Στελλάκης Περπινιάδης
Τήνος 1899 - Αθήνα 1977
Τραγουδιστής-συνθέτης-στιχουργός-οργανοπαίκτης
Ο Στελλάκης Περπινιάδης ανήκει και αυτός, όπως ο Κώστας Ρούκουνας, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γιώργος Κάβουρας και άλλοι,στη μεγάλη γενιά των τραγουδιστών του μεσοπολέμου, που διαμόρφωσαν το νεώτερο ύφος στο λαικό τραγούδι των πόλεων και αντικατέστησαν στη δισκογραφία και το πάλκο, την πρώτη γενιά των Μικρασιατών τραγουδιστών (Κώστα Νούρο, Αντώνη Νταλγκά, Γιώργο Βιδάλη, Ευάγγελο Σωφρονίου, Κώστα Καρίπη, κ.ά).
Γεννήθηκε στη νήσο Τήνο, -ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, (η μητέρα του ήταν από τα Μεστά της Χίου),- το έτος 1899 και ήταν το 11ο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, από τα οποία έζησαν μόνο τα πρώτα δύο αδέλφια του, ο Ηλίας και η Ευγενία.
Στην παιδική του ηλικία, ακολούθησε τις μετακινήσεις της οικογενείας, πρώτα στην Αλεξάνδρεια -από το 1900 μέχρι το 1906- και μετά στην Κωνσταντινούπολη -από τον Δεκέμβριο του 1906 μέχρι και το 1919 που στρατεύτηκε στον Ελληνικό στρατό που είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη και την Πόλη.
Πέρασε δύσκολα τα πρώτα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι να αποκαταστήσει μια οικονομική ισοροπία ο πατέρας του και να βελτιώσει τη κατάσταση της οικογενείας του. Ο πατέρας του δούλεψε για αρκετά χρόνια στο φούρνο ενός εξαδέλφου του στον Γαλατά και μετά έγινε "κινητός πρατηριούχος άρτου", δηλαδή μοίραζε ψωμί στα σπίτια, με τη βοήθεια και του μικρού Στελλάκη, που αργούσε -λόγω της δουλειάς - να πηγαίνει σχολείο. Παράλληλα με το σχολείο, πήγαινε τακτικά, από παιδάκι, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά, όπου σιγά-σιγά έμαθε να ψέλνει, πλάι σε πολύ καλούς ψάλτες της εποχής, όπως ο Αργύριος Πιτσικούλης, που ήταν και ο πρώτος τους δάσκαλος στη Βυζαντινή μουσική. Εκεί γνώρισε και έμαθε πολλά από τον μεγάλο ψάλτη Νηλέα Καμαράδο, τον Γεώργιο Βενάκη και τον Μαργαριτόπουλο. Γνώρισε ακόμη στον Γαλατά και τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, που τα χρόνια εκείνα ήταν εξόριστος στην Πόλη.
Το 1919 που παρουσιάστηκε στο στρατό, πήγε για πρώτη φορά στον Πειραιά και μετά τον έστειλαν στη Σμύρνη. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας, αλλά έπαθαν βλάβη τα μάτια του από τη σκόνη και επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου έμεινε μέχρι την κατάρευση του μετώπου, τον Αύγουστο του 1922.
Μετά την τις τραγικές μέρες της καταστροφής, πέρασε με τους πρόσφυγες στη Χίο, έμεινε για λίγο στα Μεστά -το χωριό της μητέρας του- και μετά ήρθε στον Πειραιά, όπου εργάστηκε για μερικά χρόνια σ'ένα χρωματοπωλείο. Κατοικούσε στη Δραπετσώνα και έψελνε ανελιπώς στην Αγία Ζώνη με τον δάσκαλό του κ.Μιχαλάκη.
Έτσι κυλούσε ο καιρός, μέχρι που το 1925 γνωρίστηκε σ'ένα γάμο με τον εξαίρετο μουσικό Μανώλη Μαργαρώνη, που έπαιζε κανονάκι.(πατέρας της εκλεκτής μουσικού Ευαγγελίας, που έπαιζε μεταπολεμικά για δεκάδες χρόνια ακορντεόν και πιάνο πλάι στον Βασίλη Τσιτσάνη). Ο Μ. Μαργαρώνης τον παρακίνησε ν' ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι, του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα, του έκανε τα πρώτα μαθήματα και γρήγορα βγήκε στο επάγγελμα, τραγουδώντας τα πρώτα αυτά χρόνια, κυρίως σε ιδιωτικές γιορτές και σε μερικά γνωστά καφενεία-στέκια, του Πειραιά και της Δραπετσώνας.
Τραγουδιστής-συνθέτης-στιχουργός-οργανοπαίκτης
Ο Στελλάκης Περπινιάδης ανήκει και αυτός, όπως ο Κώστας Ρούκουνας, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γιώργος Κάβουρας και άλλοι,στη μεγάλη γενιά των τραγουδιστών του μεσοπολέμου, που διαμόρφωσαν το νεώτερο ύφος στο λαικό τραγούδι των πόλεων και αντικατέστησαν στη δισκογραφία και το πάλκο, την πρώτη γενιά των Μικρασιατών τραγουδιστών (Κώστα Νούρο, Αντώνη Νταλγκά, Γιώργο Βιδάλη, Ευάγγελο Σωφρονίου, Κώστα Καρίπη, κ.ά).
Γεννήθηκε στη νήσο Τήνο, -ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, (η μητέρα του ήταν από τα Μεστά της Χίου),- το έτος 1899 και ήταν το 11ο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, από τα οποία έζησαν μόνο τα πρώτα δύο αδέλφια του, ο Ηλίας και η Ευγενία.
Στην παιδική του ηλικία, ακολούθησε τις μετακινήσεις της οικογενείας, πρώτα στην Αλεξάνδρεια -από το 1900 μέχρι το 1906- και μετά στην Κωνσταντινούπολη -από τον Δεκέμβριο του 1906 μέχρι και το 1919 που στρατεύτηκε στον Ελληνικό στρατό που είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη και την Πόλη.
Πέρασε δύσκολα τα πρώτα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι να αποκαταστήσει μια οικονομική ισοροπία ο πατέρας του και να βελτιώσει τη κατάσταση της οικογενείας του. Ο πατέρας του δούλεψε για αρκετά χρόνια στο φούρνο ενός εξαδέλφου του στον Γαλατά και μετά έγινε "κινητός πρατηριούχος άρτου", δηλαδή μοίραζε ψωμί στα σπίτια, με τη βοήθεια και του μικρού Στελλάκη, που αργούσε -λόγω της δουλειάς - να πηγαίνει σχολείο. Παράλληλα με το σχολείο, πήγαινε τακτικά, από παιδάκι, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά, όπου σιγά-σιγά έμαθε να ψέλνει, πλάι σε πολύ καλούς ψάλτες της εποχής, όπως ο Αργύριος Πιτσικούλης, που ήταν και ο πρώτος τους δάσκαλος στη Βυζαντινή μουσική. Εκεί γνώρισε και έμαθε πολλά από τον μεγάλο ψάλτη Νηλέα Καμαράδο, τον Γεώργιο Βενάκη και τον Μαργαριτόπουλο. Γνώρισε ακόμη στον Γαλατά και τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, που τα χρόνια εκείνα ήταν εξόριστος στην Πόλη.
Το 1919 που παρουσιάστηκε στο στρατό, πήγε για πρώτη φορά στον Πειραιά και μετά τον έστειλαν στη Σμύρνη. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας, αλλά έπαθαν βλάβη τα μάτια του από τη σκόνη και επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου έμεινε μέχρι την κατάρευση του μετώπου, τον Αύγουστο του 1922.
Μετά την τις τραγικές μέρες της καταστροφής, πέρασε με τους πρόσφυγες στη Χίο, έμεινε για λίγο στα Μεστά -το χωριό της μητέρας του- και μετά ήρθε στον Πειραιά, όπου εργάστηκε για μερικά χρόνια σ'ένα χρωματοπωλείο. Κατοικούσε στη Δραπετσώνα και έψελνε ανελιπώς στην Αγία Ζώνη με τον δάσκαλό του κ.Μιχαλάκη.
Έτσι κυλούσε ο καιρός, μέχρι που το 1925 γνωρίστηκε σ'ένα γάμο με τον εξαίρετο μουσικό Μανώλη Μαργαρώνη, που έπαιζε κανονάκι.(πατέρας της εκλεκτής μουσικού Ευαγγελίας, που έπαιζε μεταπολεμικά για δεκάδες χρόνια ακορντεόν και πιάνο πλάι στον Βασίλη Τσιτσάνη). Ο Μ. Μαργαρώνης τον παρακίνησε ν' ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι, του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα, του έκανε τα πρώτα μαθήματα και γρήγορα βγήκε στο επάγγελμα, τραγουδώντας τα πρώτα αυτά χρόνια, κυρίως σε ιδιωτικές γιορτές και σε μερικά γνωστά καφενεία-στέκια, του Πειραιά και της Δραπετσώνας.
(Ο Νίκος Συρίγος ο σαντορινιός, ο Μιχάλης Σκουλούδης (μαντολίνο), ο Γιώργος Πετρίδης (τσίμπαλο), ο τότε διάσημος Κώστας Νούρος (με το περίφημο υποπόδιόν του) κι ο Στελάκης ο Περπινιάδης (τραγούδι-κιθάρα), σε φωτογραφία του 1928)
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή στη ζωή του γίνεται το 1929-30, όταν γνωρίζει το μεγάλο Σμυρνιό συνθέτη Παναγιώτη Τούντα. Η γνωριμία είναι ενθουσιαστική και για τους δύο κι' έτσι ο Παν. Τούντας του δίνει να τραγουδήσει -μαζί με δύο αμανάδες- το "Κουκλί της Κοκκινιάς", σε δεύτερη εκτέλεση (πρώτη ήταν με τον Κ.Ρούκουνα) και το "Στον Ποδονίφτη" (δίσκος Odeon GA 1462 του 1930). Τον πρώτο αυτό καιρό ο Στελλάκης Περπινιάδης θα βγάλει μερικά ακόμα τραγούδια με την Odeon-Parlophone (συνολικά 7 με την Odeon και 6 με την Parlophone) και στη συνέχεια θα υπογράψει με την Columbia το μοναδικό συμβόλαιο τραγουδιστή διαρκείας με ετήσια αποζημίωση και συγκεκριμένο αριθμό ηχογραφήσεων.
Ο Στελλάκης Περπινιάδης είχε την ευτυχία -όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει στην αυτοβιογραφία του- να γνωρίσει όλους τους μεγάλους δημιουργούς της Μ. Ασίας και να συνεργαστεί μαζί τους. Έτσι μετά τον Παν. Τούντα, γνωρίστηκε με τον μαέστρο και βιολιστή Δημ. Σέμση και συνεργάστηκε μαζί του για είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Η εξαίρετη τεχνική του Στελλάκη, έκανε όλους τους συνθέτες του ρεμπέτικου να του εμπιστευτούν τις καλύτερες δημιουργίες τους. Στην δεκαετία του '30 τραγούδησε τραγούδια -εκτός του Παν. Τούντα- των, Γρηγόρη Ασίκη, Σταύρου Παντελίδη, Ευάγγελου Παπάζογλου, Κώστα Σκαρβέλη, Δημήτρη Σέμση, Εμμανουήλ Χρυσαφάκη, Δημήτρη Λορέντζου (ή Μπαρούση), Γιώργου Ροβερτάκη, Ιωάννη Ειτζιρίδη (Γιοβάν Τσαούς), Δημήτρη Περδικόπουλου, Σταύρου Καρακάση, Κώστα Καρίπη, Βασίλη Τσιτσάνη, Δημήτρη Γκόγκου (Μπαγιαντέρα), Λεωνίδα Παγγαλή, Ιωάννη Παπαιωάννου, Κώστα Κανούλα, Κώστα Κοσμαδόπουλου, Στέλιου Χρυσίνη, Σπύρου Περιστέρη, Ιάκωβου Μοντανάρη, Μιχάλη Γενίτσαρη, Αντώνη Νταλγκά, Σωτήρη Γαβαλά και άλλων.
Έγραψε ο ίδιος και τραγούδησε μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα, που ορισμένα περιλαμβάνονται, σ' αυτήν την έκδοση.
Στη δεκαετία αυτή, θα μείνουν στην ιστορία της δισκογραφίας -πέρα από την εξαίσια φωνή του- και οι διφωνίες του με γνωστούς συνεργάτες τραγουδιστές και τραγουδίστριες, όπως αυτές με τη Ρόζα Εσκενάζυ και Άννα Πολίτισσα, σε διαλογικά τραγούδια. Με τη Ρίτα Αμπατζή, με τον Βασίλη Τσιτσάνη, με τον Στέλιο Χρυσίνη, με τον Δημήτρη Περδικόπουλο, και παν' απ' όλα βέβαια αυτές -και είναι πολλές- με τον Στράτο Παγιουμτζή.
Υπήρξε ο καλύτερος συνεργάτης του ευφυούς Σμυρνιού συνθέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, ο οποίος του εμπιστεύτηκε -σε πρώτη εκτέλεση- τα καλύτερα και διασημότερα τραγούδια του. Του χάρισε δε και μερικά απ' αυτά, που δεν ήθελε να τα καταθέσει ο ίδιος στις επιτροπές της λογοκρισίας της μεταξικής δικτατορίας. Το ίδιο συνέβη και με τον Γιάννη Ειτζιρίδη ή Γιοβάν Τσαούς και τα λίγα, αλλά σπουδαία τραγούδια του, καθώς και μ' αυτά του Π. Τούντα, όπου έπαιζε ο ιδιότυπος αυτός Μικρασιάτης συνθέτης και οργανοπαίκτης.
Στις αρχές της δεκαετίας του '30 ο Στελλάκης Περπινιάδης, δούλεψε με διάφορα σχήματα, σε όλα τα γνωστά στέκια του Πειραιά, της Δραπετσώνας και της Κοκκινιάς, με τον Κώστα Νούρο, τον Γιώργο Κάβουρα, τον Βαγγέλη Παπάζογλου και άλλους. Είναι ενδιαφέρουσα η μαρτυρία που είχαμε από τον παλαιό Σμυρνιό τραγουδιστή και κιθαρίστα Γιάννη Χατζη-Αγορόπουλο, φίλο του Γιώργου Κάβουρα, ότι στο κέντρο του Σαραντόπουλου, στη Δραπετσώνα, το καλοκαίρι του 1934, πριν εμφανιστεί η "τετράς η ξακουστή του Πειραιώς" με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Γιώργο Μπάτη, Ανέστη Δελιά και Στράτο Παγιουμτζή, παίζανε και τραγουδούσαν στον ίδιο χώρο, οι Στελλάκης Περπινιάδης, Γιώργος Κάβουρας, Κώστας Νούρος με άλλους μικρασιάτες μουσικούς. Μάλιστα υπήρξε και ένα μικρό χρονικό διάστημα μιας εβδομάδος, που παίζαν και οι δυο κομπανίες κατ' εναλλαγήν. Στη συνέχεια η "κομπανία των Μικρασιατών"εγκαταστάθηκε σε κέντρο στην πλατεία της Κοκκινιάς.
Προς το τέλος της δεκαετίας του '30, ο σοβαρός, συντηρητικών αρχών και οικγενειάρχης Στελλάκης, άνοιξε δικό του κέντρο στη θέση "Κουνέλια" στο Χαιδάρι, που ήταν και το σπίτι του. Το μαγαζί αυτό διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας. Εκεί πέθανε στην Κατοχή -μάλλον από εγκεφαλικό ο νεαρός 34χρονος- Γιώργος Κάβουρας, από τους καλύτερους φίλους του Στελλάκη. Από το μαγαζί αυτό του Στελλάκη πέρασαν, όπως ήταν φυσικό, όλα τα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου.
(Το συμβούλιο του Συνδέσμου Μουσικών Αθηνών-Πειραιώς. Καθιστοί:Βουγιούκας(Μπουρνάμπασλης), Σωφρονίου, Χρυσαφάκης, Ογδοντάκης, Ασίκης και Ζαφειρόπουλος. Όρθιοι:Περπινιάδης, Αντιλαβής, Κουτουρούς και Αστεράκης)
Αν και σοβαρός και μετρημένος ο Στελλάκης συμμετείχε συχνά σε χιουμοριστικές πλάκες, που έκαναν μεταξύ τους οι παρέες και οι φίλοι του μουσικοί, τα χρόνια εκείνα. Με χιουμοριστικό επι΄σης τρόπο αντιμετώπησε τον πρόεδρο και τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στην περίφημη δίκη για το τραγούδι "Βαρβάρα", που έγινε στο τέλος του 1936, όπου ήταν και μάρτυρας υπερασπίσεως του συνθέτη Παναγιώτη Τούντα και του, εκ των ιδιοκτητών της Columbia, Θεμιστοκλή Λαμπρόπουλου. Την "μπόρα" την έφαγε βέβαια ο Παναγιώτης Τούντας, που για ν' αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες, ξανάβγαλε τρείς ακόμα φορές τη διάσημη πλέον μελωδία της "Βαρβάρας" με άλλους στίχους: ("Η Μαρίκα η δασκάλα", δίσκος Columbia DG 2199 και DG 6249, "Μανωλιός και Δημητρούλα", δίσκος Columbia DG 6414 και τέλος " Άκου Ντούτσε μου να νέα" , δίσκος His Master' s Voice ΑΟ 2691, όλα με τον Στελλάκη). Η Μαρίκα η δασκάλα κυκλοφόρησε και σε δεύτερη εκτέλεση με τον Κώστα Ρούκουνα.
Ο Στελλάκης και μετά την επαναλειτουργία του εργοστασίου δίσκων της Columbia στον Περισσό, το 1946, άρχισε με τους ίδιους προπολεμικούς ρυθμούς να βγάζει δίσκους. Βέβαια τώρα δεν είχε κοντά του τους παλιούς και αγαπημένους του συνθέτες που χάθηκαν στα χρόνια της κατοχής, όπως τον Βαγγέλη Παπάζογλου, τον Παν. Τούντα, τον Κώστα Σκαρβέλη, τον Ιάκωβο Μοντανάρη, τον Γιοβάν Τσαούς.
-Στελλάκης Περπινιάδης, Λουκάς Νταράλας, Βασίλης Καραπατάκης, Γιάννης Σαλασίδης, Μητσάρας, το 1953-
Στα 30 χρόνια της παρουσίας του στη δισκογραφία των 78 στροφών ο Στελλάκης Περπινιάδης, ηχογράφησε ένα μεγάλο αριθμό τραγουδιών που πλησιάζουν τα 400, από τους μεγαλύτερους που πραγματοποίησε τραγουδιστής στις 78 στροφές. Πιο μπροστά βρίσκονται ο Αντώνης Νταλγκάς και η Ρόζα Εσκενάζυ.
Το ενδιαφέρον της δισκογραφικής παρουσίας του Στελλάκη βρίσκεται ακόμη στο γεγονός ότι αν και τραγουδιστής μεγάλης εμβέλειας, υπευθυνότητας και σοβαρότητας, δεν αρνήθηκε ποτέ -όπως φαίνεται από τη δισκογραφία- να συμμετάσχει σαν δεύτερη φωνή σε πρωτοεμφανιζόμενα πρόσωπα και να τα βοηθήσει στα πρώτα τους βήματα με την παρουσία του. Σημειώνουμε από τα στοιχεία της δισκογραφίας του, ότι έλαβε μέρος σε πρώτες εμφανίσεις ή ξεκινήματα των παρακάτω: Ιωάννα Γεωργακοπούλου (με πλειάδα συνεργασιών), Ανδρέας Σπαγγαδώρος, Οδυσσέας Μοσχονάς, Σούλα Πασαλάρη, Σωτηρία Μπέλλου, Στέλλα Χασκήλ, Έλλη Σωφρονίου, Γιώτα Λύδια, Μαρίκα Νίνου, Σούλα Καλφοπούλου κ.ά.
Ο Στελλάκης Περπινιάδης, στις λίγες του εμφανίσεις εκτός από το μαγαζί του -σε περιόδους κρίσεως- βοήθησε πολλούς νέους καλλιτέχνες στο πάλκο. Ανάμεσά τους και η Μαρίκα Νίνου, που την έβαλε να τραγουδήσει το 1947 στο κέντρο "Φλώριδα" της Λ. Αλεξάνδρας, εγκαταλείποντας τα ακροβατικά νούμερα που έκανε με τον άνδρα της και το παιδί τους. Την ίδια χρονιά η Μαρίκα Νίνου συνέχισε με τον Τσιτσάνη στου Τζίμη του Χοντρού, στην Αχαρνών, για να δημιουργήσουν για λίγα χρόνια το αξεπέραστο δίδυμο Β. Τσιτσάνης--Μαρίκα Νίνου.
Υπήρξε για πολλά χρόνια μέλος του ΔΣ. του σωματείου των μουσικών και συνέβαλε πολύ στους συνδικαλιστικούς αγώνες του κλάδου. Έμεινε όλα τα χρόνια της καλλιτεχνικής του ζωής στο πάλκο και μετά το 1950, ένα ακόμα μέλος της οικογένειας, ο γυιος του Βαγγέλης,τραγουδιστής και συνθέτης, πλαισίωσε τη μεγάλη οικογένεια του λαικού τραγουδιού.
Στη δεκαετία του '70, με την επαναφορά του ρεμπέτικου, επανήλθε στο προσκήνιο, έλαβε μέρος σε αρκετές εκδηλώσεις, εμφανίστηκε στην τηλεόραση και στον τύπο με δημοσιεύματα.
Πέθανε στο σπίτι του, στο Χαιδάρι, τον Σεπτέμβριο του 1977.
Αθηνα Ιούλιος 1995
Παν. Κουνάδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου