Ο Χάρρυ Κλυνν ήταν η ζωντανή απόδειξη πώς μπορεί κανείς να είναι ή να
αυτοπροσδιορίζεται ως (φιλο)κομμουνιστής και ταυτόχρονα να έχει χιούμορ
και να αυτοσαρκάζεται.
Σήμερα αποχαιρετήσαμε το Χάρρυ Κλυνν, ίσως την πιο εμβληματική μορφή
στο χώρο της πολιτικής σάτιρας στη Μεταπολίτευση. Ο
πολιτικός-καλλιτεχνικός θάνατός του (γιατί η σάτιρα ή θα είναι πολιτική ή
δε θα υπάρξει) είχε επέρθει βέβαια εδώ και μερικές δεκαετίες. Αλλά
ακόμα κι αν είχε πεθάνει, έχοντας αφήσει πίσω του μόνο το Χαράλαμπο
Τραμπάκουλα ως έργο, αυτό θα ήταν αρκετό για να το μνημονεύουμε
διαχρονικά -όσο διαχρονικός είναι και ο ήρωάς του. Και το παρακάτω
κείμενο είναι σαν ένα πολιτικό-σαν τη σάτιρά του-μνημόσυνο, που θα
μπορούσε να έχει τον τίτλο μιας ταινίας του: “Εις μνήμη Χάρρυ Κλυνν”.
Ο Τραμπάκουλας ήταν ο στερεοτυπικός αυτόπτης μάρτυρας -και ο τυπικός Έλληνας γενικότερα- που ως γνωστόν, έβοσκε τα πρόβατα εδώ παρά πέρα, γνωρίζει τα πάντα και μπορεί να τα πει με όλες τις αχρείαστες λεπτομέρεις, που είναι όμως το αλατοπίπερο της ζωής. Ρωτάει με προφορά -που δεν ξεβλάχεψε ο Κωστόπουλος- τον άλλο “τι δουλειά κάνεις, σκαβς;“, βλέπει αυτοπροσώπως το τέρας του Λοχ νες κι ένα ΑΤΙΑ και καταθέτει ως μάρτυρας για την υπόθεση Κοσκωτά.
Αλλά η κορυφαία και πιο γνωστή εμφάνισή του είναι στο τρίτο μέρος της ταινίας “Αλαλούμ”, όπου συναντάει έναν κομμουνιστή διαφωτιστή, έρχεται σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες που του ανοίγουν τα μάτια με την κατανοητή ορολογία τους, και (σχεδόν) αποστηθίζει το πιο διάσημο “κομμουνιστικό” τσιτάτο -και ας μην το είπε ποτέ κανένας από τους κλασικούς.
Ο Χάρρυ Κλυνν ήταν η ζωντανή απόδειξη πώς μπορεί κανείς να είναι ή να αυτοπροσδιορίζεται ως (φιλο)κομμουνιστής και ταυτόχρονα να έχει χιούμορ και να αυτοσαρκάζεται. Σατιρίζει ανελέητα την κομματική διάλεκτο, που αποπροσανατολίζει τις μάζες και τις αφήνει σε ένα τέλμα ιδεολογικής σύγχυσης, χωρίς να είναι σε θέση να καταλάβουν τι σημαίνει: “α-να-θε-ω-ρη-τής” (είχαμε έναν, τελείωσε, προχτές τον πήρανε).
Βρίσκει όμως πρόσφορο έδαφος στον Τραμπάκουλα, που τα πιάνει όλα στουπόγαλο και κατανοεί την ανάγκη ύπαρξης και στο Λέτσοβο κομματικής οργάνωσης βάσης (“το συμφέρον μας δε θέλουμε;”) γιατί χωρίς αυτό δε γίνεται τίποτα.
-Χωρίς ποιο;
-Την οργάνωση.
-Ποια οργάνωση;
-Μ’αυτή που λέγαμε προηγουμένως.
Ο δύσκολος κομματικός λόγος κατακτά τις μάζες, δηλαδή τον Τραμπάκουλα και γίνεται υλική δύναμη που βάφει με κόκκινη μπογιά ένα πρόβατο από το κοπάδι, την “κοκκινούλα μου”-Σ’ένα από τα αυτοσαρκαστικά υπονοούμενα που αφήνει το σενάριο-και ετοιμάζεται να προσηλυτίσει τον πασόκο Τασούλη-δηλαδή τον Πιατά που ήταν πασόκος και στη ζωή-για να του μιλήσει για την οργάνωση, στη λογική της εποχής για το άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων. Ο Λετσοβίτης βοσκός έχει μια δυσκολία να αφομοιώσει τα επιτεύγματα της ΕΤΕ (ρόμβους, κουμπάκια, τηλεχειριστήρια, εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα), δεν ξέρει τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί, παίζει όμως στα δάχτυλα τη διαλεκτική και τις αντιθέσεις (σε αντίθεση με το τηλεχειριστήριο, με τα εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα), κατακτά με πάθος την τέχνη της φωτογραφίας (χριτς-χριτς κλικ) κι επιβλέπει με ηλεκτρονικά συστήματα το μαντρί του, γιατί έξω από αυτό παραμονεύει ο λύκος.
Ο Λένιν τοποθετημένος στο εικονοστάσι του βοσκού κατέχει κι αυτός μια θέση καλού ποιμένα, συμβολίζοντας τα περίφημα “‘κονίσματα” που ανέφερε κι ο Χαρίλαος στο 13ο συνέδριο. Ενώ ο ρόλος του ινστρούχτορα είναι μια προφητική προειδοποίηση για το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, που καλή Ένωση ήταν, αλλά πήγε κι έπεσε στο γκρεμό, αφήνοντας ωστόσο πίσω της την ανάμνηση και την υπόσχεση πως “εμείς θα τη φτιάξουμε οργάνωση! Χαμένε, α χαμένε..”
Τίποτε δεν πάει χαμένο βέβαια στη χαμένη μας ζωή (ούτε καν ο χαμός του χαμένου καθοδηγητή), αρκεί να κινείται στη σωστή κατεύθυνση, μακριά από την παγίδα του δικομματισμού, την πόλωση και τα ψεύτικα διλήμματα, που αποτυπώνονται μοναδικό στο τρίτο μέρος του αλαλούμ, με το “κατακαημένο Λέτσοβο”, να χωρίζεται στα δύο (“στα τρία ρε χαμένε, είμαι κι εγώ εδώ”)
Ο Ανδρέας ντυμένος κλέφτης και αρματολός (ή και αμαρτωλός, πέστο κι έτσι) θέλει να γίνει οπλαρχηγός στη θέση του Καραμανλή-που του λέει να κάτσει φρόνιμα για να γίνει νοικοκύρης με πολλά πρόβατα και βουλευτάδες- και συγκινεί τα πλήθη μ’ωραία παχιά λόγια, που δε λένε τίποτε το ουσιαστικό.
Στη Ρώμη σφάζουν αρνιά, στο Μόναχο κριάρια
και στης Μελίνας την ποδιά σφάζονται παληκάρια.
Στη συνέχεια το Λέτσοβο χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα, πράσινους και μπλε, που ετοιμάζονται για μετωπική μάχη μέχρις εσχάτων, η οποία καταλήγει με επικεφαλής τη δεξιά Γκόλφω και τον πρασινοφρουρό Τάσο σε μια τεράστια ζεστή αγκαλιά μεταξύ των δύο. Όπως ακριβώς και στη Βουλή που τα κόμματα εξουσίας στήνουν κοκορομαχίες για τις εντυπώσεις και για να κρύψουν τη στρατηγική τους σύμπλευση.
Στό τέλος βέβαια, ο γάμος τους καταλήγει εκ νέου σε τρικούβερτο καβγά, χαρακτηριστικό υποτίθεται της διχόνοιας που ταλανίζει τους Έλληνες, με τον Τραμπάκουλα να λέει ειρωνικά πως αυτό που βλέπουμε είναι η πάλη των τάξεων, που παρεμένει ιστορικά αδικαίωτη. Και βασικά δεν πρόκειται ποτέ να δικαιωθεί, όσο διοχετεύεται σε τέτοια υποκαταστάτα-καρικατούρες.
Ο Χάρρυ Κλυνν έφυγε σήμερα από τη ζωή, χωρίς να δει την πάλη των τάξεων να δικαιώνεται. Και μολονότι ο ίδιος δε φαινόταν να ενδιαφέρεται γι’αυτή τη δικαίωση τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μολονότι συμφιλιώθηκε με το σύστημα, έπεσε στο γκρεμό των ανατροπών και καλά κρασιά, “όρκο παίρνω, καλός άνθρωπος ήτανε”. Κάπως σαν τον Τραμπάκουλα, και τον διαφωτιστή που τον έβαλε στον
τρίτοίσο δρόμο.
Ο Τραμπάκουλας ήταν ο στερεοτυπικός αυτόπτης μάρτυρας -και ο τυπικός Έλληνας γενικότερα- που ως γνωστόν, έβοσκε τα πρόβατα εδώ παρά πέρα, γνωρίζει τα πάντα και μπορεί να τα πει με όλες τις αχρείαστες λεπτομέρεις, που είναι όμως το αλατοπίπερο της ζωής. Ρωτάει με προφορά -που δεν ξεβλάχεψε ο Κωστόπουλος- τον άλλο “τι δουλειά κάνεις, σκαβς;“, βλέπει αυτοπροσώπως το τέρας του Λοχ νες κι ένα ΑΤΙΑ και καταθέτει ως μάρτυρας για την υπόθεση Κοσκωτά.
Αλλά η κορυφαία και πιο γνωστή εμφάνισή του είναι στο τρίτο μέρος της ταινίας “Αλαλούμ”, όπου συναντάει έναν κομμουνιστή διαφωτιστή, έρχεται σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες που του ανοίγουν τα μάτια με την κατανοητή ορολογία τους, και (σχεδόν) αποστηθίζει το πιο διάσημο “κομμουνιστικό” τσιτάτο -και ας μην το είπε ποτέ κανένας από τους κλασικούς.
Ο θρύλος λέει πως δεν υπάρχει σύντροφος που να μην έχει προσπαθήσει, κάποια φορά στα νιάτα του, να το αποστηθίσει και να το αποκωδικοποιήσει, για να δει αν βγάζει όντως νόημα.
Ο Χάρρυ Κλυνν ήταν η ζωντανή απόδειξη πώς μπορεί κανείς να είναι ή να αυτοπροσδιορίζεται ως (φιλο)κομμουνιστής και ταυτόχρονα να έχει χιούμορ και να αυτοσαρκάζεται. Σατιρίζει ανελέητα την κομματική διάλεκτο, που αποπροσανατολίζει τις μάζες και τις αφήνει σε ένα τέλμα ιδεολογικής σύγχυσης, χωρίς να είναι σε θέση να καταλάβουν τι σημαίνει: “α-να-θε-ω-ρη-τής” (είχαμε έναν, τελείωσε, προχτές τον πήρανε).
Βρίσκει όμως πρόσφορο έδαφος στον Τραμπάκουλα, που τα πιάνει όλα στουπόγαλο και κατανοεί την ανάγκη ύπαρξης και στο Λέτσοβο κομματικής οργάνωσης βάσης (“το συμφέρον μας δε θέλουμε;”) γιατί χωρίς αυτό δε γίνεται τίποτα.
-Χωρίς ποιο;
-Την οργάνωση.
-Ποια οργάνωση;
-Μ’αυτή που λέγαμε προηγουμένως.
Ο δύσκολος κομματικός λόγος κατακτά τις μάζες, δηλαδή τον Τραμπάκουλα και γίνεται υλική δύναμη που βάφει με κόκκινη μπογιά ένα πρόβατο από το κοπάδι, την “κοκκινούλα μου”-Σ’ένα από τα αυτοσαρκαστικά υπονοούμενα που αφήνει το σενάριο-και ετοιμάζεται να προσηλυτίσει τον πασόκο Τασούλη-δηλαδή τον Πιατά που ήταν πασόκος και στη ζωή-για να του μιλήσει για την οργάνωση, στη λογική της εποχής για το άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων. Ο Λετσοβίτης βοσκός έχει μια δυσκολία να αφομοιώσει τα επιτεύγματα της ΕΤΕ (ρόμβους, κουμπάκια, τηλεχειριστήρια, εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα), δεν ξέρει τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί, παίζει όμως στα δάχτυλα τη διαλεκτική και τις αντιθέσεις (σε αντίθεση με το τηλεχειριστήριο, με τα εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα), κατακτά με πάθος την τέχνη της φωτογραφίας (χριτς-χριτς κλικ) κι επιβλέπει με ηλεκτρονικά συστήματα το μαντρί του, γιατί έξω από αυτό παραμονεύει ο λύκος.
Ο Λένιν τοποθετημένος στο εικονοστάσι του βοσκού κατέχει κι αυτός μια θέση καλού ποιμένα, συμβολίζοντας τα περίφημα “‘κονίσματα” που ανέφερε κι ο Χαρίλαος στο 13ο συνέδριο. Ενώ ο ρόλος του ινστρούχτορα είναι μια προφητική προειδοποίηση για το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, που καλή Ένωση ήταν, αλλά πήγε κι έπεσε στο γκρεμό, αφήνοντας ωστόσο πίσω της την ανάμνηση και την υπόσχεση πως “εμείς θα τη φτιάξουμε οργάνωση! Χαμένε, α χαμένε..”
Τίποτε δεν πάει χαμένο βέβαια στη χαμένη μας ζωή (ούτε καν ο χαμός του χαμένου καθοδηγητή), αρκεί να κινείται στη σωστή κατεύθυνση, μακριά από την παγίδα του δικομματισμού, την πόλωση και τα ψεύτικα διλήμματα, που αποτυπώνονται μοναδικό στο τρίτο μέρος του αλαλούμ, με το “κατακαημένο Λέτσοβο”, να χωρίζεται στα δύο (“στα τρία ρε χαμένε, είμαι κι εγώ εδώ”)
Ο Ανδρέας ντυμένος κλέφτης και αρματολός (ή και αμαρτωλός, πέστο κι έτσι) θέλει να γίνει οπλαρχηγός στη θέση του Καραμανλή-που του λέει να κάτσει φρόνιμα για να γίνει νοικοκύρης με πολλά πρόβατα και βουλευτάδες- και συγκινεί τα πλήθη μ’ωραία παχιά λόγια, που δε λένε τίποτε το ουσιαστικό.
Στη Ρώμη σφάζουν αρνιά, στο Μόναχο κριάρια
και στης Μελίνας την ποδιά σφάζονται παληκάρια.
Στη συνέχεια το Λέτσοβο χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα, πράσινους και μπλε, που ετοιμάζονται για μετωπική μάχη μέχρις εσχάτων, η οποία καταλήγει με επικεφαλής τη δεξιά Γκόλφω και τον πρασινοφρουρό Τάσο σε μια τεράστια ζεστή αγκαλιά μεταξύ των δύο. Όπως ακριβώς και στη Βουλή που τα κόμματα εξουσίας στήνουν κοκορομαχίες για τις εντυπώσεις και για να κρύψουν τη στρατηγική τους σύμπλευση.
Στό τέλος βέβαια, ο γάμος τους καταλήγει εκ νέου σε τρικούβερτο καβγά, χαρακτηριστικό υποτίθεται της διχόνοιας που ταλανίζει τους Έλληνες, με τον Τραμπάκουλα να λέει ειρωνικά πως αυτό που βλέπουμε είναι η πάλη των τάξεων, που παρεμένει ιστορικά αδικαίωτη. Και βασικά δεν πρόκειται ποτέ να δικαιωθεί, όσο διοχετεύεται σε τέτοια υποκαταστάτα-καρικατούρες.
Ο Χάρρυ Κλυνν έφυγε σήμερα από τη ζωή, χωρίς να δει την πάλη των τάξεων να δικαιώνεται. Και μολονότι ο ίδιος δε φαινόταν να ενδιαφέρεται γι’αυτή τη δικαίωση τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μολονότι συμφιλιώθηκε με το σύστημα, έπεσε στο γκρεμό των ανατροπών και καλά κρασιά, “όρκο παίρνω, καλός άνθρωπος ήτανε”. Κάπως σαν τον Τραμπάκουλα, και τον διαφωτιστή που τον έβαλε στον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου