημο στην ενίσχυση του χαρτοφυλακίου μας κορυφαίων επιχειρήσεων στον τομέα της υγείας και της διατροφής. Θα διπλασιάσουμε το μέγεθος της γεωργικής μας δραστηριότητας και θα δημιουργήσουμε έναν πρωτοποριακό μηχανισμό καινοτομίας στη γεωργία, φέρνοντάς σε θέση να εξυπηρετήσουμε καλύτερα τους πελάτες μας και να ξεκλειδώσουμε το μακροπρόθεσμο δυναμικό ανάπτυξης στον τομέα».
Οι μονόπλευρες ανησυχίες της Κομισιόν
Ο καθείς και ο πόνος του θα μπορούσε κάποιος να πει, αν τα πράγματα δεν ήταν άκρως επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πως ανανέωσε για πέντε χρόνια την άδεια για το ζιζανιοκτόνο γλυφοσάτη, βασικό συστατικό του φυτοφαρμάκου Roundup της Monsanto, παρά το γεγονός, ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας την έχει κατατάξει στις ύποπτες για καρκινογένεση, ενώ τα τελευταία χρόνια η Monsanto βρίσκεται αντιμέτωπη με 250 αγωγές και 1.100 καταγγελίες μόνο σε αμερικανικά δικαστήρια για τη σύνδεση των προϊόντων της με τον καρκίνο.Επιπλέον, τουλάχιστον από το 2011, έχει τεκμηριωθεί και καταγγελθεί δημοσίως, ότι η βιομηχανία φυτοφαρμάκων και οι ρυθμιστικές αρχές έχουν επανειλημμένα παραπλανήσει το κοινό με ισχυρισμούς ότι η γλυφοσάτη είναι «ασφαλής», με αποτέλεσμα το «Roundup» να χρησιμοποιείται από τους κηπουρούς μέχρι τις μεγάλες αγροτικές καλλιέργειες. Οι βιομηχανίες και οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ γνώριζαν ήδη από τη δεκαετία του ’80 και του ’90 ότι το «Roundup» προκάλεσε γενετικές ανωμαλίες αλλά δεν ενημέρωσε το κοινό. Αυτό είναι το συμπέρασμα και σχετικής έκθεσης που είδε το φως της δημοσιότητας τον Ιούνιο του 2011.
Εκείνη η έκθεση αποκάλυπτε, ότι οι μελέτες της ίδιας της βιομηχανίας φυτοφαρμάκων (συμπεριλαμβανομένου και μίας που ανέθεσε η ίδια η Monsanto) έδειξαν ήδη από τη δεκαετία του 1980, ότι το δραστικό συστατικό γλυφοσάτη του Roundup προκαλεί γενετικές ανωμαλίες στα πειραματόζωα. Το αποκορύφωμα του σκανδάλου ήρθε πριν λίγους μήνες στη δημοσιότητα όταν ο διεθνής Τύπος αποκάλυψε μέρος των εκατοντάδων email και υπομνημάτων της Monsanto – αποτελούν υλικό της δίκης «In re: Roundup Products Liability Litigation» στις ΗΠΑ και δόθηκαν από δικηγορική εταιρεία – από τα οποία προκύπτει, ότι ο γεωργικός βιοτεχνολογικός κολοσσός συγκάλυψε τον κίνδυνο καρκίνου του επικερδέστερου προϊόντος της, του διαδεδομένου ζιζανιοκτόνου «Roundup».
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, η Monsanto έχει γνώση της σύνδεσης της γλυφοσάτης με τον καρκίνο από το 1999. Με το που έγινε γνωστή η είδηση της εξαγοράς το 2016 οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, προειδοποιούσαν, πως «ο νέος κολοσσός θα έχει τεράστια δύναμη άσκησης πίεσης και στις δύο όχθες του Ατλαντικού». Επιπλέον, δεν είναι μόνο η Monsanto που έχει εναντίον της την κοινωνία και ελέγχεται από τις αρχές, αλλά και η Bayer είναι συνηθισμένη να βρίσκεται στο στόχαστρο, κυρίως εξαιτίας των νεονικοτινοϊδών, φυτοφαρμάκων που ενοχοποιούνται ότι σκοτώνουν τις μέλισσες και βρίσκονται υπό καθεστώς μορατόριου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Bayer έχει προσβάλει στα δικαστήρια το ευρωπαϊκό μέτρο και παράλληλα χρηματοδοτεί ένα κέντρο «για την υγεία των μελισσών», εξαπολύοντας επικοινωνιακή εκστρατεία μέσω του Twitter και του Facebook. Μάλιστα, από τότε ο Μπάουμαν έλεγε, ότι « μπορούμε να διαχειρισθούμε (επικοινωνιακά) τη φήμη της Monsanto…ξέρουμε ότι πρέπει να ασχοληθούμε αποφασιστικά με το θέμα».
Μετά τη συγχώνευση, η Bayer θα γίνει η πρώτη σε μέγεθος εταιρεία παγκοσμίως στους τομείς των σπόρων και των φυτοφαρμάκων, εξασφαλίζοντας το 29% και το 24% αντίστοιχα της παγκόσμιας αγοράς, σύμφωνα με τη Greenpeace. Ο νέος κολοσσός «θα αποφασίζει τι θα βάζει ο καταναλωτής στο τραπέζι του…διότι θα είναι σε θέση να επιβάλλει στους αγρότες τι να φυτέψουν και πώς να το καλλιεργήσουν, μέσω προσφορών «όλα σε ένα» που θα περιλαμβάνουν σπόρους και χημικά προϊόντα (λιπάσματα, φυτοφάρμακα…), προειδοποιεί η οργάνωση.
Ωστόσο, ένα χρόνο μετά, η πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ ψήφισε στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου υπέρ της έγκρισης της παράτασης της άδειας, με την Κομισιόν να αναφέρει σε δήλωσή της πως θα εισαγάγει μέτρα ώστε οι αποφάσεις για τα φυτοφάρμακα να γίνουν πιο διαφανείς και να αυξηθεί η ποιότητα και η ανεξαρτησία των επιστημονικών εκτιμήσεων. Αντίθετα, αυτό που μάλλον ανησύχησε την Κομισιόν – και αυτό μετά από έναν ολόκληρο χρόνο μετά την είδηση για την εξαγορά τον Σεπτέμβριο του 2016 – ήταν το οικονομικό σκέλος, κυρίως στο κομμάτι του ανταγωνισμού, αφού, το 2017 ξεκίνησε έρευνα με το σκεπτικό ότι η ολοκλήρωση αυτής της κολοσσιαίας συγχώνευσης συνεπάγεται τη δημιουργία της μεγαλύτερης εταιρείας στον κλάδο των σπόρων και των παρασιτοκτόνων, αφήνοντας μικρό μερίδιο αγοράς στις ανταγωνίστριες εταιρείες. ‘Ετσι, οι Βρυξέλλες εξέφρασαν ανησυχίες για τον κίνδυνο αύξησης των τιμών, μείωσης της παρεχόμενης ποιότητας και περιορισμού της καινοτομίας.
Την ίδια ώρα, η ΕΕ κατακλυζόταν από ένα «τσουνάμι» οργισμένης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους – ενώ εκατομμύρια σε ολόκληρο τον κόσμο έβαζαν την υπογραφή τους σε ψηφίσματα διαμαρτυρίας – με την επίτροπο Ανταγωνιστικότητας, Μαργκέτ Βεστάγκερ, να προειδοποιεί, ωστόσο, πως η Επιτροπή θα μπορούσε να εξετάσει τη συμφωνία μόνο από την πλευρά του αν προκαλεί ζημιά ή όχι στον ανταγωνισμό και ότι το περιβαλλοντικό ζήτημα είναι αρμοδιότητα άλλων. Εκ των πραγμάτων προκύπτει πως ούτε οι «άλλοι» είχαν αντιρρήσεις και έτσι, την Πέμπτη, αν δεν συμβεί κάτι την τελευταία στιγμή, η εξαγορά του «αιώνα» θα είναι πραγματικότητα.
Ιστορίες τους… αμαρτίες τους…
Η Monsanto ιδρύθηκε το 1901 από τον John Francis Queeny, έναν έμπειρο φαρμακοβιομήχανο. Στην αρχή, η εταιρεία ασχολήθηκε με την παραγωγή διατροφικών πρόσθετων όπως τα συνθετικά γλυκαντικά, το 1920 επεκτάθηκε στην παραγωγή βασικών βιομηχανικών χημικών ενώ το 1960 και 1970, παρήγαγε το Agent Orange, ένα από τα φυτοκτόνα που χρησιμοποιήθηκαν από το στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο «πορτοκαλί παράγοντας» εκτιμάται πως σκότωσε ή ακρωτηρίασε 400.000 ανθρώπους και είναι υπεύθυνη για 500.000 παιδιά γεννημένα με δυσμορφίες..Το 1983 η Monsanto ξεκινάει τη γενετική τροποποίηση των σπόρων και πέντε χρόνια μετά έγιναν τα πρώτα πειράματα με ολόκληρες γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες. Έκτοτε η Monsanto μετατρέπεται σε έναν γίγαντα, αφού εξαγοράζει δεκάδες μεγάλες εταιρείες και σταδιακά αναδεικνύεται στη μεγαλύτερη εταιρεία του κόσμου στο εμπόριο μεταλλαγμένων σπόρων. Σήμερα ελέγχει μέχρι και το 26% της παγκόσμιας αγοράς.
Κατηγορείται ότι στην ιστορία της έχει αναπτύξει προϊόντα υψηλής τοξικότητας που έχουν αποτελέσει αιτία μόνιμων βλαβών στο περιβάλλον και ασθενειών ή θανάτων για χιλιάδες ανθρώπους, όπως το PCBs (πολυχλωριωμένα διφαινύλια), ένας από τους δώδεκα επίμονους οργανικούς ρύπους που επηρεάζουν τη γονιμότητα των ανθρώπων και των ζώων, το 2,4,5 Τ (2,4,5-τριχλωροφαινοξυοξικό οξύ), ένα συστατικό-που περιέχει διοξίνη- του αποφυλλωτικού Agent Orange, το Lasso, ένα ζιζανιοκτόνο που είναι τώρα απαγορευμένο στην Ευρώπη, το RoundUp, το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο τοξικό ζιζανιοκτόνο στον κόσμο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τους γενετικά τροποποιημένους σπόρους σε μονοκαλλιέργειες μεγάλης κλίμακας, κυρίως για την παραγωγή σόγιας καλαμποκιού, για ζωοτροφές και βιοκαύσιμα και ενοχοποιείται για συμμετοχή στην ανάπτυξη καρκίνων.
Η Bayer ειδκεύεται στα χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Ήταν θυγατρική από το 1925 της εταιρείας IG Farben, κατασκευάστριας του χημικού «Zyclon Β» που χρησιμοποίησαν οι Ναζί στους θαλάμους αερίων. Η μεγάλη επιτυχία της Bayer ήταν η ανακάλυψη και η παρασκευή της ηρωίνης, που τη λάνσαρε ως αντιβηχικό φάρμακο και ως μη εθιστικό υποκατάστατο της μορφίνης και πωλούνταν ελεύθερα από το 1898 ως το 1910. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η Bayer καθιερώθηκε σε πολύ λίγα χρόνια ως μία από τις μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες του κόσμου. Η θυγατρική της Bayer, Cropscience, αναπτύσσει τεχνολογίες για τη μετάλλαξη του καλαμποκιού αλλά και φυτοφάρμακα.
Πηγή: tvxs.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου