Του Λάμπρου Παπαδήμα
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ο Γιάννης Ρίτσος, γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά και πέθανε στην Αθήνα το 1990[i]. Από το 1949 μέχρι το 1951 γράφει τη συλλογή ποιημάτων «Στις γειτονιές του κόσμου»[ii], όντας πολιτικός κρατούμενος. Οι Γειτονιές του κόσμου, λειτουργούν ως ένα ημερολόγιο εξορίας[iii] όπου σχολιάζεται η τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα μέσα από τις εμπειρίες που έρχονται από τις φτωχογειτονιές της Αθήνας[iv]. Σ’ αυτή τη συλλογή, η ιστορία μετουσιώνεται σε ποίηση[v], βγάζοντας στην επιφάνεια εικόνες λύπης, σιωπής και εσωστρέφειας, εικόνες λησμονημένες στα επίσημα βιβλία της ιστορίας[vi].
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΩΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ο Ρίτσος ήδη από την αφετηρία της συλλογής, καταθέτει εξαρχής στον αναγνώστη την προσωπική του εμπειρία και πώς αυτή συναρτάται με την έννοια του Χρόνου: «Δεν ξέρεις καν τι μήνας είναι» (σ.9)[vii], δηλώνοντας άμεσα μια απώλεια της αίσθησης του Χρόνου, προϊόν του εγκλεισμού του. Ίσως όμως, πέρα από αυτή την κατάθεση, ο Ρίτσος να θέλει να δηλώσει στον αναγνώστη και κάτι ακόμη. Τη ροή του χρόνου μέσα στο ίδιο του το έργο, η οποία δεν γίνεται προς μια κατεύθυνση αποκλειστικά. Ο χρόνος «Στις γειτονιές του κόσμου» είναι δυναμικός. Διαπερνά την Κατοχή, την Απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά και επιστρέφει αδιάκοπα στο παρόν μέσω της μνήμης. Ο δυναμικός χαρακτήρας του επιβεβαιώνεται κι αργότερα από τους στίχους:
«Ά, πώς φυσάει ετούτος ο άνεμος […]/Ανακατώνει τις χρονολογίες των εφημερίδων στο περίπτερο του αναπήρου […]/μπερδεύονται τα σπίτια και τα χρόνια και τα σύγνεφα και τα τηλεγραφήματα» (σ.16)
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μέσα από τον ποιητικό κόσμο του Α’ μέρους των Γειτονιών διέρχονται τα ιστορικά γεγονότα αγκαλιασμένα με το συγκινησιακό φορτίο της εμπειρίας, με το οποίο ο Ρίτσος ντύνει κομβικές στιγμές της ιστορίας της Κατοχής. Εικονοποιεί τον φόβο που κυριαρχεί στις λαϊκές γειτονιές, με τα σφαλιστά σπίτια και τον βηματισμό του αστυφύλακα:
- «Κλειδωμένα τα σπίτια. Κλειδωμένες οι καρδιές./Κλειδωμένα τα στόματα. Τίποτα./Μόνο το βήμα του αστυφύλακα ακούγεται/καθαρά, πολύ καθαρά το βήμα του αστυφύλακα/στις βραδινές γειτονιές της Αθήνας» (σ.10)
- «Οι γειτονιές δεν μιλάνε. Οι γειτονιές θυμώνουν/Κρύβονται μες στον ίσκιο οι γειτονιές/και σφίγγουν τη γροθιά τους. Δε μιλάνε» (σ.11)
- «πέσαν οι παλιατζήδες σαν ακρίδες,/χώσανε στα σακιά τους όλα τα πατρογονικά θυμητικά/[…] έναν παλιό καθρέφτη, μια σκαλισμένη κασετίνα/ ένα τέντζερι, ένα βιολί, μια ραπτομηχανή του Σίγγερ.-/Τ’ αντικρινό σπίτι δεν είχε πιά τα παστρικά του κουρτινάκια/ […] άδειες οι κάμαρες – μονάχα ένα αχυρένιο στρώμα κατάχαμα» (σ.13)
- «οι μαυραγορίτες ταξίδευαν στις στέγες των τραίνων» (σ.19)
- «γυρεύοντας λίγο ψωμί, λίγο λάδι, ένα πράσινο φύλλο,/αναποδογυρίζοντας τους πεθαμένους, ψάχνοντας τις τσέπες τους/για κάνα τάληρο, για κάνα μπακιρένιο ρολόι -/η ζωή ψάχνοντας στα στόματα των πεθαμένων/για κάνα δόντι χρυσό – ψάχνοντας, ψάχνοντας/να μείνει όρθη μέσα στους πεθαμένους – ψάχνοντας η ζωή/να βρει το δίκιο της ανάμεσα στους σκοτωμένους» (σ.14)
- «Λίγο ψωμί. Λίγο ψωμί. Λίγο ψωμί/Και τα παιδιά πεθαίναν την πλατεία της Ομονοίας σφίγγοντας ένα άδειο κονσερβοκούτι» (σσ.18-19)
- «Κανένας απ’ τους χαφιέδες που κόβουν βόλτες στο σκοτάδι/δεν καταλαβαίνει τίποτα» (σ.12)
- «κι οι Υπουργοί της κατοχής χόντραιναν» (σ.19)
- «Καθόμαστε στην άδεια κάμαρα και μελετούσαμε απ’ την αρχή την ιστορία μας./Κάποιος άγγιζε το χερούλι της πόρτας. Ένας φόβος. Κανένας.» (σ.13)
- «Μονάχα ο θάνατος περνοδιαβαίνοντας στα πεζοδρόμια,/σκυφτός με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του αμπέχωνου,/με το κασκέτο χωμένο ως τα φρύδια του. Ο θάνατος-/μονάχα τα μάτια του κάτω απ’ το γείσο,/ψάχνοντας μ’ ένα κλεφτοφάναρο τα νούμερα των σπιτιών-/εδώ, ναι, ναι -σημειώνοντας σ’ ένα χαρτί – τι σημειώνοντας;/ποιο σπίτι; εδώ; – ποιος θάναι;» (σ.18)
Μπροστά σε αυτά τα αμείλικτα γεγονότα, ένα τμήμα του λαού δεν μένει αμέτοχο: «Οι γειτονιές θυμούνται. Οι γειτονιές δεν θέλουν να ξεχάσουν […] τα χαράματα/οι ομοβροντίες στο Σκοπευτήριο. Τη νύχτα/τα φώτα του Χαϊδαρίου. Η συσκότιση […]/Μια πιστολιά στο δρόμο. Η νύχτα. Κι η τρεχάλα» (σ.16). Μια προετοιμασία υφαίνεται τις νύχτες συνωμοτικά: «κι ένα χέρι που σφίγγει τη ράχη της καρέκλας/κι ένα χέρι που λαδώνει το παλιό περίστροφο/κι ένα χέρι που ράβει μια σημαία/κι ένα χέρι που σφίγγει ένα άλλο χέρι» (σ.16).
Απέναντι στον Ναζισμό, γεννιέται μια δύναμη απελευθερωτική που θα παλέψει για «τ’ όνειρο των πεινασμένων,/ τ’ όνειρο των αδικημένων/όλου του κόσμου» (σ.15). Η μόνη ελπίδα που μοιάζει να ανατέλλει εκείνη την εποχή κατά τον Ρίτσο, κυοφορείται στη μεταφυσική του κομμουνισμού, την οποία ο ίδιος την περιγράφει σαν ένα μεγάλο παράνομο χαμόγελο. Παράνομο γιατί συνωμοτεί κάτω από τη μύτη της κατοχικής «νομιμότητας» και χαμόγελο γιατί είναι το αφήγημα που κυοφορεί την ελπίδα, το αφήγημα που εμψυχώνει τους αγωνιστές κατά του ναζισμού και κατά των κατακτητών.
Μεταδίδεται σιωπηλά, «αντιφεγγίζοντας από μάτια σε μάτια,/από στόμα σε στόμα, από όνειρο σε όνειρο-/ένα παράνομο χαμόγελο, σιωπηλό, πιο σιωπηλό απ’ το σπίρτο που αγγίζει το φιτίλι» (σ.15).
Είναι το ίδιο παράνομο χαμόγελο στα χείλη των παιδιών, που μαθαίνουν το αλφάβητο σε τοίχους με κόκκινα συνθήματα: «Κει πάνου μάθαιναν τ’ αλφάβητό τους» (σ.21) και παρελαύνουν «με τα χαρτονένια κράνη τους […] κάτω απ’ τη μύτη του Γερμανού» (όπ.π.).
Είναι το ίδιο παράνομο χαμόγελο, στον ενθουσιασμό των φοιτητών που αψηφούν τον θάνατο. Που πολεμούν ταυτόχρονα κι ενάντια στην καθεστηκυία ηγεμονία «παλεύοντας σώμα με σώμα με τα παλιά αγάλματα» (σ. 22).
Η ελπίδα έρχεται με φόρα σαν τον άνεμο που «τινάζει τις φωνές» και «χτυπάει τις πόρτες στις γειτονιές του κόσμου» (σ.25). Ο φορέας αυτής της ελπίδας, του παράνομου χαμόγελου, είναι το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), που ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941. Η δράση των αριστερών αντιστασιακών οργανώσεων σμιλεύει το όραμα της απελευθέρωσης: «“προσοχή, προσοχή, σας μιλάει το ΕΑΜ”/“προσοχή, προσοχή, σας μιλάει η ΕΠΟΝ”/ προσοχή,/σας μιλάει η Επανάσταση,/σας μιλάνε οι νεκροί της Επανάστασης,/σας μιλάνε οι αγέννητοι της Επανάστασης -/προσοχή, προσοχή, σας μιλάει το αύριο στη μέση της βραδινής συνοικίας που μυρίζει καμένο φαΐ και μπαρούτι» (σσ.24-25).
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1942, το ΕΑΜ ιδρύει τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ). Το παράνομο χαμόγελο που τριγυρνά τις γειτονιές, μετουσιώνεται στο μαζικότερο ένοπλο αντιστασιακό σώμα στην Ελλάδα, που έδρασε τα χρόνια της Κατοχής.
Βιβλιογραφία
[i] Μέντη, Δ. & Γαραντούδης, Ε. (2016). Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν…, Αθήνα: Gutenberg, σ.235
[ii] Όπ.π., σ.52
[iii] Λαδογιάννη, Γ. (2011). Ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Από την ιστορική στην ποιητική ύλη, στο: Γιάννης Ρίτσος: Πάντα παρών στο κάλεσμα της εποχής, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σ.84
[iv] Αλεξίου, Χ. (2011). Ποίηση βιωματική, ποίηση πράξεων και πρακτική, στο: Γιάννης Ρίτσος: Πάντα παρών στο κάλεσμα της εποχής, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σσ.53-54
[v] Λαδογιάννη, Γ. (2011). Ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Από την ιστορική στην ποιητική ύλη, στο: Γιάννης Ρίτσος: Πάντα παρών στο κάλεσμα της εποχής, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σ.85
[vi] Τουλιάτος, Σ. (2011). Ποιητική μαρτυρία και ιστορία στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, στο: Γιάννης Ρίτσος: Πάντα παρών στο κάλεσμα της εποχής, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σ.97
[vii] Τα αποσπάσματα και η αρίθμηση των σελίδων, προέρχονται από το βιβλίο: Ρίτσος, Γ. (1987). Τα επικαιρικά. 1945-1969, Τόμος: Ε’, Αθήνα: Κέδρος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου