Πριν δώδεκα χρόνια ξεκινήσαμε, στην Α' Ψυχιατρική Κλινική του
Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο, ένα ειδικό ιατρείο για
την ψυχική υγεία της γυναίκας, την πρώτη εξειδικευμένη δομή αυτού του
είδους στην Ελλάδα. Υπήρχαν κάποιοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι που ήδη
ασχολούνταν με αυτό το ζήτημα, είτε μεμονωμένα είτε στο πλαίσιο
οργανισμών για την ψυχική υγεία του παιδιού. Οργανωμένες ειδικές δομές
για την ψυχολογική και ψυχιατρική φροντίδα της νέας μητέρας δεν υπήρχαν
στην Ελλάδα, μόνο στα κορυφαία πανεπιστήμια ορισμένων από τις ιατρικά
προηγμένες Δυτικές χώρες (Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, Σκανδιναβικές χώρες,
Αμερική, Αυστραλία).
Δύο χρόνια αργότερα όμως, το 2006, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
εξέδωσε επίσημες οδηγίες για την πολιτική σε σχέση με τα ζητήματα Υγείας
και Ψυχικής υγείας του γυναικείου φύλου (τονίζοντας ότι κοινωνική
εξίσωση δεν συνεπάγεται εξομοίωση των φύλων σε επίπεδο ρόλων και
αναγκών) και, έναν χρόνο αργότερα, ο αγγλικός οργανισμός NICE (National
Institute of Clinical Excellence) δημοσίευσε κατευθυντήριες οδηγίες για
την πρόληψη και την φροντίδα περιγεννητικών ψυχικών διαταραχών (σε
εγκύους και λεχώνες). Μια δεύτερη δομή, εξειδικευμένη στην περιγεννητική
φροντίδα, με έμφαση στην πρόληψη αλλά και την αντιμετώπιση, εμφανίστηκε
στην Αθήνα, το 2008 («Φαιναρέτη», ΑΜΚΕ). Πιο πρόσφατα, σε διεθνές
επίπεδο, ένα από τα πιο πλήρη κέντρα τέτοιων υπηρεσίων, σε μη
κερδοσκοπική βάση, το ίδρυμα Seleni, ιδρύθηκε το 2011 στη Νέα Υόρκη, από
μια Ελληνίδα ψυχολόγο (Ν. Λογοθέτη).
Προς τι ο ενθουσιασμός προς το γενικό κοινό; Σε μια πρώτη ματιά, ένας τέτοιος κλάδος μοιάζει να αφορά μια ειδική περιοχή επιστημονικού ενδιαφέροντος. Αν κοιτάξει κανείς τις στατιστικές θα καταλάβει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Παρά την παλαιότερη πεποίθηση ότι η εγκυμοσύνη προστατεύει από ψυχικές διαταραχές, τουλάχιστον μία στις δέκα γυναίκες θα εμφανίσει ψυχολογικά προβλήματα ή και κατάθλιψη στην περιγεννητική περίοδο (κύηση και λοχεία), ενώ ο κίνδυνος σοβαρής μείζονος κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της κύησης είναι 3-6 % των εγκύων, κατ' έτος!
Οι παραπάνω αριθμοί, καλά τεκμηριωμένοι σε πολλές χώρες, (θα έπρεπε να) μας κάνουν να συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ζήτημα δημόσιας υγείας. Στην Ελλάδα έχουμε περίπου 100 χιλιάδες γεννήσεις κατ' έτος (από την έναρξη της κρίσης έχουν πέσει στις 80.000). Αυτό σημαίνει πως κάθε χρόνο περίπου 3.000 έως 6.000 γυναίκες θα εκδηλώσουν σοβαρή κατάθλιψη σε συνάρτηση με την εγκυμοσύνη τους. Σε μια πρόσφατη μελέτη μας, οι αριθμοί αυτοί ίσχυαν απαράλλαχτοι και για την Ελλάδα, όπως και για το εξωτερικό. Τα δύο τρίτα των γυναικών που εμφάνισαν κατάθλιψη στη λοχεία είχαν στο ιστορικό τους προηγούμενο επεισόδιο, ανεξάρτητο από κύηση, σε συχνότητα δέκα φορές μεγαλύτερη από τις γυναίκες με προηγούμενο ιστορικό κατάθλιψης που γέννησαν χωρίς να υποτροπιάσουν.
Εάν υπολογίσει κανείς ότι η περιγεννητική κατάθλιψη είναι μια διαταραχή που εμφανίζει στη συνέχεια υποτροπιάζουσα πορεία, και χρονιότητα, σε σημαντικό ποσοστό των περιπτώσεων, καθώς επίσης και ότι η κύρια αιτία θανάτου λεχώνων στις ανεπτυγμένες χώρες δεν είναι άλλη από την αυτοκτονία (η οποία, σε σοβαρά περιστατικά ψυχωτικής κατάθλιψης, μπορεί να συνδυάζεται με τη βρεφοκτονία), αντιλαμβάνεται πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη για ενημέρωση, για ειδική εκπαίδευση και για παροχή ειδικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες που ιδανικά χρειάζονται, τόσο σε επίπεδο ειδικών εξωτερικών ιατρείων όσο και σε επίπεδο νοσηλευτικών δομών (π.χ. μονάδες μητέρας-βρέφους, δηλαδή ειδικά τμήματα όπου μπορούν να νοσηλευθούν είτε πλήρως είτε με μορφή νοσοκομείου ημέρας οι λεχωίδες μαζί με τα μωρά τους) υπάρχουν σε λίγες χώρες και πάντως σπανίζουν οδυνηρά στην Ελλάδα.
Η σωστή ιατρική φροντίδα περιγεννητικά αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της δυνατότητας να γεννηθεί ένα υγιές βρέφος αλλά και να εξασφαλιστεί η υγεία της μητέρας για να μπορεί να το φροντίσει. Η περιγεννητική κατάθλιψη είναι μια συχνή, προβλέψιμη και θεραπεύσιμη κλινική οντότητα, αλλά εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα και έγκαιρα μπορεί να ζημιώσει την ψυχική αλλά και τη σωματική υγεία της μητέρας και να διακυβεύσει τη δυνατότητά της να φροντίσει το βρέφος, κάτι που μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη φυσιολογική ψυχική αλλά και σωματική του υγεία και ανάπτυξη, όπως γίνεται πια φανερό από μια πληθώρα επιστημονικών δεδομένων.
Τι είναι αυτό που έχει εμποδίσει ως τώρα να αναπτυχθούν όπως πρέπει τέτοιες δομές και υπηρεσίες, στην Ελλάδα; Πέρα από τα συνήθη γραφειοκρατικά, χρηματοδοτικά και (φευ) συντεχνιακά ελληνικά ζητήματα, υπάρχουν δύο ογκόλιθοι που, κατά τη γνώμη μου, εμποδίζουν τη σωστή ανάπτυξη και αυτοί έχουν να κάνουν και οι δύο με την προκατάληψη.
Το στίγμα της ψυχικής διαταραχής, από τη μία - φυσικά -, και η εξιδανίκευση με την οποία περιβάλλεται ο θεσμός της μητρότητας, από την άλλη, είναι οι δύο σκοτεινοί βράχοι, η Σκύλλα και η Χάρυβδη, που πάνω τους συνθλίβονται οι ανάγκες και οι αλήθειες της γυναικείας αναπαραγωγής.
Η νέα μητέρα οφείλει να ανταποκριθεί σε ένα ιδανικό πρότυπο: αποφασιστικότητας, δύναμης, αυτοθυσίας, πρόθυμης εγκατάλειψης του ερωτικού, επαγγελματικού, αυτόνομου ρόλου της, προκειμένου να γεννήσει και να μεγαλώσει ένα παιδί. Και όσο η κουλτούρα μας απομακρύνεται από ένα πρότυπο αυταπάρνησης (που προερχόταν από τη στέρηση που χαρακτήριζε παλαιότερες εποχές) τόσο δυσκολότερη γίνεται αυτή η μετάβαση. Η νέα γυναίκα οφείλει να είναι γόνιμη, υγιής, ακούραστη, ευτυχής, βέβαιη, και πιθανώς υπάκουη στις προσδοκίες του συζύγου, της μητέρας και της πεθεράς (ίσως και του σογιού ολόκληρου). Από την άλλη, η ψυχολογική αναστάτωση, είτε ορμονική, είτε διαπροσωπικά ή ενδοψυχικά συγκρουσιακή, είναι κοινωνικά σχεδόν «ανεπίτρεπτη» και από τους αστοιχείωτους θεωρείται ότι αποτελεί δείγμα «αδύναμου χαρακτήρα».
Τι ζητάμε αλήθεια από τις γυναίκες που διαβαίνουν τη δυσκολότερη (ψυχικά, κοινωνικά, βιολογικά) μετάβαση της ζωής τους; Να είναι αγόγγυστα πρότυπα σύμφωνα με την προκατάληψή μας, να μας δικαιώσουν συλλήβδην και να μας συντηρήσουν το πρότυπο της αγιοσύνης σε μια κοινωνία που τους ζητάει επιπλέον τα πάντα, κοινωνικά και επαγγελματικά (πόσο έχει μειωθεί η άδεια της λοχείας στον ιδιωτικό τομέα;). Και βέβαια να μην έχουν ψυχολογικές ανάγκες!
Η ψυχική υγεία της νέας μητέρας δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τη μητέρα, έχει σοβαρές διαγενεακές επιπτώσεις. Απαιτεί σκέψη, γνώση, ειδικές υπηρεσίες, οργάνωση, ενημέρωση, εκπαίδευση, ρεαλισμό, εμπειρία κι εντέλει ένα κράτος που δίνει πέντε δεκάρες για την ποιότητα και την υγεία της επόμενης γενιάς.
* Ο Γιάννης Ζέρβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής, Α' Ψυχιατρική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και Υπεύθυνος Ψυχικής υγείας της Γυναίκας και της Αναπαραγωγής, Αιγινήτειο Νοσοκομείο.
Από το Αθηναϊκό Πρακτορείο
Προς τι ο ενθουσιασμός προς το γενικό κοινό; Σε μια πρώτη ματιά, ένας τέτοιος κλάδος μοιάζει να αφορά μια ειδική περιοχή επιστημονικού ενδιαφέροντος. Αν κοιτάξει κανείς τις στατιστικές θα καταλάβει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Παρά την παλαιότερη πεποίθηση ότι η εγκυμοσύνη προστατεύει από ψυχικές διαταραχές, τουλάχιστον μία στις δέκα γυναίκες θα εμφανίσει ψυχολογικά προβλήματα ή και κατάθλιψη στην περιγεννητική περίοδο (κύηση και λοχεία), ενώ ο κίνδυνος σοβαρής μείζονος κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της κύησης είναι 3-6 % των εγκύων, κατ' έτος!
Οι παραπάνω αριθμοί, καλά τεκμηριωμένοι σε πολλές χώρες, (θα έπρεπε να) μας κάνουν να συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ζήτημα δημόσιας υγείας. Στην Ελλάδα έχουμε περίπου 100 χιλιάδες γεννήσεις κατ' έτος (από την έναρξη της κρίσης έχουν πέσει στις 80.000). Αυτό σημαίνει πως κάθε χρόνο περίπου 3.000 έως 6.000 γυναίκες θα εκδηλώσουν σοβαρή κατάθλιψη σε συνάρτηση με την εγκυμοσύνη τους. Σε μια πρόσφατη μελέτη μας, οι αριθμοί αυτοί ίσχυαν απαράλλαχτοι και για την Ελλάδα, όπως και για το εξωτερικό. Τα δύο τρίτα των γυναικών που εμφάνισαν κατάθλιψη στη λοχεία είχαν στο ιστορικό τους προηγούμενο επεισόδιο, ανεξάρτητο από κύηση, σε συχνότητα δέκα φορές μεγαλύτερη από τις γυναίκες με προηγούμενο ιστορικό κατάθλιψης που γέννησαν χωρίς να υποτροπιάσουν.
Εάν υπολογίσει κανείς ότι η περιγεννητική κατάθλιψη είναι μια διαταραχή που εμφανίζει στη συνέχεια υποτροπιάζουσα πορεία, και χρονιότητα, σε σημαντικό ποσοστό των περιπτώσεων, καθώς επίσης και ότι η κύρια αιτία θανάτου λεχώνων στις ανεπτυγμένες χώρες δεν είναι άλλη από την αυτοκτονία (η οποία, σε σοβαρά περιστατικά ψυχωτικής κατάθλιψης, μπορεί να συνδυάζεται με τη βρεφοκτονία), αντιλαμβάνεται πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη για ενημέρωση, για ειδική εκπαίδευση και για παροχή ειδικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες που ιδανικά χρειάζονται, τόσο σε επίπεδο ειδικών εξωτερικών ιατρείων όσο και σε επίπεδο νοσηλευτικών δομών (π.χ. μονάδες μητέρας-βρέφους, δηλαδή ειδικά τμήματα όπου μπορούν να νοσηλευθούν είτε πλήρως είτε με μορφή νοσοκομείου ημέρας οι λεχωίδες μαζί με τα μωρά τους) υπάρχουν σε λίγες χώρες και πάντως σπανίζουν οδυνηρά στην Ελλάδα.
Η σωστή ιατρική φροντίδα περιγεννητικά αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της δυνατότητας να γεννηθεί ένα υγιές βρέφος αλλά και να εξασφαλιστεί η υγεία της μητέρας για να μπορεί να το φροντίσει. Η περιγεννητική κατάθλιψη είναι μια συχνή, προβλέψιμη και θεραπεύσιμη κλινική οντότητα, αλλά εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα και έγκαιρα μπορεί να ζημιώσει την ψυχική αλλά και τη σωματική υγεία της μητέρας και να διακυβεύσει τη δυνατότητά της να φροντίσει το βρέφος, κάτι που μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη φυσιολογική ψυχική αλλά και σωματική του υγεία και ανάπτυξη, όπως γίνεται πια φανερό από μια πληθώρα επιστημονικών δεδομένων.
Τι είναι αυτό που έχει εμποδίσει ως τώρα να αναπτυχθούν όπως πρέπει τέτοιες δομές και υπηρεσίες, στην Ελλάδα; Πέρα από τα συνήθη γραφειοκρατικά, χρηματοδοτικά και (φευ) συντεχνιακά ελληνικά ζητήματα, υπάρχουν δύο ογκόλιθοι που, κατά τη γνώμη μου, εμποδίζουν τη σωστή ανάπτυξη και αυτοί έχουν να κάνουν και οι δύο με την προκατάληψη.
Το στίγμα της ψυχικής διαταραχής, από τη μία - φυσικά -, και η εξιδανίκευση με την οποία περιβάλλεται ο θεσμός της μητρότητας, από την άλλη, είναι οι δύο σκοτεινοί βράχοι, η Σκύλλα και η Χάρυβδη, που πάνω τους συνθλίβονται οι ανάγκες και οι αλήθειες της γυναικείας αναπαραγωγής.
Η νέα μητέρα οφείλει να ανταποκριθεί σε ένα ιδανικό πρότυπο: αποφασιστικότητας, δύναμης, αυτοθυσίας, πρόθυμης εγκατάλειψης του ερωτικού, επαγγελματικού, αυτόνομου ρόλου της, προκειμένου να γεννήσει και να μεγαλώσει ένα παιδί. Και όσο η κουλτούρα μας απομακρύνεται από ένα πρότυπο αυταπάρνησης (που προερχόταν από τη στέρηση που χαρακτήριζε παλαιότερες εποχές) τόσο δυσκολότερη γίνεται αυτή η μετάβαση. Η νέα γυναίκα οφείλει να είναι γόνιμη, υγιής, ακούραστη, ευτυχής, βέβαιη, και πιθανώς υπάκουη στις προσδοκίες του συζύγου, της μητέρας και της πεθεράς (ίσως και του σογιού ολόκληρου). Από την άλλη, η ψυχολογική αναστάτωση, είτε ορμονική, είτε διαπροσωπικά ή ενδοψυχικά συγκρουσιακή, είναι κοινωνικά σχεδόν «ανεπίτρεπτη» και από τους αστοιχείωτους θεωρείται ότι αποτελεί δείγμα «αδύναμου χαρακτήρα».
Τι ζητάμε αλήθεια από τις γυναίκες που διαβαίνουν τη δυσκολότερη (ψυχικά, κοινωνικά, βιολογικά) μετάβαση της ζωής τους; Να είναι αγόγγυστα πρότυπα σύμφωνα με την προκατάληψή μας, να μας δικαιώσουν συλλήβδην και να μας συντηρήσουν το πρότυπο της αγιοσύνης σε μια κοινωνία που τους ζητάει επιπλέον τα πάντα, κοινωνικά και επαγγελματικά (πόσο έχει μειωθεί η άδεια της λοχείας στον ιδιωτικό τομέα;). Και βέβαια να μην έχουν ψυχολογικές ανάγκες!
Η ψυχική υγεία της νέας μητέρας δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τη μητέρα, έχει σοβαρές διαγενεακές επιπτώσεις. Απαιτεί σκέψη, γνώση, ειδικές υπηρεσίες, οργάνωση, ενημέρωση, εκπαίδευση, ρεαλισμό, εμπειρία κι εντέλει ένα κράτος που δίνει πέντε δεκάρες για την ποιότητα και την υγεία της επόμενης γενιάς.
* Ο Γιάννης Ζέρβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής, Α' Ψυχιατρική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και Υπεύθυνος Ψυχικής υγείας της Γυναίκας και της Αναπαραγωγής, Αιγινήτειο Νοσοκομείο.
Από το Αθηναϊκό Πρακτορείο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου