Κανέναν δεν ξενίζουν οι μετεκλογικοί
απαξιωτικοί αφορισμοί για τον λαό από την πλευρά όσων κομμάτων έμειναν
μακριά από το στόχο τους. Η πικρία δύσκολα λογοκρίνεται. Ετσι η
δημοκοπική κολακεία παραχωρεί πρόθυμα τη θέση της στις χολερικές
αποφάνσεις περί ανωριμότητας, ακρισίας και αμνημοσύνης των πολιτών, των
ίδιων ακριβώς που προ κάλπης δοξάζονταν για τη μνήμη, τη γνώση και την
κρίση τους.
Ωστόσο, στην τωρινή μετεκλογική περίοδο το σφοδρότερο κατηγορητήριο κατά του λαού δεν έχει κομματική προέλευση. Το υπογράφει ένας από τους γνωστότερους Ελληνες πεζογράφους, ο Δημήτρης Δημητριάδης, θεατρικός συγγραφέας επίσης, ποιητής και μεταφραστής. Ο τίτλος του αφηγήματος με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα, το 1979, «Πεθαίνω σαν χώρα», έγινε σταδιακά ένα από τα κλισέ στα οποία καταφεύγει η αμηχανία των τιτλοδοτών σε εφημερίδες και περιοδικά. Την επόμενη φορά, πάντως, που εφημερίδα ή περιοδικό θα ετοιμάσει αφιέρωμα υπό το ανυπόστατο ερώτημα «Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;», ας λάβει υπόψη της το άρθρο «Το βδέλυγμα» που δημοσίευσε ο Δημητριάδης στη Lifo, στις 30 Σεπτεμβρίου. Ενα κείμενο που πιστοποιεί πόσο σφάλλουν όσοι περιμένουν από τους διανοούμενους (που μάλλον τους εννοούν σαν σαμάνες ή διδασκάλους του γένους) λόγο μετρημένο και επιχειρηματολογημένο, με την κριτική του, όσο οξεία, να προκύπτει ως αποτέλεσμα νηφάλιου, αποδεικτικού στοχασμού και να μην είναι προϊόν βαριάς προκατάληψης ή επιφανειακής ανάγνωσης των πραγμάτων.
Το «Βδέλυγμα» του Δημητριάδη δεν είναι νηφάλιο. Αυτό όμως δεν είναι καλά και σώνει κακό. Οι άνθρωποι σκέφτονται και με τα συναισθήματά τους, δεν είναι μηχανές. Αλλού είναι το ζήτημα. Στο ότι το κείμενο αυτό, που παρουσιάζεται σαν γέννημα κριτικότατης διάθεσης, δεν είναι καν κριτικό. Είναι τέτοια η αφοριστική του έπαρση, η αξιωματική του οίηση και η αλαζονική, ναρκισσιστική σιγουριά του, και ταυτόχρονα τόσο μεγάλη η αδιαφορία του για οτιδήποτε που να μοιάζει με απόδειξη, με επιχείρημα έστω, ώστε παράγραφο την παράγραφο (και επανάληψη την επανάληψη) να χάνεται οποιοσδήποτε κριτικός χαρακτήρας.
Ο συγγραφέας βδελύσσεται, αποστρέφεται, ελεεινολογεί, δικάζει και καταδικάζει με συνοπτικές διαδικασίες, αντιπαθεί, σιχαίνεται. Ποιον; Τον λαό. Ολον; Ετσι φαίνεται, αν και δεν λείπει η συνήθης φρασούλα: «Πρόκειται για γενίκευση, η οποία όπως κάθε γενίκευση, θα αδικήσει κατάφωρα κάποιους που πάντα εξαιρούνται ως ελάχιστη μειονότητα...». Ειδικότερα όμως φαίνεται να βδελύσσεται το τμήμα του λαού που «χάρισε τον στέφανο της νίκης με τα λάφυρα της εξουσίας σ’ εκείνους που, με τον δικό τους φενακιστικό αγοραίο τρόπο, του απέδειξαν ότι, εκλέγοντάς τους, είναι όντως αγενής, όντως χυδαίος, “ένα ντουβάρι”». Με δεδομένα τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα και τις αναλύσεις που ακολούθησαν για το ποιες κοινωνικές κατηγορίες ψήφισαν τι και ποιοι «χάρισαν τον στέφανο της νίκης» σε ποιον, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο συγγραφέας βδελύσσεται ιδιαίτερα (ή αποκλειστικά) τον λαό σύμφωνα με την τρίτη ή τέταρτη σημασία της λέξης που καταγράφουν τα λεξικά: «Λαός: κοινωνικές τάξεις που χαρακτηρίζονται από μικρό εισόδημα ή και χαμηλό μορφωτικό, πολιτιστικό επίπεδο· κοσμάκης» (Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη).
Αγενής λοιπόν ο λαός. Και χυδαίος. Και όχι μόνο. Αντιγράφω: «Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο. Για το χείριστο. Δεν είναι ικανός και πανέτοιμος παρά μόνο γι’ αυτό. Επειδή ο ίδιος ανήκει στο χειρότερο. Στο χείριστο. Ο ελληνικός λαός ανήκει οριστικά στο μη περαιτέρω του χείριστου. (...) Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα. (...) Λαός τυφλών όπου η τύφλωση δεν έχει αφήσει απρόσβλητη καμία γενιά, κανένα φύλο, καμία τάξη, καμιά ηλικία – διεφθαρμένη ελληνική νεολαία, απερίσκεπτη, κούφια, επιπόλαιη, το χείριστο του χειρίστου, ανακυκλώνει μόνο τα ζοφερά κουσούρια των σπορέων του».
Και μετά το έγκλημα, η τιμωρία: «Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι’ αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική. Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός. (...) Πρέπει να επιβληθεί αναφανδόν αυτή η τιμωρία». «Αναφανδόν». Μόνο που δεν εξηγείται ποια ακριβώς θα είναι η τιμωρία και ποιος θα την επιβάλει, θεός ή άνθρωπος. Ωστε να πάρουμε τα μέτρα μας, οι αμαρτωλοί.
Μόνο οι λέξεις είναι κάπως νέες στο κείμενο του Δημητριάδη. Ο τόνος των λεγομένων του είναι ίδιος χρόνια τώρα, ιδίως αφότου στερεώθηκε μέσα του η πίστη (που δηλώνεται άλλωστε ρητά και κατηγορηματικά) πως είναι αδικημένος στην Ελλάδα. Φλεβάρη του 2008, παρουσιάζοντας στην «Καθημερινή» ένα καινούργιο βιβλίο του συγγραφέα, τους «Καταλόγους 13-14» (εκδ. Ινδικτος), που συνόψιζαν το πιστεύω του πως όλα οδεύουν στο σκοτάδι και στο ΜΗΔΕΝ, έλεγα και τα εξής: «Ο Δημητριάδης έχει μιλήσει με φωνή έκδηλα επιθετική και οργισμένη ή εσωτερικευμένη και μυστική (και η έκδηλη ή και προκλητική επιθετικότητα άλλωστε ακούγεται κάποιες φορές σαν το άλλο όνομα μιας αποφασισμένης ενδοστρέφειας, ενδεχομένως και αυτάρκειας), αποφατική, ιερατική ή χλευαστική, με φωνή που καταφάσκει την τέχνη κι άλλοτε πάλι διατυπώνει αυστηρές επιφυλάξεις, οι οποίες παίρνουν πια μια μηδενιστική οξύτητα όταν αναφέρονται στον κόσμο εν γένει, ο οποίος εξεικονίζεται ολονέν εφιαλτικότερος».
Επιθετικά και χλευαστικά είναι και τώρα τα λόγια του. Σε υπερθετικό βαθμό. Επίσης σε υπερθετικό βαθμό είναι άδικος ο τιμητής συγγραφέας, υπεροπτικός, ισοπεδωτικός. Θέλοντας να το αποδείξω, ώστε να μη μιμηθώ το αφοριστικό ύφος του «Βδελύγματος», ένα μόνο θα πω: Αυτός ο λαός-βδέλυγμα, ο λαός-καταστροφέας, ο λαός-τέρας κτλ. στάθηκε με κάθε τρόπο στο πλευρό των προσφύγων (εξαιρουμένων φυσικά των χρυσαυγιτών και των αποβρασμάτων που βρήκαν ευκαιρία αισχροκέρδειας). Χωρίς καμία επιφύλαξη. Αναφανδόν. Από το υστέρημά του. Ετσι το ’νιωσε κι έτσι έπραξε. Σώζοντας το πρόσωπό του και το πρόσωπο της πατρίδας του, παρ’ όλους, ξαναλέω, τους χρυσαυγίτικους λεκέδες. Δεν έτυχε ν’ ακούσει ο καταπελτώδης συγγραφέας ένα από τα τόσα «Ευχαριστώ Ελλάδα» από χείλη πρόσφυγα, να διαβάσει ένα από τα «Μπράβο Ελληνες» ξένων δημοσιογράφων και εθελοντών;
Ωστόσο, στην τωρινή μετεκλογική περίοδο το σφοδρότερο κατηγορητήριο κατά του λαού δεν έχει κομματική προέλευση. Το υπογράφει ένας από τους γνωστότερους Ελληνες πεζογράφους, ο Δημήτρης Δημητριάδης, θεατρικός συγγραφέας επίσης, ποιητής και μεταφραστής. Ο τίτλος του αφηγήματος με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα, το 1979, «Πεθαίνω σαν χώρα», έγινε σταδιακά ένα από τα κλισέ στα οποία καταφεύγει η αμηχανία των τιτλοδοτών σε εφημερίδες και περιοδικά. Την επόμενη φορά, πάντως, που εφημερίδα ή περιοδικό θα ετοιμάσει αφιέρωμα υπό το ανυπόστατο ερώτημα «Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;», ας λάβει υπόψη της το άρθρο «Το βδέλυγμα» που δημοσίευσε ο Δημητριάδης στη Lifo, στις 30 Σεπτεμβρίου. Ενα κείμενο που πιστοποιεί πόσο σφάλλουν όσοι περιμένουν από τους διανοούμενους (που μάλλον τους εννοούν σαν σαμάνες ή διδασκάλους του γένους) λόγο μετρημένο και επιχειρηματολογημένο, με την κριτική του, όσο οξεία, να προκύπτει ως αποτέλεσμα νηφάλιου, αποδεικτικού στοχασμού και να μην είναι προϊόν βαριάς προκατάληψης ή επιφανειακής ανάγνωσης των πραγμάτων.
Το «Βδέλυγμα» του Δημητριάδη δεν είναι νηφάλιο. Αυτό όμως δεν είναι καλά και σώνει κακό. Οι άνθρωποι σκέφτονται και με τα συναισθήματά τους, δεν είναι μηχανές. Αλλού είναι το ζήτημα. Στο ότι το κείμενο αυτό, που παρουσιάζεται σαν γέννημα κριτικότατης διάθεσης, δεν είναι καν κριτικό. Είναι τέτοια η αφοριστική του έπαρση, η αξιωματική του οίηση και η αλαζονική, ναρκισσιστική σιγουριά του, και ταυτόχρονα τόσο μεγάλη η αδιαφορία του για οτιδήποτε που να μοιάζει με απόδειξη, με επιχείρημα έστω, ώστε παράγραφο την παράγραφο (και επανάληψη την επανάληψη) να χάνεται οποιοσδήποτε κριτικός χαρακτήρας.
Ο συγγραφέας βδελύσσεται, αποστρέφεται, ελεεινολογεί, δικάζει και καταδικάζει με συνοπτικές διαδικασίες, αντιπαθεί, σιχαίνεται. Ποιον; Τον λαό. Ολον; Ετσι φαίνεται, αν και δεν λείπει η συνήθης φρασούλα: «Πρόκειται για γενίκευση, η οποία όπως κάθε γενίκευση, θα αδικήσει κατάφωρα κάποιους που πάντα εξαιρούνται ως ελάχιστη μειονότητα...». Ειδικότερα όμως φαίνεται να βδελύσσεται το τμήμα του λαού που «χάρισε τον στέφανο της νίκης με τα λάφυρα της εξουσίας σ’ εκείνους που, με τον δικό τους φενακιστικό αγοραίο τρόπο, του απέδειξαν ότι, εκλέγοντάς τους, είναι όντως αγενής, όντως χυδαίος, “ένα ντουβάρι”». Με δεδομένα τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα και τις αναλύσεις που ακολούθησαν για το ποιες κοινωνικές κατηγορίες ψήφισαν τι και ποιοι «χάρισαν τον στέφανο της νίκης» σε ποιον, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο συγγραφέας βδελύσσεται ιδιαίτερα (ή αποκλειστικά) τον λαό σύμφωνα με την τρίτη ή τέταρτη σημασία της λέξης που καταγράφουν τα λεξικά: «Λαός: κοινωνικές τάξεις που χαρακτηρίζονται από μικρό εισόδημα ή και χαμηλό μορφωτικό, πολιτιστικό επίπεδο· κοσμάκης» (Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη).
Αγενής λοιπόν ο λαός. Και χυδαίος. Και όχι μόνο. Αντιγράφω: «Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο. Για το χείριστο. Δεν είναι ικανός και πανέτοιμος παρά μόνο γι’ αυτό. Επειδή ο ίδιος ανήκει στο χειρότερο. Στο χείριστο. Ο ελληνικός λαός ανήκει οριστικά στο μη περαιτέρω του χείριστου. (...) Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα. (...) Λαός τυφλών όπου η τύφλωση δεν έχει αφήσει απρόσβλητη καμία γενιά, κανένα φύλο, καμία τάξη, καμιά ηλικία – διεφθαρμένη ελληνική νεολαία, απερίσκεπτη, κούφια, επιπόλαιη, το χείριστο του χειρίστου, ανακυκλώνει μόνο τα ζοφερά κουσούρια των σπορέων του».
Και μετά το έγκλημα, η τιμωρία: «Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι’ αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική. Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός. (...) Πρέπει να επιβληθεί αναφανδόν αυτή η τιμωρία». «Αναφανδόν». Μόνο που δεν εξηγείται ποια ακριβώς θα είναι η τιμωρία και ποιος θα την επιβάλει, θεός ή άνθρωπος. Ωστε να πάρουμε τα μέτρα μας, οι αμαρτωλοί.
Μόνο οι λέξεις είναι κάπως νέες στο κείμενο του Δημητριάδη. Ο τόνος των λεγομένων του είναι ίδιος χρόνια τώρα, ιδίως αφότου στερεώθηκε μέσα του η πίστη (που δηλώνεται άλλωστε ρητά και κατηγορηματικά) πως είναι αδικημένος στην Ελλάδα. Φλεβάρη του 2008, παρουσιάζοντας στην «Καθημερινή» ένα καινούργιο βιβλίο του συγγραφέα, τους «Καταλόγους 13-14» (εκδ. Ινδικτος), που συνόψιζαν το πιστεύω του πως όλα οδεύουν στο σκοτάδι και στο ΜΗΔΕΝ, έλεγα και τα εξής: «Ο Δημητριάδης έχει μιλήσει με φωνή έκδηλα επιθετική και οργισμένη ή εσωτερικευμένη και μυστική (και η έκδηλη ή και προκλητική επιθετικότητα άλλωστε ακούγεται κάποιες φορές σαν το άλλο όνομα μιας αποφασισμένης ενδοστρέφειας, ενδεχομένως και αυτάρκειας), αποφατική, ιερατική ή χλευαστική, με φωνή που καταφάσκει την τέχνη κι άλλοτε πάλι διατυπώνει αυστηρές επιφυλάξεις, οι οποίες παίρνουν πια μια μηδενιστική οξύτητα όταν αναφέρονται στον κόσμο εν γένει, ο οποίος εξεικονίζεται ολονέν εφιαλτικότερος».
Επιθετικά και χλευαστικά είναι και τώρα τα λόγια του. Σε υπερθετικό βαθμό. Επίσης σε υπερθετικό βαθμό είναι άδικος ο τιμητής συγγραφέας, υπεροπτικός, ισοπεδωτικός. Θέλοντας να το αποδείξω, ώστε να μη μιμηθώ το αφοριστικό ύφος του «Βδελύγματος», ένα μόνο θα πω: Αυτός ο λαός-βδέλυγμα, ο λαός-καταστροφέας, ο λαός-τέρας κτλ. στάθηκε με κάθε τρόπο στο πλευρό των προσφύγων (εξαιρουμένων φυσικά των χρυσαυγιτών και των αποβρασμάτων που βρήκαν ευκαιρία αισχροκέρδειας). Χωρίς καμία επιφύλαξη. Αναφανδόν. Από το υστέρημά του. Ετσι το ’νιωσε κι έτσι έπραξε. Σώζοντας το πρόσωπό του και το πρόσωπο της πατρίδας του, παρ’ όλους, ξαναλέω, τους χρυσαυγίτικους λεκέδες. Δεν έτυχε ν’ ακούσει ο καταπελτώδης συγγραφέας ένα από τα τόσα «Ευχαριστώ Ελλάδα» από χείλη πρόσφυγα, να διαβάσει ένα από τα «Μπράβο Ελληνες» ξένων δημοσιογράφων και εθελοντών;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου