Από τον Γιώργο Φλώρο
Η πολιορκία του Λένινγκραντ έληξε στις 27 Ιανουαρίου του 1944. Ονομάζεται επίσης (για ευνόητους λόγους) και Πολιορκία των 900 ημερών. Τρία χρόνια νωρίτερα, τον Σεπτέμβρη του 1941, οι Γερμανοί φτάνουν στην πόλη και αντιμετωπίζουν ένα τεράστιο δίλημμα: η θα επιτεθούν αμέσως στην πόλη, με λίγες πιθανότητες νίκης και με σίγουρα τεράστιες απώλειες, ή θα την πολιορκήσουν μέχρι να παραδοθεί.  Τελικά, επέλεξαν την πολιορκία ·η πόλη έτσι και αλλιώς, δεν θα κρατούσε πολύ, καθώς τα αποθέματα της σε φαγητό έφταναν για 30-40 μέρες και ο Ρώσικος χειμώνας ήταν προ των πυλών. Όμως, όπως πολύ οδυνηρά θα ανακάλυπταν αργότερα οι Γερμανοί, έκαναν τεράστιο λάθος· η πόλη άντεξε για 3 χρόνια.
Αλλά πώς άντεξε.. Τέλη Σεπτέμβρη εξαντλήθηκε το πετρέλαιο. Όλη η ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιούταν για τον στρατό, οπότε οι κάτοικοι πέρασαν τον χειμώνα χωρίς θέρμανση, σε θερμοκρασίες που έφτασαν τους -30 C⁰. Η τροφή εξαντλήθηκε σύντομα και οι κάτοικοι έτρωγαν σκύλους, γάτες, ποντίκια, ψωμί φτιαγμένο από πριονίδια-οτιδήποτε μπορούσαν να βρουν. Οι Ρώσοι έκαναν απελπισμένες προσπάθειες για ανεφοδιασμό· έφτασαν στο σημείο να στρώσουν σιδηρόδρομο 30 χλμ στην επιφάνεια της γειτονικής λίμνης Λάντογκα. Τα πρωινά έβρισκαν τους δρόμους γεμάτους ξυλιασμένα πτώματα· η πόλη αντιστέκονταν, αλλά πέθαινε από μέσα. Όταν τελείωσε πια η πολιορκία, ο πληθυσμός είχε μειωθεί κατά περίπου το 1/3. Παρ’ όλες όμως τις τεράστιες στερήσεις και τον θάνατο, οι Σοβιετικοί δεν έλεγαν να παραδοθούν. Και οι δύο πλευρές βρίσκονταν σε τρομακτικό αδιέξοδο: οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν την πόλη, έπρεπε να περιμένουν να παραδοθεί. Οι Σοβιετικοί από την άλλη, δεν μπορούσαν να σπάσουν τον Γερμανικό κλοιό αλλά έπρεπε να το κάνουν οπωσδήποτε, πριν πεθάνουν όλοι από την πείνα.
Ένας από τα εκατομμύρια των πολιορκημένων ήταν και ο Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς Σοστακόβιτς, ένας ταλαντούχος, διάσημος και πολιτικά αμφιλεγόμενος συνθέτης. Είχε διοριστεί στο Ωδείο του Λένινγκραντ και είχε αρνηθεί να φύγει όταν άρχισε η πολιορκία. Αντίθετα, ο 35χρονος Σοστακόβιτς είχε ζητήσει να καταταχθεί στον στρατό αλλά δεν τον δέχτηκαν λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας. Έτσι έγινε εθελοντής πυροσβέστης, παίρνοντας και αυτός το μικρό του μέρος στην παλλαϊκή άμυνα της πόλης. Αν και οι συνθήκες μέσα στην πόλη ήταν απάνθρωπες, οι τέχνες είχαν αρνηθεί να το βάλουν κάτω: σχολεία, ωδεία και Πανεπιστήμια λειτουργούσαν κανονικά, γίνονταν συναυλίες, στα θέατρα ανέβαιναν νέα έργα. Η πόλη αντιστέκονταν με τον δικό της τρόπο: αρνούμενη να παραδοθεί και να πεθάνει. Με τα λόγια του Σοστακόβιτς: ‘Όσο μουγκρίζουν τα κανόνια, οι μούσες μας υψώνουν και αυτές το περήφανο κεφάλι τους. Κανείς δε θα μας πάρει την πένα από τα χέρια μας!
Μέσα σε αυτό το κλίμα της πείνας, των συνεχών βομβαρδισμών και του θανάτου, ο Σοστακόβιτς αφού δεν μπορεί να πολεμήσει με τα χέρια του, πολεμά με την μουσική του. Ξεκινά να δουλεύει ένα νέο έργο του, αυτό που αργότερα ονομάστηκε η 7η Συμφωνία. “Αρχισα να δουλεύω την 7η Συμφωνία μου στις 19 του Ιούλη 1941. Τις ημερομηνίες τις θυμάμαι πολύ καθαρά. Το πρώτο μέρος είχε ολοκληρωθεί στις 3 του Σεπτέμβρη, το δεύτερο στις 17 και το τρίτο στις 29. Δούλευα μέρα και νύχτα. Ήθελα να συνθέσω ένα έργο για το σήμερα, για τη ζωή μας.”  Με ατελείωτες ώρες δουλειάς, ο Σοστακόβιτς έγραψε τα τρία από τα τέσσερα μέρη της συμφωνίας στο πολιορκημένο Λένινγκραντ.
Τελικά, τον Οκτώβριο του 1941 ο Σοστακόβιτς και η οικογένεια του μεταφέρονται στη σημερινή Σαμάρα όπου ολοκλήρωσε το έργο του. Η 7η συμφωνία ονομάστηκε Συμφωνία του Λένινγκραντ και παίχθηκε για πρώτη φορά στην Μόσχα στις 5 Μαρτίου του 1942 σε μια κατάμεστη αίθουσα, οι θεατές της οποίας δεν έφυγαν ούτε όταν, στα μέσα του έργου, ήχησαν οι σειρήνες του αεροπορικού βομβαρδισμού. Η Συμφωνία του Λένινγκραντ απέκτησε τεράστια φήμη, εντός και εκτός της χώρας. Σύντομα μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και στην Ν. Υόρκη. “Μια πετυχημένη εκτέλεση της Έβδομης Συμφωνίας θα πετύχει τόσα όσα και μερικά φορτία οπλισμού, με τη μόνη διαφορά ότι θα τα πετύχει εκ του ασφαλούς και μάλιστα με περισσότερη αποτελεσματικότητα.” έγραψε ο Α. Ροντζίνσκυ, διευθυντής ορχήστρας στις ΗΠΑ.
Το έργο λειτούργησε σε τέτοιο βαθμό εμψυχωτικά για τον αγωνιζόμενο Σοβιετικό λαό που η πολιτική ηγεσία πήρε την απόφαση να παιχτεί μέσα στο πολιορκημένο Λένινγκραντ. Η μόνη ορχήστρα που απέμενε στην πόλη ήταν αυτή του Ραδιοφωνικού Σταθμού και σε αυτή μόλις 15 από τα 100 αρχικά μέλη· οι υπόλοιποι είχαν είτε πεθάνει από την πείνα, είτε πολεμούσαν τον εχθρό στο μέτωπο. Ο μαέστρος της ορχήστρας Καρλ Έλιασμπεργκ είχε πολύ δουλειά να κάνει. Παντού εμφανίστηκαν αφίσες  που καλούσαν τους μουσικούς να παρουσιαστούν στο Ραδιόφωνο ενώ στάλθηκαν διαταγές στα στρατεύματα του μετώπου που ανακαλούσαν τους μουσικούς. Τελικά, αρχές Μαρτίου ξεκίνησαν οι πρόβες: η πρώτη σταμάτησε μετά από 15 λεπτά καθώς οι αποσκελετωμένοι μουσικοί δεν είχαν δυνάμεις για να παίξουν. Ακόμα όμως και όταν οι αρχές αύξησαν τις μερίδες φαγητού των μουσικών, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα καθώς οι συνεχείς βομβαρδισμοί διέκοπταν τις πρόβες. Οι παρτιτούρες της συμφωνίας μεταφέρθηκαν με μικροφίλμ από ένα αεροπλάνο που κατάφερε να φτάσει στην πόλη.
Μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες, η Συμφωνία του Λένινγκραντ παίχτηκε στην πολιορκημένη πόλη στις 9 Αυγούστου του 1943. Η ημερομηνία δεν επιλέχθηκε τυχαία: ήταν η μέρα που ο Χίτλερ, σίγουρος για το αποτέλεσμα της μάχης, είχε προκαθορίσει για τον εορτασμό για την παράδοση της πόλης. Η τελευταία πρόβα πριν την παράσταση έγινε λίγες ώρες  πριν, όταν τα κανόνια του Σοβιετικού πυροβολικού έστειλαν περίπου 3.000 βλήματα στους Γερμανούς, εξασφαλίζοντας την σιωπή τους για την παράσταση. Οι αρχές επίσης έστησαν μεγάφωνα σε όλη την πόλη για την αναμετάδοση της συναυλίας ώστε να μπορούν να την ακούσουν όχι μόνο οι δυστυχισμένοι κάτοικοι αλλά, κυρίως, οι Γερμανοί. Οι στρατιωτικές αρχές του Κόκκινου Στρατού κατάλαβαν αμέσως το διπλό όφελος μετάδοσης της συναυλίας: από την μία θα εμψύχωνε και θα έδινε ελπίδα στους Ρώσους πολίτες και στρατιώτες, από την άλλη θα ήταν ένα τεράστιο ράπισμα στο ηθικό των Γερμανών. Ολόκληρη η εκτέλεση της συμφωνίας μετατράπηκε σε ένα μήνυμα των πολιορκημένων προς τους πολιορκητές: άδικα περιμένετε, δεν θα παραδοθούμε ποτέ. Το κονσέρτο ξεκίνησε με ένα μικρό λόγο του Έλιασμπεργκ: “Αυτή η συναυλία είναι μάρτυρας του πνεύματος, του κουράγιου και της θέλησης μας να πολεμήσουμε. Ακούστε, Σύντροφοι! Και μέσα σε σιωπή, όπου και αν βρίσκονταν, εκατομμύρια Ρώσων και Γερμανών για τα επόμενα 70 λεπτά άκουσαν την μουσική του Σοστακόβιτς.
Τον Οκτώβρη του 1943, σχεδόν ταυτόχρονα με την νίκη στο Στάλινγκραντ, ο Κόκκινος Στρατός υπό τις διαταγές του στρατηγού Ζούκοφ, επιτίθεται στους Γερμανούς και καταφέρνει να ανοίξει χερσαία δίοδο προς την πόλη. Η τελική λύτρωση για την πόλη θα έρθει στις 27 Ιανουαρίου του 1944. Μετά τον πόλεμο, κάποιοι Γερμανοί, τότε νεαροί στρατιώτες που είχαν πάρει μέρος στην πολιορκία του Λένινγκραντ, συνάντησαν τον Έλιασμπεργκ και του διηγήθηκαν πως έζησαν αυτοί,  εκείνο το βράδυ της 9ης Αυγούστου. Άκουσαν και αυτοί μαζί με όλους τους άλλους την συναυλία , ανήμποροι να αντιδράσουν, μέσα στην Αυγουστιάτικη νύχτα.  Όταν τελείωσε η μουσική, του είπαν, είχαν όλοι τους καταλάβει ότι η πόλη δεν θα υπέκυπτε ποτέ.