«Η εντιμότητα στην πολιτική είναι
αποτέλεσμα της δύναμης, ενώ η υποκρισία αποτέλεσμα της αδυναμίας», έλεγε
ο Λένιν. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δεν εκλέχτηκε με καμία δέσμευση
ρήξης και αποχώρησης από την ευρωζώνη. Εκλέχτηκε όμως με ένα σαφές
πρόγραμμα δεσμεύσεων για το τέλος της λιτότητας, των επιτηρήσεων της
τρόικας, του μνημονίου και επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης.
Από χθες το πρωί, με το περίφημο αίτημα εξάμηνης
παράτασης της δανειακής σύμβασης και των υποχρεώσεων που απορρέουν από
αυτή, οι «κόκκινες γραμμές» έσπασαν και η υποχώρηση σε όλα τα μέτωπα
γίνεται ολοταχώς, όσο κι αν οι φραστικές διατυπώσεις για εσωτερική
κατανάλωση επιχειρούν να κρατήσουν τα προσχήματα απέναντι σε ένα λαό που
ζει ακόμη με χρονοκαθυστέρηση τη φάση του ενθουσιασμού. Ενός
ενθουσιασμού που οι καταιγιστικές εξελίξεις στο πεδίο των
διαπραγματεύσεων είναι ακόμη δύσκολο να φρενάρουν την ορμή του.
Για την ώρα και όσο σε αυτό το 24ωρο οι
διαβουλεύσεις θα συνεχίζονται (άρα ακόμη δεν υπάρχει το τελικό κείμενο),
τα προσχήματα (στο εσωτερικό της χώρας), ως άλλο φύλλο συκής, «σώζει» η
γερμανική αδιαλλαξία, που μετά την ελληνική «υποχώρηση» τα θέλει εδώ
και τώρα «όλα», όπως ακριβώς τα άφησε πριν τις 25 Ιανουαρίου. Για τη
Γερμανία είναι αδιάφορο πλέον το πώς η ελληνική κυβέρνηση θα «βαφτίσει»
την υποχώρησή της, αρκεί να την κάνει και να είναι πλήρης.
Στο βαθμό που η χθεσινή απόρριψη διά στόματος
Σόιμπλε του ελληνικού αιτήματος εξάμηνης παράτασης της δανειακής
σύμβασης είναι από θέση αρχής συνειδητή επιλογή της Γερμανίας, είναι
προφανές ότι το Βερολίνο πλέον, έχοντας αντιληφθεί την έλλειψη
περιθωρίων της ελληνικής κυβέρνησης για άλλους ελιγμούς από τη στιγμή
που δέχτηκε να μπει στη διαδικασία που της υποδείχθηκε από το Eurogroup
της περασμένης Δευτέρας, αλλά και τη μη χρήση των «πυρηνικών» που
διέθετε (στάση πληρωμών και απειλή χρεωκοπίας εντός ευρωζώνης), θα το
πάει μέχρι τα άκρα.
Αντίθετα, για την ώρα φαντάζει αρκετά προχωρημένο
ως σενάριο η επιμονή του Βερολίνου για πλήρη δημόσια παράδοση της
ελληνικής κυβέρνησης να είναι «τέχνασμα», ώστε να φανεί η υποχώρηση
ουσίας της Ελλάδας σε όλα τα άλλα, ως «απόδειξη» ότι δεν «έσπασαν οι
κόκκινες γραμμές» και γι’ αυτό δήθεν η Γερμανία αντιδρά εμμονικά έως
ακατανόητα υπερβολικά.
Με αρκετή δόση χιούμορ, ενδεχομένως πικρού,
κάποιος θα μπορούσε να πει αυτή την ώρα πως «η ελπίδα ακόμη υπάρχει…»
και αυτή είναι η ισοπεδωτική αδιαλλαξία του Σόιμπλε, που εκών-άκων
«σώζει» την κυβέρνηση από μια εικόνα συντριπτικής ήττας, δίνοντας τη
χρονική ευχέρεια για μια καλύτερη επικοινωνιακή διαχείριση του όλου
συμβιβασμού της, που γέρνει στο να είναι μονομερής. Αν μάλιστα το
Βερολίνο δεν ξεκολλήσει από την απόλυτη άρνησή του, τότε το εγχείρημα
μπορεί να αποδειχτεί υψηλότατου ρίσκου και να μετατραπεί από πλήρη
υποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης σε «μπούμερανγκ» για τη Γερμανία.
Οι επόμενες ώρες, πυκνές σε εξελίξεις, θα δείξουν
και την κατάληξη, ακόμη κι χρειαστούν μερικές ακόμη μέρες για να
μάθουμε επακριβώς τι θα έχει συμβεί.
Κυβερνητική… στροφή: Το βολικό… nein του Σόιμπλε
Λίγο μετά την υποβολή της πρότασης χθες, για
εξάμηνη παράταση της υπάρχουσας δανειακής σύμβασης από τον Έλληνα
υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη στον Γ. Ντάισελμπλουμ, ως πρόεδρο
του Eurogroup, την ώρα που η πλειοψηφία των ξένων ΜΜΕ μιλούσε για πλήρη
υποχώρηση της κυβέρνησης και ο Σόιμπλε «ανατίναζε» το κλίμα περί άμεσης
συμφωνίας και ενώ η Αθήνα «πάγωνε», η κυβέρνηση διακινούσε ήδη τη δική
της εκδοχή για το τι σημαίνει αυτό το αίτημα παράτασης… Ταυτόχρονα, οι
αντίπαλοί της αλλά και τα κεντρικά μέσα ενημέρωσης της χώρας, από τη
μια, με χαμηλής έντασης εκφράσεις μιλάνε για «κυβίστηση στον
ορθολογισμό», αλλά υποδέχονται θετικά αυτήν την υπαναχώρηση, από την
άλλη εξακολουθούν να την εγκαλούν ότι, όπως πήγαινε, οδηγούσε η ελληνική
κυβέρνηση σε ρήξη την κατάσταση! Και τα δύο ταυτόχρονα δε γίνονται.
Ήρθε όμως «βολικά» η επιμονή στην άρνηση για την ώρα του Σόιμπλε σε
αυτές τις υποχωρήσεις, ώστε την ατζέντα να μονοπωλεί η γερμανική άρνηση
και όχι η κυβερνητική «στροφή».
Φυσικά το ερώτημα αφορά όλους μας και το έχουμε
θέσει από ‘δω τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές. Τελικά, θέλαμε μέχρι
τα άκρα πορεία, ψηφίσαμε κάτι τέτοιο και πόσο αποφασισμένοι και με
επίγνωση των συνεπειών γι’ αυτά τα άκρα είμαστε; Ομοίως, όταν μιλάμε για
έναν «έντιμο συμβιβασμό» τι εννοούμε ακριβώς, αν δε ζούμε με αυταπάτες;
Πόσο έτοιμοι είμαστε να δούμε έναν μονομερή τελικά συμβιβασμό ή θα
αρκεστούμε δημόσια να μιλάμε για μία ακόμη κυβέρνηση που έκανε
«κυβίστηση», αλλά ιδιωτικά «πάλι καλά» θα λέμε;
Η ελληνική κυβέρνηση πάντως σε γενικές γραμμές,
μέσω ενός non paper που διακίνησε, υποστηρίζει ότι το αίτημα παράτασης
της δανειακής σύμβασης σημαίνει ταυτόχρονα ότι δε ζητήσαμε παράταση του
μνημονίου, αναφέροντας: «Η κυβέρνηση, πιστή στις δεσμεύσεις της, δε
ζήτησε παράταση του μνημονίου. Καταθέσαμε μια πρόταση η οποία σέβεται τη
λαϊκή ετυμηγορία, προασπίζεται την αξιοπρέπεια της κοινωνίας και
ταυτόχρονα μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους εταίρους μας».
Παράλληλα, ίδιες κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι
στο αίτημα που υποβλήθηκε διά του υπουργού Οικονομικών, η κυβέρνηση
«προχωρά άμεσα σε μεταρρυθμίσεις κατά της φοροδιαφυγής και της
διαφθοράς, ενώ θα υπάρξουν άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση της
ανθρωπιστικής κρίσης, καθώς και για την επανεκκίνηση της οικονομίας».
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, κατατέθηκε μια πρόταση
«η οποία σέβεται τη λαϊκή ετυμηγορία, προασπίζεται την αξιοπρέπεια της
κοινωνίας και ταυτόχρονα μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους εταίρους
μας».
Αναλυτικά, τι αναφέρουν πηγές του Μαξίμου για την επέκταση της δανεικής συμφωνίας:
1. «Η νέα ελληνική κυβέρνηση, διαμέσου του
υπουργού Οικονομικών κ. Γ. Βαρουφάκη, κατέθεσε αίτημα εξάμηνης επέκτασης
της δανειακής σύμβασης, προκειμένου να υπάρχει ομπρέλα προστασίας στο
χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η κυβέρνηση, πιστή στις δεσμεύσεις της, δε
ζήτησε παράταση του μνημονίου. Καταθέσαμε μια πρόταση η οποία σέβεται τη
λαϊκή ετυμηγορία, προασπίζεται την αξιοπρέπεια της κοινωνίας και
ταυτόχρονα μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους εταίρους μας.
2. Στο αίτημα τίθεται το θέμα της αποκατάστασης
του κοινωνικού κόστους που προκάλεσε η κρίση, καθώς και της
αντιμετώπισης των πολύ σημαντικών κοινωνικών επιπτώσεών της.
3. Το αίτημα σηματοδοτεί την επιθυμία της
κυβέρνησης να προχωρήσει σε μια εξάμηνη ενδιάμεση συμφωνία
(«συμφωνία-γέφυρα»), κατά την οποία δεσμεύεται για δημοσιονομική
ισορροπία. Ταυτόχρονα, όμως, προχωρά άμεσα σε μεταρρυθμίσεις κατά της
φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, ενώ θα υπάρξουν άμεσα μέτρα για την
αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, καθώς και για την επανεκκίνηση
της οικονομίας.
4. Η εξάμηνη παράταση δίνει τη δυνατότητα στην
κυβέρνηση να δώσει «ανάσες» στην κοινωνία και τον απαραίτητο χρόνο να
προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με τους εταίρους, χωρίς εκβιασμούς και
έλλειμμα χρόνου, προκειμένου να υπάρξει ένα νέο συμβόλαιο για την
ανάκαμψη και την ανάπτυξη με την Ευρώπη για την περίοδο 2015-2019. Στο
νέο κοινωνικό συμβόλαιο της κυβέρνησης θα περιλαμβάνεται και συμφωνία
για την απομείωση του χρέους, όπως άλλωστε προβλέπει και η απόφαση του
Eurogroup του 2012».
Βασικές παραδοχές
Ανεξάρτητα από το κλίμα στο εσωτερικό, η εικόνα
εκτός Ελλάδας είναι εντελώς διαφορετική ακόμη και σε μέσα ενημέρωσης με
φιλική διάθεση προς τη νέα κυβέρνηση. Κάνουν λόγο για εντυπωσιακή
αναδίπλωσή της, κάποια την προτρέπουν ακόμη και τώρα να επανέλθει στη
σκληρή γραμμή, καθώς το «Grexit» άλλοι στο ευρωπαϊκό ιερατείο το
φοβούνται περισσότερο, άλλοι πάλι κάνουν λόγο για κενή επί
δεκαπενθημέρου «ανταρσία» που οδηγείται στα «βράχια».
Όσοι πάλι εξαρχής ήταν αρνητικοί, κάνουν λόγο
τώρα για σαφείς αν και άτολμες ενδείξεις προσαρμογής της κυβέρνησης στις
απαιτήσεις των δανειστών της, συνέχεια του προγράμματος και του
μνημονίου, της τρόικας και των αξιολογήσεών της τουλάχιστον για ένα
εξάμηνο ακόμη, και επικεντρώνονται στη μέχρι στιγμής γερμανική
αδιαλλαξία.
Στο σημείο αυτό όμως οφείλουμε να παραθέσουμε
μερικές αυταπόδεικτες επισημάνσεις, που αφορούν τις δανειακές συμβάσεις
αλλά και τα μνημόνια που αφορούν την Ελλάδα.
Μπορεί ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών να ζητάει
την εξάμηνη παράταση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοπιστωτικής Διευκόλυνσης
(σικ, τεχνική έκφραση της δανειακής σύμβασης), όμως το υπάρχον μνημόνιο,
η 5η αξιολόγηση του οποίου δεν ολοκληρώθηκε από το Σεπτέμβριο του 2014,
έχει ενσωματωθεί στην υπάρχουσα δανειακή σύμβαση με αναφορά της σε αυτό
και αποτελεί δικαιοπρακτικό θεμέλιό της (σελίδα 59, παράγραφος 8). Αυτό
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση, μέσω της τελευταίας πρότασής της
προς το Eurogroup για παράταση της δανειακής σύμβασης, αποδέχεται, είτε
το θέλει είτε όχι, την παράταση του υπάρχοντος μνημονίου. Με την
πρότασή της η κυβέρνηση αποδέχεται πλήρως ό,τι υπάρχει,
συμπεριλαμβανομένου και του Αγγλικού Δικαίου ως εφαρμοζόμενου Δικαίου
στο Ενωσιακό, όταν κι αν χρειαστεί.
Αν η κυβέρνηση επιμένει ότι διαχωρίζει το
μνημόνιο σε αυτή τη φάση από τη δανειακή σύμβαση (επιτυχία σαφώς, αν και
οι εταίροι-δανειστές το δέχονται αυτό), τότε θα σήμαινε ότι διαχωρίζει
το πολιτικό σκέλος της απόφασης από την οικονομική στήριξή του. Αυτό
όμως που δεν έχει ακουστεί μέχρι σήμερα είναι πως, αν και αυτό θα το
έκανε για να μην εφαρμόζει τους όρους του μνημονίου, χωρίς να το θέλει
θα διευκόλυνε τους δανειστές αφού δε θα υπήρχε κανένας πολιτικός
έλεγχος. Εκτός από αυτό, θα έθετε εκτός εφαρμογής το Δημοσιονομικό
Σύμφωνο που υπέγραψε ο Λουκάς Παπαδήμος, και το οποίο σχετίζεται με την
ύπαρξη πολιτικής, δηλαδή με μνημόνιο. Αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό από
τη Γερμανία αλλά και την ευρωζώνη, όπως διαρκώς λένε. Στην πρότασή της
όμως η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά επιβεβαιώνει το μη διαχωρισμό
υπάρχοντος μνημονίου και δανειακής σύμβασης, μιλώντας στο κείμενο για
πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες με δείκτες και κόκκινες γραμμές,
παραμέτρους που έχουν σχέση με μνημόνιο και όχι με δανειακή σύμβαση.
Έτσι, είναι φανερό πως για την ώρα περισσότερο
για ουσιαστικούς λόγους η Γερμανία απορρίπτει και αυτήν την πρόταση,
γιατί το «κλειδί» είναι στις λεπτομέρειες που αφορούν περισσότερο στην
προστασία των δανειστών και όχι της ευρωζώνης. Αυτή είναι και η λογική
πίσω από τη θέση «χωρίς αξιολόγηση δε δίνονται χρήματα», που εκφράστηκε
από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Να γιατί τελικά με άλλη διατύπωση μεν, αλλά
στην πρότασή μας κάναμε δεκτή την αξιολόγηση στο τέλος του εξαμήνου από
ΕΚΤ, Ε.Ε. και ΔΝΤ, αποφεύγοντας απλά την αναφορά στον όρο «τρόικα».
Το μόνο που απομένει είναι οι πιθανότητες σε
τυχόν οριστική γραπτή συμφωνία να υπάρχει αποδοχή επί της ορολογίας
μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και δανειστών (Γερμανών), η οποία θα
επιτρέψει σε κάθε πλευρά να εμφανίσει τα κέρδη της – ή να μην
εμφανίζεται ως ηττημένη – αυτό από χθες φαίνεται ορατό, όπως τουλάχιστον
υποστηρίζουν σε Αθήνα και Βρυξέλλες, υπό την αίρεση ότι το Βερολίνο θα
μεταβάλλει την πλήρη για την ώρα άρνησή του παρά την ελληνική προσαρμογή
στις απαιτήσεις του Eurogroup.
Ανέφικτος ο διαχωρισμός δανειακής-μνημονίου τεχνικά και νομικά
Σύμφωνα με την «τεχνοκρατική-νομική» ανάγνωση, ο
συμβιβασμός είναι ανέφικτος, καθώς «παράταση» μόνο της δανειακής
σύμβασης, που λέει ότι αιτείται και επιδιώκει μόνο η ελληνική κυβέρνηση,
δεν μπορεί να υπάρξει. Αν αλλάξει και αυτό η Ελλάδα, τότε το Βερολίνο
είναι αμφίβολο ότι θα επιμένει στην άρνησή του, αφού πλέον το μνημόνιο
θα έχει γίνει αποδεκτό. Κι αυτό διότι η δανειακή σύμβαση στη σελίδα 59,
παράγραφος 8, απερίφραστα αναφέρει: «Η διαθεσιμότητα αυτής της Σύμβασης
Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (Δανειακή) εξαρτάται από τη συμμόρφωση της
Ελλάδας με τα μέτρα που εκτίθενται στο μνημόνιο…».
Ωστόσο, εκεί όπου η τεχνοκρατική-νομική ακαμψία
δημιουργεί αδιέξοδα υπεισέρχονται οι δυνατότητες ενός πολιτικού
συμβιβασμού. Αρκεί ο συμβιβασμός να είναι το ζητούμενο, κάτι για το
οποίο, ως προς τις προθέσεις της γερμανικής πλευράς τουλάχιστον, δεν
υπάρχει βεβαιότητα… το αντίθετο μάλιστα.
Η ελληνική κυβέρνηση ζητάει επισήμως να γίνει
αποδεκτή η παράταση της δανειακής σύμβασης, ώστε να τακτοποιηθούν
κάποιες «εκκρεμότητες». Από την πλευρά του το Βερολίνο υπογραμμίζει ότι
δεν υπάρχει μόνο δανειακή σύμβαση, αλλά ένα συνολικό πρόγραμμα διάσωσης,
στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το μνημόνιο των υποχρεώσεων που έχει
αναλάβει η χώρα.
Παρ’ όλα αυτά – σύμφωνα με πληροφορίες από τις
Βρυξέλλες – η ελληνική κυβέρνηση, σε στενή επαφή με τον επικεφαλής του
Euroworking Group Τόμας Βίζερ, είχε χθες συμφωνήσει για τη διατύπωση του
αιτήματος παράτασης της δανειακής σύμβασης για ένα εξάμηνο, συμφωνώντας
ταυτόχρονα για την υιοθέτηση κοινά αποδεκτών μέτρων.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η εν λόγω
διαβούλευση πραγματοποιήθηκε υπό τη στενή παρακολούθηση του Βερολίνου
και των συναινετικών παροτρύνσεων της Ουάσινγκτον…
Σενάρια: Το γερμανικό τείχος και οι «πρόθυμοι»
Πέρα, ωστόσο, από το θετικό σενάριο διεξόδου για
τη ρευστότητα έστω και μόνο, η ελληνική κυβέρνηση μελετά και το σενάριο
της ασφυξίας, το οποίο είναι πιθανό να ακολουθήσει το Βερολίνο, με βάση
την πρώτη αρνητική του χθες αντίδραση στο αίτημα εξάμηνης παράτασης της
δανειακής. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η στρατηγική επιδίωξη της
Γερμανίας είναι το πλήρες τσαλάκωμα του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής
του. Για να πετύχει αυτόν το βασικό του στόχο, το Βερολίνο θα
αξιοποιήσει το χρόνο.
Όσο η Γερμανία σαμποτάρει έναν «συμβιβασμό» ακόμη
και στα μέτρα της, τόσο η ελληνική οικονομία οδηγείται σε ασφυξία
ρευστότητας. Η γερμανική κυβέρνηση με αυτόν τον τρόπο εκτιμά πως – σε
κάθε περίπτωση – θα κερδίσει το παιχνίδι:
Είτε διότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχωρήσει ατάκτως πλέον
και θα τοποθετηθεί στο μνημονιακό ράφι, οπότε θα χάσει τη λαϊκή
υποστήριξη και οι προσδοκίες που δημιούργησε στην Ελλάδα και την Ευρώπη
για μια διαφορετική πορεία θα εξανεμιστούν.
Είτε διότι η έλλειψη ρευστότητας και τα
προβλήματα που θα προκύψουν στην ελληνική οικονομία θα υπονομεύσουν τη
δυναμική της πολιτικής ισχύος του ΣΥΡΙΖΑ στο εσωτερικό και θα
περιθωριοποιήσουν κάθε σκέψη αμφισβήτησης του γερμανικού δόγματος.
Παρά το κλίμα συμβιβασμού που εκπέμπεται από χθες
κατά βάση από Κομισιόν και Γιούνκερ, το Βερολίνο εξακολουθεί να κρατά
ανοιχτή την επιλογή της αποσταθεροποίησης της ελληνικής κυβέρνησης. Αν
τελικά αυτό ισχύει, θα φανεί (και θα αποδειχτεί), όπως υπογραμμίζουν
κύκλοι της ελληνικής κυβέρνησης, μέχρι απόψε, κατά τη διαβούλευση για
την αποδοχή ή όχι του ελληνικού αιτήματος για παράταση της δανειακής
σύμβασης.
Μάλιστα, όπως υπογραμμίζουν οι ίδιες πηγές, δεν
είναι απαραίτητο να εμφανιστούν οι Γερμανοί ως υπονομευτές της
συμφωνίας. Μπορούν εύκολα να υποκινήσουν διάφορους πρόθυμους, όπως τους
Φιλανδούς, τους Ισπανούς και άλλους…
Με αυτόν τον τρόπο και κρατώντας τη ρέγουλα της
ΕΚΤ, η Γερμανία είναι σε θέση να ρυθμίζει-ελέγχει την πολιτική,
οικονομική, κοινωνική ζωή της Ελλάδας και των υπόλοιπων Ευρωπαίων
«υποτελών» της. Από την πλευρά της, η νέα ελληνική κυβέρνηση
αντιλαμβάνεται ότι, αν παρασυρθεί από το γερμανικό χρόνο και τα
χρονοδιαγράμματα, θα εξαντλήσει γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι Ν.Δ.
και ΠΑΣΟΚ, το πολιτικό της κεφάλαιο…
Τα διλήμματα Γερμανίας και Ελλάδας – Τα περιθώρια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. – Τα όρια ισχύος και αδυναμίας
Ο χρόνος δε λειτουργεί μόνο εις βάρος της
Ελλάδας. Επομένως, τίθενται ερωτήματα και προς το Βερολίνο: Έχει χρόνο η
Γερμανία να αντιμετωπίσει το ερώτημα (που προκύπτει για την ηγεμονία
της) σε περίπτωση ελληνικής χρεωκοπίας; Προλαβαίνει η Γερμανία να
αντιμετωπίσει – δίχως να υπονομευτεί η ηγεμονία της – το ερώτημα (που εκ
των πραγμάτων τίθεται) από την έναρξη μιας συζήτησης για το ελληνικό
και κατ’ επέκταση το ευρωπαϊκό πρόβλημα χρέους; Διαθέτει – από την άλλη
πλευρά – η ελληνική κυβέρνηση χρόνο να διαχειριστεί τις προσδοκίες που
δημιούργησε στο εσωτερικό της χώρας διανέμοντας τα ψίχουλα που θα
προκύψουν από έναν συμβιβασμό;
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την πορεία των
διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές (Βερολίνο),
τα ερωτήματα αυτά, από τη στιγμή που έχουν τεθεί, συνοψίζουν τα όρια
ισχύος και αδυναμίας. Πάνω απ’ όλα περιγράφουν το αδιέξοδο της
γερμανικής αρχιτεκτονικής που επιβλήθηκε στην Ευρώπη. Είναι προφανές ότι
ένα τέτοιο μοντέλο δεν είναι προορισμένο να μακροημερεύσει, αν δεν
προχωρήσει άμεσα η ανακατασκευή του. Θα είναι η νέα ελληνική κυβέρνηση
και το ελληνικό πρόβλημα αυτά που θα λειτουργήσουν ως καταλύτης γι’
αυτήν την ανακατασκευή ή τον ενταφιασμό της;
Το όλο εγχείρημα της κυβέρνησης κρίνεται
καθοριστικό από το πώς θα αντιδράσει στα ανανεωνόμενα τελεσίγραφα που
δέχεται από την πλευρά των ονομαζόμενων Ευρωπαίων «εταίρων» της, δηλαδή
από το Βερολίνο κατά βάση. Μέχρι στιγμής οι εξελίξεις δεν είναι
ευχάριστες.
Αν και είναι δύσκολο σε αυτήν τη φάση να έχουμε
καθαρή εικόνα για το σημείο που βρίσκονται οι «διαπραγματεύσεις», ιδίως
του παρασκηνίου που είναι και οι πιο καθοριστικές, αν και αυτός ο όρος
αποτελεί σχήμα οξύμωρο δεδομένων του ακραία ανισομερούς συσχετισμού
δύναμης και του γεγονότος ότι η μία πλευρά βρίσκεται με το πιστόλι (της
ΕΚΤ) στον κρόταφο, ας σταθούμε σε κάτι σχετικά απτό. Το αίτημα της
εξάμηνης παράτασης της δανειακής τόσο ο Γιάνης Βαρουφάκης όσο και ο
Αλέξης Τσίπρας δήλωσαν ότι είναι έτοιμοι να το υπογράψουν, και αυτό
αρκεί για να διαπιστωθεί ότι κατά τη διάρκεια αυτών των
«διαπραγματεύσεων» η ελληνική πλευρά έχει ήδη δεχτεί καίριες υποχωρήσεις
σε σχέση με τις δεσμεύσεις της προς το λαό που την εξέλεξε.
Το κείμενο αποκλείει «μονομερείς ενέργειες» και
αναγνωρίζει το σύνολο του χρέους. Οι όποιες ρυθμίσεις αφορούν την
ελάφρυνση του χρέους θα είναι στη γραμμή των όσων αποφασίστηκαν στο
Eurogroup του περασμένου Νοέμβρη. Στην ουσία, η υλοποίηση των βασικών
μέτρων του προγράμματος της Θεσσαλονίκης εξαρτάται από την προηγούμενη
έγκριση των δανειστών, κάτι που ισοδυναμεί με ακύρωσή του. Επιπλέον,
αναγνωρίζει τις απολύτως επαχθείς δανειακές συμβάσεις και αποδυναμώνει
ακόμη περισσότερο την ελληνική πλευρά σε οποιαδήποτε μελλοντική
διαπραγμάτευση επί του θέματος. Είναι προφανές ότι αποδεχόμενη ως έναν
δήθεν «έντιμο συμβιβασμό» ένα τέτοιο πλαίσιο, η κυβέρνηση βρίσκεται με
δεμένα τα χέρια.
Αλλά ακόμη κι αυτά δεν είναι αρκετά για την Ε.Ε.
και τον Σόιμπλε. Έχοντας κατανοήσει ότι, μη επιθυμώντας τη ρήξη, η
ελληνική πλευρά αναδιπλώνεται διαρκώς, οι «εταίροι» επιδιώκουν πλήρη
παράδοση. Δίνοντας ένα γερό μάθημα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, προειδοποιούν
ταυτόχρονα και το Podemos και την όποια δύναμη στην Ευρώπη επιχειρήσει
αύριο να αμφισβητήσει τη λιτότητα, τα μνημόνια και την χρεωκρατία για το
τι θα βρει μπροστά της. Εδώ ίσως βρίσκεται και η απρόβλεπτη μεταβλητή
της υπόθεσης ακόμη και τώρα. Οι απαιτήσεις του Βερολίνου είναι δύσκολο
να γίνουν αποδεκτές από μια κυβέρνηση χωρίς κραδασμούς, όταν έχει
αναλάβει κάποιες βασικές δεσμεύσεις απέναντι σε έναν λαό που έχει
ξαναρχίσει να ελπίζει και να ξαναγεμίζει πλατείες. Όποια κι αν είναι
όμως η έκβαση, ένα είναι βέβαιο: Όλα τα καθησυχαστικά σχήματα που
κυριάρχησαν τα τελευταία χρόνια περί «μπλόφας» των Ευρωπαίων,
δυνατότητας ανατροπής της λιτότητας εντός ευρωζωνικών πλαισίων,
διαχωρισμού δανειακής σύμβασης και μνημονίων, λύσης τύπου «συμφωνίας του
Λονδίνου» για το χρέος (δηλαδή ευνοϊκή ρύθμιση για τον οφειλέτη με
σύμφωνη γνώμη του δανειστή), με δύο λόγια όλα τα επιμέρους στοιχεία που
συνέθεταν το σενάριο του «καλού ευρώ», έχουν καταρρεύσει. Κάποια στιγμή
θα πρέπει να δοθούν και οι οφειλόμενες εξηγήσεις γι’ αυτά.
Τι έλεγαν προεκλογικά – Το περιεχόμενο της δανειακής σύμβασης
Αλλά και στην ουσία αυτής καθαυτής της δανειακής
σύμβασης, καλό είναι στην κυβέρνηση τώρα που αιτήθηκαν την εξάμηνη
παράτασή της να θυμηθούν ορισμένα από αυτά που οι ίδιοι σε ΣΥΡΙΖΑ και
ΑΝ.ΕΛ. έλεγαν για αυτήν: Προεκλογικά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεσμευόταν
ότι θα διαπραγματευτεί τη δανειακή σύμβαση, όχι ότι θα ζητήσει παράτασή
της. Ξέχασαν επίσης σε ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ. ότι επί 5 χρόνια σε όλους τους
τόνους διακήρυτταν ότι «η δανειακή σύμβαση είναι μια λεόντεια,
αποικιοκρατικού χαρακτήρα σύμβαση σε βάρος της Ελλάδας»; Ξέχασαν ότι
εμπεριέχει με βάση τις δικές τους καταγγελίες «την απεμπόληση άνευ όρων
και αμετάκλητα όλων των ασυλιών στην υφιστάμενη και μελλοντική περιουσία
της Ελλάδας»; Ξέχασαν ότι «εισάγει το αγγλικό δίκαιο και τα δικαστήρια
του Λουξεμβούργου, των οποίων οι αποφάσεις θα είναι τελεσίδικες και
άμεσα εκτελεστέες στη χώρα μας»;
Ξέχασαν ότι η υφιστάμενη δανειακή σύμβαση δεν
είναι ούτε καν νόμιμη με βάση τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα της χώρας;
Γιατί δε ρωτάνε την πρόεδρο της Βουλής, τον κ. Κατρούγκαλο, τον κ.
Χρυσόγονο (ΣΥΡΙΖΑ) και τις Κόλλια-Χρυσοβελώνη (ΑΝ.ΕΛ.) να τους
υπενθυμίσουν τι έλεγαν νομικά και συνταγματικά για τη δανειακή σύμβαση
και την κύρωσή της στη Βουλή;
«Περαιτέρω, και οι δύο δανειακές συμβάσεις (του
πρώτου και του δεύτερου μνημονίου) έπρεπε να κυρωθούν από τη Βουλή,
σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος. Παρ’ όλα αυτά – και
ανεξαρτήτως του ζητήματος της ανάγκης ύπαρξης αυξημένης ή όχι
πλειοψηφίας γι’ αυτό – καμιά από τις δύο δεν κυρώθηκε σύμφωνα με το
Σύνταγμα. Η πρώτη κατατέθηκε προς κύρωση το Μάιο του 2010, αλλά μετά
αποσύρθηκε, η δεύτερη εγκρίθηκε από τη Βουλή δύο φορές ως σχέδιο, μία
φορά ως παράρτημα του Ν. 4046/2012 και μία ως Πράξη Νομοθετικού
Περιεχομένου. Ουδέποτε όμως ήρθε για κύρωση στη Βουλή μετά την υπογραφή
της. Οι εν λόγω συμβάσεις, εάν είχαν κυρωθεί συνταγματικά, θα θέσπιζαν
διεθνείς υποχρεώσεις σε βάρος της χώρας, με τυπική ισχύ ανώτερη από το
νόμο, σε αντίθεση με το μη δεσμευτικό χαρακτήρα των μνημονίων. Εφόσον
αυτό όμως δε συνέβη, δεν υπάρχει κανένα νομικό εμπόδιο για μία νέα
κοινοβουλευτική πλειοψηφία να ανατρέψει τα μνημονιακά μέτρα. Μάλιστα,
για μερικά από αυτά, όπως, π.χ. για την κατάργηση των πρόσφατων
ρυθμίσεων για τη μετενέργεια, που διαλύουν το εργατικό δίκαιο και τη
συλλογική αυτονομία, δεν απαιτείται καν τυπικός νόμος, αλλά αρκεί απλή
Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου».
Αλήθεια κι ας είναι και σκληρή – Ο λαός πρέπει να γνωρίζει
Όμως, αυτές τις στιγμές ο λαός έχει δικαίωμα να
γνωρίζει. Έχει δικαίωμα στην αλήθεια και όχι στις εφήμερες εντυπώσεις
των λέξεων, ειδικά όταν του ζητείται είτε να στηρίξει μία κυβέρνηση όπως
τώρα, είτε να κάνει θυσίες όπως πριν. Η εικόνα του Αντώνη Σαμαρά και
του Βαγγέλη Βενιζέλου, όταν εξήγγελλαν το τέλος της τρόικας, μόνο
ειρωνικό μειδίαμα προκαλούσε, καθώς όλοι γνώριζαν ότι δεν ήταν
ειλικρινείς. Το ίδιο και όταν η προηγούμενη κυβερνητική εκπρόσωπος Σοφία
Βούλτεψη άρχισε να αποκαλεί το μνημόνιο πρόγραμμα. Αυτού του είδους η
υποκρισία υποτιμά τη νοημοσύνη των πολιτών, όταν μετά από 5 χρόνια, όσο
κι αν έχουν ενθουσιασμό, καταλαβαίνουν απόλυτα το τι γίνεται και τελικά
δεν υπάρχει κανένας λόγος να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο η νέα κυβέρνηση.
Αυτήν τη στιγμή οι διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες γίνονται με την
τρόικα και τα ίδια ακριβώς πρόσωπα που ήταν και πριν με φόντο πάντα το
Βερολίνο. Όλοι οι ξένοι συνεχίζουν να την αποκαλούν τρόικα και στους
διαδρόμους κυκλοφορούν ήδη τα σχετικά ανέκδοτα με την επιμονή της
Ελλάδας να την αποκαλούν αλλιώς. Ας κάνουν μια καλή και διαφορετική
αρχή, λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους. Αντίθετα τυχόν
επικοινωνιακά τεχνάσματα με ορολογίες και ερμηνείες φράσεων και
προτάσεων, που χρησιμοποίησε και η προηγούμενη κυβέρνηση, είναι παλιά
κόλπα και κρατάνε λίγο. Στο τέλος γυρνάνε και μπούμερανγκ. Πάνω από όλα
όμως, δεν είναι συμβατά με το ήθος που πρέπει να έχει μία κυβέρνηση που
θέλει να κάνει τη διαφορά.
Ο λαός περιμένει να ακούσει την αλήθεια. Μόνο
έτσι θα συνεχίσει να δίνει τη στήριξή του, έστω και πληγωμένος. Και μόνο
η λαϊκή υποστήριξη αποτελεί πραγματική ισχύ για μια τέτοια κυβέρνηση.
Αλλιώς η υποκρισία, που είναι πράγματι ένδειξη αδυναμίας, θα διαψεύσει
σύντομα την ελπίδα και όταν η ελπίδα διαψεύδεται μετατρέπεται εύκολα σε
οργή. Θυμίζουμε τι γράφαμε προεκλογικά: «Προσοχή, γιατί πολύ εύκολα, από
την Κυριακή των Βαΐων τα ωσαννά και το «Ιδού ο Νυμφίος», στα Ιεροσόλυμα
σε τρεις μέρες φτάσαμε στο άρον-άρον σταύρωσον αυτόν…». Υπάρχει, όμως,
πάντα η δυνατότητα να αποφευχθούν όλα αυτά.
Ο λαγός και ο σκαντζόχοιρος: Μία άκρως διδακτική ιστορία
Αυτή η μέχρι των άκρων πίεση της Γερμανίας, παρά
τη διάθεση πλήρους συμβιβασμού από την ελληνική κυβέρνηση, θυμίζει μία
άκρως διδακτική ιστορία, που ως μικρό παραμύθι είναι κατάλληλο για την
περίσταση: «Έβρεχε στο λιβάδι κι ο μικρός λαγός κρύφτηκε στη φωλιά του.
Ένας σκαντζόχοιρος που στεκόταν μέσα στη βροχή, μαζεμένος σαν μπάλα
στρογγυλή, περνώντας έξω από τη φωλιά του λαγού τον παρακάλεσε: « Καλέ
μου λαγέ, κάνε μου λίγο χώρο να μπω κι εγώ να μη βρέχομαι και κρυώνω. Ο
λαγός, τον λυπήθηκε και του έκανε χώρο να μπει στη μικρή φωλιά του.
Μόλις ο σκαντζόχοιρος μπήκε στη ζεστή και ασφαλή φωλιά του λαγού,
σιγά-σιγά άρχισε να τεντώνεται και να απλώνεται. Ο λαγός ζάρωσε σε μια
γωνίτσα της φωλιάς. Τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου πλήγωναν και μάτωναν το
τρυφερό δέρμα του μικρού λαγού, που τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει
τη φωλιά του, μη αντέχοντας άλλο τον πόνο από τα τραύματα»…
Αυτή η αλληγορική ιστορία μας διδάσκει ότι η
υπερβολική ανοχή και υποχωρητικότητα αφήνει τους φιλότιμους
νοικοκυραίους άστεγους, όταν οι μουσαφίρηδες εκμεταλλεύονται τη
φιλοξενία…
Υ.Γ.: Η «απρόσμενη» τηλεφωνική επικοινωνία αργά
χθες το απόγευμα Τσίπρα-Μέρκελ επί 50 λεπτά με μεταφραστή (αν δε χαθούμε
στη μετάφραση) από το Μαξίμου διαρρέει ότι είχε καλό κλίμα προς
αναζήτηση αμοιβαία επωφελούς λύσης… Για την ώρα, το «αμοιβαία» δεν
υπάρχει, απλά διατυπώνεται, αλλά όπως γράφαμε σχεδόν στην αρχή του
κειμένου αυτού, χωρίς να έχουμε υπόψη μας το τηλεφώνημα, αν δεν είναι
συνειδητή επιλογή Σόιμπλε να πάει η Γερμανία στα άκρα την υπόθεση με τη
νέα κυβέρνηση είτε για να τη «γονατίσει πλήρως», είτε από «ατύχημα» να
οδηγήσει σε ρήξη, τότε υπάρχει και το ακραίο σενάριο οι «φωνές» του
Βερολίνου να είναι το «άλλοθι» για το εσωτερικό μας στην πλήρη στροφή
επί της ουσίας στις αξιώσεις των εταίρων και δανειστών μας, ώστε να μη
φαίνεται έτσι ακριβώς, κατά τη λογική του «καλού και κακού ανακριτή».
Ενδυναμώνει την άποψή μας, λοιπόν, για το «όλη την αλήθεια στον πολίτη,
χωρίς φραστικές στρογγυλοποιήσεις, όσο σκληρή κι αν είναι».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου