Με διαφορά ελάχιστων ημερών, η Ελλάδα
παρέδωσε την Ολυμπιακή Φλόγα στην αντιπροσωπεία της Βραζιλίας (μιας
χώρας που μάλλον θα αποκαταστραφεί, όπως και η δική μας, με το βαρύτατο
ολυμπιακό εγχείρημα που ανέλαβε να διεκπεραιώσει) και υποδέχτηκε το εξ
Ιεροσολύμων Αγιο Φως. Και μάλιστα με τις καθιερωμένες «τιμές αρχηγού
κράτους» (και στην Κύπρο το ίδιο συμβαίνει), που μάλλον προσβάλλουν παρά
τιμούν. Οι δύο τελετές, της παράδοσης και της υποδοχής, στάθηκαν αφορμή
για ν’ ακουστούν από τα κανάλια, κρατικά και ιδιωτικά, πολλά βαρύγδουπα
και τόσο, μα τόσο ελληνοπρεπή που τελικά να καταντούν ανελλήνιστα.
Και για τη Φλόγα και για το Φως οι ήδη πεπεισμένοι, για να πείσουν τους τυχόν δύσπιστους, επικαλούνται το μέγα επιχείρημα του Χρόνου. Των αιώνων δηλαδή, ή μάλλον των χιλιετιών, που, όπως κηρύσσουν, επικύρωσαν τα δύο σύμβολα. Τα ενίσχυσαν με μια αίγλη που τίποτε δεν μπορεί να τη θαμπώσει ή να τη σβήσει. Αλλά δικαιούμαστε όντως να επιστρατεύουμε τις χιλιετίες –και πόσες ακριβώς– σαν απόδειξη της ιερότητας των δύο φλογών, της αναμφίλεκτης συμβολικής τους διάστασης;
Οσον αφορά τη φλόγα των Ολυμπιακών, καμία ρίζα στην αρχαιότητα δεν έχει η τελετή της αφής ούτε η λαμπαδηδρομία που την ακολουθεί. Και ασχέτως αν στη μεταπολεμική περίοδο επιχειρήθηκε ο εξαγνισμός και η ανακατάκτηση του τελετουργικού, η καταγωγή και η πρώτη εφαρμογή του δεν έχουν τίποτε το τιμητικό. Και, φυσικά, τίποτε το ιερό. Η φλόγα ευλάβειας που έμενε αναμμένη κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών στην αρχαιότητα στον βωμό της Εστίας, δεν έχει την παραμικρή πνευματική και ηθική σχέση με όσα επινόησαν και σκηνοθέτησαν οι ναζιστές το 1936, ενθουσιάζοντας τον αρχηγό τους Αδόλφο Χίτλερ και τον Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργό Προπαγάνδας. Είτε η ιδέα έχει την πατρότητα του Καρλ Ντιμ (θεωρητικού της στρατιωτικοποίησης της νεολαίας και υπευθύνου του αθλητισμού στο ναζιστικό καθεστώς) είτε όχι, ο σκοπός ήταν ένας: να φανεί σε πανευρωπαϊκό φόντο η λάμψη του λατρεμένου τους πυρσού – του πυρσού που λίγα χρόνια αργότερα απανθράκωσε τον κόσμο. Το ξαναλέω. Μετά τον πόλεμο, οι υπεύθυνοι ενός «ολυμπιακού κινήματος» με ισάριθμες τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές του διετήρησαν το τελετουργικό και προσπάθησαν να το ανανοηματοδοτήσουν. Και ώς ένα βαθμό το πέτυχαν, έστω κι αν χρειάστηκε να αποσιωπήσουν την καταγωγή του και να ποντάρουν στην κόπωση ή και την αδιαφορία της συλλογικής μνήμης. Οι Ελληνες ολυμπιακώς υπεύθυνοι, όμως, δεν δικαιούνται να μη θυμούνται, γιατί τότε παρασύρονται σε αστόχαστες ακρότητες, του τύπου «η φλόγα είναι το σπουδαιότερο σύμβολο της Ελλάδας». Η φλόγα; Οχι ο Παρθενώνας, ως μνημείο της δημοκρατίας και καθαρός λόγος της; Μήπως τάχα σβήνουν οι φωτιές των πολέμων όσο φέγγει η φλόγα, ώστε να πούμε πως έχουμε ένα σύμβολο ισχυρής πανανθρώπινης απήχησης; Οσο για το βάθος χρόνου του Αγίου Φωτός, αύριο.
Και για τη Φλόγα και για το Φως οι ήδη πεπεισμένοι, για να πείσουν τους τυχόν δύσπιστους, επικαλούνται το μέγα επιχείρημα του Χρόνου. Των αιώνων δηλαδή, ή μάλλον των χιλιετιών, που, όπως κηρύσσουν, επικύρωσαν τα δύο σύμβολα. Τα ενίσχυσαν με μια αίγλη που τίποτε δεν μπορεί να τη θαμπώσει ή να τη σβήσει. Αλλά δικαιούμαστε όντως να επιστρατεύουμε τις χιλιετίες –και πόσες ακριβώς– σαν απόδειξη της ιερότητας των δύο φλογών, της αναμφίλεκτης συμβολικής τους διάστασης;
Οσον αφορά τη φλόγα των Ολυμπιακών, καμία ρίζα στην αρχαιότητα δεν έχει η τελετή της αφής ούτε η λαμπαδηδρομία που την ακολουθεί. Και ασχέτως αν στη μεταπολεμική περίοδο επιχειρήθηκε ο εξαγνισμός και η ανακατάκτηση του τελετουργικού, η καταγωγή και η πρώτη εφαρμογή του δεν έχουν τίποτε το τιμητικό. Και, φυσικά, τίποτε το ιερό. Η φλόγα ευλάβειας που έμενε αναμμένη κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών στην αρχαιότητα στον βωμό της Εστίας, δεν έχει την παραμικρή πνευματική και ηθική σχέση με όσα επινόησαν και σκηνοθέτησαν οι ναζιστές το 1936, ενθουσιάζοντας τον αρχηγό τους Αδόλφο Χίτλερ και τον Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργό Προπαγάνδας. Είτε η ιδέα έχει την πατρότητα του Καρλ Ντιμ (θεωρητικού της στρατιωτικοποίησης της νεολαίας και υπευθύνου του αθλητισμού στο ναζιστικό καθεστώς) είτε όχι, ο σκοπός ήταν ένας: να φανεί σε πανευρωπαϊκό φόντο η λάμψη του λατρεμένου τους πυρσού – του πυρσού που λίγα χρόνια αργότερα απανθράκωσε τον κόσμο. Το ξαναλέω. Μετά τον πόλεμο, οι υπεύθυνοι ενός «ολυμπιακού κινήματος» με ισάριθμες τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές του διετήρησαν το τελετουργικό και προσπάθησαν να το ανανοηματοδοτήσουν. Και ώς ένα βαθμό το πέτυχαν, έστω κι αν χρειάστηκε να αποσιωπήσουν την καταγωγή του και να ποντάρουν στην κόπωση ή και την αδιαφορία της συλλογικής μνήμης. Οι Ελληνες ολυμπιακώς υπεύθυνοι, όμως, δεν δικαιούνται να μη θυμούνται, γιατί τότε παρασύρονται σε αστόχαστες ακρότητες, του τύπου «η φλόγα είναι το σπουδαιότερο σύμβολο της Ελλάδας». Η φλόγα; Οχι ο Παρθενώνας, ως μνημείο της δημοκρατίας και καθαρός λόγος της; Μήπως τάχα σβήνουν οι φωτιές των πολέμων όσο φέγγει η φλόγα, ώστε να πούμε πως έχουμε ένα σύμβολο ισχυρής πανανθρώπινης απήχησης; Οσο για το βάθος χρόνου του Αγίου Φωτός, αύριο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου