30 Ιαν 2017

Ζούμε ήδη το τέλος των αντιβιοτικών;

ΤΑΣΟΥΛΑ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ
Eνας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες για έναν γιατρό είναι όταν πρέπει να αντιμετωπίσει λοίμωξη από μικρόβιο ανθεκτικό στα αντιβιοτικά. Eνώ έχει κάνει τη διάγνωση και την πρόγνωση, γνωρίζει δηλαδή πόσο απειλητικό είναι το συγκεκριμένο μικρόβιο για τη ζωή του ασθενούς του, να στερείται θεραπευτικών όπλων. Κι αυτόν τον εφιάλτη βιώνουν σήμερα ολοένα και περισσότεροι γιατροί σε όλο τον πλανήτη.
Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε από το Centers for Disease Control and Prevention, το «αμερικανικό ΚΕΕΛΠΝΟ», ο θάνατος μιας ηλικιωμένης από τη Νεβάδα από μικρόβιο που δεν μπόρεσε να αντιμετωπιστεί με κανένα από τα 26 αντιβιοτικά που κυκλοφορούν στις ΗΠΑ. Ναι, σωστά διαβάσατε: με κανένα! Η γυναίκα –η οποία, σημειωτέον, δεν αντιμετώπιζε άλλο πρόβλημα υγείας– είχε ταξιδέψει το καλοκαίρι στην Ινδία όπου είχε νοσηλευτεί με κατάγματα στα κάτω άκρα. Εκεί εμφάνισε συμπτώματα ενδονοσοκομειακής λοίμωξης. Οταν επέστρεψε στην πατρίδα της και μπήκε ξανά στο νοσοκομείο, η λοίμωξη ήταν πια γενικευμένη. Οι εργαστηριακές εξετάσεις έδειξαν ότι είχε προσβληθεί από το μικρόβιο Κλεμπσιέλα. Εμεινε στην απομόνωση. Η επιδείνωση της υγείας της ήταν ραγδαία και πέθανε από σηπτικό σοκ.
Το γεγονός πήρε μεγάλη έκταση στα αμερικανικά –και όχι μόνο– ΜΜΕ. Βέβαια, δεν είναι το μοναδικό· σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι λοιμώξεις από πολυανθεκτικά, όπως λέγονται, μικρόβια (2 εκατ. περιστατικά μόνο στις ΗΠΑ) προκαλούν κάθε χρόνο τουλάχιστον 700.000 θανάτους παγκοσμίως, εκ των οποίων περίπου 50.000 αφορούν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Οι επιστήμονες άδραξαν για ακόμα μία φορά την ευκαιρία να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου για την απειλή της μικροβιακής αντοχής: για τα ποσοστά πολυανθεκτικών μικροβίων που έχουν αυξηθεί τόσο πολύ, ώστε να υπάρχουν είδη –τα λεγόμενα superbugs, δηλαδή υπερμικρόβια– για τα οποία δεν διατίθεται κανένα δραστικό φάρμακο.
Το τέλος των αντιβιοτικών, λένε οι ειδικοί, δεν θα έλθει. Το ζούμε ήδη. Ακριβώς όπως το είχε προβλέψει ο Αλέξανδρος Φλέμινγκ, «πατέρας» του πρώτου αντιβιοτικού, της πενικιλίνης, την οποία ανακάλυψε το 1928. «Θα έρθει μια μέρα που όλοι θα μπορούν να προμηθευτούν πενικιλίνη, θα τη βρίσκουν σε όλα τα καταστήματα. Και οι αδαείς θα την καταναλώνουν με λανθασμένο τρόπο: σε μικρές δόσεις που όχι μόνο δεν θα σκοτώνουν τα μικρόβια, αλλά θα τα κάνουν πιο ανθεκτικά», είχε πει ο Σκωτσέζος βιολόγος στην ομιλία αποδοχής του Νομπέλ Ιατρικής που του απονεμήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1945. Η περίφημη ρήση του Νίτσε «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό» επιβεβαιώνεται δηλαδή περίτρανα και στην περίπτωση των παθογόνων μικροοργανισμών.
Πώς φτάσαμε ώς εδώ; «Tα μικρόβια υπήρχαν δισεκατομμύρια χρόνια πριν από εμάς – και πιθανότατα θα υπάρχουν... μετά από εμάς. Εχουν την ικανότητα να αναπτύσσουν πολύ ευφυείς μηχανισμούς για να προσαρμόζονται στις αλλαγές του περιβάλλοντός τους. Είναι από τα πιο χαρακτηριστικά, ίσως, παραδείγματα της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης», λέει στην «Κ» ο Αθανάσιος Τσακρής, καθηγητής Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστήμονας με τεράστια εμπειρία σε θέματα δημόσιας υγείας. Αυτή η ευελιξία τους και η άσκοπη χρήση αντιβιοτικών, που εντέλει τα ισχυροποιεί, αποτελεί εκρηκτικό συνδυασμό.
Από τη μια, λοιπόν, τα υπερμικρόβια. Κι από την άλλη, η αδυναμία της διεθνούς φαρμακοβιομηχανίας να δημιουργήσει περισσότερο αποτελεσματικά προϊόντα· από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν έχει υπάρξει νέα μεγάλη κατηγορία αντιβιοτικών. Ή μήπως δεν πρόκειται για αδυναμία αλλά για απροθυμία; Ο κ. Τσακρής απαντά, δίνοντας την οικονομική διάσταση του θέματος: «Επειδή τα αντιβιοτικά είναι σχετικά φτηνά και τα παίρνει κανείς μόνο για μία εβδομάδα, ενώ ένα φάρμακο για την πίεση, για παράδειγμα, μπορεί να του χορηγείται επί δεκαετίες, δεν συνέφερε τις φαρμακοβιομηχανίες να επενδύσουν στην παραγωγή καινούργιων αντιβιοτικών. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα κοινό μέτωπο κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών και φαρμακευτικών εταιρειών, με σκοπό την κάλυψη αυτού του κενού. Μόνο μέσα από αυτή τη σύμπραξη και τον συντονισμό των ενεργειών όλων των εμπλεκομένων θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε νέα όπλα για τη “φαρέτρα” μας».
Πολυανθεκτικά και βακτηριοφάγοι
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ, ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην κατανάλωση αντιβιοτικών. «Τουλάχιστον είμαστε σε καλύτερη κατάσταση από την Ινδία!», λέει ο καθηγητής Μικροβιολογίας Αθανάσιος Τσακρής. «Εκεί παίρνουν αντιβιοτικά ακόμα και όταν έχουν πονοκέφαλο». Την ευρωπαϊκή πρωτιά κατέχει η χώρα μας και σε λοιμώξεις από πολυανθεκτικά μικρόβια.
«Τα στοιχεία δεν είναι ενθαρρυντικά: 1 στους 2 Ελληνες παίρνει κάθε χρόνο τουλάχιστον μία φορά αντιβιοτικά, και μάλιστα από τα προηγμένα· 1 στους 4 μόνος του από το φαρμακείο· 9 στους 10 γιατί έχουν συνάχι ή πυρετό», τονίζει ο Χαράλαμπος Γώγος, καθηγητής Παθολογίας, λοιμωξιολόγος, διευθυντής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Πατρών και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χημειοθεραπείας. «Ετσι έχουν καταστεί αναποτελεσματικά αντιβιοτικά τα οποία δεν μπορούμε πλέον να χρησιμοποιήσουμε για την αντιμετώπιση ουρολοιμώξεων ή πνευμονιών».
Και στα νοσοκομεία «όπου οι Ελληνες γιατροί καταβάλλουν υπερπροσπάθεια σε δύσκολες συνθήκες», όπως τονίζει ο κ. Γώγος, η κατάσταση δεν είναι λιγότερο ζοφερή. «Δύο είναι οι άξονες δράσης: επιτήρηση και παρέμβαση. Κατ’ αρχάς, η καταγραφή μέσω του σχεδίου “Προκρούστης” του ΚΕΕΛΠΝΟ των περιστατικών και στη συνέχεια η λήψη των αναγκαίων μέτρων: μεταξύ άλλων, η ορθολογική χρήση αντιβιοτικών και η απομόνωση των αρρώστων. Γιατί τα συγκεκριμένα μικρόβια έχουν την ικανότητα και να επιβιώνουν και να διασπείρονται και να σκοτώνουν», συνεχίζει ο κ. Γώγος.
Σε καιρό κρίσης
Ενδιαφέροντα όλα αυτά σε θεωρητικό επίπεδο. Ομως, πόσο αποτελεσματικά μπορεί να λειτουργήσει αυτό το μοντέλο σε καιρό κρίσης; «Εχετε δίκιο», παραδέχεται. «Δυστυχώς δεν υπάρχουν λοιμωξιολόγοι σε όλα τα νοσοκομεία, κάτι που πρέπει να απασχολήσει την πολιτεία.
Τα κεντρικά, ναι, έχουν, αλλά πολλά, ιδιαίτερα τα μικρότερα, όχι. Πρέπει να προκηρυχθούν άμεσα θέσεις. Κι έχουμε την ευτυχία στην Ελλάδα να διαθέτουμε υψηλού επιπέδου λοιμωξιολόγους και μικροβιολόγους, πρωτοπόρους στην έρευνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είναι επιχείρημα η έλλειψη χρημάτων. Οι πολυανθεκτικές λοιμώξεις επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό: με παράταση του χρόνου νοσηλείας, παραμονή στις ΜΕΘ, χρήση πανάκριβων φαρμάκων. Είναι κουτό να μην έχεις λοιμωξιολόγους με το επιχείρημα ότι γίνεται για λόγους οικονομίας», επισημαίνει ο κ. Γώγος.
Ο Αθανάσιος Τσακρής συμφωνεί. Αλλά υπάρχουν και άλλες παράμετροι. «Χρειάζονται πολλά ακόμα για να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα τόσο πολύπλοκο όσο η μικροβιακή αντοχή: να υπάρχει διαρκής εκπαίδευση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού αλλά και των πολιτών, ώστε σταδιακά να αλλάξουν η κουλτούρα μας και η θεώρηση που έχουμε στη χρήση των αντιβιοτικών. Διαφορετικά, τα μικρόβια πάντα θα μας προλαβαίνουν. Αλλά και στα νοσοκομεία, πώς είναι δυνατόν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά τα προγράμματα ελέγχου των λοιμώξεων με τη δεδομένη υποστελέχωση, με οργανωτικά προβλήματα, με ασθενείς σε ράντσα και όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα απομόνωσης ύποπτων περιστατικών;».
Του ζητώ μια πρόβλεψη. Αν επικρατήσει το χειρότερο σενάριο, τι να περιμένουμε; Πώς θα είναι ο κόσμος χωρίς αντιβιοτικά; «Λίγο-πολύ όπως ήταν πριν από την ανακάλυψη της πενικιλίνης. Ακόμα και η πιο απλή χειρουργική επέμβαση μπορεί να παρουσιάζει επιπλοκές, οι μεταμοσχεύσεις οργάνων θα είναι αδύνατες, όπως και οι θεραπείες (χημειοθεραπεία και ακτινοβολίες) σε καρκινοπαθείς», εξηγεί ο κ. Τσακρής.
«Ομως, ας μην είμαστε απαισιόδοξοι: Πιστεύω ότι το κοινό μέτωπο στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε θα έχει θετικά αποτελέσματα, δηλαδή νέα αντιβιοτικά θα παραχθούν. Επίσης, αναπτύσσονται καινούργιες διαγνωστικές μέθοδοι που μας εξασφαλίζουν πολύτιμες πληροφορίες για την εξατομικευμένη αντιμετώπιση των λοιμώξεων, αλλά και εναλλακτικοί τρόποι αντιμετώπισης των πολυανθεκτικών μικροβίων. Οπως η χρήση “βακτηριοφάγων”, δηλαδή τύποι ιών που μολύνουν και εξουδετερώνουν συγκεκριμένα είδη μικροβίων». Κάποιες μάχες χάνονται, λοιπόν, αλλά ο πόλεμος με τη μικροβιακή αντοχή δεν έχει ακόμα κριθεί...
Ενοχη και η εντατική κτηνοτροφία
«Το τέλος των αντιβιοτικών» είναι ο τίτλος του βιβλίου του διακεκριμένου Ολλανδού δημοσιογράφου –γκουρού του ιατρικού ρεπορτάζ στη χώρα του– Rinke van den Brink. Μπεστ σέλερ ήδη στα ολλανδικά και στα γερμανικά (29,90 ευρώ στο Αmazon), οσονούπω θα κυκλοφορήσει και στα αγγλικά.
Ο Rinke καταπιάνεται με την ανθεκτικότητα των μικροβίων στα αντιβιοτικά, το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα – για μερικούς εξίσου σοβαρό με την απειλή της τρομοκρατίας, ίσως και σοβαρότερο. Και εξηγεί πώς φτάσαμε ακόμα και σε προβλέψεις όπως αυτή του πρώην υπουργού Οικονομικών της Βρετανίας Τζορτζ Οσμπορν, που προ μηνών χαρακτήρισε τη μικροβιακή αντοχή «απειλή μεγαλύτερη απ’ ό,τι ο καρκίνος» και προειδοποίησε πως εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, 10 εκατομμύρια ζωές θα χάνονται κάθε χρόνο από απλές λοιμώξεις, μέχρι το 2050...
Ο μηχανισμός
– Μέσω ποιου μηχανισμού «βγαίνει εκτός λειτουργίας» ένα αντιβιοτικό;
– Το αντιβιοτικό που χορηγείται σε έναν ασθενή για τη θεραπεία μιας λοίμωξης έχει σκοπό να σκοτώσει τα μικρόβια που την προκαλούν. Δυστυχώς, δεν σκοτώνει μόνο αυτά, αλλά και όλα τα άλλα που είναι ευαίσθητα απέναντι στο συγκεκριμένο αντιβιοτικό, συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων «καλών μικροβίων» τα οποία χρειαζόμαστε. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να εξουδετερώσει τα μικρόβια που φέρουν τη γενετική πληροφορία η οποία τα καθιστά ανθεκτικά στη δράση του φαρμάκου. Αυτή η γενετική πληροφορία μεταδίδεται από αυτά που επιβιώνουν και σε άλλα μικρόβια και έτσι η ανθεκτικότητα εξαπλώνεται. Είναι αναπόφευκτο: κάθε φορά που παίρνουμε ένα αντιβιοτικό, συμβάλλουμε στη δημιουργία πιο ανθεκτικών μικροβίων. Οταν το επίπεδο προστασίας που μας παρέχει ένα αντιβιοτικό πέφτει σε πολύ χαμηλό επίπεδο, οι γιατροί σταματούν να το χρησιμοποιούν και αναζητούν κάποιο πιο αποτελεσματικό. Αυτό προϋποθέτει ότι νέα αντιβιοτικά θα έχουν βγει στην αγορά. Αλλά δυστυχώς, την τελευταία δεκαετία, σχεδόν κανένα δεν έχει παραχθεί (ή βρίσκεται στο στάδιο της παραγωγής).
– Εκτός από όσους τα καταναλώνουν αλόγιστα, χωρίς ιατρική γνωμάτευση, έχουν μερίδιο ευθύνης και οι γιατροί;
– Φυσικά. Τα αντιβιοτικά είναι ισχυρά φάρμακα. Μπορούν να θεραπεύουν τους ανθρώπους όσο λίγα άλλα. Είναι πολύ σημαντικό να χρησιμοποιούνται σωστά και συνετά. Και μολονότι κάθε γιατρός ξέρει ότι δεν καλύπτουν ιογενείς λοιμώξεις όπως το κρυολόγημα ή η γρίπη, αρκετοί, δυστυχώς, υπό την πίεση των αγχωμένων ασθενών τους, τα χορηγούν σε τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά υπάρχει άλλος ένας ένοχος, πολύ μεγαλύτερος, τον οποίο ο μέσος πολίτης αγνοεί: η εντατική κτηνοτροφία. Απίστευτες ποσότητες αντιβιοτικών χρησιμοποιούνται από τότε που οι εκτροφείς ζώων έμαθαν ότι βοηθούν τα ζώα να μεγαλώνουν γρηγορότερα – και φτάνουν στο πιάτο μας. Και μολονότι αυτή η χρήση τους έχει απαγορευθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση, έχει βρεθεί το «παραθυράκι»: πολλοί κτηνίατροι τα χορηγούν για θεραπευτικούς, δήθεν, λόγους. Αυτό επιτρέπεται. Εκτός Ευρώπης –σε χώρες όπως η Κίνα και η Βραζιλία–, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα.
Δεν αντιστρέφεται
– Πιστεύετε ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί;
– Οχι, δεν μπορεί να αντιστραφεί. Η κατανάλωση των αντιβιοτικών αυτόματα οδηγεί στην εξάπλωση της μικροβιακής αντοχής. Αλλά αν η χρήση τους γίνεται σωστά και με ορθολογικό τρόπο, τα αντιβιοτικά που μας έχουν απομείνει θα είναι χρήσιμα και αποτελεσματικά για πολύ περισσότερο. Χρόνο αγοράζουμε έτσι. Μέχρι να παραχθούν νέα φάρμακα.
– Είστε αισιόδοξος ότι αυτό θα συμβεί;
– Θέλω να πιστεύω ότι οι φαρμακοβιομηχανίες θα παραγάγουν νέα αντιβιοτικά – πολλές κυβερνήσεις σε Ευρώπη και Αμερική, γνωρίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, επιχορηγούν την έρευνα με χρήματα των φορολογουμένων πολιτών. Θέλω να πιστεύω ότι οι γιατροί στο εξής θα τα χορηγούν μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητα. Προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος. Δεν θέλω να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς αντιβιοτικά. Γιατί όπως έχει πει η γενική διευθύντρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Dr Margaret Chan, το οριστικό τέλος των αντιβιοτικών θα σημάνει το τέλος της σύγχρονης ιατρικής.
Μύθοι και αλήθειες
• Το μεγαλύτερο ποσοστό των λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού, που μας ταλαιπωρούν τον χειμώνα, προκαλείται από ιούς. Τα αντιβιοτικά χορηγούνται για την αντιμετώπιση μικροβιακών και όχι ιογενών λοιμώξεων. Δεν είναι αποτελεσματικά στο κοινό κρυολόγημα, στη γρίπη, στη βρογχίτιδα και στην πλειονότητα των ωτιτίδων.
• Η χορήγηση αντιβιοτικών σε ιογενείς λοιμώξεις δεν μειώνει τη διάρκεια των συμπτωμάτων, ούτε προστατεύει τα άτομα του περιβάλλοντός μας ώστε να μη νοσήσουν.
• Η συνταγογράφηση αντιβιοτικών δεν είναι απαραίτητη σε κάθε ασθένεια. Αν ο γιατρός μας δεν μας χορηγήσει αντιβιοτικά, δεν αμφισβητεί το ότι είμαστε άρρωστοι.
• Στο κρυολόγημα, στις ιώσεις και στη γρίπη, η ξεκούραση, η σωστή διατροφή και τα πολλά υγρά μπορούν να ενισχύσουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα.
• Τα παιδιά είναι πιθανό να νοσήσουν από κοινό κρυολόγημα ή γρίπη έως και επτά φορές τον χρόνο.
Πηγή: ΚΕΕΛΠΝΟ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More