By Noam Chomsky
Λίγες εβδομάδες μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, ο Νόαμ Τσόμσκι σε μια διάλεξή του στο ΜΙΤ, στις 18 Οκτωβρίου 2001, αναλύει γιατί οι Αμερικανοί ηγέτες δεν έχουν πάντα συνείδηση των αποτελεσμάτων που έχει η μανία τους να νικούν κάθε αντίπαλο. Και οι νίκες του χθες μπορεί αύριο να κοστίσουν ακριβά.
Πρέπει να βασιστούμε σε δύο αξιώματα. Το πρώτο είναι ότι τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 συνιστούν μια τρομερή φρικαλεότητα, ίσως τη μεγαλύτερη ακαριαία απώλεια ανθρώπινων ζωών στην ιστορία, με εξαίρεση τους πολέμους. Το δεύτερο αξίωμα είναι ότι στόχος μας θα έπρεπε να είναι να μειώσουμε τον κίνδυνο να επαναληφθούν τέτοιες επιθέσεις, είτε είμαστε εμείς τα θύματά τους είτε τις υφίσταται κάποιος άλλος. Αν δεν δέχεστε αυτά τα δύο σημεία αφετηρίας, αυτό που θα ακολουθήσει δεν σας αφορά. Αν τα δέχεστε, πολλά ακόμη ερωτήματα προκύπτουν.
Ας αρχίσουμε με την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Στο Αφγανιστάν, υπήρχαν μερικά εκατομμύρια άτομα τα οποία απειλούνταν από λιμό. Αυτό συνέβαινε ήδη πριν από τις επιθέσεις. Επιβίωναν χάρη στη διεθνή βοήθεια. Ωστόσο, στις 16 Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες απαίτησαν από το Πακιστάν να σταματήσει τις πομπές φορτηγών τα οποία μετέφεραν τρόφιμα και άλλα προϊόντα πρώτης ανάγκης στον αφγανικό πληθυσμό. Αυτή η απόφαση δεν προκάλεσε καμία αντίδραση στη Δύση. Η αποχώρηση ενός μέρους του ανθρωπιστικού προσωπικού κατέστησε τη βοήθεια ακόμη πιο προβληματική. Μία εβδομάδα μετά την έναρξη των βομβαρδισμών, τα Ηνωμένη Έθνη εκτιμούσαν ότι ο ερχομός του χειμώνα θα καθιστούσε αδύνατες τις αποστολές βοήθειας, που είχαν ήδη μειωθεί στο ελάχιστον από τις επιδρομές της αμερικανικής αεροπορίας.
Όταν πολιτικές ή θρησκευτικές ανθρωπιστικές οργανώσεις και ο εισηγητής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τα τρόφιμα και τη γεωργία (FAO) ζήτησαν το σταμάτημα των βομβαρδισμών, αυτή η πληροφορία ούτε καν αναφέρθηκε από την εφημερίδα «The New York Times». Η εφημερίδα «The Boston Globe» αφιέρωσε σ’ αυτή μία γραμμή, αλλά στο πλαίσιο ενός άρθρου που εξέταζε κάτι άλλο, την κατάσταση στο Κασμίρ. Έτσι, τον Οκτώβριο, ο δυτικός πολιτισμός είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο να δει να πεθαίνουν εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανοί. Την ίδια στιγμή, ο επικεφαλής του πολιτισμού αυτού έκανε γνωστό ότι δεν θα καταδεχόταν να απαντήσει ούτε στις αφγανικές προτάσεις για διαπραγμάτευση, σχετικά με την παράδοση του Οσάμα Μπεν Λάντεν, ούτε στην απαίτηση για μια απόδειξη που να επιτρέπει να τεκμηριωθεί μια ενδεχόμενη απόφαση για έκδοση. Μόνο μια άνευ όρων συνθηκολόγηση θα γινόταν δεκτή.
Αλλά ας επανέλθουμε στην 11η Σεπτεμβρίου. Κανένα έγκλημα δεν υπήρξε πιο θανατηφόρο στην ιστορία -εκτός ίσως από εγκλήματα που είχαν μεγαλύτερη διάρκεια. Επιπλέον, αυτή τη φορά, τα όπλα σημάδευσαν έναν ασυνήθιστο στόχο: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αναλογία με το Περλ Χάρμπορ, η οποία αναφέρεται συχνά, δεν είναι σωστή. Το 1941, ο γιαπωνέζικος στρατός βομβάρδισε στρατιωτικές βάσεις σε δύο αποικίες, τις οποίες οι ΗΠΑ είχαν καταλάβει κάτω από συνθήκες που δεν ήταν και τόσο άψογες. Οι Γιαπωνέζοι δεν επιτέθηκαν στο ίδιο το αμερικανικό έδαφος.
Εδώ και περίπου διακόσια χρόνια, εμείς οι Αμερικανοί εκτοπίσαμε ή εξοντώσαμε πληθυσμούς ιθαγενών, δηλαδή εκατομμύρια άτομα, κατακτήσαμε το μισό Μεξικό, λεηλατήσαμε τις περιοχές της Καραϊβικής και της κεντρικής Αμερικής, εισβάλαμε στην Αϊτή και τις Φιλιππίνες -σκοτώνοντας 100.000 Φιλιππινέζους σ’ αυτή την περίπτωση. Στη συνέχεια, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επεκτείναμε την επιρροή μας στον κόσμο με τον τρόπο που γνωρίζουμε. Αλλά, σχεδόν πάντοτε, εμείς ήμαστε εκείνοι που σκότωναν, και η μάχη διεξαγόταν έξω από το εθνικό έδαφός μας.
Όμως, όταν μας ρωτούν, για παράδειγμα, για τον Ιρλανδικό Ρεπουμπλικανικό Στρατό (IRA) και την τρομοκρατία, διαπιστώνουμε το εξής: οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, ανάλογα με το αν εργάζονται στη μία ή την άλλη όχθη της θάλασσας της Ιρλανδίας. Γενικά, ο πλανήτης εμφανίζεται με διαφορετική όψη, ανάλογα με το αν κάποιος κρατάει το μαστίγιο εδώ και πολύ καιρό ή αν υφίσταται τα χτυπήματα για αιώνες. Ίσως γι’ αυτό, κατά βάθος, ο υπόλοιπος κόσμος, αν και έδειξε το ίδιο τρομοκρατημένος από την τύχη των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου, δεν αντέδρασε το ίδιο με μας στις επιθέσεις της Νέας Υόρκης και της Ουάσιγκτον.
Για να καταλάβουμε τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, πρέπει να ξεχωρίσουμε τους εκτελεστές του εγκλήματος, από τη μια πλευρά, και από την άλλη πλευρά, το απόθεμα κατανόησης από το οποίο ωφελήθηκε αυτό το έγκλημα, και το οποίο υπήρχε ακόμη και σε αυτούς που ήταν αντίθετοι μ’ αυτό. Ποιοι ήταν οι εκτελεστές; Αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για το δίκτυο Μπιν Λάντεν, κανένας δεν γνωρίζει περισσότερα για τη γένεση αυτής της φονταμενταλιστικής ομάδας από τη CIA και τους συνεργάτες της, γιατί αυτοί την ενθάρρυναν στη γέννησή της. Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, διευθυντής για θέματα εθνικής ασφαλείας της κυβέρνησης Κάρτερ, έχει εκφράσει την ευαρέσκειά του για την «παγίδα» που στήθηκε στους Σοβιετικούς από το 1978, και η οποία συνίστατο, με τη βοήθεια των επιθέσεων των μουτζαχεντίν (οι οποίοι οργανώθηκαν, οπλίστηκαν και εκπαιδεύτηκαν από τη CIA) κατά του καθεστώτος της Καμπούλ, στο να συρθούν οι Σοβιετικοί στο αφγανικό έδαφος στο τέλος του επόμενου χρόνου.
Μόνο μετά το 1990 και την εγκατάσταση μόνιμων αμερικανικών βάσεων στη Σαουδική Αραβία, σε μια γη ιερή για το Ισλάμ, αυτοί οι μαχητές στράφηκαν κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Υποστήριξη ωμών καθεστώτων
Αν τώρα θέλουμε να εξηγήσουμε το απόθεμα συμπάθειας το οποίο διαθέτουν τα δίκτυα του Μπιν Λάντεν, ακόμη και στους κόλπους ηγετικών στρωμάτων σε χώρες του Νότου, πρέπει να ξεκινήσουμε από την οργή που προκαλεί η υποστήριξη κάθε είδους αυταρχικού ή δικτατορικού καθεστώτος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να θυμηθούμε την αμερικανική πολιτική, που κατέστρεψε την ιρακινή κοινωνία σταθεροποιώντας ταυτόχρονα το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν, και δεν πρέπει να ξεχάσουμε την υποστήριξη της Ουάσιγκτον στην ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών από το 1967.
Τη στιγμή που τα κύρια άρθρα των «New York Times» υποδεικνύουν ότι «αυτοί» μας μισούν γιατί υπερασπιζόμαστε τον καπιταλισμό, τη δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα, το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, η «Wall Street Joumal», καλύτερα πληροφορημένη, εξηγεί, αφού έχει ρωτήσει τραπεζίτες και ανώτερα στελέχη που δεν είναι δυτικοί, ότι «μας» μισούν γιατί εμποδίσαμε τη δημοκρατία και την οικονομική ανάπτυξη. Και, υποστηρίξαμε ωμά καθεστώτα, ακόμη και τρομοκρατικά.
Στους ηγετικούς κύκλους της Δύσης, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας παρουσιάστηκε σαν ένας «αγώνας που διεξάγεται ενάντια σ’ έναν καρκίνο που μεταδόθηκε από βαρβάρους». Όμως, αυτά τα λόγια και αυτή η προτεραιότητα δεν είναι σημερινά. Πριν από είκοσι χρόνια, τα ανέφεραν ήδη ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν και ο υπουργός των Εξωτερικών Αλεξάντερ Χέιγκ. Για να διεξάγει αυτή τη μάχη κατά των διεφθαρμένων αντιπάλων του πολιτισμού, η αμερικανική κυβέρνηση εγκαθίδρυσε τότε ένα διεθνές τρομοκρατικό δίκτυο με μια ευρύτητα χωρίς προηγούμενο. Μολονότι αυτό το δίκτυο διέπραξε αναρίθμητες φρικαλεότητες από τη μια άκρη του πλανήτη μέχρι την άλλη, επικέντρωσε, ωστόσο, το κύριο μέρος των προσπαθειών του στη Λ. Αμερική.
Για μία περίπτωση, τη Νικαράγουα, δεν υπάρχει αμφιβολία: στην πραγματικότητα, αποφάνθηκαν γι’ αυτή το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και τα Ηνωμένα Έθνη. Αναρωτηθήκατε άραγε να μάθετε πόσες φορές αυτό το αναμφισβήτητο προηγούμενο μιας τρομοκρατικής ενέργειας, στην οποία ένα κράτος δικαίου θέλησε να απαντήσει με τα μέσα του δικαίου, αναφέρθηκε από τους κυρίαρχους σχολιαστές; Κι όμως επρόκειτο για ένα προηγούμενο ακόμη πιο ακραίο από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου: ο πόλεμος της κυβέρνησης Ρίγκαν κατά της Νικαράγουας προκάλεσε 57.000 θύματα, μεταξύ των οποίων 29.000 νεκρούς, και την καταστροφή μιας χώρας, ίσως με μη αντιστρέψιμο τρόπο.
Εκείνη την εποχή, η Νικαράγουα είχε αντιδράσει. Όχι τοποθετώντας βόμβες στην Ουάσιγκτον, αλλά προσφεύγοντας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το δικαστήριο, στις 27 Ιουνίου 1986, έκανε δεκτή την άποψη των αρχών της Μανάγκουα, καταδικάζοντας την «παράνομη χρήση βίας» από τις Ηνωμένες Πολιτείες (οι οποίες είχαν ναρκοθετήσει τα λιμάνια της Νικαράγουας) και ζητώντας από την Ουάσιγκτον να θέσει τέλος στο έγκλημα, χωρίς να ξεχάσει να πληρώσει υψηλές αποζημιώσεις και τόκους. Οι ΗΠΑ απάντησαν ότι δεν θα συμμορφώνονταν με την απόφαση και δεν θα αναγνώριζαν πλέον τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Η Νικαράγουα ζήτησε τότε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών την υιοθέτηση μιας απόφασης η οποία απαιτούσε από όλα τα κράτη να σέβονται το διεθνές δίκαιο. Δεν αναφερόταν σε κανένα ιδιαίτερα, αλλά όλοι είχαν καταλάβει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντέταξαν το βέτο τους σ’ αυτή την απόφαση. Έτσι, μέχρι σήμερα, είναι το μοναδικό κράτος που έχει καταδικαστεί από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και ταυτόχρονα έχει αντιταχθεί σε μια απόφαση που απαιτεί… τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Στη συνέχεια, η Νικαράγουα στράφηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Η απόφαση την οποία πρότεινε για ψήφιση δεν συνάντησε παρά τρεις αντιρρήσεις: από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από το Ισραήλ και από το Ελ Σαλβαδόρ. Τον επόμενο χρόνο, η Νικαράγουα ζήτησε την ψήφιση της ίδιας απόφασης. Αυτή τη φορά, μόνο το Ισραήλ υποστήριξε τη θέση της κυβέρνησης Ρίγκαν. Σ’ αυτή τη φάση, η Νικαράγουα δεν διέθετε πλέον κανένα μέσο δικαίου. Όλα είχαν αποτύχει σε έναν κόσμο που διέπεται από την ισχύ. Αυτό το προηγούμενο δεν δημιουργεί καμία αμφιβολία. Πόσες φορές, άραγε, έχουμε μιλήσει γι’ αυτό στο πανεπιστήμιο, στις εφημερίδες;
Αυτή η ιστορία αποκαλύπτει πολλά πράγματα. Κατ’ αρχήν, ότι η τρομοκρατία αποδίδει. Η βία, επίσης. Έπειτα, ότι έχουμε άδικο να πιστεύουμε ότι η τρομοκρατία είναι το εργαλείο των αδυνάμων. Όπως τα περισσότερα θανατηφόρα όπλα, η τρομοκρατία είναι κυρίως το όπλο των ισχυρών. Όταν ισχυριζόμαστε το αντίθετο, είναι μόνο επειδή οι ισχυροί ελέγχουν επίσης τους ιδεολογικούς και πολιτιστικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν ο τρόμος τους να μοιάζει με κάτι άλλο και όχι με τρόμο.
Ένα από τα πιο συνηθισμένα μέσα που διαθέτουν για να πετυχαίνουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι να εξαφανίζουν τη μνήμη ενοχλητικών γεγονότων. Έτσι, κανένας πλέον δεν τα θυμάται. Επιπλέον, η δύναμη της προπαγάνδας και των αμερικανικών δογμάτων είναι τέτοια που επιβάλλεται ακόμη και στα θύματά της. Πηγαίνετε στην Αργεντινή και θα πρέπει να θυμηθείτε αυτό που μόλις ανέφερα: «Μα ναι, αλλά το έχουμε ξεχάσει!».
Η Νικαράγουα, η Αϊτή και η Γουατεμάλα είναι οι τρεις φτωχότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Συγκαταλέγονται επίσης μεταξύ των χωρών στις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επέμβει στρατιωτικά. Η σύμπτωση δεν είναι αναγκαστικά τυχαία. Όμως όλα αυτά έγιναν μέσα σ’ ένα ιδεολογικό κλίμα που είχε σημαδευτεί από τις ενθουσιώδεις διακηρύξεις των δυτικών διανοουμένων. Πριν από μερικά χρόνια, ο αυτοθαυμασμός χαλούσε κόσμο: τέλος της ιστορίας, νέα παγκόσμια τάξη, κράτος δικαίου, ανθρωπιστική επέμβαση, κ.λπ. Ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο ενώ μάλιστα αφήναμε να διαπράττεται μια σειρά από σφαγές. Ακόμη χειρότερα, συμβάλλαμε σ’ αυτές με ενεργό τρόπο. Όμως, ποιος μιλούσε γι’ αυτές; Ένα από τα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού είναι ίσως ότι καθιστά δυνατό αυτό το είδος της ασυνέπειας σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ένα ολοκληρωτικό κράτος δεν διαθέτει αυτό το χάρισμα.
Τι είναι, λοιπόν, η τρομοκρατία; Στα αμερικανικά στρατιωτικά εγχειρίδια, τρόμος σημαίνει η υπολογισμένη χρήση της βίας, της απειλής χρήσης βίας, του εκφοβισμού, του καταναγκασμού ή του φόβου για πολιτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς. Το πρόβλημα ενός τέτοιου ορισμού είναι ότι καλύπτει με αρκετή ακρίβεια αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκάλεσαν πόλεμο χαμηλής έντασης, διεκδικώντας αυτό το είδος πρακτικής. Εξάλλου, το Δεκέμβριο του 1987, όταν η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε μιαν απόφαση κατά της τρομοκρατίας, μία χώρα, η Ονδούρα, απείχε και δύο άλλες οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ αντιτάχθηκαν σ’ αυτή. Γιατί το έκαναν αυτό; Εξαιτίας μιας παραγράφου της απόφασης, η οποία έλεγε ότι δεν έπρεπε να αμφισβητείται το δικαίωμα των λαών να αγωνίζονται ενάντια σ’ ένα αποικιοκρατικό καθεστώς ή ενάντια σε μια στρατιωτική κατοχή.
Όμως, εκείνη την εποχή, η Νότια Αφρική ήταν σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκτός από τις επιθέσεις κατά των γειτονικών του χωρών (Ναμίμπια, Αγκόλα, κ.λπ.), οι οποίες προκάλεσαν το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων και προξένησαν καταστροφές που υπολογίζονται σε 60 δισεκατομμύρια δολάρια, το καθεστώς του απαρτχάιντ της Πρετόριας βρισκόταν αντιμέτωπο, στο εσωτερικό, με μια δύναμη που είχε χαρακτηριστεί «τρομοκρατική», το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC). Όσον αφορά το Ισραήλ, κατείχε παράνομα ορισμένα παλαιστινιακά εδάφη από το 1967, καθώς και άλλα εδάφη, στο Λίβανο, από το 1978, ενώ πολεμούσε, στο νότο αυτής της χώρας, ενάντια σε μια δύναμη που είχε χαρακτηριστεί «τρομοκρατική» από το ίδιο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Χεζμπολάχ. Στις συνηθισμένες αναλύσεις για την τρομοκρατία, αυτό το είδος πληροφοριών ή υπενθύμισης δεν είναι συνηθισμένο. Για να θεωρούνται οι αναλύσεις και τα άρθρα του τύπου σεβαστά, είναι καλύτερα, στην πραγματικότητα, να τοποθετούνται από την καλή πλευρά, δηλαδή από την πλευρά των καλύτερα οπλισμένων.
Τη δεκαετία του 1990, στην Κολομβία σημειώθηκαν τα χειρότερα πλήγματα κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή η χώρα ήταν ο κυριότερος παραλήπτης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας, αν εξαιρέσουμε το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που αποτελούν ξεχωριστές περιπτώσεις. Μέχρι το 1999, μετά από αυτές τις χώρες, την πρώτη θέση κατείχε η Τουρκία, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν αυξανόμενη ποσότητα όπλων από το 1984. Γιατί από εκείνη τη χρονιά; Όχι επειδή αυτή η χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ έπρεπε να αντιμετωπίσει τη Σοβιετική Ένωση, η οποία ήταν ήδη στη διαδικασία της διάλυσης εκείνη την εποχή, αλλά για να μπορέσει να διεξάγει τον τρομοκρατικό πόλεμο που μόλις είχε αρχίσει κατά των Κούρδων.
Το 1997, η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια στην Τουρκία ξεπέρασε τη βοήθεια που αυτή η χώρα είχε λάβει κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου 1950-1983, περιόδου του ψυχρού πολέμου. Τα αποτελέσματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων ήταν 2 έως 3 εκατομμύρια πρόσφυγες, δεκάδες χιλιάδες θύματα, 350 πόλεις και χωριά κατεστραμμένα. Όσο η καταστολή εντεινόταν, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχιζαν να προμηθεύουν περίπου το 80% των όπλων που χρησιμοποιούνταν από τους τούρκους στρατιωτικούς, αυξάνοντας μάλιστα το ρυθμό της παράδοσή τους. Η τάση ανατράπηκε το 1999. Ο στρατιωτικός τρόμος, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί με φυσικότητα «αντιτρόμος» από τις αρχές της Άγκυρας, είχε τότε πετύχει τους στόχους του. Αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντοτε, όταν ο τρόμος ασκείται από τους κύριους χρήστες του, τις δυνάμεις που βρίσκονται επί τόπου.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν να κάνουν με μια αχάριστη χώρα. Η Ουάσιγκτον την είχε προμηθεύσει με F-16 για να βομβαρδίσει τον ίδιο τον πληθυσμό της. Η Άγκυρα τα χρησιμοποίησε το 1999 για να βομβαρδίσει τη Σερβία. Στη συνέχεια, λίγες μέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ έκανε γνωστό ότι η χώρα του θα συμμετείχε με ενθουσιασμό στην αμερικανική συμμαχία κατά του δικτύου Μπιν Λάντεν. Ο ίδιος εξήγησε με την ευκαιρία αυτή ότι η Τουρκία είχε αναλάβει ένα χρέος ευγνωμοσύνης απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο αναγόταν στο δικό της «αντιτρομοκρατικό πόλεμο» και την ξεχωριστή υποστήριξη που της είχε προσφέρει τότε η Ουάσιγκτον.
Να μειώσουμε το επίπεδο του τρόμου
Βέβαια, κι άλλες χώρες είχαν υποστηρίξει τον πόλεμο της Άγκυρας κατά των Κούρδων, αλλά καμία με το ζήλο και την αποφασιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η υποστήριξη εκμεταλλεύτηκε τη σιωπή ή -η λέξη είναι ίσως πιο σωστή- τη δουλοπρέπεια των καλλιεργημένων αμερικανικών τάξεων. Γιατί, αυτές οι τάξεις δεν αγνοούσαν αυτό που συνέβαινε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ελεύθερη χώρα, σε τελική ανάλυση. Οι εκθέσεις των ανθρωπιστικών οργανώσεων για την κατάσταση στο Κουρδιστάν ανήκαν στη δημόσια σφαίρα. Εκείνη την εποχή, επιλέξαμε λοιπόν να συμβάλλουμε στις φρικαλεότητες.
Η σημερινή συμμαχία κατά της τρομοκρατίας περιλαμβάνει κι άλλα εκλεκτά μέλη. Έτσι, η «Christian Science Monitor», αναμφισβήτητα μία από τις καλύτερες εφημερίδες όσον αφορά την ανάλυση της διεθνούς επικαιρότητας, ομολόγησε ότι ορισμένοι λαοί που δεν συμπαθούσαν καθόλου τις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρχίσει να τις σέβονται περισσότερο, καθώς ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι όταν τις είδαν να διεξάγουν έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Ο δημοσιογράφος, αν και ειδικός για την Αφρική, ανέφερε ως κύριο παράδειγμα αυτής της αλλαγής την περίπτωση της Αλγερίας. Όφειλε λοιπόν να γνωρίζει ότι η Αλγερία διεξάγει έναν τρομοκρατικό πόλεμο κατά του ίδιου του λαού της. Η Ρωσία, που διεξάγει έναν τρομοκρατικό πόλεμο στην Τσετσενία, και η Κίνα, που έχει διαπράξει φρικαλεότητες εναντίον όσων χαρακτηρίζει μουσουλμάνους αυτονομιστές, έχουν επίσης προσχωρήσει στην αμερικανική υπόθεση.
Έστω, όμως τι να κάνουμε στη σημερινή κατάσταση; Ένας τόσο ακραίος ριζοσπάστης όσο ο πάπας, συνιστά να αναζητήσουμε τους ενόχους τους εγκλήματος της 11ης Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια να τους δικάσουμε. Όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιθυμούν να προσφύγουν σε δικαστικά μέσα, προτιμούν να μην παρουσιάζουν καμία απόδειξη και αντιτίθενται στην ύπαρξη μιας διεθνούς δικαιοδοσίας. Ακόμη χειρότερα, όταν η Αϊτή απαιτεί την έκδοση του Εμανουέλ Κονστάν, ο οποίος κρίθηκε υπεύθυνος για το θάνατο χιλιάδων ατόμων μετά το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον πρόεδρο Ζαν-Μπερτράν Αριστίντ, στις 30 Σεπτεμβρίου 1991, και παρουσιάζει αποδείξεις για την ενοχή του, η αίτηση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στην Ουάσιγκτον. Δεν γίνεται καν το αντικείμενο μιας οποιασδήποτε συζήτησης.
Για να αγωνιστούμε κατά της τρομοκρατίας επιβάλλεται να μειώσουμε το επίπεδο του τρόμου, όχι να το αυξήσουμε. Όταν ο Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός (IRA) πραγματοποιεί μιαν επίθεση στο Λονδίνο, οι Βρετανοί δεν καταστρέφουν ούτε τη Βοστόνη, ούτε το Μπέλφαστ. Αναζητούν τους ενόχους και στη συνέχεια τους δικάζουν. Ένα μέσο για να μειώσουμε το επίπεδο του τρόμου θα ήταν να σταματήσουμε να συμβάλλουμε οι ίδιοι σ’ αυτόν. Έπειτα, να σκεφτούμε τους πολιτικούς προσανατολισμούς που δημιούργησαν ένα απόθεμα υποστήριξης, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν στη συνέχεια οι χορηγοί της επίθεσης. Τις τελευταίες εβδομάδες, η συνειδητοποίηση, από την αμερικανική κοινή γνώμη, όλων των πλευρών της διεθνούς πραγματικότητας, των οποίων την ύπαρξη μόνο οι ελίτ υποψιάζονταν στο παρελθόν, ίσως αποτελεί ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ολόκληρη η διάλεξη στα αγγλικά (ηχητικό ντοκουμέντο)
Λίγες εβδομάδες μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, ο Νόαμ Τσόμσκι σε μια διάλεξή του στο ΜΙΤ, στις 18 Οκτωβρίου 2001, αναλύει γιατί οι Αμερικανοί ηγέτες δεν έχουν πάντα συνείδηση των αποτελεσμάτων που έχει η μανία τους να νικούν κάθε αντίπαλο. Και οι νίκες του χθες μπορεί αύριο να κοστίσουν ακριβά.
Πρέπει να βασιστούμε σε δύο αξιώματα. Το πρώτο είναι ότι τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 συνιστούν μια τρομερή φρικαλεότητα, ίσως τη μεγαλύτερη ακαριαία απώλεια ανθρώπινων ζωών στην ιστορία, με εξαίρεση τους πολέμους. Το δεύτερο αξίωμα είναι ότι στόχος μας θα έπρεπε να είναι να μειώσουμε τον κίνδυνο να επαναληφθούν τέτοιες επιθέσεις, είτε είμαστε εμείς τα θύματά τους είτε τις υφίσταται κάποιος άλλος. Αν δεν δέχεστε αυτά τα δύο σημεία αφετηρίας, αυτό που θα ακολουθήσει δεν σας αφορά. Αν τα δέχεστε, πολλά ακόμη ερωτήματα προκύπτουν.
Ας αρχίσουμε με την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Στο Αφγανιστάν, υπήρχαν μερικά εκατομμύρια άτομα τα οποία απειλούνταν από λιμό. Αυτό συνέβαινε ήδη πριν από τις επιθέσεις. Επιβίωναν χάρη στη διεθνή βοήθεια. Ωστόσο, στις 16 Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες απαίτησαν από το Πακιστάν να σταματήσει τις πομπές φορτηγών τα οποία μετέφεραν τρόφιμα και άλλα προϊόντα πρώτης ανάγκης στον αφγανικό πληθυσμό. Αυτή η απόφαση δεν προκάλεσε καμία αντίδραση στη Δύση. Η αποχώρηση ενός μέρους του ανθρωπιστικού προσωπικού κατέστησε τη βοήθεια ακόμη πιο προβληματική. Μία εβδομάδα μετά την έναρξη των βομβαρδισμών, τα Ηνωμένη Έθνη εκτιμούσαν ότι ο ερχομός του χειμώνα θα καθιστούσε αδύνατες τις αποστολές βοήθειας, που είχαν ήδη μειωθεί στο ελάχιστον από τις επιδρομές της αμερικανικής αεροπορίας.
Όταν πολιτικές ή θρησκευτικές ανθρωπιστικές οργανώσεις και ο εισηγητής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τα τρόφιμα και τη γεωργία (FAO) ζήτησαν το σταμάτημα των βομβαρδισμών, αυτή η πληροφορία ούτε καν αναφέρθηκε από την εφημερίδα «The New York Times». Η εφημερίδα «The Boston Globe» αφιέρωσε σ’ αυτή μία γραμμή, αλλά στο πλαίσιο ενός άρθρου που εξέταζε κάτι άλλο, την κατάσταση στο Κασμίρ. Έτσι, τον Οκτώβριο, ο δυτικός πολιτισμός είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο να δει να πεθαίνουν εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανοί. Την ίδια στιγμή, ο επικεφαλής του πολιτισμού αυτού έκανε γνωστό ότι δεν θα καταδεχόταν να απαντήσει ούτε στις αφγανικές προτάσεις για διαπραγμάτευση, σχετικά με την παράδοση του Οσάμα Μπεν Λάντεν, ούτε στην απαίτηση για μια απόδειξη που να επιτρέπει να τεκμηριωθεί μια ενδεχόμενη απόφαση για έκδοση. Μόνο μια άνευ όρων συνθηκολόγηση θα γινόταν δεκτή.
Αλλά ας επανέλθουμε στην 11η Σεπτεμβρίου. Κανένα έγκλημα δεν υπήρξε πιο θανατηφόρο στην ιστορία -εκτός ίσως από εγκλήματα που είχαν μεγαλύτερη διάρκεια. Επιπλέον, αυτή τη φορά, τα όπλα σημάδευσαν έναν ασυνήθιστο στόχο: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αναλογία με το Περλ Χάρμπορ, η οποία αναφέρεται συχνά, δεν είναι σωστή. Το 1941, ο γιαπωνέζικος στρατός βομβάρδισε στρατιωτικές βάσεις σε δύο αποικίες, τις οποίες οι ΗΠΑ είχαν καταλάβει κάτω από συνθήκες που δεν ήταν και τόσο άψογες. Οι Γιαπωνέζοι δεν επιτέθηκαν στο ίδιο το αμερικανικό έδαφος.
Εδώ και περίπου διακόσια χρόνια, εμείς οι Αμερικανοί εκτοπίσαμε ή εξοντώσαμε πληθυσμούς ιθαγενών, δηλαδή εκατομμύρια άτομα, κατακτήσαμε το μισό Μεξικό, λεηλατήσαμε τις περιοχές της Καραϊβικής και της κεντρικής Αμερικής, εισβάλαμε στην Αϊτή και τις Φιλιππίνες -σκοτώνοντας 100.000 Φιλιππινέζους σ’ αυτή την περίπτωση. Στη συνέχεια, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επεκτείναμε την επιρροή μας στον κόσμο με τον τρόπο που γνωρίζουμε. Αλλά, σχεδόν πάντοτε, εμείς ήμαστε εκείνοι που σκότωναν, και η μάχη διεξαγόταν έξω από το εθνικό έδαφός μας.
Όμως, όταν μας ρωτούν, για παράδειγμα, για τον Ιρλανδικό Ρεπουμπλικανικό Στρατό (IRA) και την τρομοκρατία, διαπιστώνουμε το εξής: οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, ανάλογα με το αν εργάζονται στη μία ή την άλλη όχθη της θάλασσας της Ιρλανδίας. Γενικά, ο πλανήτης εμφανίζεται με διαφορετική όψη, ανάλογα με το αν κάποιος κρατάει το μαστίγιο εδώ και πολύ καιρό ή αν υφίσταται τα χτυπήματα για αιώνες. Ίσως γι’ αυτό, κατά βάθος, ο υπόλοιπος κόσμος, αν και έδειξε το ίδιο τρομοκρατημένος από την τύχη των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου, δεν αντέδρασε το ίδιο με μας στις επιθέσεις της Νέας Υόρκης και της Ουάσιγκτον.
Για να καταλάβουμε τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, πρέπει να ξεχωρίσουμε τους εκτελεστές του εγκλήματος, από τη μια πλευρά, και από την άλλη πλευρά, το απόθεμα κατανόησης από το οποίο ωφελήθηκε αυτό το έγκλημα, και το οποίο υπήρχε ακόμη και σε αυτούς που ήταν αντίθετοι μ’ αυτό. Ποιοι ήταν οι εκτελεστές; Αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για το δίκτυο Μπιν Λάντεν, κανένας δεν γνωρίζει περισσότερα για τη γένεση αυτής της φονταμενταλιστικής ομάδας από τη CIA και τους συνεργάτες της, γιατί αυτοί την ενθάρρυναν στη γέννησή της. Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, διευθυντής για θέματα εθνικής ασφαλείας της κυβέρνησης Κάρτερ, έχει εκφράσει την ευαρέσκειά του για την «παγίδα» που στήθηκε στους Σοβιετικούς από το 1978, και η οποία συνίστατο, με τη βοήθεια των επιθέσεων των μουτζαχεντίν (οι οποίοι οργανώθηκαν, οπλίστηκαν και εκπαιδεύτηκαν από τη CIA) κατά του καθεστώτος της Καμπούλ, στο να συρθούν οι Σοβιετικοί στο αφγανικό έδαφος στο τέλος του επόμενου χρόνου.
Μόνο μετά το 1990 και την εγκατάσταση μόνιμων αμερικανικών βάσεων στη Σαουδική Αραβία, σε μια γη ιερή για το Ισλάμ, αυτοί οι μαχητές στράφηκαν κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Υποστήριξη ωμών καθεστώτων
Αν τώρα θέλουμε να εξηγήσουμε το απόθεμα συμπάθειας το οποίο διαθέτουν τα δίκτυα του Μπιν Λάντεν, ακόμη και στους κόλπους ηγετικών στρωμάτων σε χώρες του Νότου, πρέπει να ξεκινήσουμε από την οργή που προκαλεί η υποστήριξη κάθε είδους αυταρχικού ή δικτατορικού καθεστώτος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να θυμηθούμε την αμερικανική πολιτική, που κατέστρεψε την ιρακινή κοινωνία σταθεροποιώντας ταυτόχρονα το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν, και δεν πρέπει να ξεχάσουμε την υποστήριξη της Ουάσιγκτον στην ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών από το 1967.
Τη στιγμή που τα κύρια άρθρα των «New York Times» υποδεικνύουν ότι «αυτοί» μας μισούν γιατί υπερασπιζόμαστε τον καπιταλισμό, τη δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα, το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, η «Wall Street Joumal», καλύτερα πληροφορημένη, εξηγεί, αφού έχει ρωτήσει τραπεζίτες και ανώτερα στελέχη που δεν είναι δυτικοί, ότι «μας» μισούν γιατί εμποδίσαμε τη δημοκρατία και την οικονομική ανάπτυξη. Και, υποστηρίξαμε ωμά καθεστώτα, ακόμη και τρομοκρατικά.
Στους ηγετικούς κύκλους της Δύσης, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας παρουσιάστηκε σαν ένας «αγώνας που διεξάγεται ενάντια σ’ έναν καρκίνο που μεταδόθηκε από βαρβάρους». Όμως, αυτά τα λόγια και αυτή η προτεραιότητα δεν είναι σημερινά. Πριν από είκοσι χρόνια, τα ανέφεραν ήδη ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν και ο υπουργός των Εξωτερικών Αλεξάντερ Χέιγκ. Για να διεξάγει αυτή τη μάχη κατά των διεφθαρμένων αντιπάλων του πολιτισμού, η αμερικανική κυβέρνηση εγκαθίδρυσε τότε ένα διεθνές τρομοκρατικό δίκτυο με μια ευρύτητα χωρίς προηγούμενο. Μολονότι αυτό το δίκτυο διέπραξε αναρίθμητες φρικαλεότητες από τη μια άκρη του πλανήτη μέχρι την άλλη, επικέντρωσε, ωστόσο, το κύριο μέρος των προσπαθειών του στη Λ. Αμερική.
Για μία περίπτωση, τη Νικαράγουα, δεν υπάρχει αμφιβολία: στην πραγματικότητα, αποφάνθηκαν γι’ αυτή το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και τα Ηνωμένα Έθνη. Αναρωτηθήκατε άραγε να μάθετε πόσες φορές αυτό το αναμφισβήτητο προηγούμενο μιας τρομοκρατικής ενέργειας, στην οποία ένα κράτος δικαίου θέλησε να απαντήσει με τα μέσα του δικαίου, αναφέρθηκε από τους κυρίαρχους σχολιαστές; Κι όμως επρόκειτο για ένα προηγούμενο ακόμη πιο ακραίο από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου: ο πόλεμος της κυβέρνησης Ρίγκαν κατά της Νικαράγουας προκάλεσε 57.000 θύματα, μεταξύ των οποίων 29.000 νεκρούς, και την καταστροφή μιας χώρας, ίσως με μη αντιστρέψιμο τρόπο.
Εκείνη την εποχή, η Νικαράγουα είχε αντιδράσει. Όχι τοποθετώντας βόμβες στην Ουάσιγκτον, αλλά προσφεύγοντας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το δικαστήριο, στις 27 Ιουνίου 1986, έκανε δεκτή την άποψη των αρχών της Μανάγκουα, καταδικάζοντας την «παράνομη χρήση βίας» από τις Ηνωμένες Πολιτείες (οι οποίες είχαν ναρκοθετήσει τα λιμάνια της Νικαράγουας) και ζητώντας από την Ουάσιγκτον να θέσει τέλος στο έγκλημα, χωρίς να ξεχάσει να πληρώσει υψηλές αποζημιώσεις και τόκους. Οι ΗΠΑ απάντησαν ότι δεν θα συμμορφώνονταν με την απόφαση και δεν θα αναγνώριζαν πλέον τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Η Νικαράγουα ζήτησε τότε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών την υιοθέτηση μιας απόφασης η οποία απαιτούσε από όλα τα κράτη να σέβονται το διεθνές δίκαιο. Δεν αναφερόταν σε κανένα ιδιαίτερα, αλλά όλοι είχαν καταλάβει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντέταξαν το βέτο τους σ’ αυτή την απόφαση. Έτσι, μέχρι σήμερα, είναι το μοναδικό κράτος που έχει καταδικαστεί από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και ταυτόχρονα έχει αντιταχθεί σε μια απόφαση που απαιτεί… τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Στη συνέχεια, η Νικαράγουα στράφηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Η απόφαση την οποία πρότεινε για ψήφιση δεν συνάντησε παρά τρεις αντιρρήσεις: από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από το Ισραήλ και από το Ελ Σαλβαδόρ. Τον επόμενο χρόνο, η Νικαράγουα ζήτησε την ψήφιση της ίδιας απόφασης. Αυτή τη φορά, μόνο το Ισραήλ υποστήριξε τη θέση της κυβέρνησης Ρίγκαν. Σ’ αυτή τη φάση, η Νικαράγουα δεν διέθετε πλέον κανένα μέσο δικαίου. Όλα είχαν αποτύχει σε έναν κόσμο που διέπεται από την ισχύ. Αυτό το προηγούμενο δεν δημιουργεί καμία αμφιβολία. Πόσες φορές, άραγε, έχουμε μιλήσει γι’ αυτό στο πανεπιστήμιο, στις εφημερίδες;
Αυτή η ιστορία αποκαλύπτει πολλά πράγματα. Κατ’ αρχήν, ότι η τρομοκρατία αποδίδει. Η βία, επίσης. Έπειτα, ότι έχουμε άδικο να πιστεύουμε ότι η τρομοκρατία είναι το εργαλείο των αδυνάμων. Όπως τα περισσότερα θανατηφόρα όπλα, η τρομοκρατία είναι κυρίως το όπλο των ισχυρών. Όταν ισχυριζόμαστε το αντίθετο, είναι μόνο επειδή οι ισχυροί ελέγχουν επίσης τους ιδεολογικούς και πολιτιστικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν ο τρόμος τους να μοιάζει με κάτι άλλο και όχι με τρόμο.
Ένα από τα πιο συνηθισμένα μέσα που διαθέτουν για να πετυχαίνουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι να εξαφανίζουν τη μνήμη ενοχλητικών γεγονότων. Έτσι, κανένας πλέον δεν τα θυμάται. Επιπλέον, η δύναμη της προπαγάνδας και των αμερικανικών δογμάτων είναι τέτοια που επιβάλλεται ακόμη και στα θύματά της. Πηγαίνετε στην Αργεντινή και θα πρέπει να θυμηθείτε αυτό που μόλις ανέφερα: «Μα ναι, αλλά το έχουμε ξεχάσει!».
Η Νικαράγουα, η Αϊτή και η Γουατεμάλα είναι οι τρεις φτωχότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Συγκαταλέγονται επίσης μεταξύ των χωρών στις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επέμβει στρατιωτικά. Η σύμπτωση δεν είναι αναγκαστικά τυχαία. Όμως όλα αυτά έγιναν μέσα σ’ ένα ιδεολογικό κλίμα που είχε σημαδευτεί από τις ενθουσιώδεις διακηρύξεις των δυτικών διανοουμένων. Πριν από μερικά χρόνια, ο αυτοθαυμασμός χαλούσε κόσμο: τέλος της ιστορίας, νέα παγκόσμια τάξη, κράτος δικαίου, ανθρωπιστική επέμβαση, κ.λπ. Ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο ενώ μάλιστα αφήναμε να διαπράττεται μια σειρά από σφαγές. Ακόμη χειρότερα, συμβάλλαμε σ’ αυτές με ενεργό τρόπο. Όμως, ποιος μιλούσε γι’ αυτές; Ένα από τα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού είναι ίσως ότι καθιστά δυνατό αυτό το είδος της ασυνέπειας σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ένα ολοκληρωτικό κράτος δεν διαθέτει αυτό το χάρισμα.
Τι είναι, λοιπόν, η τρομοκρατία; Στα αμερικανικά στρατιωτικά εγχειρίδια, τρόμος σημαίνει η υπολογισμένη χρήση της βίας, της απειλής χρήσης βίας, του εκφοβισμού, του καταναγκασμού ή του φόβου για πολιτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς. Το πρόβλημα ενός τέτοιου ορισμού είναι ότι καλύπτει με αρκετή ακρίβεια αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκάλεσαν πόλεμο χαμηλής έντασης, διεκδικώντας αυτό το είδος πρακτικής. Εξάλλου, το Δεκέμβριο του 1987, όταν η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε μιαν απόφαση κατά της τρομοκρατίας, μία χώρα, η Ονδούρα, απείχε και δύο άλλες οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ αντιτάχθηκαν σ’ αυτή. Γιατί το έκαναν αυτό; Εξαιτίας μιας παραγράφου της απόφασης, η οποία έλεγε ότι δεν έπρεπε να αμφισβητείται το δικαίωμα των λαών να αγωνίζονται ενάντια σ’ ένα αποικιοκρατικό καθεστώς ή ενάντια σε μια στρατιωτική κατοχή.
Όμως, εκείνη την εποχή, η Νότια Αφρική ήταν σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκτός από τις επιθέσεις κατά των γειτονικών του χωρών (Ναμίμπια, Αγκόλα, κ.λπ.), οι οποίες προκάλεσαν το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων και προξένησαν καταστροφές που υπολογίζονται σε 60 δισεκατομμύρια δολάρια, το καθεστώς του απαρτχάιντ της Πρετόριας βρισκόταν αντιμέτωπο, στο εσωτερικό, με μια δύναμη που είχε χαρακτηριστεί «τρομοκρατική», το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC). Όσον αφορά το Ισραήλ, κατείχε παράνομα ορισμένα παλαιστινιακά εδάφη από το 1967, καθώς και άλλα εδάφη, στο Λίβανο, από το 1978, ενώ πολεμούσε, στο νότο αυτής της χώρας, ενάντια σε μια δύναμη που είχε χαρακτηριστεί «τρομοκρατική» από το ίδιο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Χεζμπολάχ. Στις συνηθισμένες αναλύσεις για την τρομοκρατία, αυτό το είδος πληροφοριών ή υπενθύμισης δεν είναι συνηθισμένο. Για να θεωρούνται οι αναλύσεις και τα άρθρα του τύπου σεβαστά, είναι καλύτερα, στην πραγματικότητα, να τοποθετούνται από την καλή πλευρά, δηλαδή από την πλευρά των καλύτερα οπλισμένων.
Τη δεκαετία του 1990, στην Κολομβία σημειώθηκαν τα χειρότερα πλήγματα κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή η χώρα ήταν ο κυριότερος παραλήπτης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας, αν εξαιρέσουμε το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που αποτελούν ξεχωριστές περιπτώσεις. Μέχρι το 1999, μετά από αυτές τις χώρες, την πρώτη θέση κατείχε η Τουρκία, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν αυξανόμενη ποσότητα όπλων από το 1984. Γιατί από εκείνη τη χρονιά; Όχι επειδή αυτή η χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ έπρεπε να αντιμετωπίσει τη Σοβιετική Ένωση, η οποία ήταν ήδη στη διαδικασία της διάλυσης εκείνη την εποχή, αλλά για να μπορέσει να διεξάγει τον τρομοκρατικό πόλεμο που μόλις είχε αρχίσει κατά των Κούρδων.
Το 1997, η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια στην Τουρκία ξεπέρασε τη βοήθεια που αυτή η χώρα είχε λάβει κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου 1950-1983, περιόδου του ψυχρού πολέμου. Τα αποτελέσματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων ήταν 2 έως 3 εκατομμύρια πρόσφυγες, δεκάδες χιλιάδες θύματα, 350 πόλεις και χωριά κατεστραμμένα. Όσο η καταστολή εντεινόταν, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχιζαν να προμηθεύουν περίπου το 80% των όπλων που χρησιμοποιούνταν από τους τούρκους στρατιωτικούς, αυξάνοντας μάλιστα το ρυθμό της παράδοσή τους. Η τάση ανατράπηκε το 1999. Ο στρατιωτικός τρόμος, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί με φυσικότητα «αντιτρόμος» από τις αρχές της Άγκυρας, είχε τότε πετύχει τους στόχους του. Αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντοτε, όταν ο τρόμος ασκείται από τους κύριους χρήστες του, τις δυνάμεις που βρίσκονται επί τόπου.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν να κάνουν με μια αχάριστη χώρα. Η Ουάσιγκτον την είχε προμηθεύσει με F-16 για να βομβαρδίσει τον ίδιο τον πληθυσμό της. Η Άγκυρα τα χρησιμοποίησε το 1999 για να βομβαρδίσει τη Σερβία. Στη συνέχεια, λίγες μέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ έκανε γνωστό ότι η χώρα του θα συμμετείχε με ενθουσιασμό στην αμερικανική συμμαχία κατά του δικτύου Μπιν Λάντεν. Ο ίδιος εξήγησε με την ευκαιρία αυτή ότι η Τουρκία είχε αναλάβει ένα χρέος ευγνωμοσύνης απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο αναγόταν στο δικό της «αντιτρομοκρατικό πόλεμο» και την ξεχωριστή υποστήριξη που της είχε προσφέρει τότε η Ουάσιγκτον.
Να μειώσουμε το επίπεδο του τρόμου
Βέβαια, κι άλλες χώρες είχαν υποστηρίξει τον πόλεμο της Άγκυρας κατά των Κούρδων, αλλά καμία με το ζήλο και την αποφασιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η υποστήριξη εκμεταλλεύτηκε τη σιωπή ή -η λέξη είναι ίσως πιο σωστή- τη δουλοπρέπεια των καλλιεργημένων αμερικανικών τάξεων. Γιατί, αυτές οι τάξεις δεν αγνοούσαν αυτό που συνέβαινε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ελεύθερη χώρα, σε τελική ανάλυση. Οι εκθέσεις των ανθρωπιστικών οργανώσεων για την κατάσταση στο Κουρδιστάν ανήκαν στη δημόσια σφαίρα. Εκείνη την εποχή, επιλέξαμε λοιπόν να συμβάλλουμε στις φρικαλεότητες.
Η σημερινή συμμαχία κατά της τρομοκρατίας περιλαμβάνει κι άλλα εκλεκτά μέλη. Έτσι, η «Christian Science Monitor», αναμφισβήτητα μία από τις καλύτερες εφημερίδες όσον αφορά την ανάλυση της διεθνούς επικαιρότητας, ομολόγησε ότι ορισμένοι λαοί που δεν συμπαθούσαν καθόλου τις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρχίσει να τις σέβονται περισσότερο, καθώς ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι όταν τις είδαν να διεξάγουν έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Ο δημοσιογράφος, αν και ειδικός για την Αφρική, ανέφερε ως κύριο παράδειγμα αυτής της αλλαγής την περίπτωση της Αλγερίας. Όφειλε λοιπόν να γνωρίζει ότι η Αλγερία διεξάγει έναν τρομοκρατικό πόλεμο κατά του ίδιου του λαού της. Η Ρωσία, που διεξάγει έναν τρομοκρατικό πόλεμο στην Τσετσενία, και η Κίνα, που έχει διαπράξει φρικαλεότητες εναντίον όσων χαρακτηρίζει μουσουλμάνους αυτονομιστές, έχουν επίσης προσχωρήσει στην αμερικανική υπόθεση.
Έστω, όμως τι να κάνουμε στη σημερινή κατάσταση; Ένας τόσο ακραίος ριζοσπάστης όσο ο πάπας, συνιστά να αναζητήσουμε τους ενόχους τους εγκλήματος της 11ης Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια να τους δικάσουμε. Όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιθυμούν να προσφύγουν σε δικαστικά μέσα, προτιμούν να μην παρουσιάζουν καμία απόδειξη και αντιτίθενται στην ύπαρξη μιας διεθνούς δικαιοδοσίας. Ακόμη χειρότερα, όταν η Αϊτή απαιτεί την έκδοση του Εμανουέλ Κονστάν, ο οποίος κρίθηκε υπεύθυνος για το θάνατο χιλιάδων ατόμων μετά το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον πρόεδρο Ζαν-Μπερτράν Αριστίντ, στις 30 Σεπτεμβρίου 1991, και παρουσιάζει αποδείξεις για την ενοχή του, η αίτηση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στην Ουάσιγκτον. Δεν γίνεται καν το αντικείμενο μιας οποιασδήποτε συζήτησης.
Για να αγωνιστούμε κατά της τρομοκρατίας επιβάλλεται να μειώσουμε το επίπεδο του τρόμου, όχι να το αυξήσουμε. Όταν ο Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός (IRA) πραγματοποιεί μιαν επίθεση στο Λονδίνο, οι Βρετανοί δεν καταστρέφουν ούτε τη Βοστόνη, ούτε το Μπέλφαστ. Αναζητούν τους ενόχους και στη συνέχεια τους δικάζουν. Ένα μέσο για να μειώσουμε το επίπεδο του τρόμου θα ήταν να σταματήσουμε να συμβάλλουμε οι ίδιοι σ’ αυτόν. Έπειτα, να σκεφτούμε τους πολιτικούς προσανατολισμούς που δημιούργησαν ένα απόθεμα υποστήριξης, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν στη συνέχεια οι χορηγοί της επίθεσης. Τις τελευταίες εβδομάδες, η συνειδητοποίηση, από την αμερικανική κοινή γνώμη, όλων των πλευρών της διεθνούς πραγματικότητας, των οποίων την ύπαρξη μόνο οι ελίτ υποψιάζονταν στο παρελθόν, ίσως αποτελεί ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ολόκληρη η διάλεξη στα αγγλικά (ηχητικό ντοκουμέντο)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου