Γράφει ο Οικοδόμος«Ο πειρασμός δε μου έλειψε, αλλά τον κατανίκησα. Επέρασε από το νου μου, σαν πουλί ξένων τόπων, η ιδέα να βάλω κι εγώ πίλον* υψηλόν μετά παράσημου· έτσι θα φούσκωνα στο ψέμα τους πλησίον μου και τους παραπέρα…» (*πίλος: καπέλο).
Τα λόγια αυτά σκιαγραφούν μια πτυχή της πολυδιάστατης προσωπικότητάς του και του χαρακτήρα του. Αν προσπαθούσαμε να «στριμώξουμε» σε λέξεις τι εστί Γιάννης Σκαρίμπας, θα καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια για να χωρέσει σε αυτό που λαός μας αποκαλεί «ανάποδος άνθρωπος»· και πάλι δεν θα τα καταφέρναμε.
Ξεχωριστή και ίσως μοναδική περίπτωση για την ελληνική λογοτεχνία, ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη της. Ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, βιβλιοκριτικός, αρθρογράφος, συστηματικός επιστολογράφος, και ιστορικός. Ήταν όμως και… φανατικός καραγκιοζοπαίκτης, και μάλιστα αυθεντικός, που θα πει ότι έφτιαχνε τις φιγούρες με τα χέρια του!
Η γλώσσα που χρησιμοποίησε στη γραφή του αρχικά ξενίζει και κάποιες φορές απωθεί τον αναγνώστη. Και μόνο αυτός που θα «επιμείνει» και θα περάσει στο «δεύτερο επίπεδο» ανάγνωσης, θα αποζημιωθεί από την πρωτοτυπία και τον πλούτο της· από την ευρηματικότητα και την ικανότητα του συγγραφέα να πλάθει λέξεις πρωτοφανέρωτες που ―δε μπορεί να μη― σχετίζονται ως ένα βαθμό και με τον «ιδιόρρυθμο» χαρακτήρα του.
Φύση και πνεύμα ανήσυχο, αθυρόστομος, αντισυμβατικός, ανυπότακτος και ελεύθερος «σαν πουλί ξένων τόπων», δεν χώρεσε ποτέ στα καλούπια του… εν Αθήναις εγκατεστημένου κατεστημένου. Με το έργο του σφυροκοπούσε κάθε τι αντίθετο προς τις αρχές και τις αξίες του· δεν δίσταζε να τα βάζει με κάθε μορφής εξουσία και κύκλωμα είτε αφορούσε στην πολιτική, είτε στα γράμματα. Με το ίδιο πάθος που ριχνόταν στους δυνατούς, χτυπούσε και τους δειλούς ή τους αμέτοχους. Ο Σκαρίμπας δεν ήξερε τι θα πει «ουδετερότητα». Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε απροσκύνητος, με το κεφάλι ψηλά στην κορφή ενός σώματος μικρού σε μπόι, μα γεμάτο πάθος και ψυχή που το ’καναν να μοιάζει ότι δεν πατάει στη γη.
Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και αξία. Από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας, με το πεζογραφικό του έργο να επισκιάζει με το μέγεθός του τα αξιόλογα όσο και ανατρεπτικά ποιήματά του που δεν έγιναν γνωστά όσο ίσως τους άξιζε. Χαρακτηρίστηκε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, για το ύφος του και για τη γλώσσα του που στην εποχή του τάραξαν τα νερά του λογοτεχνικού γίγνεσθαι. Ο ίδιος δεν εντάχτηκε ποτέ σε ομάδες ή «κύκλους», όπως δεν είχε και μιμητές. Ανελέητος κριτής των πάντων εξακόντιζε τα βέλη του ―λαϊκής σοφίας, γνώσης, σαρκασμού, μαχητικότητας και πάθους για την αλήθεια― από το «οχυρό» του, τη Χαλκίδα.
Ένα κομμάτι της ψυχής του Γ. Σκαρίμπα μεταφέρουμε με αυτή την ανάρτησή μας στο διαδίκτυο. Ένα κομμάτι πλημμυρισμένο από ευαισθησία, οργή και αυτοσαρκασμό· ποτισμένο με δηλητήριο για τις συμβάσεις και τον καθωσπρεπισμό, την υποκρισία, την μικροαστική σαπίλα και την κοινωνική αδικία. Και από δάκρυα για την «απολεσμένη ζωή» του συγγραφέα και το ανασκάλεμα της απουσίας του ακριβού του φίλου. Πρόκειται για επιστολή που έστειλε ο Σκαρίμπας στον ―επίσης λογοτέχνη― Τάσο Ζάππα (με καταγωγή από την Εύβοια) με τον οποίο διατηρούσε φιλική σχέση, αφού διάβασε το βιβλίο του «Στο Ιόνιο με μια βάρκα».
Δημοσιεύτηκε (ανέκδοτη μέχρι τότε) στο καλό περιοδικό ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ (μηνιαία επιθεώρηση τέχνης, αρ. τευχ. 26), τον Δεκέμβρη του 1985, και την παραθέτουμε από το αρχείο μας:
«Χαλκίδα 5.5.70
Αγαπητέ μου Ζάππα,
Το βιβλίο σου «Στο Ιόνιο με μια βάρκα» είναι μια συναρπαστική τοιχογραφία από χρώματα, από βουές κι ακρογιάλια. Και τούτο το «κρασί» είναι το δυνατότερο απ’ όλα. Τα ξέρω αυτά τα μέρη, αυτές τις θάλασσες, αυτές τις Σειρήνες του Οδυσσέα. Τις πέρασα κι εγώ μικρός (περίπου έφηβος) μ’ ένα γαλαξιδιώτικο καραβόσκαρο του θείου μου Κοττομάτη και καπετάνιου του… Κάλλιο να μην το διάβαζα, γιατ’ έκλαψα. Έκλαψα για την απολεσμένη μου ζωή, να είμαι νομοταγής πολίτης μες στις πόλεις. Ευηπόληπτον σκατό (μετά των ομοίων μου), υποκοριστικός άνθρωπος του κόσμου. «Φιλόστοργος οικογενειάρχης» και φιλόνομος ― τηρώντας και τις αστυνομικές, περί τα πάντα, διατάξεις.
Ου μην, αλλά και κωλοσυγγραφεύς μετά «προσωπικού ύφους» και τα τέτοια. Ενί λόγω, σπουδαίον κολοκυθόκορφον άξιον μιας καρπαζιάς να κάμει τράκες… Και ξέχασα, και πρόδωσα, και απίστησα. Ξέχασα τα ονειρικά κλουμπακιτά, στις μάσκες των καραβιών με τις μαγκάδες. Τα «κάργα» της σκαμπαβίας στο «λεσάρισμα» ενάντια στην μπουκαδόρα — για το πόρτο. Ξέχασα ο κερατάς και το σκαρφάλωμα (σαν ποντικού) στα ξάρτια προς την κόφα. Τους παπαφίγκους, τους κοντραφλόκους που τους «νετάριζα» με — μπάτσους — καταμουτρίς μου — το λεβάντε… Τ’ αντάλλαξα (σαν τους Ινδιάνους το χρυσό) με τα «αβέκ πλεζίρ» κάτι γελοίων. Μ’ εκείνα τα μαϊμουδίστικα «μερσί» και τα «παρόλ-ντονέρ»… των Χαλκιδέων…
Φίλε μου Ζάππα, έχεις καιρό για …ξέρασμα, ή για να χασμουρηθείς μέχρι θανάτου; Έλα να «παρλε-βουίσουμε» δωδά και να «σοβαρολογήσουμε» δεόντως. Να πούμε για τον κύριο Αγκνιου και για τον ακαδημαϊκόν κ. Ζέρβαν. Θ’ αναγνώσομεν και την πατριωτικήν χρηστομάθεια κάτι αγορητών της 25ης Μαρτίου. Οι άνθρωποι, από τότε που έγιναν εθνικόφρονες δεν έχουν ξανακακοφάει στη ζωή τους…
Αυτά. Και σου είπα — έκλαψα. Μα εκεί που ξανά — τώρα — πενθώ, είναι όταν ανακάλυψα ότι ο «πρωτέας» σου ήταν ο Κώστας Μοντεσάντος. Τον αναγνώρισα τον πολύκλαυστο φίλο μου, τον τρυφερό και ευγενέστατο τούτον ποιητή μας. Τον είχα γνωρίσει (και ήμασταν αχώριστοι) εδώ, γύρω στα 1958-60. Ήταν τότε διευθυντής κάποιας εταιρείας μεταλλευμάτων (στα Πάλιουρα — με γραφείο της, και μαζί τον Μοντεσάντο — στη Χαλκίδα).
Τι ήταν, ωρέ Ζάππα μου, να το ιδώ; Χάθηκε ο καημένος και πολυβασανισμένος μου φίλος, σχεδόν νέος — αυτός ο αξέχαστος ειδωλολάτρης του ωραίου, αυτός ο ποιητικός παγανιστής μας… Από την ώρα εκείνη τον πενθώ ξανά. Και απόγινα. Απόγινα κοιτάζοντας στα μούτρα τους συνάνθρωπους — αυτούς τους απολεσμένους κρίκους μας με τους πιθήκους…
Ζάππα, θα πάθω!.. Μ’ έπνιξε η γύρω μας γελοιότητα, των «μικροαστικών» — λεγόμενων — ταξίτων. Αυτή η κοινωνία των απαξιών, το κύμα αυτών των γλοιωδών ανθρωπακίων… Κρίμα διότι να, αυτοί (αυτό το ευτελές τους σκυλολόι) τους πήγαινε πολύ να με πάρουν στο λαιμό τους, τους πήγαινε πολύ… Πολύ τους πήγαινε να με κάμουν κύριο — ως αυτοί — και να με λένε «μαιτρ» και τα τοιαύτα. Ενώ, εγώ, τους συχαίνομαι εκ βαθέων μου, που με μεταχειρίστηκαν σαν τους Ινδιάνους ο Κολόμβος: μου πήραν τις πλάκες του χρυσού για ένα ρήγα καρό και πέντε χάντρες… Μ’ έμπλεξαν με την Αρετή και την Τιμή και το κακό συναπάντημα. Και σαν πληρωμή για την «απ-αρέτωσή» μου και την «α-τίμωση μου… βγάνουν το καπέλλο! Τους είμαι… αντίσκαστος!
Γειά, ωρέ Ζάππα, και συχώρα με για το ξέσπασμα τούτο της ψυχής μου. Οι κάβοι σου, οι γιαλοί σου, με εξερέθισαν, μα με αναστάτωσε η ανάμνηση του Μεγάλου Μοντεσάντου.
Γιάννης Σκαρίμπας
Σημ. Σαν έρθεις ως εδώ, έλα, ωρέ φίλε, να τα πούμε. Ζήτησε με στο τηλέφωνο του σπιτιού μου. Είμαι πάντα κλειστός — δεν θέλω ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω. Μνέσκω δωδά και στουμπάω ωραία την κεφαλή μου. Χτες έσκισα δέκα από τα «έργα» μου (παναπεί από τις Αρετές, τις Ηθικές και λοιπά τέτοια ψέματα αλά Μυγχάουζεν!)».
Διαβάζοντας την επιστολή-ξέσπασμα ψυχής του Γ. Σκαρίμπα ο αναγνώστης, εκτός από τον πλούτο των συναισθημάτων του συγγραφέα, δεν μπορεί να μείνει ανέγγιχτος από τη «ιδιόρρυθμη» μαγεία της γλώσσας του και από τη δύναμη με την οποία οι λέξεις «χτυπούν» το στόχο τους. Δύο από τα στοιχεία που συνθέτουν τη μοναδικότητα του συγγραφέα.
Ο Γ. Σκαρίμπας δεν γεννήθηκε στη Χαλκίδα, ταυτίστηκε όμως μαζί της όπως ο Καρυωτάκης με την Πρέβεζα, ο Καβάφης με την Αλεξάνδρεια, ο Παπαδιαμάντης με τη Σκιάθο. Ο δρόμος της ζωής τον έφερε εκεί και ο Σκαρίμπας αγάπησε αυτή την πόλη και άπλωσε τις ρίζες του στα φιλόξενα χώματά της. Έκανε οικογένεια, δούλεψε, εκεί έγραψε τα έργα του και στα ίδια χώματα πλάγιασε, για πάντα, σαν έκλεισε τα μάτια του.
Και πίσω, στη χώρα που τόσο λάτρεψε και μίσησε, άφησε το έργο του: καρφί στο μάτι της βολής και της συντήρησης· παρακαταθήκη για τις γενιές των ασυμβίβαστων, του παρόντος και του μέλλοντος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου