25 Νοε 2014

Η ανάγκη για επανάσταση της ελληνικής συνείδησης

 
Στις 25 Νοεμβρίου 1942, η ενωμένη αντίσταση μεγαλουργεί στον Γοργοπόταμο. Ο αγώνιζομενος λαός μαζί με τους αντάρτες στη γερμανική κατοχή (’41-’44) ήταν η συνέχεια του ’21 και η εφαρμογή του κολοκοτρωνέϊκου «κώδικα» ότι «μόνοι μας θα λευτερωθούμε»…, ασχέτως από τις περιπέτειες που μας επεφύλαξε η ιστορική συνέχεια.
του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*
«Στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό» – Κ.Π. Καβάφης
Όταν ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός επέλεγε τον τίτλο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» για ένα από τα κορυφαία έργα του, και της νεοελληνικής ποίησης γενικότερα, ήθελε να τονίσει ότι οι Έλληνες, αν και πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι, δηλαδή στερημένοι της σωματικής τους ελευθερίας, διατηρούσαν ακέραιη την ελευθερία στο νου και την ψυχή τους.
Επέλεξε έτσι μια χτυπητή και με νόημα αντίθεση που σημάδεψε δραματικά την ιστορική μας πορεία μέχρι σήμερα, αλλά που πολύ φοβάμαι ότι σε λίγο μπορεί να μην ισχύει.
Οι σύγχρονοι Έλληνες, ο υπαρκτός Ελληνισμός, κινδυνεύουν να γίνουν σκλάβοι πολιορκημένοι, αν όχι φυλακισμένοι, μέσα στον ίδιο τον μεταμοντέρνο και παγκοσμιοποιημένο κόσμο τους, που τους επιβλήθηκε σαν μονόδρομος χωρίς επιλογές, γιατί άργησαν να το κατανοήσουν και να αντιδράσουν.
Αυτή η σαρωτική επίθεση του μεταμοντερνισμού σε όλα τα πεδία της γνώσης, της παιδείας και της κοινωνίας είναι η βασική αιτία που ο λαός μας, αλλοτριωμένος την κρίσιμη ώρα, δεν μπόρεσε μετά τις 23-4-2010, που ξεκίνησε η νέα κατοχή, να ενστερνισθεί τα υψηλότερα διδάγματα της ιστορίας του, να αντισταθεί αποτελεσματικά και να γεννήσει τους νέους ηγέτες μέσα από τους κόλπους του.
Η Ελλάδα σαν να πάσχει από αλτσχάϊμερ, παραδομένη στην μεταπρατική μακαριότητα και στα κελεύσματα του εθνομηδενισμού και του νεοφιλελευθερισμού αναζητά απεγνωσμένα «λύσεις»… που ενυπάρχουν στον ελληνικό πολιτισμό, αλλά ο ντόπιος εξανδραποδισμός τις έχει θάψει.
Τώρα είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να σταθούμε απέναντι στο ωστικό κύμα, στο χαοτικό πολιτικο-πολιτισμικό τσουνάμι, και να μείνουμε όρθιοι. Δεν μπορούν να μας τα πάρουν όλα γιατί τα πιο πολύτιμα είναι μέσα μας αλλά πρέπει να τα ξαναβρούμε, να τα ξαναθυμηθούμε.
Η αντίσταση και η ανατροπή δεν μπορεί να έρθει αν δεν υπάρξει μια συμπαγής λαϊκή βάση πάνω στην οποία να πατά και από την οποία να εφορμά, αν δεν βρεθεί κοινή ομολογία και ομοψυχία, ένα κοινό σημείο πνευματικής αναφοράς που να δονείται απαράλλακτα μέσα στον καθένα μας, όπως τότε που κερδίζαμε την ελευθερία μόνοι μας. Χωρίς αυτές τις πνευματικές προϋποθέσεις δεν θα υπάρξει σοβαρή προοπτική πέρα από ασπασμωδικές κινήσεις, όπως το Σύνταγμα, και αναγκαστικές «διέξοδοι» όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό που βιώνουμε, τέτοια διεθνής οικονομική επιτήρηση στην χώρα μας, με πολύ επαχθέστερους όρους τώρα, είχε να συμβεί από το 1898. Σήμερα, βέβαια, έχουμε να κάνουμε και με την απόλυτη προδοσία του πολιτικού κατεστημένου. Κι όμως, η «προοδευτική» διανόηση και η αριστερά, άνευρη, ανιστόρητη και κοσμοπολίτικη δεν μπόρεσε να αρθρώσει λόγο απέναντι στην ιστορία. Παγιδευμένοι σε μια ξεπερασμένη ανάγνωση της ιστορίας, που θεωρούσε ότι τα έθνη σχηματίζονται στην φάση της συσσώρευσης του κεφαλαίου (επειδή αυτό συνέβη στις δυτικές χώρες της Ευρώπης, π.χ.), έβαλαν την ουρά στα σκέλια μπροστά στην επέλαση των μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων της παγκοσμιοποίησης.
Ένα σημαντικό κομμάτι της διανόησης εξαπάτησε μαζικά την κοινωνία για τις προθέσεις της παγκοσμιοποίησης και προπαγάνδιζε ότι για να ενσωματωθούμε στην υποσχόμενη «σωτηρία» μας πρέπει να χάσουμε τα ίχνη της ιδιοπροσωπίας μας.
Όταν με τα ανόητα βιβλία του «συνωστισμού» κατεδαφιζόταν το πνεύμα του 1821 και της εθνικής αντίστασης, η αριστερά, δογματική κι ευρωλιγούρικη, σιωπούσε. Όταν περιγράφανε οι «ρεπούσιοι» συγγραφείς την τουρκοκρατία ως φωτεινή περίοδο ευημερίας και… ανεξιθρησκείας, η αριστερά σύσσωμη, εκτός λίγων εξαιρέσεων, συναινούσε.
Τώρα που ο εχθρός, αφού διέλυσε τα πνευματικά οχυρά και τον κοινωνικό ιστό, κατεδαφίζει το ίδιο το έθνος-κράτος, τις κοινωνικές κατακτήσεις, η αριστερά ξύπνησε αργά. Πώς να καλέσει τον κόσμο να αντισταθεί αποφασιστικά; Με ποιες προϋποθέσεις; Να θυσιαστεί για ποιο όραμα η αφασική και κοσμοπολίτικη νεολαία; Όταν στερείς από το παιδί την αίσθηση της «φυσικής κοινότητας», τον μόνο τρόπο που η ανθρώπινη ζωή αποκτά νόημα και αξιοπρέπεια, τι περιμένεις να εισπράξεις; Αδιαφορία σίγουρα ή το πολύ-πολύ ακτιβιστικό «μηδενισμό», αναρχικό ή ακροδεξιό.
Η αριστερά, και μαζί της το έθνος, πληρώνει την συμπόρευση για δύο τουλάχιστον δεκαετίες με τον γκλομπαλισμό, τον εθνομηδενισμό, τον Σόρος, τις Βρυξέλλες, τα τσιράκια του ΔΝΤ, τελικά.
Για χρόνια, μεγάλο μέρος της αριστερής διανόησης και καθοδήγησης πρόκρινε τον οικουμενισμό και την «ταξική» οπτική κατά του έθνους-κράτους και θεωρούσε «πατρίδα» της την αφηρημένη έννοια των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων»… ξεκομμένη από την κοινωνία, την οποία όρισε σαν «ξενοδοχείο» διαφορετικοτήτων. Ένα φληνάφημα που χρησιμοποίησε κατά κόρον ο νεοφιλελεύθερος ιμπεριαλισμός για να διαλύσει μια σειρά κρατών του «άξονα του κακού».
Ιστορικά, δεν είναι περισσότερο συγκεκριμένη «η τάξη» από το «έθνος». Έθνος και τάξη είναι δύο ειδικές μορφές συλλογικότητας. Όταν, λοιπόν, σπάσει ο ένας πόλος, θα σπάσει και ο άλλος. (Θάτσερ: υπάρχουν άτομα, δεν υπάρχει κοινωνία). Όμως, τα έθνη, όπως και οι άνθρωποι, στηρίζονται στην αυτο-εκτίμηση και κατ’ επέκταση στην εθνική ταυτότητα για να επιβιώσουν.
Έτσι, η εγχώρια διανόηση, αντί να θυμηθεί τα λόγια του Άρη στην Λαμία, ότι «εμείς έχουμε τις πεζούλες μας»…οι απέναντι απ’ τον λαό είναι χωρίς σύνορα και πατρίδα, υπηρέτησε πιστά τα ιδεολογήματα της νέας τάξης και έδειξε όλη την μαγκιά της μόνο κόντρα στα ράκη του εθνικοφρονισμού που απέδειξαν για άλλη μια φορά ότι ο «υπερ-πατριωτισμός» δεν προέρχεται από καμμιά αγαθή προαίρεση, παρά μόνο από το ίδιο το Κεφάλαιο. Νεο-ναζί, εθνικιστές, αγανακτισμένοι «πατριώτες», με μούσκουλα γιγάντων και μυαλά νάνων, συγχρωτίστηκαν εξ αρχής με το σύστημα κατοχής (βλ. Αδώνηδες και Βορίδηδες κ.α.), τις offshore, τους δωσίλογους της κατοχής, τους Μελιγαλάδες, την προδοσία της χούντας στην Κύπρο κ.λπ.
Επιπλέον, ο ναζισμός, ο φασισμός και κάθε αντικοινωικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς, δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει αναζήτηση, δεν συνθέτει συνείδηση αντίστασης. Αντίθετα, είναι «η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας», όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις. Δυστυχώς, μέσα στην καλπάζουσα παρακμή, ένα μικρό μεν αλλά υπολογίσιμο τμήμα της κοινωνίας μας εκδηλώνει μέρα με την μέρα «το τμήμα του εαυτού μας που φοβάται ή δεν σκέφτεται», προσβλέποντας σε γρήγορα οφέλη. Σίγουρα αυτό δεν είναι η απάντηση στην υπαρξιακή μας κρίση, από την άλλη, όμως, δεν μπορεί ένα έθνος-κράτος που παρακμάζει χωρίς να έχει λύσει το πρόβλημα της ύπαρξής του σε βάθος χρόνου και ένας λαός που δεν έχει εμπιστοσύνη στις λειτουργίες αυτού του εχθρικού κράτους, ούτε αντοχές απέναντι στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, να επιβιώσουν με αλτρουϊστικές, «διεθνιστικές» διακηρύξεις χωρίς να τονίσουν την ανάγκη της Εθνικής Παιδείας και Στρατηγικής.
Εν κατακλείδι, όλοι αυτοί, δεξιοί κι αριστεροί, καθώς και οι χιλιάδες νεολαίοι, κυρίως, που σουλατσάρουν για καφέ ή για shopping στους πεζόδρομους, στα καφέ ή στα τουριστικά νησιά, αποδείχθηκαν λίγοι απέναντι στην Ιστορία, απέναντι σε έναν Καραϊσκάκη, έναν Παύλο Μελά, μια Λέλα Καραγιάννη, μια Ηλέκτρα Αποστόλου, έναν Γρηγόρη Αυξεντίου, έναν Λαμπράκη, έναν Παναγούλη, έναν Σολωμού που θάπρεπε να υπήρχε για να κατεβάσει την σημαία του ΔΝΤ.
 
Στις σπουδαίες παρακαταθήκες πολλών μεγάλων λογίων της νεώτερης παράδοσής μας, από τον Διονύσιο Σολωμό, τον Κων/νο Καβάφη και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μέχρι τον Κορνήλιο Καστοριάδη, υπάρχουν οι ψηφίδες για να συνθέσουμε το παζλ ενός νέου πνευματικού «κώδικα» αντίστασης και επιβίωσης του ελληνισμού στην παγκοσμιοποίηση.
Μεταμοντέρνα λήθη και παράδοση
Ο Έλληνας πάντα παρακολουθούσε τις πολυτάραχες κοινωνικές καταστάσεις της Δύσης πιστεύοντας κατά βάθος πως για την αλλαγή του κόσμου δεν έφθανε κάποια «ρεφορμιστική» μεγα-ιδεολογία, αλλά χρειάζονταν άνθρωποι με βαθειά συνείδηση του «γνώθι σαυτόν» του Σωκράτους και πίστη στο «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» του Πρωταγόρα. Αυτό το μέτρο, που υπόβοσκε πάντα στην εσωτερική φιλοσοφία του Έλληνα ανθρώπου, ήταν προϊόν μιας διαλεκτικής σύγκρουσης αντίθετων καταστάσεων ζωής και πολιτείας του ατόμου.
Η ελληνική στάση ζωής δεν περιορίστηκε ποτέ στην ομφαλοσκόπηση και τον παθητικό διαλογισμό γιατί καταλάβαινε ότι η ελευθερία δεν δωρίζεται από αδράνεια της φύσης αλλά καταχτιέται με δράση και δοκιμή.
Έτσι, ένα άλλο χαρακτηριστικό του ελληνικού κώδικα ζωής είναι η ηρωϊκή δράση κάποιου ή κάποιων για να έρθει η κάθαρση.
Κατά σατανική σύμπτωση, όλα θυμίζουν και πάλι κάποιες ιστορικές εποχές, όταν οι Αθηναίοι πλήρωναν «κεφαλικό φόρο αίματος» στον Μινώταυρο.
Όπως και τότε, έτσι και σήμερα οι περισσότεροι περιμένουν κάποιον Θησέα να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να σηκωθούν τα λευκά πανιά.
Στον αρχαίο μύθο του Μινώταυρου παρεμβάλλονται ριζικά δύο στοιχεία: α) η θέληση των νέων της Αθήνας, που ήταν τα θύματα, να ζήσουν ελεύθεροι και να τελειώνουν μια και καλή με την πολυμήχανη κακία, β) ο μίτος της Αριάδνης που βοήθησε στο να απαλλαγούν από το τέρας και να επιβιώσουν.
Αν δεν μπόρεσαν να βρεθούν μέχρι τώρα οι ήρωες-πρωταγωνιστές μιας νέας ανάτασης και δεν υφάνθηκε ο αναγκαίος μίτος, οφείλεται σε βασικά ανοσιουργήματα που διαπράχθηκαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες:
α) η δημοσιοϋπαλληλοποίηση μιας γενηάς (του Πολυτεχνείου) που ξεκίνησαν αντάρτες και κατέληξαν τσιράκια των κατεστημένων μηχανισμών
β) η ισοπεδωτική διαπαιδαγώγηση των γενηών της μεταπολίτευσης σε έναν αδιάφορο τρόπο ζωής και ο εθισμός τους σε έναν αλαζονικό και αντιδημοκρατικό «τρόπο του διοικείν» που τον θεώρησαν ως αυτονόητο
γ) η ψυχική στείρωση της σημερινής νεολαίας από τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα και την κουλτούρα του νεοφιλελευθερισμού που καταλήγουν στην εκμηδένιση των αξιών, στο κυνήγι του χρήματος και καταναλωτικών αγαθών και, κυρίως, στην απώλεια της κριτικής ικανότητας.
Από την ώρα που βρεθήκαμε μέσα στο χωνευτήρι της Ενωμένης Ευρώπης και αναγκαστήκαμε να δούμε τον εαυτό μας όπως οι άλλοι, κατέρρευσαν μια σειρά ιδεολογήματα που ήταν κάποτε αυθεντικά, αλλά επιζούσαν κυρίως για εσωτερική κατανάλωση.
Η αγωνία γύρω από την ιδιοπροσωπία και την ταυτότητά μας οδήγησε στην συνέχεια πολλούς διανοούμενους να λένε θεωρητικά ποια πρέπει να είναι η βάση για την ελληνικότητα, λειτουργώντας όμως σαν ιστορικοί-εθνογράφοι που εξέταζαν τον ελληνισμό από μακριά.
Η εξήγηση γι’ αυτό είναι γιατί ο καταναλωτισμός και πολλές εκδοχές της νεωτερικότητας συν την εισβολή των μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων μάς έχουν απογυμνώσει από το αυτονόητο της ύπαρξής μας και τον ανόθευτο πατριωτισμό, που παληότερα ήταν δεδομένα για τον λαό.
Οι Έλληνες, σαν τα αυτιστικά παιδιά που φεύγουν από την μαμά τους και δέχονται χτυπήματα στην αυτοεκτίμησή τους, δεν μπορέσαμε μέχρι σήμερα να συγκροτήσουμε έναν λόγο σαν βάση διαλόγου με τους υπόλοιπους παίκτες του «παγκόσμιου χωριού», και κυρίως να συνδιαλεχθούμε επί ίσοις όροις με την Δύση.
Βασιστήκαμε επανειλημμένα σε μια υποτιθέμενη ύπαρξη ενός γενικευμένου εξωτερικού φιλελληνισμού, όντας έτσι πρόθυμοι να «ανήκομεν εις την Δύση» ή να ζητούμε εξασφάλιση των εθνικών μας δικαίων από την Ε.Ε. Όμως, δεν υπάρχει πλέον ο φιλελληνισμός σαν κίνημα που στρέφεται προς τον υπαρκτό ελληνισμό ούτε αρέσουν οι πληθωρικές εθνικές διακηρύξεις στον σημερινό κόσμο μετά την εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση των μεγα-ιδεολογιών. Οι σημερινοί Ευρωπαίοι έγιναν προσεκτικοί όταν παράγουν ιδεαλισμό και αντιμετωπίζουν ειρωνικά τις διακηρύξεις περί μοναδικότητας και υπεροχής, οι οποίες τρομάζουν και δεν αποτελούν προϋπόθεση για ισότιμο διάλογο.
Έχουμε, λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε την αδυναμία μιας «παρωχημένης αντίληψης» μεγαλοϊδεατισμού (προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) να λειτουργήσει μαζί με την έλλειψη αυτοεκτίμησης απέναντι στην Δύση, όπως φάνηκε και από την καλλιέργεια της αυτο-ενοχοποίησης με τα Μνημόνια.
Όπως και στο Βυζάντιο την ώρα της Άλωσης τα τείχη ήταν άδεια και οι Τούρκοι βρέθηκαν από μέσα, έτσι και τώρα η Τρόϊκα, χάρη στα φερέφωνα του εθνομηδενισμού, βρήκε τα κάστρα του πολιτισμού εγκαταλελειμμένα και τις πνευματικές κερκόπορτες ανοιχτές.
Δεν χρειάζονται άλλες ψευδαισθήσεις. Για να μπορέσουμε να βγούμε από τον νεο-γενιτσαρισμό, να λυτρωθούμε από τα αρρωστημένο βορειο-ευρωπαϊκό  λάϊφ-στάϊλ του Γραικύλου, πρέπει να κατανοήσουμε βαθειά ότι είμαστε σε πόλεμο με ένα αδίστακτο και μαφιόζικο μπλοκ υπερεθνικών δυνάμεων και ντόπιων δωσίλογων, που μας οδηγεί σε ολοκληρωτική εθνική καταστροφή.
Για να αντισταθεί αποτελεσματικά η ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη από μια επανάσταση τς συνείδησης, ένα μεγάλο και γενναίο βήμα… «προς τα πίσω», προς «χωράφια» γνωστά και καταστάσεις καθαρές τότε που ήταν λίγα τα λεφτά και λίγες –αλλά σαφείς- οι ευχές: «να μην τουρκέψεις και να μην φραγκέψεις»!
Μια νέα ελληνική συνειδητότητα πάνω στο τρίπτυχο πολιτισμός-πολιτική-μεταφυσική θα περιλαμβάνει την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, μαζί με την δημοτική παράδοση και τον λόγιο διαφωτισμό του νέου Ελληνισμού, και θάχει βασικές συνιστώσες την Σεισάχθεια και την πραγματική Δημοκρατία (όχι την «έμμεση» ρεπούμπλικα).
Αναζητώντας έναν κώδικα αντίστασης
Σε μια Ευρώπη-πνευματική έρημο του turboκαπιταλισμού, όπου οι Επικυρίαρχοι, αν δεν μας στοχοποιήσουν και φτωχοποιήσουν όλους, δεν θα ησυχάσουν, η προπαγάνδα των ρουφιάνων της «ενημέρωσης» επιχειρεί να σβήσει τις λέξεις επανάσταση, εξέγερση, αυτοάμυνα, αντίσταση…
Η πολιτική προπαγάνδα της μεταμοντέρνας ιδιωτείας, της ήττας και της διαβολής κάθε τι πατριωτικού έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει έναν νέο πολιτικό οραματισμό, μια συνειδητότητα αντίστασης και αλληλεγγύης, την οργάνωση της κοινωνίας από τα κάτω.
Ένα μεγάλο μέρος της απολίτικης μάζας γοητεύθηκε από τις ανοήτες δοξασίες των φονταμενταλιστών της «ανοικτής αγοράς» και της υπερ-εκμετάλλευσης, όμως τα πράγματα, όπως φαίνονται, δεν έχουν σχέση με τα πράγματα όπως βαθειά είναι: «όποιος δεν του αρέσει να ανέβει στα βουνά θα ζει πάντα στην λάσπη», λέει μια σοφή παροιμία. Αυτή την αλήθεια, που οι σημερινοί νέοι δεν την διδάχτηκαν στα αερολογούντα γκλομπαλιστικά σχολεία τους, την γνώριζαν τα νιάτα παλιότερων εποχών που ξεχύνονταν αυθόρμητα στους δρόμους και τις πλατείες με την μοναδικη ιδεολογία της ελευθερίας και της εθνικής κυριαρχίας για παντιέρα!
Οι αισιόδοξες γενηές της εθνικής και αντιχουντικής αντίστασης δεν μπορούσαν να καμφθούν ούτε από τις σειρήνες του συμβιβασμού, του ευδαιμονισμού, τα βασανιστήρια ή τους εξευτελισμούς του δυνάστη γιατί, όπως έλεγε ο ποιητής:«Δεν ξέρανε πατέρα, μάνα, σπίτι, έναν δεν δίνανε για το σήμερα παρά / Δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη / Δεν ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά».
Η Αντίσταση, η πραγματική Δημοκρατία, η απόλυτη ελευθερία μέσα στην πειθαρχία, είναι ο δρόμος που σε κάθε σκοτεινή εποχή πρέπει να διαλέγει η νεολαία, λέει ο Ζαν Πωλ Σαρτρ στο έργο του «Η Δημοκρατία της Σιωπής».
Και συνακόλουθα, όπως εξομολογείται ο δικός μας λόγιος, Βασίλης Ρώτας:«Όποιος δεν είδε αντάρτικην ομάδα να πορεύεται μέρες νηστική, να περνάει ανάμεσα από μηλιές και κερασιές φορτωμένες καρπό και να μην απλώνει ένας το χέρι του να κόψει ούτε ένα να βάλει στο στόμα του, … κι όποιος δεν είδε τον λαό απόκοντα πίσω απ’ τους αντάρτες, άντρες, γυναίκες, γέρους, μικρά παιδιά, όλους ριγμένους στον μεγάλο αυτόν αγώνα, να ‘χουν ξεχάσει τη λέξη δικό και στη θέση της να ‘χουν βάλει τη λέξη δίκιο, να ‘ναι έτοιμοι όλοι για όλα, τα πιο δύσκολα, τα πιο μεγάλα, τα πιο θαυμάσια, τα πιο αδύνατα, δεν ξέρει τι θα ειπεί λαός αγωνιζόμενος, δεν ξέρει τι θα ειπεί πλούτος ζωής και θα πεθάνει φτωχός κι αν ακόμη πεθάνει σε χρυσό παλάτι». (Βασίλης Ρώτας – Βούλα Δαμιανάκου, «Περί εθνικής ταυτότητος», Λαϊκός Λόγος, Οκτώβρης 1965, Αρ. Φύλλου 3)
Πώς το κατείχαν όλοι τους, μικροί και μεγάλοι, τότες το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας κι ήταν έτοιμοι να το υπερασπίσουν με την ζωή τους; Πώς έβγαινε χείμαρρος η μεγαλοσύνη από αγράμματους, ενώ τώρα πηγάζει τόση μικρότητα από τα διδακτορικά της παγκοσμιοποίησης;
Ας θυμηθούμε ότι ο Παπαδιαμάντης –τον οποίο λάτρεψαν ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο Τσαρούχης, και τόσοι μεγάλοι της λογοτεχνίας μας- σε εποχές που η εθνική συνείδηση στεκόταν όρθια και δεν αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό το ’21, είχε καταδικάσει με οργή τους δυτικόφιλους λάτρεις του ξενισμού, αυτή την «ψώρα του έθνους». Στον Λαμπριάτικο ψάλτη αυτή η πεποίθηση παίρνει την πιο μεστή της έκφραση. Έλεγε έξω από τα δόντια ότι ο Έλληνας που συμπεριφέρεται ως Γραικύλος-κοσμοπολίτης μοιάζει με «νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων».
Αυτά είναι τα αποτελέσματα του ξενισμού, του πιθηκισμού, του φραγκισμού που τυραννούσαν την χώρα από καταβολής νεοελληνικού κράτους και δυσχέραιναν την ανεξαρτησία και την αυτοδιοίκησή του. Η διαφορά έγκειται στο ότι τότε ήταν μόνο η άρχουσα τάξη πιθηκίζουσα, «χάσκουσα προς τα ξένα» και διώκτρια των πατρίων παραδόσεων, κατά τον Σκιαθίτη συγγραφέα. Σήμερα, μετά τον άκρατο και αλόγιστο «εξευρωπαϊσμό», αυτή η «ψώρα του έθνους», η μανία όπως «αγοράσουν σοφίαν» από την Εσπερίαν διαπότισε όλο τον κοινωνικό ιστό, έφθασε μέχρι το μεδούλι των λαϊκών τάξεων.
Χάσαμε τον κοινό νου γιατί ξεχάσαμε την ιστορία μας και επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη…Για χρόνια στηρίζαμε, μετά την Τουρκοκρατία, στους Βενετσιάνους της ελπίδες για απελευθέρωση… Ήρθε ο Μοροζίνι και κατέστρεψε την Ακρόπολη. Ακολούθησαν οι απανωτές διαψεύσεις με τα Ορλωφικά, τον Βοναπάρτη, ακόμα και τον Αλή-Πασά… Σήμερα κάποιοι έλεγαν θα μας σώσει ο Σαρκοζύ, ο Ομπάμα, ο Πούτιν… ακόμα κι ο Νταβούτογλου. Ο ελληνικός κώδικας, όμως, είναι η εντολή του Κολοκοτρώνη και είναι σαφής: «Αν λευτερωθούμε, θα λευτερωθούμε μόνοι μας».
Για να κρατήσουμε ψηλά το πνεύμα της αντίστασης, νοιώθοντας συνεχιστές των άξιων περασμένων, πρέπει να ξυπνήσει η «πλέρια Μνήμη», όπως πρόσταζε ο Σικελιανός στα «Χορικά της Σίβυλλας», αδάμαστη και τρομερή!
Στην αναζήτηση για μια νέα πνευματικότητα υπάρχει ο «οδικός χάρτης» της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας.
«Η αγωνία ενός ανθρώπου για το ψωμί του είναι πρόβλημα υλικό. Η αγωνία ενός ανθρώπου για το ψωμί του διπλανού του είναι πρόβλημα πνευματικό», μας λέει ο Νικολάϊ Μπερντιάγεφ.
Αλλά και στο επαναστατικό πρόταγμα του Κορνήλιου Καστοριάδη βρίσκουμε απαντήσεις απέναντι στα σχέδια των αμοραλιστών της καθεστωτικής βαρβαρότητας που «αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι» και «κηρύχνουν την λιτότητα», κατά τον Μπρεχτ, ποδοπατώντας τους άγραφους ηθικούς νόμους και την ανθρωπιά.
«Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό», λέει ο Καστοριάδης, «όχι σαν νούμερο ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ’ ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών». [Κορνήλιος Καστοριάδης, Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος, από το «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας», εκδ. Κέδρος, 1978, σελ.137-141]
Το τοκογλυφικό σύστημα, που μας αρπάζει την ζωή και μας σκλαβώνει το μέλλον, δεν είναι ανίκητο. Εμείς θα γίνουμε ανίκητοι αν αφυπνισθούμε συλλογικά και βρούμε τον κοινό μελλοντικό μας προορισμό με την «αφοβία σαν σημαία», όπως λέει ο Ελύτης στο «Το Άξιον Εστί».
Σε τέτοιες στιγμές, όταν κάποιος έχει να διεκδικήσει ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ δίνοντας μάχη ζωής και θανάτου, πρέπει να ζει σαν μειονότητα σε άμυνα.
Ο ελληνικός κώδικας είναι σαφής: «Η ελευθερία είναι τέχνη ασκητική», έλεγε ο Άγγελος Τερζάκης. Το ίδιο κι ο Καβάφης: «Στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό».
Τι απομένει, λοιπόν; Η διάθεση για Ζωή του Έλληνα, το ίδιο αυτό ορμέμφυτο που μας διατήρησε όρθιους τόσους αιώνες απέναντι σε τόσες απόπειρες Άλωσης από μέσα ή απ’ έξω. «…να βγουν στις πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει», όπως έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης για τη νεολαία της Αθήνας που ξεσηκώθηκε μέσα στην φασιστική κατοχή (1942)…«μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος η Άνοιξη» (Το Άξιον Εστί).
*[Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus τ.89, Οκτώβριος 2014]

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More